Οι βασικές κοινωνικές τάξεις
στο μεσαιωνικό ποντιακό κράτος ήταν οι τιμαριούχοι άρχοντες, οι δουλοπάροικοι
και οι ελεύθεροι μικροί αγρότες, μικροϊδιοκτήτες γης. Η πρώτη τάξη στήριζε το
παλάτι και έπαιζε αποφασιστικό ρόλο στη διοίκηση του κράτους. Ωστόσο, από την
αρχή της ίδρυσης της αυτοκρατορίας των Κομνηνών υπήρχαν και ορισμένες
αντιθέσεις μέσα «την αυλή των βασιλέων της, που οφείλονταν στους παρακάτω
ιστορικούς λόγους: οι Σχολάριοι άρχοντες που αποτελούσαν την κύρια φρουρά του
παλατιού της Κωνσταντινούπολης, μόλις έπεσε το Βυζάντιο στα χέρια των Φράγκων
το 1204, έφυγαν στην Τραπεζούντα. Εκεί, με τη βοήθεια της βασίλισσας της Γεωργίας
Θάμαρ, θείας των δύο βασιλοπαίδων Δαβίδ και Αλεξίου, και με τη συνεργασία των
ντόπιων τιμαριούχων αρχόντων, των Δωρανιτών, Καβασιτών, Ζανιχιτών και
Καμαχητών, ίδρυσαν την αυτοκρατορία του Πόντου. Αλλά δεν πέρασαν πολλά χρόνια
και άρχισε η αντίθεση των ντόπιων αρχόντων προς τους Σχολάριους. Οι πρώτοι θεωρούσαν
τους δεύτερους σαν επήλυδες και ξένους και υπήρχε διαρκής διαμάχη ανάμεσα τους,
ποιοι θα επικρατούσαν στην αυλή της Τραπεζούντας. Οι Σχολάριοι είχαν την
υποστήριξη του Βυζαντίου, αλλά λιγότερους οπαδούς και αδύνατες ρίζες στον τόπο,
ενώ οι ντόπιοι τιμαριούχοι ήταν δυνατότεροι και είχαν πολλούς οπαδούς, και στην
πρωτεύουσα του Πόντου και στην ύπαιθρο.
Παρ' όλα αυτά, κάποτε, τα
συμφέροντα των δύο μερίδων φαίνεται πως συνέπιπταν, γι' αυτό τους βλέπουμε να
συμμαχούν και να συνωμοτούν αρμονικά εναντίον του αυτοκράτορά τους.
Η άλλη βασική κοινωνική
τάξη στο κράτος της Τραπεζούντας ήταν οι λεγόμενοι πάροικοι, δηλαδή οι
ακτήμονες γεωργοί, οι δουλοπάροικοι, που δούλευαν στα βασιλικά, αρχοντικά και μοναστηριακά
κτήματα. Στα τελευταία, οι αυτοκράτορες, όχι μόνο επέτρεπαν με αυτοκρατορικά
χρυσόβουλα την ασύδοτη εκμετάλλευση των δουλοπάροικων, αλλά κάποτε, ιδιαίτερα
στα τρία μεγαλύτερα (της Σουμελά, του Περιστερεώτα και του Βαζελών), έκαναν και
γενναίες δωρεές. Χάριζαν ολόκληρα χωριά που ανήκαν στους ίδιους. Συγκεκριμένα,
δώριζαν τα ιδιόστατα (ιδιόκτητα) χωριά τους, καθώς και τους «πολυπλέθρους»
αγρούς τους, μαζί με τους «πάροικους» τους. Οι δουλοπάροικοι, εκτός από
πάροικοι, λέγονταν και «ανυπόστατοι» και «εναπόγραφοι».
Λείψανα των δουλοπάροικων
αυτών είχαν διατηρηθεί ως τα τελευταία χρόνια πριν από την Ανταλλαγή (1924)
στον Πόντο. Αυτοί δούλευαν στα μοναστηριακά χτήματα και τα μετόχια και ήταν δύο
κατηγοριών, οι «μορτίτες» και οι «ημισιαστές» (τουρκικά «μαραπάδες»). Οι
«μορτίτες» καλλιεργούσαν με δικά τους μέσα τα κτήματα των μοναστηριών, δίνοντας
για αντάλλαγμα ένα μέρος από τη σοδειά τους, συνήθως δέκα στα εκατό, ενώ οι
«ημισιαστές» (μαραπάδες), που καλλιεργούσαν τα χωράφια με τα μέσα των
μοναστηριών, έδιναν τη μισή σοδειά σε αυτά.
Ένα μέρος των
δουλοπάροικων χρησιμοποιούνταν για τη φύλαξη και τη συντήρηση του κάστρου κάθε
μοναστηριού. Τα κάστρα κτίζονταν τη βυζαντινή εποχή για να προστατεύουν τα
μοναστήρια από τις επιδρομές των Αγαρηνών. Χαρακτηριστικό, για το θεσμό τούτο, είναι
ένα χρυσόβουλο του αυτοκράτορα της Τραπεζούντας Αλεξίου Γ' που λέει ότι, επειδή
το κάστρο που βρίσκεται στο αγιασμένο όρος και σπήλαιον Μελά έχει ανάγκη από
αρκετή φύλαξη για να αντιμετωπίσει τους εχθρικά διακείμενους Αγαρηνούς,
προστάζει (ο βασιλιάς) τον κατά καιρούς ηγούμενο και τους ασκητές να αποσπούν
από τους πάροικους όσους θεωρούν καλύτερους και πιο έμπειρους, ώστε η φύλαξη
και συντήρηση του κάστρου να γίνεται πιο προσεχτικά.
Αλλά, κοντά στους
δουλοπάροικους, κοντά στα ιδιόκτητα χωριά και τα ιδιόκτητα «πολύπλεθρα» μέρη
των χωριών, υπήρχαν, όπως είπαμε πιο πάνω, και ολόκληρα ελεύθερα («ελευθερικά»)
χωριά, των οποίων οι «χωρίτες» ήταν, όχι «ανυπόστατοι» (ακτήμονες), αλλά «ενυπόστατοι»
(ιδιοκτήτες) που δεν είχαν καμιά εξάρτηση από τους τιμαριούχους («δεσπότες») ή
από τα μοναστήρια («μετόχια»).
Χρηστος Σαμουηλίδης
'ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΠΟΝΤΙΑΚΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου