Η ίδρυση του κράτους των μεγάλων Κομνηνών και η σημασία του.

Δευτέρα 12 Μαρτίου 2012


Αλέξιος Α' Κομνηνος
Ιδρυτές της αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας υπήρξαν δυο βυζαντινόπουλα, οι Κομνηνοί Αλέξιος και Δαβίδ που ήταν παιδιά του σεβαστοκράτορα Μανουήλ, γιου του Ανδρόνικου του Α', ο οποίος είχε σκοτωθεί μαζί με τον πατέρα του κατά την εξέγερση του 1185.
 Ο Αλέ­ξιος που είχε γεννηθεί το 1182 και ο Δαβίδ έ­να ή δυο χρόνια νωρίτερα, απομακρύνθηκαν α­πό την επαναστατημένη πρωτεύουσα και τον ί­διο χρόνο, 1185, στάλθηκαν στην αυλή της θεί­ας τους, βασίλισσας των Ιβήρων (Γεωργίας) Θάμαρ (1184-1212).
Τον Απρίλιο του 1204, όταν οι Φράγκοι της Δ' Σταυροφορίας κυρίευσαν την Κωνσταντι­νούπολη και κατέλυσαν το βυζαντινό κράτος, οι δυο, νεαροί πια, Κομνηνοί, με τη βοήθεια της θείας τους και των Γεωργιανών στρατιω­τών, καθώς και τη συνεργασία των Σχολάριων αρχόντων που έφυγαν από την Κωνσταντινού­πολη, αλλά και των ντόπιων Πόντιων τιμαριούχων και στρατιωτικών αριστοκρατών, κατέ­λαβαν την Τραπεζούντα και ίδρυσαν το μεσαιωνικό κράτος του Πόντου.
Οι αυτοκράτορες του κράτους αυτού, οι Μεγάλοι Κομνηνοί, ό­πως ονομάστηκαν από την αρχή ακόμα της βασιλείας τους, αισθάνονταν σαν Έλληνες και συνεχιστές του βυζαντινού κράτους.
Αυτό φαίνεται και από το γεγονός ότι για καιρό είχαν τον τίτλο «πιστός βασιλεύς και αυ­τοκράτωρ Ρωμαίων».
Μόνο αργότερα, ο Μιχαήλ Η' ο Παλαιολό­γος (1261-1282), ανασυσταίνοντας τη βυζαντινή αυτοκρατορία το 1261, ζήτησε από τους αυτοκράτορες της Τραπεζούντας να σταματήσουν να χρησιμοποιούν την προσηγορία αυτή, που ανή­κε αποκλειστικά στους βασιλιάδες της Κωνσταντινούπολης.
Τότε, κατά πάσα πιθανότητα, ε­γκαινιάστηκε από τους Κομνηνούς της Τραπε­ζούντας ο νέος τίτλος «πιστός βασιλεύς και αυ­τοκράτωρ πάσης Ανατολής, Ιβήρων και Περατείας». Ίβηρες λέγονταν οι κάτοικοι της σημερινής Γεωργίας, και Περατεία η σημερινή Κριμαία.
Πρέπει να σημειώσουμε ότι με την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους το 1204 και την πολυδιάσπαση της βυζαντινής αυτοκρατορίας σε μικρά κρατίδια, ανέβηκε για ένα διάστημα στην εξουσία της Αμισού ένας απόγονος των Γαβράδων, τιμαριωτών του Πό­ντου, ο Θεόδωρος Γαβράς.
Οι Μεγάλοι Κομνηνοί της Τραπεζούντας είχαν για έμβλημά τους το μονοκέφαλο αετό, σε διαστολή με το δικέφαλο της αυτοκρατο­ρίας της Κωνσταντινούπολης.
Το περίεργο εί­ναι ότι οι βυζαντινοί ιστορικοί και χρονογρά­φοι, αρχικά, χρησιμοποιούσαν υποτιμητικούς τίτλους για το κράτος τούτο, σε αντίθεση με τους τίτλους της κεντρικής βυζαντινής αυτο­κρατορίας, από την οποία αποσπάσθηκε η αυ­τοκρατορία της Τραπεζούντας.
Ονόμαζαν τον αυτοκράτορά της: «ο της Τραπεζούντος κρα­τών», «ο της των Λαζών άρχων», «ο της των Λα­ζών αρχηγός», «ο περιζωνούμενος την Δυναστείαν Τραπεζούντος», «ο της των Κόλχων και Λαζών τυραννών γης».
Μόνο στις αρχές του 15ου αιώνα, όταν το κράτος των Μεγάλων Κομνηνών της Τραπε ζούντας, εξαιτίας της οχυρής θέσης του και του πλούτου του, έγινε ισχυρότερο από το κράτος  της Κωνσταντινούπολης, άρχισαν οι βυζαντινοί ιστορικοί να ονομάζουν τον αυτοκράτορα  της Τραπεζούντας «βασιλέα» και το κράτος του «βασίλειον».
Τα σύνορα της ποντιακής αυτοκρατορίας, στα πρώτα χρόνια μετά την ίδρυσή της, είχαν φτάσει δυτικά πέρα από το Σαγγάριο ποταμό, μέχρι τη Νικομήδεια, αλλά αργότερα, μετά την ήττα του Δαβίδ Κομνηνού, αδελφού του Αλεξί­ου Α', από τον αυτοκράτορα της Νίκαιας Θεό­δωρο Λάσκαρη (1204-1222), τα σύνορα αυτά περιορίστηκαν ως τη Σινώπη. Αλλά σιγά σιγά κι αυτά συρρικνώθηκαν πιο πολύ και το 1223, στα χρόνια του Ανδρόνικου Γίδου (1222-1235) έφταναν μόνο από τη Σεβαστόπολη ή Σωτηριούπολη (Σοχούμ) της σημερινής Γεωργίας του Καυκάσου, ανατολικά, ως το Οίναιο (Οινόη), δυτικά.
Ενώ πιο αργότερα, από το έτος 1404 και μέχρι την πτώση της αυτοκρατορίας της Τρα­πεζούντας, τα σύνορα του ποντιακού κράτους περιορίζονταν από το Βατούμ μέχρι την Κερασούντα, παραλιακά, και ως το Ερζιγκιάν, νότια.
Ωστόσο, το ποντιακό κράτος, αν και έζησε 257 χρόνια χωριστά από τα άλλα ελληνικά κρατίδια, αναδείχτηκε σ' ένα ισχυρό προπύρ­γιο του Ελληνισμού, που διατηρήθηκε ως το 1461, δηλαδή 8 χρόνια μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους.
Η υ­πηρεσία που πρόσφερε στους Έλληνες κατοί­κους του τόπου και γενικότερα στον Ελληνι­σμό στάθηκε τεράστια. Χρησίμευσε σαν ελλη­νική κιβωτός στην άκρη εκείνη του βυζαντινού κόσμου, γιατί όχι μόνο διατήρησε τον ελληνι­κό πολιτισμό του, αλλά και τον ανέπτυξε και τον στερέωσε καλά, ώστε να αντέξει στην κα­τοπινή δοκιμασία που τον περίμενε με την Τουρκοκρατία.
Στην περίοδο μάλιστα της ακ­μής του κράτους αυτού, η Τραπεζούντα έγινε σπουδαίο εμπορικό κέντρο, από τα μεγαλύτε­ρα του τότε γνωστού κόσμου, και λαμπρή ε­στία των ελληνικών γραμμάτων και της βυζα­ντινής τέχνης.
Η περιοχή της «αυτοκρατορίας των Μεγά­λων Κομνηνών», όπως ονομαζόταν κι αλλιώς, περιλάμβανε, εκτός από την πρωτεύουσα Τρα­πεζούντα, πολλές άλλες πόλεις, όπως τα Σούρ­μενα, τη Ριζούντα, τα Πλάτανα, την Τρίπολη, την Κερασούντα, την Οινόη, την Αμισό (Σαμ­ψούντα), την Ινέπολη, τη Σινώπη, παραλιακά, και την Αργυρούπολη (Κάνη), τη Σεβάστεια, τη Νικόπολη, τη Θεοδοσιούπολη (Ερζερούμ), την Κελτζηνή (Ερζιγκιάν), τη Νεοκαισάρεια, την Τοκάτη, την Αμάσεια, μεσογειακά, ενώ οι κτήσεις της έφταναν συχνά ως τον Καύκασο και την Κριμαία.
Το ποντιακό ελληνικό αυτό κράτος αποτελούσε έναν κλειστό και ασφαλισμένο, από τα ψηλά βουνά του, γεωγραφικό χώρο, που είχε μεγάλη οικονομική και στρα­τηγική σημασία. Ταυτόχρονα έλεγχε το σημα­ντικό εμπορικό δρόμο που οδηγούσε από την Τραπεζούντα στο εσωτερικό της Ανατολής.
Η οικογένεια «των Μεγάλων Κομνηνών», ό­πως αυτοονομάστηκε, κυβέρνησε αξιοποιώ­ντας αρκετά επωφελώς το ανθρώπινο ποντια­κό δυναμικό και τον υλικό μεταλλευτικό και γεωργοκτηνοτροφικό πλούτο της χώρας. Πα­ρουσίασε μάλιστα και μιαν οικονομική πρόο­δο που η μεγαλύτερή της ακμή εκδηλώθηκε στα χρόνια του Αλεξίου Μεγάλου Κομνηνού (1349-1390).
Αλλά και οι τέχνες και οι επιστήμες, και ο πολιτισμός γενικά, άνθησαν στον Πόντο την περίοδο της βασιλείας των Μεγάλων Κομνη­νών. Αξιόλογη είναι η αρχιτεκτονική που ανα­πτύχθηκε στις διάφορες πόλεις, και ιδιαίτερα στην Τραπεζούντα, με το χτίσιμο πολλών φρουρίων, εκκλησιών, δημόσιων κτιρίων και ανακτόρων, όπως αυτά στην ακρόπολη της πρωτεύουσας του κράτους. Όσο για τις επιστήμες, μεγάλη ανάπτυξη παρουσίασαν η αστρονομία, η φυσική και τα μαθηματικά. Στη  σχολή των θετικών επιστημών της Τραπεζούντας σπούδαζαν μαθητές που έρχονταν ακόμα  και από την Κωνσταντινούπολη, όπως και από την Αρμενία.
Η ζωγραφική πάλι έφτασε οε μεγάλη ακμή, όπως δείχνουν ιδιαίτερα οι τοιχογραφίες στην εκκλησία της Αγίας Σοφίας Τραπεζούντας, η οποία αποτελούσε μικρογραφία της Αγίας Σοφίας της Κωνσταντινούπολης. Σπουδαίας τέχνης ήταν και οι εικονογραφήσεις των ευαγγελίων και των χειρογράφων (δημόσιων, εκκλησιαστικών και αυτοκρατορικών).
Ασημένιος δίσκος απο την Τραπεζούντα 12ος αι.
Επίσης, αναφέρεται ότι την εποχή των Με­γάλων Κομνηνών χτίστηκαν στον Πόντο 3.000 περίπου χριστιανικές εκκλησίες. Μικροί και μεγάλοι ναοί είχαν ωραίες τοιχογραφίες, α­γιογραφίες και διακόσμηση, μωσαϊκά και καλλιτεχνικές μικρογραφίες, που συνέχιζαν αδιά­πτωτα τη βυζαντινή παράδοση.
 Πολλά εικο­νογραφημένα χειρόγραφα σε εκκλησίες και μοναστήρια είναι σωστά αριστουργήματα τέ­χνης, και σώζονται ακόμα και σήμερα στο Αγιον Όρος και σε διάφορα ελληνικά και ξέ­να μουσεία, ιδιαίτερα στο Βυζαντινό Μουσείο Αθηνών και στο Μουσείο Μπενάκη.
Η μικρογραφική τέχνη, ιδιαίτερα, έφτασε κατά τον 14ο αιώνα σε τέτοια ακμή, ώστε ο ξέ­νος μελετητής Strzygowski να τη συγκρίνει με τη μικρογραφική τέχνη των μαθητών της σχο­λής του Giotto (Τζιότο) στην Ιταλία, και μάλι­στα να τη βρίσκει και ανώτερη.
 Η ακμή τούτη της μικρογραφίας παρουσιάστηκε, όταν όλο το ποντιακό κράτος των Κομνηνών βρισκόταν σε πλήρη άνθηση και το λάμπρυναν όχι μόνο οι επιστήμες αλλά και οι τέχνες, κάθε κατηγο­ρίας, και ο πολιτισμός γενικά.
Ανάμεσα στις τέχνες, ξεχωριστή θέση κατείχαν η ψηφιδογραφία, η ζωγραφική των ναών και των ιερών βιβλίων, των ευαγγελίων και των χρυσοβούλων, αλλά και των λαϊκών χειρογράφων, όπως ενός περίφημου που σώθηκε στο μοναστήρι του Αγίου Ευγενίου στην Τραπεζούντα. Σαν σπουδαίο στοιχείο της αγιογραφικής τέχνης στον Πόντο πρέπει να θεωρηθεί και η εικόνα της Πανα­γίας Σουμελά, άσχετα αν ο θρύλος τη θεωρεί «αχειροποίητη» ή δημιούργημα του Ευαγγελι­στή Λουκά.
Τα μοναστήρια του Πόντου, εξάλλου, τον 13ο και 14ο αιώνα ήταν σχολεία σοφίας. Εκεί καλλιεργούσαν τα μαθηματικά και την αστρονομία, γιατί η Εκκλησία θεωρούσε τις επιστή­μες αυτές, πριν ακόμα από την Αναγέννηση στη Δύση, βοηθητικές στη θεολογία και τη φι­λοσοφία.
 Κληρικοί και κοσμικοί, λοιπόν, δια­λεχτά τέκνα του Πόντου, καλλιέργησαν τις ε­πιστήμες και διατήρησαν την ελληνική παι­δεία, την τέχνη και τον πολιτισμό.
Μεγάλος επομένως, υπήρξε ο ρόλος του πο­ντιακού κράτους της Τραπεζούντας στη δια­τήρηση και ακτινοβολία της ορθοδοξίας και του ελληνικού πολιτισμού στην περιοχή της Βορειοανατολικής Μικρασίας. Και τα δύο αυ­τά στοιχεία προφυλάχτηκαν αρχικά απέναντι στη φράγκικη πλημμυρίδα των Σταυροφόρων και, κατοπινά, απέναντι στη σελτζουκική και τουρκική επέκταση και αφομοίωση.
Ο ιστορικός Joinville, που έγραψε το 1305 την ιστορία του Λουδοβίκου του Αγίου, δίκαια ονομάζει την Τραπεζούντα «η βαθιά Ελλάδα», ενώ ο βυζαντινός ιστορικός Λαόνικος Χαλκο­κονδύλης, το 15ο αιώνα, αναφέρεται με θαυ­μασμό στην αυτοκρατορία της Τραπεζούντας αποκαλώντας την «ηγεμονία Ελλήνων και εις τα ήθη και δίαιταν τετραμμένην Ελλήνων».
Γενικά, η Τραπεζούντα ήταν όχι μόνο πανέμορφη σαν πόλη, με τα κάστρα, τα ψηλά τείχη, τα οικοδομήματά της και τα ανάκτορα, αλλά και σαν τοπίο και κλίμα.
 Από το λιμάνι της Δαφνούντας μέχρι την οχυρωμένη πόλη, από την παραλία ως τις πλαγιές του Μιθρίου βουνού, από τα φρούρια ως τα δυο φαράγγια που κατέβαιναν κάθετα προς τη θάλασσα, αλ­λά και σ' όλους τους λόφους που την περιτρι­γύριζαν, υπήρχαν κάθε είδους δέντρα και φυ­τά, κήποι και λιβάδια με μεγάλη ποικιλία χλω­ρίδας.
Το νερό εξάλλου για την άρδευοη, δεν ερχόταν από στάσιμες λίμνες, αλλά από κα­θαρές πηγές, των οποίων τα νερά, διάφανα, δροσερά, γλυκύτατα και υγιεινότατα, ανάβλυ­ζαν από τα βράχια, έτρεχαν μέσα σε ρυάκια που κελάρυζαν και χύνονταν στη θάλασσα περ­νώντας από τη Μεγάλη Πύλη. Η ζέστη του ή­λιου πάλι, ανακατευόταν με τις δροσερές πνο­ές -που φυσούσαν από το πέλαγος, από τη με­ριά της Κριμαίας, από όπου έρχονταν και οι ο­μίχλες και οι βροχές- και μαλάκωνε.
Έτσι, το κλίμα της Τραπεζούντας αποτε­λούσε ένα από τα πιο εύκρατα του κόσμου, που το υμνούσαν αρχαίοι και νεότεροι γεωγράφοι και περιηγητές. Σύμφωνα με τις περιγραφές των παραπάνω, εξαιτίας των άριστων κλιματολογικών συνθηκών, η βλάστηση ήταν πλού­σια, όχι μόνο στην πόλη αλλά και στα περίχωρά της.
Αναφέρεται ότι υπήρχαν στην περιοχή ευχάριστα λιβάδια και κάμποι, ποικίλα και ποικιλόχρωμα λουλούδια, μεγάλα δάση και βουνά με ημερότατους όγκους, άφθονοι θά­μνοι και χλωρά χορτάρια, πλήθος κληματα­ριές, κρεμασμένες στα κλαδιά των δέντρων, και στητά κυπαρίσσια που φαίνονταν σα να χόρευαν. Εντύπωση έκαναν τα κίτρα με τα ά­σπρα και ευωδερά λουλούδια τους, τα χλοερά φύλλα και τα λυγερά κλαδιά τους. Όλα αυτά πρόσφεραν στα μάτια των επισκεπτοίν μαγευ­τική θέα και ανέκφραστη ομορφιά.
Μερικοί περιηγητές σημειώνουν λεπτομερειακά ότι σ' όλη την έκταση της περιοχής έξω από την Τρα­πεζούντα υπήρχαν πολλές αχλαδιές και ροδιές, συκιές και μηλιές με άφθονους και γλυκούς καρπούς. Και το πιο χαριτωμένο, γράφει κά­ποιος ποιητικά, ήταν ότι μέσα στη μέση του βράχου φύτρωνε το αμπέλι, οργίαζε η μυρσίνη και ανθούσαν η ελιά και το κυπαρίσσι.
 Κατά τον Τούρκο μάλιστα γεωγράφο και ιστορικό Εβλιά εφέντη (17ος αιώνας), πάνω από 30.000 κήποι και αμπελώνες ήταν γραμμένοι στους καταλόγους της πόλης. Γι' αυτό, φαίνεται, και σε ένα αρχαίο νόμισμα της Τραπεζούντας του 4ου αιώνα π.Χ., εικονιζόταν η πόλη σαν ένα τραπέζι γεμάτο με τσαμπιά από σταφύλια.
Στα γύρω από την Τραπεζούντα γραφικά βουνά υπήρχαν τα θερινά ανάκτορα των Κο­μνηνών, ο λεγόμενος Παρχάρης, με κήπους γε­μάτους λουλούδια και δέντρα, όπου οι αυτο­κράτορες περνούσαν ένα μέρος από την κα­λοκαιριάτικη περίοδο και φιλοξενούσαν διά­φορους ξένους ηγεμόνες και βασιλιάδες.
Η πρωτεύουσα του Πόντου, εξάλλου, παρ' όλες τις πυρκαγιές και τις επιδρομές σε βάρος της, ως την εποχή της άλωσής της από τους Τούρκους, ήταν πλούσια πόλη, ακμαία και πυκνοκατοικημένη, κέντρο του παγκόσμιου εμπορίου. Λέγεται, ότι ακόμα και μέσα στη θύελλα των εμφύλιων πολέμων, των επιδρομών από τους Τουρκομάνους και των εμπρησμών από τους Γεωργιανούς, στην Τραπεζούντα υ­πήρχε οικονομική ευρωστία και ευδαιμονία
Ήδη από το 10ο αιώνα δυο Άραβες γεω­γράφοι, ο Μασουντί και ο Ισταχρί, αναφέρουν την Τραπεζούντα σαν ένα από τα μεγαλύτερα εμπορικά κέντρα της Ανατολής.
Κατά τον Μα­σουντί μάλιστα, στην πόλη γίνονταν πολλές φο­ρές, μέσα στο χρόνο, εμπορικά πανηγύρια, ό­που, εκτός από τους Κιρκάσιους (Τσερκέζους), συνέρρεε και ένα μεγάλο πλήθος Βυζαντινών εμπόρων, Αρμενίων και Μουσουλμάνων από την Περσία και την Μπουχάρα.
Αλλά η εμπορική σημασία της πόλης αυ­ξήθηκε πιο πολύ, προπάντων, όταν ιδρύθηκε το κράτος των Μεγάλων Κομνηνών, οπότε η Τρα­πεζούντα έγινε κέντρο εμπορίου και για τη Νό­τια Ρωσία και για όλες τις Μικρασιατικές χώρες, καθώς και για τις χώρες της υπόλοιπης Ανατολής: της Μεσοποταμίας, της Συρίας και των Ινδιών.
Ιδιαίτερα μάλιστα, όταν το λιμάνι της προτελευταίας, η Πτολεμα'ί'δα, κατακτή­θηκε από τους Μουσουλμάνους το 1291 και έ­τσι έκλεισε ολότελα για τους δυτικούς εμπό­ρους, τότε, όλα τα πολύτιμα εμπορεύματα που πρόσφεραν οι χώρες από τα ανατολικά και νό­τια του Πόντου μέχρι τις Ινδίες και την Κίνα, μεταφέρονταν πλέον αδιάκοπα στην Τραπε­ζούντα, με τα καραβάνια.
Τα καραβάνια αυτά έρχονταν από τη μα­κρινή Ανατολή, περνούσαν τις κοιλάδες του Ευφράτη, του Κάνη (Χαρσιώτη) και του Πυξίτη, και κατέληγαν στις αποθήκες της πρωτεύ­ουσας του Πόντου, όπου και συσσωρεύονταν για να διατεθούν στην παγκόσμια αγορά. Αλλά εκτός από τα καραβάνια της Ανατολής, και τα  πλοία όλων των λαών της Δύσης κατέπλεαν στο λιμάνι της Τραπεζούντας για να ανταλλάξουν ή να πουλήσουν τα προϊόντα τους. Ιδιαίτερη προτίμηση είχαν οι δυτικοί έμποροι στα κε­ντημένα φορέματα, τα πολύχρωμα λινά υφά­σματα της Ριζούντας και τα περίφημα μάλλι­να και μεταξωτά υφάσματα της Τραπεζούντας, που μνημονεύονται στις εμπορικές συμφωνίες της αυτοκρατορίας των Κομνηνών με το όνο­μα βλαττία. Για την κατασκευή και την καλλι­τεχνική διακόσμηση των βλαττίων, οι Τραπε ζούντιοι είχαν ιδιαίτερη τεχνική.
Αλλά στην πρωτεύουσα του Πόντου πουλιούνταν και πολλά άλλα διαλεχτά πράγματα: χρυσοκέντητα υφάσματα από τη Βαγδάτη, ρούχα από την Περσία και την Αίγυπτο, μετα­ξωτά και μάλλινα υφάσματα από τις Ινδίες, με­ταξωτά από την Κίνα, μεταξωτά από τη Μπουχάρα, μαργαριτάρια και πολύτιμες πέτρες α­πό την Κεϋλάνη, καθώς και υφάσματα από τη Φλαμανδία και την Ιταλία, φορτία με γυαλί και χάλυβα από τη Γερμανία, λινάρι και μέλι από τη Μιγγρελία και σιτηρά από την Κριμαία.
Έτσι, η Τραπεζούντα ήταν, όπως λέει ο Βησ­σαρίων, «κοινόν τι εργαστήριον ή εμπόριον της οικουμένης απάσης» και μπορούσε ν' ακούσει κανείς στην αγορά και στους δρόμους της ποι­κίλες φωνές και γλώσσες.
Οι αυτοκράτορες που βασίλευσαν στα 257 χρόνια (1204-1461) του κράτους των Μεγάλων Κομνηνών της Τραπεζούντας, ήταν οι παρακάτω:
O αυτοκρατορικος θυρεος των Κομνηνων
1. Αλέξιος Α'(1204-1222)                                                               
2.  Ανδρόνικος Α' ο Γίδος ή Γίδων (1222-1235)
3.   Ιωάννης Α' ο Αξούχος (1235-1241)
4.   Μανουήλ Α' ο Μέγας (1241-1263)
5.  Ανδρόνικος Β'(1263-1266)
6.   Γεώργιος Α' (1266-1280)
7.   Ιωάννης Β'(1280-1297)
8.  Αλέξιος Β'(1297-1330)
9.  Ανδρόνικος Γ (1330-1332)
10.  Μανουήλ Β'(1332-1336)
11.  Βασίλειος Α'(1336-1340)
12.  Ειρήνη Παλαιολογίνα (1340-1341)
13.  Άννα Κομνηνή (1341-1342)
14.  Ιωάννης Γ (1342-1344)
15.  Μιχαήλ Ά (1344-1349)
16.  Αλέξιος Γ ο Μέγας (1349-1390)
17.  Μανουήλ Γ (1390-1417)
18.  Αλέξιος Δ' (1417-1429)
19.   Ιωάννης Δ' ο Καλογιάννης (1429-1458)
20.   Δαβίδ (1458-1461)
Χρηστος Σαμουηλιδης
"ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΠΟΝΤΙΑΚΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ"
Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah