"Τα πρώτα γράμματα έμαθον από μίαν καλογρηάν απο το χωρίο μας Λειβαδι"

Κυριακή 22 Ιανουαρίου 2012

(Τη μορφή επιστολής αλλά και αιώνιας παρακαταθήκης έχει το γραφτό του Παναγιώτη Σιαμανή, που απηύθυνε το 1958 από το Πανόραμα στα εγγόνια του Μυρτώ και Ρίτα, κόρες του γιου του Γιώργου, για να κάνει γνωστά όσα έζησε ο ίδιος, μαζί με τη σύζυγο του Σωτήρα, και ένα κομμάτι του ποντιακού ελληνισμού, που έζησε στο εσωτερικό του Πόντου. Για να μην υπάρχουν δυσκολίες στην ανάγνωση - όπως διαπιστώθηκε από άλλα κείμενα που δημοσιεύτηκαν στα «Ποντιακά» — και παρά το γεγονός ότι η καθαρεύουσα που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας είναι πολύ όμορφη, κελαρυστή σαν γάργαρο νερό, το κείμενο αποδίδεται στη νεοελληνική, εκτός από τις πρώτες αράδες του δημοσιεύματος μας).
«Εγεννήθην εις αλλοεθνή και αλλόθρησκον ξένην επικράτειαν, την Οθωμανικήν Αυτοκρατορίαν, εις το εσωτερικόν της Μικράς Ασίας, πέραν τού Ευξείνου Πόντου, μακράν παντός πολιτισμένου κέντρου, εστερημένοι πάσης κρατικής προστασίας και διατελούντες υπό διαρκήν φόβον ληστείας και βιαιοπραγιών εκ μέρους των περιστοιχούντων ημάς αλλοφύλων γειτόνων και κυριάρχων μας Τούρκων...».

Δεν υπήρχαν σχολεία όπως τα σημερινά
Πριν από εκατό χρόνια, στην πατρίδα μας δεν υπήρχαν σχολεία, όπως τα σημερινά στην Ελλάδα. Τα πρώτα μου γράμματα τα έμαθα από μια καλογριά, από το χωριό μας, το Λιβάδι.
Αντί για αλφαβητάριο είχα μια σανίδα με λαβή, το πινακίδι, όπου ήταν γραμμένα τα 24 γράμματα του αλφαβήτου, κεφαλαία στο επάνω μέρος και πεζά στο κάτω. Διαβάζαμε έτσι: α, βι, γα, δε, έμονον, ζι, η, θι, ίμικρον, κα, λα, μι, νι, ξι, όμικρον, πι, ρο, σι, τα, ύψιλον, φι, χι, ψι, ωμέγα.
Μετά την εκμάθηση του αλφάβητου, προχωρούσαμε στον συλλαβισμό: βι — α = βα, βι —ε = βε, βι — η = βη κ. τ. λ. Για αναγνωστικό χρησιμοποιούσαμε το εκκλησιαστικό ωρολόγιο, τον Απόστολο, την παρακλητική και το ψαλτήρι.
Όταν έγινα δέκα ετών, μαζί με άλλους συνομηλίκους μου, πηγαίναμε κάθε πρωί στην Ίμερα, που ήταν κεφαλοχώρι και απείχε μισή ώρα με τα πόδια από το χωριό μας, το Λιβάδι.
 Εκείνη την εποχή είχε χτιστεί ένα αρκετά ωραίο σχολείο, με δυο μεγάλες αίθουσες και δυο δασκάλους. Η διδασκαλία γινόταν με βάση το νέο πρόγραμμα, όπως στην πρωτεύουσα, την Τραπεζούντα.
Τα πρώτα αναγνωστικά βιβλία μάς ήρθαν από την Κωνσταντινούπολη και ήταν έκδοση του Πατριαρχείου, που φρόντιζε για τη σύνταξη και την εκτύπωση των βιβλίων για όλες τις τάξεις.
 Στην Κωνσταντινούπολη ήταν ο Πατριάρχης και η Μεγάλη του Γένους Σχολή, που τη θεωρούσαν το πανεπιστήμιο του αλύτρωτου χριστιανικού λαού. Από εκεί έστελναν τα βιβλία σε όλους τους Έλληνες της Τουρκίας, που αριθμούσε τότε τα τρία εκατομμύρια άτομα και λέγονταν Ρωμαίοι και όχι Έλληνες.

Βαριές τιμωρίες από απαίδευτους δασκάλους
Τα βιβλία ήταν όλα γραμμένα στην καθαρεύουσα, γιαυτό δυσκολευόμασταν πολύ να καταλάβουμε τι λένε. Εμείς μιλούσαμε στα σπίτια μας την ποντιακή διάλεκτο και οι δάσκαλοι μας, που δεν είχαν καμιά παιδαγωγική μόρφωση, χρησιμοποιούσαν διαρκώς τη βέργα, χτυπώντας τις παλάμες μας.
Για τιμωρία, μας έστελναν να καθίσουμε στα γόνατα στην άκρη των θρανίων μας, με μια μεγάλη πέτρα να την κρατάμε ψηλά. Άλλες φορές, μας μουτζούρωναν με τη μελάνη και μας διαπόμπευαν στους δρόμους. Επίσης, μας υποχρέωναν να αποστηθίζουμε ολοσέλιδα ποιήματα μέσα από τα αναγνωστικά βιβλία. Θυμάμαι ότι αγρυπνούσα τη νύχτα για να αποστηθίσω το μάθημά μου.
Η κατάσταση αυτή στα σχολεία μας έκανε να νιώθουμε αποστροφή για το σχολείο και για τη μάθηση. Φοβόμασταν και τρέμαμε τους δασκάλους μας, γιαυτό, πολλοί μαθητές το έσκαγαν από το σχολείο και κρύβονταν κάπου στις σπηλιές ή στις μάντρες.
Το βράδυ, όταν οι άλλοι μαθητές επέστρεφαν στα σπίτια τους, αυτοί που το είχαν σκάσει, για να μην καταλάβουν τίποτε οι γονείς τους, ενώνονταν μαζί τους και έρχονταν στα σπίτια τους. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, οι περισσότεροι μαθητές να εγκαταλείπουν το σχολείο μετά την τρίτη ή τέταρτη τάξη και να κάνουν διάφορες βιοποριστικές εργασίες στο χωριό, το Λιβάδι, ή τους έστελναν οι γονείς τους στη Ρωσία, κοντά σε συγγενείς τους, να κάνουν κάποια εργασία.
Δεν μπορούσαμε να αγοράσουμε βιβλία που χρειαζόμασταν για τα μαθήματα, για αυτό μελετούσαμε δυο και τρεις μαζί από το ίδιο βιβλίο. Εξαιτίας της φτώχειας μας, δεν μπορούσαμε να αγοράσουμε ούτε τετράδια ούτε ένα μολυβδοκόνδυλο.
Όταν κάποιος είχε κάποια από αυτά, το θεωρούσαμε πολυτέλεια και τον ζηλεύαμε. Τόσο δύσκολες ήταν οι συνθήκες τότε.
Η μητέρα μας, σαράντα ημέρες τα Χριστούγεννα και σαράντα ημέρες τη Σαρακοστή, κάθε πρωί που ετοιμαζόμουν για το σχολείο, κατσαμάκι μου τάιζε, που το λέγαμε μαλέζ'.
Γινόταν με μια χούφτα αλεύρι σε βραστό νερό, χωρίς λάδι. Το μεσημέρι μας έβαζε στην τσάντα ένα κομμάτι ψωμί, χωρίς κανένα προσφάγι, γιατί ελιές στα χωριά μας δεν υπήρχαν. Μόνον οι πλούσιοι είχαν και αυτοί όχι πάντοτε.
Όταν μεγάλωσα εγώ και επήγα στα ξένα και έστελνα πολλά λεφτά στους γονείς μου, τότε είχαν άφθονα και τα λάδια και τα βούτυρα και τις ελιές και η οικογένεια δεν στερήθηκε τίποτε.
Τα αδέλφια σπούδασαν υπό τις καλύτερες συνθήκες. Από αυτά που διδάσκονται σήμερα στα σχολεία, τότε μερικά θεωρούνταν απρεπή και ανάρμοστα για μαθητές. Στο σχολείο έπρεπε να μπούμε νωρίς και να βγούμε το βράδυ, με μια ώρα διακοπή για το φαγητό.
Τώρα υπάρχουν σε αφθονία πολλά πράγματα, που τα απολαμβάνουν τα παιδιά χωρίς φόβο και αγωνία. Τότε υπήρχαν λίγα και ζούσαμε πάντα με τον φόβο και την αγωνία για τη ζωή μας.
Κάτω από τέτοιες συνθήκες πέρασα τα πρώτα σχολικά μου χρόνια.
 Όταν τελείωσα το δημοτικό στην Ίμερα, πήγα για γυμνασιακές σπουδές στην Τραπεζούντα, κοντά στους γονείς της μητέρας μου, τους Φωστηρόπουλους, που ήταν ευκατάστατοι και γιαυτό πέρασα καλά.
Αυτό, όμως, μόνον για το πρώτο έτος των σπουδών μου, γιατί, κατά τα επόμενα χρόνια, ο πατέρας μου με έστειλε κοντά στην αδελφή του Ελένη. Ήταν άνθρωποι καθ' όλα καλοί και ευλογημένοι, αλλά φτωχοί.
 Ο άνδρας της θείας μου ήταν χτίστης. Η οικογένεια ήταν μεγάλη • είχε τρία αγόρια, τον Αβραάμ, τον Ιακώβ και τον Ισαάκ, που ήταν κωφάλαλος, και τρία κορίτσια, τη Σωτήρα, την Παρθένα και την Τόλη.
Ζούσαν μόνον από το μεροκάματο του θείου μου, που δεν ήταν και σπουδαίο. Επιπλέον, έπρεπε να πληρώνουν και ενοίκιο για το σπίτι, όπου διέμεναν. Ο πατέρας μου μας έστελνε κάθε χρόνο τη διατροφή μου, για να μην γίνομαι βάρος στους θείους μου.
Μικρός δεν θυμάμαι τον πατέρα μου στο σπίτι μας, γιατί απουσίαζε στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας, σε μια τουρκική κωμόπολη, όπου έκανε τον παντοπώλη, τον υφασματοπώλη και τον αρτοποιό.
Εγώ έμενα με τη μητέρα μου και τη προγιαγιά μου Σοφία Σιαμανάβα, ηλικιωμένη εκατό ετών. Τον παππού μου και τη γιαγιά μου δεν τους γνώρισα, γιατί πέθαναν πριν γεννηθώ εγώ από τη λοιμώδη αρρώστια πανούκλα, την οποία ονόμαζαν στον Πόντο «γουρζουλά» και η οποία χτύπησε ολόκληρο τον Πόντο, ερημώνοντας, κυριολεκτικά, τα χωριά μας.
Οι μισοί κάτοικοι πέθαναν από την πανούκλα. Διηγούνται ότι οι κάτοικοι δεν τολμούσαν να πάνε να επισκεφθούν τους συγγενείς και τους γείτονες και ρωτούσαν, φωνάζοντας από μακριά, αν ζούσαν ή αν πέθαναν.
Αυτά έγιναν γύρω στα μέσα του 19ου αιώνα, γύρω, δηλαδή, στο έτος 1850.
Παναγιώτης Σιαμανής με την γυναίκα του Σωτήρα και την κόρη τους Δέσποινα.

Το χωριό μου Λιβάδι, θυμάμαι όταν ήμουν μικρός,  είχε εξήντα, οικογένειες και τρεις ενορίες, που πήραν τα ονόματα των πρώτων οικιστών: Αμοιράντων, Κορλοτσάντων και Ανδριάντων. Είχαμε τρεις ιερείς και μια εκκλησία στο κέντρο του χωριού, κάτω από την ενορία Κορλοτσάντων. Οι ιερείς ήταν ταυτοχρόνως και γεωργοί, γιατί δεν έπαιρναν μισθό και οι ενορίτες ήταν "λίγοι και φτωχοί και δεν μπορούσαν να δίνουν κάτι για τους ιερείς.

Ξενιτεύονταν για να ζήσουν τις οικογένειες τους
Το χωριό δεν είχε μεγάλες εκτάσεις για καλλιέργεια. Έτσι, οι χωρικοί, το καλοκαίρι, φορτώνονταν τα εργαλεία τους και πεζοπορώντας, πήγαιναν στα γύρω τουρκικά χωριά, όπου έκαναν διάφορα επαγγέλματα, όπως του ξυλουργού, του χτίστη, του σιδερά, του μικρέμπορα, του μυλωνά κ. ά.
 Δούλευαν όλο το καλοκαίρι και όταν άρχιζαν τα χιόνια στις αρχές Νοεμβρίου, γύριζαν στο χωριό με τα χρήματα που κέρδισαν ή με διάφορα σιτηρά, όπως κριθάρι, σιτάρι, σίκαλη ή και κανένα μικρό ζώο, γιατί οι χωρικοί, τότε, στην Τουρκία και ιδιαιτέρως στην επαρχία, δεν είχαν, συνήθως, χρήματα.
Σε όλη τη διάρκεια του χειμώνα παρέμεναν στα σπίτια τους και τα βράδια μαζεύονταν στα σπίτια πότε του ενός και πότε του άλλου, κυρίως στα πιο ευρύχωρα, και διηγούνταν ο καθένας όσα αφορούσαν την εργασία του, τι είδε και πώς πέρασε στα ξένα, για τα ήθη και τα έθιμα των αλλοεθνών, με τους οποίους συνεργάστηκαν.

Βαρύς ο χειμώνας στην περιοχή της Ιμέρας

Στα χωριά μας χιόνιζε πολύ, από τις αρχές Νοεμβρίου μέχρι το τέλος του χειμώνα, τον Απρίλιο. Η γη σκεπαζόταν με παχύ στρώμα χιονιού, και, έτσι, δεν μπορούσε να γίνει καμία εργασία στο ύπαιθρο. Ακόμη και τα ζώα δεν μπορούσαν να βγουν στη βοσκή και τρέφονταν με τα χόρτα (τριφύλλι κ. ά.) ή το άχυρο, που μάζευαν κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού οι γυναίκες και τα μετέφεραν στην πλάτη τους. Τα χόρτα τα στοίβαζαν στους αχυρώνες.

Γιατί εγκαταστάθηκαν σε αυτόν τον άγονο τόπο
Μπορεί να σας φανεί παράξενο πώς και εγκαταστάθηκαν οι πρόγονοι μας στα μέρη αυτά, που ήταν ακατάλληλα για τη γεωργία. Οι παλαιοί έλεγαν ότι όταν έπεσε στους Τούρκους η Τραπεζούντα το 1461, οι κάτοικοι της πρωτεύουσας του Πόντου, μη αντέχοντας τη σκλαβιά και τις αγγαρείες, στις οποίες τους υποχρέωναν οι κατακτητές, έφευγαν μόνοι τους ή, συνήθως, κατά ομάδες προς το εσωτερικό του Πόντου, σε πυκνά δάση ή σε δύσβατα, απόκρημνα, βουνά, και ζούσαν εκεί, τρεφόμενοι με το κυνήγι ή τους καρπούς των δέντρων ή με προϊόντα της κτηνοτροφίας.
Με το πέρασμα του χρόνου, προστέθηκαν και άλλοι και άλλοι, πλήθυναν και σχημάτισαν κοινότητες. Από τον καπνό που έβλεπαν μέσα στο δάσος, καταλάβαιναν ότι και εκεί ζούσαν κάποιοι Έλληνες. Αρκετοί πήγαιναν προς τα εκεί και έτσι επικοινωνούσαν μεταξύ τους. Όταν έγιναν ακόμη περισσότεροι, με το πέρασμα εκατοντάδων ετών, η γη πλέον και τα δάση δεν επαρκούσαν για να τους θρέψουν.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες έζησαν οι πρόγονοί μας επί διακόσια και πλέον χρόνια, χωρίς να επικοινωνούν με τον έξω κόσμο και στερημένοι παιδείας και μόρφωσης. Η κατάσταση αυτή θα διαρκούσε επί πολύ ακόμη, αν στο μεταξύ δεν εμφανιζόταν στην ευρωπαϊκή ήπειρο μια μεγάλη δύναμη, η Ρωσία.

Η εμφάνιση της Ρωσίας
Η προηγούμενη ασήμαντη και μικρή δύναμη, επί της βασιλείας του τσάρου Μεγάλου Πέτρου, διοργανώθηκε και δημιούργησε στρατό κατά το ευρωπαϊκό σύστημα και εξεστράτευσε κατά της Τουρκίας, η οποία κατείχε, τότε, μέρος της Βαλκανικής, τη Μολδοβλαχία, τη σημερινή Ρουμανία, τη Βεσαραβία και ολόκληρη τη νότια Ρωσία, που ονομάζεται Κριμαία.
Οι Ρώσοι, πριν από μία χιλιετηρίδα, ήταν ειδωλολάτρες και ο τσάρος Βλαδίμηρος, που βασίλευε στο Κίεβο, έστειλε αντιπροσώπους του στην Κωνσταντινούπολη και ζήτησε σε γάμο την κόρη του αυτοκράτορα και συνάμα δέχθηκε τη χριστιανική θρησκεία. Ζήτησε να σταλούν ιεραπόστολοι για να βαφτίσουν και να εκχριστιανίσουν όλους τους Ρώσους. Στάλθηκαν οι ιεραπόστολοι Κύριλλος και Μεθόδιος, που βάφτισαν όλους τους Ρώσους, έμαθαν τη γλώσσα τους και μετέφρασαν στη ρωσική όλα τα ιερά βιβλία. Οι Ρώσοι είναι, έκτοτε, χριστιανοί ορθόδοξοι, όπως οι Έλληνες, οι Βούλγαροι και οι Σέρβοι.

Οι Ρώσοι διάδοχοι των Βυζαντινών
Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους και την καταστροφή του ελληνικού κράτους, οι Ρώσοι θεώρησαν τον εαυτό τους διαδόχους των Βυζαντινών, οικειοποιήθηκαν και τον δικέφαλο αετό, το σήμα της βυζαντινής αυτοκρατορίας, και, όταν δημιούργησαν αξιόμαχο στρατό, επιτέθηκαν κατά της πανίσχυρης, τότε, οθωμανικής αυτοκρατορίας. Σε αλλεπάλληλες εκστρατείες, κατόρθωσαν να διώξουν τους Τούρκους από τη νότια Ρωσία, τη Βε¬σαραβία, και στράφηκαν κατόπιν προς τον Καύκασο.
Το 1876-1878 κατέλαβαν πολλές πόλεις της Τουρκίας, όπως το Καρς, το Ερζερούμ, και κατέβηκαν μέχρι την Αργυρούπολη του Πόντου, της περιφέρειας από την οποία κατάγομαι. Κατά την υπογραφή της Συνθήκης Ειρήνης, οι Ρώσοι κράτησαν ως έπαθλο της νίκης τους το Καρς και το Βατούμ, στη Μαύρη Θάλασσα. Απέσυραν οι Ρώσοι τον στρατό τους από την Αργυρούπολη και από το Ερζερούμ, επέβαλαν, όμως, όρους στην Τουρκία. Ένας από αυτούς ήταν να αναγνωρίσουν οι Τούρκοι τη Ρωσία ως προστάτιδα των χριστιανών της Τουρκίας, δηλαδή να μπορούν οι χριστιανοί να ασκούν ελεύθερα τα θρησκευτικά τους καθήκοντα και να έχουν ίσα πολιτικά δικαιώματα με τους Τούρκους.

Εγκαταστάσεις Ελλήνων στην περιοχή του Καρς
Κατά την αποχώρηση του ρωσικού στρατού, όμως, από τα εδάφη του Πόντου, οι περισσότεροι χριστιανοί έφυγαν μαζί του και εγκαταστάθηκαν στην περιοχή του Καρς, στα σπίτια και τα χωράφια των μουσουλμάνων, που τα εγκατέλειψαν για να καταφύγουν στην Τουρκία. Οι χριστιανοί που ακολούθησαν τον ρωσικό στρατό στην υποχώρησή του είναι οι λεγόμενοι Καρσλήδες και Καυκάσιοι. Οι ίδιοι είναι που ήλθαν και εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα, όταν στη Ρωσία επιβλήθηκε το κομμουνιστικό καθεστώς, γιατί δεν ήθελαν να ζήσουν σε μια κομμουνιστική Ρωσία.

Άνοιξαν οι δρόμοι από τον Πόντο προς τη Ρωσία
Από τη στιγμή που η τσαρική Ρωσία ανέλαβε την προστασία των χριστιανών της οθωμανικής αυτοκρατορίας, οι Πόντιοι και όλοι οι χριστιανοί ανέπνευσαν ελεύθερα, άνοιξε η συγκοινωνία με τη Ρωσία, που απείχε όσο απέχει η Θεσσαλονίκη από τον Βόλο, οι κάτοικοι του Πόντου έφυγαν κατά ομάδες στην απέραντη Ρωσία, κυρίως στον Καύκασο, όπου υπήρχαν δουλειές και, επίσης, όπου είχαν την προστασία των Ποντίων, που είχαν μεταναστεύσει εκεί προηγουμένως.
Οι δουλειές ήταν πολλές και δούλευαν όλοι, κερδίζοντας πολλά χρήματα. Μερικοί επέστρεφαν στον Πόντο, κοντά στις οικογένειές τους, ενώ άλλοι καλούσαν τους συγγενείς τους στη Ρωσία για μόνιμη εγκατάσταση. Έτσι, με το πέρασμα του χρόνου, σχηματίστηκαν σε όλο τον Καύκασο πολλές ελληνικές παροικίες, όπως και στις ακτές της Μαύρης Θάλασσας και στην Αζοφική, στην Κριμαία, στην Οδησσό. Οι Έλληνες είχαν σχολεία, εκκλησίες, δημιούργησαν επιχειρήσεις, καπνικές και ξενοδοχειακές, προόδευσαν αλματωδώς, μέχρι τη μεταπολίτευση και την επικράτηση του κομμουνισμού.
 Οι κομμουνιστές πήραν τις περιουσίες των Ελλήνων και τους έδιωξαν ως ανεπιθύμητους από το ρωσικό έδαφος (σ. σ. Οι Έλληνες έφευγαν για την Ελλάδα, επηρεασμένοι από τους εχθρούς των κομμουνιστών. Οι κομμουνιστές προσπαθούσαν να τους συγκρατήσουν, για να μην φύγουν. Υπάρχουν πολλά σχετικά δημοσιεύματα στις ελληνικές εφημερίδες που κυκλοφορούσαν, τότε, στη Σοβιετική Ένωση).
Αυτή είναι συνοπτικά η ιστορία του ελληνισμού της περιφέρειας Τραπεζούντας μέχρι τη μετανάστευση στην Ελλάδα.

Οι κατοικίες και η ζωή στον Πόντο
Τα σπίτια των κατοίκων της περιφέρειας μας (της Ίμερας) και γενικώς των χριστιανών του Πόντου, ήταν όλα μονώροφα και ισόγεια. Η εξώπορτα οδηγούσε στον διάδρομο, στη μια πλευρά του οποίου ήταν η αποθήκη, το τζάκι και κάποιο δωμάτιο. Στην άλλη πλευρά ήταν το κυρίως σπίτι, αρκετά ευρύχωρο, ένα δωμάτιο υψηλό, που στηριζόταν σε στύλους. Εκεί μέσα γίνονταν όλες οι σπιτικές δουλειές και εκεί υποδέχονταν τους επισκέπτες. Εκεί, επίσης, γίνονταν οι χοροί κατά τους γάμους των παιδιών της οικογένειας.
Στον τοίχο της μιας πλευράς ήταν τα ράφια, όπου τοποθετούσαν όλα τα οικιακά σκεύη, πιάτα, ποτήρια, όλα στη σειρά, να φαίνονται όλα, όπως αραδιάζουν στα σημερινά εμπορικά καταστήματα τα εμπορεύματα. Στην άλλη πλευρά υπήρχαν μεγάλα ξύλινα ερμάρια, όπου είχαν αποθηκευμένα τα τρόφιμα για όλο το έτος, όπως σιτάρια, αλεύρι, ξηρούς καρπούς και όποιο άλλο είδος διατροφής διέθετε η οικογένεια.
Το σπίτι φωτιζόταν από ένα τετράγωνο άνοιγμα στην οροφή του σπιτιού, το ονομαζόμενο «ρδανί» ή «δρανίν».
Παράθυρα δεν είχαν τότε τα σπίτια, και όσα τυχόν είχαν ήταν πολύ μικρά και στενά, ώστε να μην χωράει ανθρώπινο κεφάλι.
Στην άλλη πλευρά του δωματίου υπήρχε ένα θολωτό διαμέρισμα, που το έλεγαν «οτσάγ'». Στο κέντρο, πάνω στο έδαφος, υπήρχε το «κλιβάν'», δηλαδή μια μεγάλη τρύπα μέσα στη γη, βάθους ενός πήχη, περίπου (ο πήχης περίπου 65 εκατοστά). Από μέσα, η τρύπα ήταν σοβατισμένη και χρησίμευε ως θερμάστρα και μαγειρείο, αλλά, μερικές φορές, και ως φούρνος για το ψήσιμο του ψωμιού. Μέσα στο κλιβάν' τοποθετούσαν κάθε πρωί ξύλα και άναβαν φωτιά, πάνω στην οποία έψηναν το πρωινό φαγητό.
 Εκεί ετοίμαζαν, κατόπιν, και το βραδινό φαγητό, που το έβαζαν πάνω στο κλιβάν', όπως ήταν μέσα σε πήλινα τσουκάλια, σκεπασμένα με ένα χοντρό σανίδι. Δια- τηρείτο, έτσι, το φαγητό ζεστό όλη την ημέρα. Το μεσημέρι περνούσαν με κρύα τρόφιμα, όπως τυρί με ψωμί, γιαούρτι, σαλάτες κ. τ. λ.
Κατά τον χειμώνα, μετά το ψήσιμο του πρωινού φαγητού και την τοποθέτηση του βραδινού μέσα στον κλίβανο, έβαζαν επάνω ένα τετράγωνο τραπέζι — τη σάνκα — που το κάλυπταν με δυο —τρία μεγάλα μάλλινα στρώματα, άνοιγαν γύρω γύρω τα κρεβάτια τους και καίονταν επάνω σε αυτά, έχοντας τα πόδια τους κάτω από τη σάν¬κα, για να θερμαίνονται κατά τις κρύες ημέρες και να πλαγιάζουν τις νύχτες. Ήταν, δηλαδή, το υπνοδωμάτιο, που φωτιζόταν την ημέρα από το ρδανίν.

Χωρίς παράθυρα τα σπίτια των χριστιανών
Στα σπίτια δεν υπήρχαν μεγάλα παράθυρα, διότι δεν επιτρεπόταν στους χριστιανούς να βάλουν παράθυρα και να έχουν διώροφα κτίρια, ούτε και πολυτελή ενδυμασία, αλλά μόνον μαύρο κάλυμμα στο κεφάλι και μαύρα, μάλλινα, ρούχα.
Αυτό διήρκεσε μέχρι τη στιγμή που εμφανίστηκε στη σκηνή η Ρωσία. Μετά από τους αλλεπάλληλους πολέμους της Ρωσίας κατά της Τουρκίας, η κατάσταση άλλαξε.
Με τις συνθήκες ειρήνης, η Ρωσία απαίτησε την αναγνώριση ισοπολιτείας για τους χριστιανούς και ελευθερία κινήσεων και άσκησης επαγγελμάτων, καθώς και ελεύθερη άσκηση των θρησκευτικών καθηκόντων των χριστιανών.
 Για τον λόγο αυτόν, οι χριστιανοί του Πόντου είδαν τη Ρωσία ως προστάτιδά τους και την αγαπούσαν. Μάλιστα, από τους Ρώσους περίμεναν την απελευθέρωση τους από τον τουρκικό ζυγό.
Η Ελλάδα ήταν και αυτή υπόδουλη στους Τούρκους και πολύ μακριά από τον Πόντο. Ούτε το όνομά της αναφερόταν στον Πόντο και δεν είχαν ελληνική συνείδηση, αλλά λέγονταν Ρωμιοί και έτσι τους ονόμαζαν και οι Τούρκοι στα βιβλία τους. Οι Ρωμιοί μόνον την Κωνσταντινούπολη ήξεραν ως πρωτεύουσα της Ρωμανίας και ανέφεραν στις συναναστροφές τους ως ήρωα τον τελευταίο αυτοκράτορα Κωνσταντίνο τον Παλαιολόγο.
Για την Ελλάδα δεν ήξεραν τίποτε και δεν περίμεναν τίποτε από αυτήν. Εχθροί τους ήταν μόνον οι Τούρκοι και προστάτης και σωτήρας τους η τσαρική Ρωσία — 'όχι, βεβαίως, η τωρινή κομμουνιστική, η άθεη Σοβιετία.

Απαγόρευαν οι Τούρκοι την ελληνική ιστορία
Για την αυτοκρατορία της Τραπεζούντας, που διήρκεσε επί διακόσια και πλέον χρόνια, δεν θυμούνταν πολλά πράγματα οι χριστιανοί του Πόντου και δεν γινόταν λόγος γι' αυτήν.
 Και εγώ, μέχρι τη φοίτηση μου στο γυμνάσιο, δεν γνώριζα τίποτε περί τραπεζούντιας αυτοκρατορίας, γιατί δεν υπήρχαν τα σχετικά ιστορικά βιβλία που έγραφαν για την Τραπεζούντα.
 Άλλωστε, και η τουρκική κυβέρνηση απαγόρευε την κυκλοφορία στην Τουρκία βιβλίων που έγραφαν για τη βυζαντινή αυτοκρατορία και για την ελληνική επανάσταση (του 1821) και μόνον λαθραίως ήταν δυνατό να περάσει στον τόπο μας ένα τέτοιο απαγορευμένο βιβλίο.

Πληροφορίες για την οικογένεια
Εγώ γεννήθηκα το 1876 και, επομένως, είμαι τώρα (το έτος 1958) ογδόντα δύο ετών. Ο πατέρας μου Δημήτριος γεννήθηκε το 1846. Ήταν τριάντα ετών όταν γεννήθηκα εγώ, και η μητέρα μου Ευθυμία ήταν κατά πέντε χρόνια μικρότερη από τον πατέρα μου (25 ετών).
Ο πατέρας μου πέθανε στην πατρίδα μας τον Ιανουάριο του 1922, η δε μητέρα μου ήρθε εδώ και πέθανε στη Νάουσα το 1924.
Τον παππού μου, τον Παναγιώτη, και τη γιαγιά μου, τη Μαρία, δεν τους γνώρισα, γιατί πέθαναν νωρίτερα από πανούκλα. Ο παππούς μου ασκούσε το επάγγελμα του μυλωνά, με δικό του μύλο κοντά στο ποτάμι που περνούσε κάτω από το χωριό μας, το Λιβάδι.
Ο μύλος δούλευε μέχρι και την εγκατάλειψη του χωριού μας, το 1922. Ο παππούς μου είχε τρεις γιους, τον Θεόδωρο, τον πατέρα μου Δημήτριο και τον Γεώργιο, και μια θυγατέρα, την Ελένη. Ο Θεόδωρος είχε πέντε αγόρια και ένα κορίτσι, τη Χαρίκλεια, τη μάνα του Ανδρέα, που ζει τώρα στο Πανόραμα Θεσσαλονίκης.
Ο μεγαλύτερος γιος του Ιωάννη, πέθανε στην Κριμαία, στις φυλακές της Σεβαστούπολης, όπου κλείστηκε ως τιμωρία, επειδή είχε διατελέσει επίτροπος της ελληνικής εκκλησίας Σεβαστούπολης και οι κομμουνιστές καταδίωκαν, τότε, κάθε θρησκευόμενο.
Είχε και γιο, που τον έλεγαν Τηλέμαχο και που πέθανε και εκείνος εξόριστος στη Σιβηρία. Από τους άλλους δυο γιους του, ο ένας, ο Ιορδάνης, ζει σε ένα χωριό της Βέροιας και ο άλλος, ο Θεόδωρος, διαμένει στην Αθήνα.
Απο αριστερά Δεσποίνη Γερασιμίδου, η εγγονή του Παναγιώτη Σιαμανή Μυρτώ, ο γιος του Γιώργος Σιαμανής, η γυναίκα του Όλγα, η εγγονή του Παναγιώτη Μαργαρίτα , η γυναίκα του Σωτήρα,σε φωτογραφικό στιγμιότυπο μετά τον πόλεμο του 1940.


Στη δημοσιευόμενη συνέχεια της διήγησης του Παναγιώτη Σιαμανή για τη ζωή στον Πόντο, που αποδίδεται από εμάς στη νεοελληνική, ο συγγραφέας αναφέρει κάτι που αποσιωπούν άλλοι Πόντιοι συγγραφείς. Τη φτώχεια και την ανέχεια, δηλαδή, μέσα στην οποία ζούσαν οι χριστιανοί του Πόντου. Λεν δημοσιεύουμε όσα αναφέρει στην αφήγηση του για την οικογένεια του, γιατί δεν γνωρίζουμε την επιθυμία των ζώντων συγγενών τον. Περιοριζόμαστε σε πληροφορίες που αφορούν μόνον το στενό οικογενειακό του περιβάλλον, από το οποίο μας δόθηκε με προθυμία η διήγηση του Παναγιώτη Σιαμανή για δημοσίευση Αναφέρει, συγκεκριμένα, ο Παναγιώτης Σιαμανής:

Εγώ, εκτός της αδελφής μου Μαρίας, που πέθανε στο Πανόραμα και είχε γιο τον Νίκο Παναγιωτίδη και νύφη τη Δημόκλεια, κατοίκους Πανοράματος — ο Νίκος και η Αφροδίτη Τελίδη έχουν δημοσιεύσει αρκετά πράγματα για τον Νίκο Παναγιωτίδη και τη γυναίκα του στο βιβλίο τους «Πανόραμα—Η ζωή μέσα από αναμνήσεις», αυτοέκδοση, 2005 και επανέκδοση, 2007 — είχα και άλλα δύο αδέλφια, μικρότερα από μένα, τον Απόστολο και την Παρθένα, που πέθαναν και τα δύο από μηνιγγίτιδα σε μικρή ηλικία.
Ο πατέρας μου και οι θείοι μου ήξεραν μερικά γράμματα, γραφή και ανάγνωση. Γνώριζαν από στήθους τον εξάψαλμο και άλλους εκκλησιαστικές ευχές και τροπάρια και έκαναν και τον ψάλτη στην εκκλησία μας, επειδή δεν υπήρχε ειδικός ψάλτης. Ο θείος μου Θεόδωρος ήταν μυλωνάς στον πατρικό του μύλο, που βρισκόταν κάτω από το χωριό μας. Ο θείος Γιώργος ήταν, κατά τα τελευταία χρόνια της ζωής του, χτίστης. Πήγε στο εσωτερικό της Τουρκίας, στην κωμόπολη όπου εμπορευόταν ο πατέρας μου, και συνεργαζόταν μαζί του μέχρι τον θάνατο του.


Δύσκολη και φτωχική η ζωή στον Πόντο
Από όσα έχω αναφέρει παραπάνω, καταλαβαίνει κανείς ότι η ζωή και η διαβίωση, πριν από μια εκατονταετία στον Πόντο ήταν δύσκολη και φτωχική. Τα εδάφη της πατρίδας μας — της Ίμερας — ήταν όλα πετρώδη και άγονα, η επικοινωνία με τον έξω κόσμο ήταν ανύπαρκτη, κρατικές εργασίες δεν υπήρχαν και οι κάτοικοι έπρεπε να αρκεστούν στα λίγα, που παρήγαγε ο τόπος τους.
 Οι νεότεροι άντρες ξενιτεύονταν στη Ρωσία, ή πήγαιναν στο εσωτερικό της Τουρκίας και έκαναν διάφορα επαγγέλματα, για τα οποία οι Τούρκοι δεν είχαν ιδέα και, επιπλέον, τα θεωρούσαν ταπεινωτικά για την αξιοπρέπειά τους. Οι απολαβές γίνονταν σε είδος, όπως σιτηρά και τρόφιμα, από τα οποία, τα μισά πήγαιναν στα έξοδα μεταφοράς τους.

Τα μεταλλεία αργύρου και η ευημερία των κατοίκων
Αν παραβάλει κανείς την περιοχή της Ίμερας και της κοντινής Αργυρούπολης με άλλες, θα δει ότι αυτή είχε περισσότερη ευημερία, λόγω των μεταλλείων αργύρου (ασημιού) που λειτουργούσαν στην περιοχή και που απείχαν από την Ίμερα περίπου τέσσερις ώρες με το πόδι.
Στα μεταλλεία αυτά εργάζονταν μόνον χριστιανοί. Ήταν, επίσης, χριστιανοί και οι αρχιμεταλλουργοί. Οι χριστιανοί είχαν από τον σουλτάνο το προνόμιο να ταξιδεύουν με άλογα και να ζώνονται σπαθί, κάτι που απαγορευόταν στους άλλους ραγιάδες. Οι μεταλλουργοί, με την επιρροή που είχαν, προστάτευαν τους άλλους χριστιανούς από τις αυθαιρεσίες των Τούρκων.

Και πάλι φτώχεια μετά το κλείσιμο των μεταλλείων
Προς το τέλος, όμως, του 19ου αιώνα, σταμάτησε η εκμετάλλευση των μεταλλείων της Αργυρούπολης, γιατί ανακαλύφθηκαν μεταλλεία αργύρου πολύ πιο κοντά στην Άγκυρα (Ακ Νταγ Μαντέν, Γκιουμούς Μαντέν) και τα μεταλλεία της Αργυρούπολης κατάντησαν ασύμφορα, επειδή βρίσκονταν πολύ μακριά από το κέντρο των οικονομικών δραστηριοτήτων, που ήταν η πρωτεύουσα.
Τότε δεν υπήρχαν συγκοινωνίες, ιδιαιτέρως θαλάσσιες και η μεταφορά του μεταλλεύματος γινόταν από την ξηρά, με μεγάλους κινδύνους από τους ληστές που λυμαίνονταν τη Μικρά Ασία.
Και οι δικοί μου οι πρόγονοι ήταν μεταλλωρύχοι, όπως διάβασα στο σύγγραμμα του Γεωργίου Κανδηλάπτη — Κάνι για τα μεταλλεία της Αργυρούπολης.
Ο οικογενειακός μας κλάδος είχε πολλές διακλαδώσεις σε διάφορα μέρη της Τουρκίας και αλλού. Στην Κρώμνη, η μεγαλύτερη συνοικία ονομαζόταν Σιαμανάντων. Πολλούς από τη συνοικία αυτή, όπως και από το Λιβάδι και την Ίμερα, τους συνάντησα στη Ρωσία, όπου μετανάστευσαν και εγκαταστάθηκαν. Πολλοί Σιαμανάντες εγκαταστάθηκαν στην περιφέρεια του Καρς, στο χωριό Παρτούν και αλλού. Στο Τουαψέ της Ρωσίας ζούσε ένας Παναγιώτης Σιαμανής από την Τρίπολη του Πόντου. Στην Τραπεζούντα, ο Ευθύμιος φιλοξένησε στο ξενοδοχείο του κάποιον μουσουλμάνο από την Ορντού (Κοτύωρα), που τον έλεγαν Σιαμάνογλου.
Στο Αχαλτσίχ του Καυκάσου ήταν ο Ιωάννης Σιαμανής και τα εξαδέλφια του Δαμιανός, Κοσμάς και Μιχαήλ, που άλλαξαν τα επίθετά τους και τα έκαναν Τζαμαδός. Ο γιος του Μιχαήλ, ο Βασίλειος Τσαμαδός ζει στο Πανόραμα (1958) και είναι πρόεδρος του συνεταιρισμού.
Τα παιδιά του Κοσμά ζουν στα Πορόϊα και του Δαμιανού στη Ρωσία.
Η μάνα η Χατούνα (χατούνα = δέσποινα, κυρά), θυμάμαι ότι έλεγε για τον παλαιότερο πρόγονο μας πως τον έλεγαν Ζαμανή Ουστάμπαση και από το Ζαμανή, κατά παραφθορά, το όνομα έγινε Σιαμανής.
 Τα άλλα ξαδέλφια, μη ξέροντας να γράφουν Σιαμανής, το μετέτρεψαν σε Σαμανίδη. Σαμάν στην τουρκική λέγεται το άχυρο. Δεν αποκλείεται οι απόγονοι τους να το μεταφράσουν, προς το ελληνικότερο, σε Αχυρόπουλος.
Κατά κοινή αναγνώριση, οι Σιαμανάντ' διακρίνονταν για τη δικαιοσύνη τους, τον μειλίχιο χαρακτήρα και την καλοκαγαθία τους. Θυμάμαι ότι, το 1905, που βρέθηκα στο χωριό μας, το Λιβάδι Ίμερας, όπου ήταν να εκλέξουν πρόεδρο (μουχτάρη ή μικτάρη).
Δεν συμφωνούσαν, όμως, για κανένα πρόσωπο, γιατί όσοι διετέλεσαν πρόεδροι, όλοι τους καταχράστηκαν τα οικονομικά του χωριού. Μια μέρα, μαζεύτηκαν οι γεροντότεροι και οι πρόκριτοι της Ίμερας και ήλθαν στον πατέρα μου, στο Λιβάδι, να τον παρακαλέσουν να αναλάβει εκείνος πρόεδρος, ώστε να ηρεμήσουν τα πάθη ανάμεσα στους ενδιαφερόμενους για την προεδρία.
 Μετά από πολλές παρακλήσεις, ο πατέρας μου αναγκάστηκε να δεχτεί, αλλά να αναλάβει μετά τη λήξη του έτους. Οι πρόκριτοι επέμεναν να αναλάβει αμέσως και παρά τις επίμονες παρακλήσεις τους, δεν δέχθηκε τελικώς, παρά το γεγονός ότι του προσέφεραν μεγαλύτερο μισθό.Γενικώς, όλοι οι συμπατριώτες τον εκτιμούσαν ως σώφρονα και νουνεχή άνθρωπο και τον συμβουλεύονταν σε κάθε περίσταση.


Παναγιώτης Σιαμανής
1958
Πηγη: Ποντιακό Περιοδικό "ΠΟΝΤΙΑΚΑ"








Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah