Τo «δίστιχο», σαν ιδιαίτερο ποιητικό είδος, είναι γνωστό σε ολόκληρο τόν ελληνικό χώρο. Τόσο στή χερσαία Ελλάδα όσο και στη νησιώτικη, ο ελληνικός λαός κατασκευάζει δίστιχα και τα τραγουδά στους γάμους καί τά πανηγύρια.
Στήν Κρήτη τά λιανοτράγουδα τούτα «μαντινάδες», δίνουν καί παίρνουν.
«'Εγώ είμαι τσ' αστραπής παιδί τσαί τής βροχής εγγόνι,
σαν θέλω στράφτω τσαί βροντώ, σαν θέλω ρίχνω χιόνι».
Καί στήν ελληνική Κύπρο τό δίστιχο βρίσκεται διαρκώς στό στόμα του λαϊκού ποιητή.
«Ώρα καλή, ώρα κρουσή καί ώρα ευλογημένη,
τούτη ή δουλειά π' άρχέψαμεν νάναι στερεωμένη».
Μέ διάφορες μορφές τό ποιητικό τούτο φαινόμενο παρουσιάζεται καί έξω από τόν ελληνικό χώρο. Καί οι τούρκοι λαϊκοί ποιητές, π.χ., κατασκευάζουν καί τραγουδούν δίστιχα μέ δικό τους τρόπο.
«'Έϊ κεμεντζέ, κεμεντζέ, σεβταλί ταλί-μισίν;
"Ιντζετζικ τζαλάερσου, μπέντεν σεβταλί-μισίν;»
Για την γένεση του δίστιχου υπάρχουν διάφορες απόψεις. Οι διαφορές τους δεν είναι και τόσο ουσιαστικές. Αλλά οι εξηγήσεις, πού δίνονται, δεν είναι απόλυτα ικανοποιητικές.
Την άποψη του Band Bovy, ότι το δίστιχο γεννήθηκε τον 15ο αιώνα, συμμερίζονται όλοι εκτός από τον Soyter πού τοποθετεί τη γένεση του στον 13ο αιώνα. Πάντως, τον 15ο αιώνα το δίστιχο εμφανίζει την ολοκληρωμένη του μορφή.
Τα δίστιχα εμφανίζονται πρώτα σαν «αποσπάσματα από παλαιότερα μικρότερα άσματα», λέει ο Band Bovy, ο οποίος, εξετάζοντας τα δωδεκανησιακά τραγούδια, παρατηρεί ότι «η ομοιοκαταληξία εξασφαλίζει την ενότητα του δίστιχου».
Στό σημείο αυτό, η άποψη Σ. Κυριακίδη διαφέρει ουσιαστικά: «η ομοιοκαταληξία γέννησε τό δίστιχο», τονίζει επιγραμματικά. Παρατηρεί ακόμη, ότι η ομοιοκαταληξία «το ομοιοτέλευτον» είναι χαρακτηριστικό στοιχείο στους αρχαίους ρητορικούς λόγους, στα κατοπινά χρόνια και στην εκκλησιαστική ποίηση, όχι όμως πάγιο και σταθερό.
Χωρίς να το υποστηρίζει άμεσα, αφήνει στον αναγνώστη την εντύπωση, ότι τούτη η παράδοση μπορεί να άσκησε επιρροή για την γένεση του δίστιχου.
O Σ. Κυριακίδης διατυπώνει τον βασικό στοχασμό, ότι σε κάθε στίχο τηρείται η αρχή «της συμμετρικής αντιστοιχίας μεταξύ μορφής καί περιεχομένου». Αποτελεί λογοτεχνικό κανόνα, ότι κάθε δεκαπεντασύλλαβος στίχος έχει αυτοτελές νόημα καί είναι μια ακεραία κύρια ή δευτερεύουσα πρόταση.
Διαιρείται σε δύο ημίστιχα, οκτασύλλαβο τό πρώτο καί επτασύλλαβο τό δεύτερο. Τα ίδια παρατηρεί και ο Fauriel, προσθέτοντας ότι το ακέραιο νόημα του στίχου εκφράζεται με μια εικόνα.
H εξέταση του όλου θέματος γίνεται με βάση τον δεκαπεντασύλλαβο ιαμβικό στίχο. Έχουμε όμως και εξαιρέσεις. Υπάρχουν στίχοι με περισσότερες ή λιγότερες συλλαβές, ακόμη και σε μέτρο τροχαϊκό κλπ. Έχουμε επίσης διάφορες προσθήκες στο στίχο, λέξεων ή σύντομων εκφράσεων, π.χ.:
«έλα νά ποδεδίζω σε, (ν' άηλί έμέν)
μέ τ' έμέν έλα-έλα (πάτ' καί δέβα)».
Είναι τα λεγόμενα «αποφθέγματα, επωδοί, τσακίσματα», που μπαίνουν σαν συμβολή για την δημιουργία μουσικής αρμονίας ή από τις ιδιόρρυθμες ανάγκες του χορού και της μελωδίας.
Οι παραπάνω αναφορές και παρατηρήσεις δίνουν μια σύντομη εικόνα του προβλήματος για την εμφάνιση του δίστιχου σαν ιδιαίτερο ποιητικό είδος. H γένεσή του τοποθετείται σωστά μέσα στον 15ο αιώνα. Η σκέψη όμως, ότι δεν αποτελεί «προϊόν αυτοτελούς λαϊκής δημιουργίας κλπ.», αλλά «προϊόν μιμήσεως τής συγχρόνου ξένης ποιήσεως», δεν φαίνεται ορθή. Η τυχόν ξενική επίδραση δεν έχει ουσιαστική σημασία. Η πεμπτουσία του θέματος άλλη βάση έχει.
Ο 15ος αιώνας αποτελεί για τον ελληνισμό κρίσιμο χρονικό ορόσημο. Υποδουλώνεται ολόκληρο το Γένος. Τα παλιά ένδοξα τραγούδια, ιδίως του ακριτικού κύκλου, τραγουδιούνται ή απαγγέλλονται από ψυχική ανάγκη. Ο νους αναπολεί το δοξασμένο παρελθόν και τα ηρωικά κατορθώματα των προγόνων.
Οι γλυκές αναμνήσεις —βιώματα ψυχικά— διατηρούνται και συνεχίζονται από γενιά σε γενιά. Αποτελούν δυνάμεις ηθικές, που εδραιώνουν την φυλετική συνείδηση και ενδυναμώνουν την πίστη στις παραδόσεις. Ομως, ο υπόδουλος έλληνας βρίσκεται μπροστά σε μια σκληρή πραγματικότητα.
Ο βάρβαρος κατακτητής του πιέζει την ψυχή.
Την ποτίζει κάθε μέρα, κάθε ώρα, με πικρίες. Οι φωτεινοί ορίζοντες του ελληνικού πνεύματος είναι τώρα γεμάτοι με πυκνά σκοτάδια. Είναι κομμένοι οι δρόμοι για ηρωικές πορείες και τσακισμένα τα φτερά τής ελληνικής ψυχής.
Ο μεγάλος καημός του ραγιά είναι η υποδούλωση του. Με πληγωμένα αισθήματα και τραυματισμένα συναισθήματα ζει μέσα στην ατέλειωτη νύχτα της δουλείας. Και η μούσα της ψυχής του ζωγραφίζει τη ζοφερή εικόνα. Τραγουδά τη χαρά συγκρατημένα, γιατί ο Αφέντης δεν ανέχεται το ξεφάντωμά της. Κλαίει στα κρυφά και περιορίζει το μοιρολόγι του σε λίγες στροφές, γιατί και οί θρήνοι του ραγιά απαγορεύονται σαν επικίνδυνες καταστάσεις για τον κατακτητή.
Η άλωση του ελληνισμού καταστρέφει τους μεγάλους οραματισμούς του Γένους. Η λαϊκή μούσα, ματωμένη και κατακουρασμένη κι αυτή, εκφράζει με συντομία τα συναισθήματα τού έθνους.
Αρκούν λίγες νότες της για την κάλυψη των καημών από την καθημερινή ζωή του. Δεν έχει κουράγιο η ψυχή για μακρές αφηγήσεις καί διηγήσεις.
Ευκαιριακά χαίρεται καί ευκαιριακά θρηνεί. Από την ανάγκη των πραγμάτων, οι λαϊκοί ποιητές, χωρίς να αγνοούν τά βασικά στοιχεία και το ιδιαίτερο ψυχολογικό υπόστρωμα της παλιάς δημοτικής ποίησης, δημιουργούν το νέο ποιητικό είδος, «τό δίστιχο».
Μέ δύο καί μόνο στίχους εκφράζεται ένα σκίρτημα της καρδιάς, ένας καημός της ξενιτειάς. Ο λαϊκός ποιητής σατιρίζει πρόσωπα καί γεγονότα καί γνωμολογεί. Πολλές παροιμίες εκφράζονται μέ δίστιχα. Έχει τό δίστιχο τό προσόν της «επιγραμματικής βραχυλογίας».
«Πολλά ψηλά πά μή πετάς, τρώγνε σε τά καρτάλια,
πέταξον κι έλα κόνεψον σ' έμόνα τήν έγκάλιαν».
Στόν Πόντο, τό «δίστιχο» αποτελεί ποιητικό είδος αξιόλογο. Το αντίστοιχο τουρκικό ποιητικό φαινόμενο δεν παρουσιάζει στοιχεία τέτοια, ώστε να μιλάει κανείς για σοβαρή επίδραση από εκεί.
Θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί επίδραση αντίστροφη. Το πράγμα δεν έχει ιδιαίτερη σημασία. Οι αλληλοεπιδράσεις, στην προκειμένη περίπτωση, δεν αφορούν την ουσία του θέματος.
Τα ποντιακά δίστιχα έχουν έντονη τη σφραγίδα της προγενέστερης ποντιακής ποίησης. Παρουσιάζουν αξιόλογη ποιητικότητα και είναι φτιαγμένα, βασικά, με το ιαμβικό μέτρο σε στίχο δεκαπεντασύλλαβο.
Αλλά και τα άλλα στοιχεία, που εμφανίζουν κατ' εξαίρεση, π.χ., μέτρο τροχαϊκό κλπ., δεν είναι άγνωστα στον έλληνα λαϊκό ποιητή γενικά.
H ορθή άποψη, ότι η «ομοιοκαταληξία γέννησε τό δίστιχο» πρέπει να συμπληρωθεί με την απάντηση στό ερώτημα «πως και γιατί το γέννησε». Τό «ομόηχο» της ομοιοκαταληξίας δημιουργεί από τη φύση του μια μουσικότητα. Συμβάλλει ουσιαστικά στήν ποιητική αρμονία των δύο στίχων. Σφυρηλατεί τήν ενότητα τους.
Το νόημα του δίστιχου είναι σύντομο καί συμπυκνωμένο. Η ομοιοκαταληξία αποτελεί κρίσιμο στοιχείο για την συντήρηση της μνήμης των δύο στίχων. Φέρνοντας ο λαός στη μνήμη του τον πρώτο στίχο, βοηθούμενος από τον ήχο της τελευταίας λέξης του, θυμάται εύκολα και τον δεύτερο στίχο, που έχει ομόηχη κατάληξη.
Το πρακτικό τούτο αποτέλεσμα μαζί με τη μουσικότητα και την ποιητική αρμονία των δύο στίχων εξασφαλίζονται με την ομοιοκαταληξία. Να πως και γιατί συνδέεται αυτή με την γένεση και την τύχη του δίστιχου.
H τελευταία παρατήρησή μας αφορά το θέμα της αυτοτέλειας του νοήματος κάθε στίχου. Βασίζεται στήν προσεκτική εξέταση του περιεχομένου του ποντιακού δίστιχου. H άποψη, ότι κάθε στίχος, έχει αυτοτελές νόημα, στηρίζεται στους κανόνες της γραμματικής καί του συντακτικού και, με τα κριτήρια αυτά, είναι ορθή.
Όμως, ο διαχωρισμός, έτσι, των νοημάτων των δύο στίχων δεν ανταποκρίνεται στο γενικότερο και πλατύτερο περιεχόμενο κάθε δίστιχου. Οι δύο στίχοι μαζί αποτελούν ποιητικό καρπό μιας ψυχικής συγκίνησης.
Ο λαϊκός ποιητής δεν περιορίζεται ποτέ στην κατασκευή ενός και μόνον στίχου. Φτιάχνοντας τον πρώτο στίχο, δίνει μια έννοια, που την συμπληρώνει με το δεύτερο στίχο. Υπάρχει, θα έλεγε κανείς, ένας ποιητικός σκοπός, που πραγματοποιείται μέ τούς δύο στίχους.
Τα δύο επί μέρους νοήματά τους συγκροτούν, τελικά, ένα ολοκληρωμένο νόημα, όπου οι εικόνες, τα περιστατικά και οι στοχασμοί αιτιολογούν τον συναισθηματισμό του καί θεμελιώνουν την πίστη του για το ιδανικό, που στοχάζεται. Παραθέτουμε ενδεικτικά ένα ποντιακό δίστιχο.
«Έ.,.Ούρανέ Παράκλητε, κατέβα κι έλα κρίσον,
έμέν καί τό πουλόπο μου σ' έναν μερέαν ποίσον».
Το νόημα του πρώτου στίχου, χωρίς το δεύτερο στίχο, μένει μετέωρο. Δεν έχει έννοια η προσταγή του λαϊκού ποιητή, να κατεβεί ο Θεός κάτω στη γη, για να κάνει κρίση, να δώσει δικαιοσύνη, χωρίς τον προσδιορισμό του αντικειμένου της.
Ο δεύτερος ακριβώς στίχος καθορίζει το αντικείμενο. Είναι το ερωτικό πρόβλημα του νέου και της νέας, που η ένωσή τους εμποδίζεται από την κακία των ανθρώπων και από την έλλειψη αντικειμενικής δικαιοσύνης πάνω στή γη. Τραγουδιούνται βέβαια και δίστιχα, που τα νοήματα των δύο στίχων είναι ανεξάρτητα και κάποτε ολότελα άσχετα μεταξύ τους. Είναι άκομψα κατασκευάσματα, που αποτελούν εξαίρεση από το γενικό κανόνα. Παράδειγμα ενός τέτοιου δίστιχου, αρκετά «δυστυχισμένου», αποτελεί η ακόλουθη κατασκευή.
«Σήν στράταν σίτια έπέγνα, εύρα έναν δεκάραν.
"Αν ίσως καί 'κί παίρω σε, θ’ έφτάγω σε κουμπάραν».
Τα ποντιακά δίστιχα, που αποτελούν χωριστό κεφάλαιο των ποντιακών τραγουδιών, εκφράζουν ευγενικά συναισθήματα του ποντιακού λαού και καλύπτουν όλους σχεδόν τους τομείς της ζωής του.
Στάθης Ευσταθιάδης
"ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΟΥ ΠΟΝΤΙΑΚΟΥ ΛΑΟΥ"