Προοίμιο ΤραγωδΙας της Σάντας

Σάββατο 9 Ιουλίου 2011

Γιορτάζοντας τον ερχομό του 1913, δεν είχαμε ιδέα για το τι μας περίμενε.
Οι Τούρκοι, θεωρώντας το χωριό μας πλούσιο, αποφάσισαν να το λεηλατήσουν και το απόγευμα της 24ης Ιανουαρίου έστειλαν ένα Τούρκο από το γειτονικό Αγρίδ, που ονομαζόταν Χάρος, να μας πει ότι την επόμενη μέρα θα έκαναν επίθεση στο χωριό μας τσέτες. 
Οι Τούρκοι υπολόγιζαν ότι μόλις ακούγαμε την προειδοποίηση αυτή, θα το βάζαμε στα πόδια κι εκεί­νοι βρίσκοντας το χωριό έρημο, θα το λεηλατούσαν με την ησυχία τους.
Πραγματικά δημιουργήθηκε αναστάτωση και οι περισσότεροι αποφάσισαν να φύγουν το επόμενο πρωί. Το βράδυ έπεσαν(νωρίς) όλοι για ύπνο και τα ξημερώματα σηκώθηκαν, μάζεψαν τα πράγματα τους, τα φόρτωσαν στα άλογα και ξε­κίνησαν. Μαζί τους έφυγαν και ο πατέρας με τη μητέρα με φορτωμένο άλο­γο και φορτωμένοι και οι ίδιοι.
Εμείς τα παιδιά μείναμε με τον παππού και τη γιαγιά. 0 παππούς με πήρε και πήγαμε στο αλώνι όπως πάντα, μόνο που αυτή τη φορά κρατούσε το τουφέκι του. Έκανε φοβερό κρύο και μέχρι εκεί που έφτανε το μάτι, όλα ήταν καλυμμένα από χιόνι. Σε λίγο ήρθε κοντά μας ο Πολυχρόνης Σπυριδόπουλος(ή Σοϊλεμέζ) με το τουφέκι και τις παλάσκες του.
Πέρα μακριά πρόβαλε ο ήλιος και γέμισε το τοπίο με φως. Τότε από τα ΒΑ., από τη μεριά του ποταμού Γιάμπολη, φάνηκαν αμέτρητοι Τούρκοι. Μας είδαν και έριξαν μια τουφεκιά.
Κι ο παππούς τους απάντησε με το του­φέκι του. Μέχρι να φτάσουν στην πρώτη γειτονιά, ο παππούς με δυνατή φωνή άρχισε να δίνει οδηγίες στους συγχωριανούς μας για τις θέσεις που έπρεπε να κρατήσουν και τον τρόπο της άμυνας. 
Στο χωριό είχαν μείνει εφτά άντρες. 0 παππούς μου Χριστόφορος Σισμανίδης, ο μεγαλύτερος γιος του και θείος μου Γιώργος Σισμανίδης, ο Πολυχρόνης Σπυριδόπουλος, ο Παντελής Κοπαλίδης,  ο Παύλος Πα­ναγιώτη Καϊτελίδης, ο Χριστόφορος Παντελή Καϊτελίδης και ο Πέτρος Στέφανου Φουλίδης.
 Οι δύο τελευταίοι ήταν νέοι και απειροπόλεμοι κι έτσι ο Χριστόφορος Καϊτελίδης κρύφτηκε στην καπνοδόχο του σπιτιού του, πατώντας στο σίδερο, από το οποίο κρεμούσαν τα μαγειρικά σκεύη πάνω από τη φωτιά, ενώ ο Πέτρος Φουλίδης κρύφτηκε στο φούρνο του σπιτιού του. Τα όπλα τους τα έκρυψαν μέσα στην κοπριά.
Εμείς βρισκόμασταν ακόμα στο αλώνι, πίσω από ένα μικρό βράχο που σχημάτιζε γωνία. Ένα διώροφο σπίτι μπροστά μας μας κάλυπτε αρκετά, ενώ πίσω μας βρισκόταν ο αχυρώνας και δίπλα ένα μικρό σπιτάκι, που το εί­χε διαμορφώσει παλιότερα ο παππούς σε καφενείο, αλλά τώρα έμενε κλει­στό.
Ο Πολυχρόνης Σπυριδόπουλος σκέφτηκε αμέσως την οικογένειά του, γιατί το σπίτι του ήταν χαμηλότερα από μας και σε λίγο θα το έφταναν οι Τούρκοι.
Μου είπε λοιπόν να πάω στη γυναίκα του Κυριακή να της ζη­τήσω ένα σακίδιο που είχε τετρακόσια φυσίγγια και να της πω να πάρει το παιδί και να έρθει γρήγορα. Πήγα και τη βρήκα στην υπόγεια κρυψώνα να κρύβει διάφορα πράγματα.
Μου έδωσε τα φυσίγγια και επειδή δεν εί­χε τελειώσει ακόμα, μου είπε να πάρω και το παιδί κι εκείνη δεν θ' αργούσε. Κρέμασα στον ώμο το σακίδιο, πήρα αγκαλιά το παιδί και βγήκα έξω.
 Όταν όμως απομακρύνθηκα λίγο από το σπίτι, δεν με κάλυπτε πια τίποτα και οι Τούρκοι που με είδαν, άρχισαν να πυροβολούν προς το μέρος μου. Άκουγα τις σφαίρες να σφυρίζουν γύρω μου και κατάλαβα πως δεν μπορούσα να συνεχίσω έτσι.
'Αλλωστε ο Μιχαλάκης, που τον είχε βα­φτίσει η μητέρα μου, ήταν τεσσάρων χρονών και γεροδεμένο παιδί κι ε­γώ εννιά χρονών σήκωνα με πολλή δυσκολία και το παιδί και το σακίδιο.
 Έτσι αναγκάστηκα ν' ακουμπήσω στα χιόνια το Μιχαλάκη, του είπα να μη σηκωθεί καθόλου, γιατί θα μας σκότωναν οι Τούρκοι και του υποσχέθηκα πως θα γύριζα να τον πάρω αμέσως.
 Προχώρησα σκυφτά προς το σπίτι της Ειρήνης Σισμανίδου και όταν έφτασα πίσω από το μεγάλο άσπρο βράχο, ακούμπησα κάτω τα φυσίγγια και γύρισα πίσω, έρποντας σχεδόν, να πάρω το παιδί. Είχε μείνει εκεί ακριβώς που το άφησα, χωρίς να κουνηθεί καθόλου.
 Το πήρα αγκαλιά και προχωρώντας με μεγάλη δυσκολία, ενώ τα πόδια μου βούλιαζαν στο χιόνι, έφτασα στο σημείο που βρίσκονταν ο Πολυχρόνης με τον παππού και του έδωσα το παιδί.
Μετά γύρισα πίσω, πήρα το σακίδιο και το έφερα κι αυτό στον Πολυχρόνη. Τότε ο παππούς είπε στον Πολυχρόνη πως η κατάσταση ήταν πολύ δύσκολη και μια που ο ίδιος ήξερε καλύτερο σημάδι και ήταν εμπειροπόλεμος, θα ήταν καλύτερα να του δώσει ο Πολυχρόνης το τουφέκι του, που ήταν επαναληπτικό και είχε τετρακόσια φυσίγγια και να πάρει το δικό του, που ήταν γκρα και είχε μόνο σαράντα φυσίγγια, που δεν θα του έφταναν.
Του είπε ακόμη να πάει στο σπίτι του ανιψιού του Χρύσανθου, που βρισκόταν πίσω μας, πέρα από το ρυάκι, κοντά στο δάσος, σε αρκετή απόσταση και να ρίχνει τουφεκιές από κει σε αραιά διαστήματα, για να νομίσουν οι Τούρκοι ότι υπήρχαν κι εκεί δυνάμεις και να μην επιχειρήσουν να μας κυκλώσουν.
0 Πολυχρόνης δεν δέχτη­κε ν' αλλάξουν τουφέκια, είπε όμως πως θα πήγαινε στο σπίτι του Χρύσανθου και ξεκίνησε αμέσως. Μα απ' ότι είδαμε, αντί να πάει στο σπίτι, μπήκε στο δάσος και χτύπαγε κλαριά.
0 παππούς μου είπε να πάω στο θείο Γιώργο, που πολεμούσε από ψηλότερη θέση, για να δω πώς είναι. Πήγα, τον βρήκα καλά και ξαναγύρισα. Ξαναπήγα αρκετές φορές, ώσπου την τελευταία φορά τον βρήκα πεσμένο ανάσκελα με τα μεγάλα μάτια του να με κοιτάνε παγωμένα.
  
Ξηραντέρ (Ξηραντήρι Καλαμποκιών)
Το τουφέκι του ήταν δίπλα του, κάτω από το ξηραντήρι του θείου του Αβραάμ (ένα ξύλινο μικρό κτίσμα που χρησίμευε για να ξηραίνουν τα τρόφιμα). Στην αρχή δεν κατάλαβα τι είχε γίνει. Έσκυψα και τον κούνησα, όσο πιο δυνατά μπορού­σα. "Πατέρα,πατέρα" του φώναξα, όπως συνηθίζαμε τότε να λέμε και τους θείους. Τότε είδα κάτω από το παλτό του μια λίμνη από αίμα και κατάλαβα ότι σκοτώθηκε. Ανέβηκα στο σπίτι του θείου του Αβραάμ, που ήταν γε­μάτο γυναικόπαιδα και άκουσα να λένε ότι ο Παντελής Κοπαλίδης, που πολεμούσε από το πάνω παράθυρο του σπιτιού του, που βρισκόταν αρκετά ψηλότερα, είχε τραυματιστεί στην κοιλιά. Τους είπα και για το θείο Γιώργο.
Κατόπιν γύρισα κοντά στον παππού, αλλά δεν τον βρήκα στη θέση του. Άρχισα να τον ψάχνω και ξαφνικά είδα ίχνη από αίματα. Τα ακολούθησα κι έφτασα στη σοφίτα του σπιτιού του θείου Γιώργου. Εκεί τον βρήκα μ' ένα διαμπερές τραύμα στο στήθος να συνεχίζει να πολεμάει από το παράθυρο, ενώ το αίμα έτρεχε από το στήθος και την πλάτη του.
Δεν μπόρεσα συγκρατηθώ και έβαλα τα κλάματα. "Μην κλαις παιδί μου", μου είπε, "δεν  έχω τίποτα". Και μου εξήγησε πώς έγινε. Στο διάστημα που έλειψα από κοντά του, σκέφτηκε πως θα ήταν καλύτερα ν'αλλάξει  θέση και ν' ανέβει στη σοφίτα του σπιτιού του γιού του Γιώργου, για να μπορεί να βλέπει καλύτερα τους Τούρκους.
Και για να μη δώσει στόχο, έκανε το γύρο του αλωνιού. Τότε όμως είδε τη νύφη του Σοφία, σύζυγο του Γιώργου, που του είπε ότι ο Γιώργος σκοτώθηκε. Στεναχωρημένος όπως ήταν, αντί να πάει από την πίσω πλευρά του σπιτιού και ν' ανέβει από τη μάντρα, όπως σκέφτηκε αρχικά, προχώρησε μπροστά από το σπίτι και ανέβηκε τα σκαλοπάτια της κύριας εισόδου.
Και καθώς ήταν ψηλός, δεν ήταν δύσκολο για τους Τούρκους να τον δουν και να τον πυροβολήσουν. Κατάφερε όμως ν' ανέβει μέχρι τη σοφίτα και συνέχισε να πολεμάει. Ήταν άλλωστε και ο μόνος.
Από τους υπόλοιπους έξι άντρες, που είχαν μείνει στο χωριό, οι νεαροί Χριστόφορος Καϊτελίδης και Πέτρος Φουλίδης είχαν κρυφτεί καν δεν πήραν καθόλου μέρος στη μάχη, ο Παύλος Καϊτελίδης, που το σπίτι του ήταν σε αρκετό ύψωμα και είχε πάρει εντολή να πυροβολεί κάπου-κάπου για να μη μας κυκλώσουν οι Τούρκοι, φοβήθηκε και δεν ακολούθησε την εντολή, ο Πολυχρόνης Σπυριδόπουλος είχε κρυφτεί στο δάσος, ο Παντελής Κοπαλίδης είχε τραυματιστεί και βγήκε από τη μάχη και ο Γιώργος Σισμανίδης ήτο νεκρός.
Πλησίασα στο μικρό καφασωτό παράθυρο της σοφίτας για να παρακολουθήσω τη μάχη και είδα δύο Τούρκους σε απόσταση λιγότερη από εκατό μέτρα. Στο διάστημα που μεσολάβησε, από την ώρα που είχε αφήσει ο παπ­πούς τη θέση του στο αλώνι μέχρι να φτάσει στη σοφίτα, βρήκαν ευκαιρία και  προχωρώντας, κατά μήκος του μαντρότοιχου που χώριζε τα πρώτα σπίτια από τα υπόλοιπα, έφτασαν στο μεγάλο άσπρο βράχο .
0 ένας σκαρφάλωσε τον τοίχο και φάνηκε μέχρι τη μέση. 0 παππούς πυροβόλησε και ο Τούρκος έπεσε. Νομίσαμε ότι σκοτώθηκε. Αργότερα μάθαμε ότι είχε τραυματιστεί και ότι τον έλεγαν Γιουσούφ. 0 άλλος δεν τόλμησε να πηδήσει τον τοίχο.
Μόνο ένα τραυματία είχαν λοιπόν οι Τούρκοι και όχι, σύμφωνα με άλλες γνώμες, 14 νεκρούς και δυο τραυματίες.
Κοντά στα πρώτα σπίτια, είδα άλλο ένα Τούρκο να σέρνει πίσω του ένα άλογο και να το φορτώνει με ρούχα και τρόφιμα που έπαιρνε από τα σπίτια και να παίρνει και τα ζώα.
Η ώρα περνούσε και ο παππούς συνέχιζε να αιμορραγεί, χωρίς όμως να βγάζει κανένα βογγητό.
Στο μεταξύ, ο θόρυβος της μάχης έφτασε και στα άλλα χωριά και ο Γιάννης Σπαθάρος, που ήταν ο γενικός οπλαρχηγός της Σαντάς, πρότεινε στα παλληκάρια του να έρθουν από τα Δώδεκα Ελάτια, όπου βρίσκονταν, για να μας βοηθήσουν.
Κανένας όμως δεν δέχτηκε. Τότε τους είπε πως θα ερχόταν μόνος του και πέντε από τα παλληκάρια του φιλοτιμήθηκαν και τον ακολού­θησαν. 
Το Μαστορείο και το πεγάδ τη Τσακμάχ τ' Αρχιλλεύ ση Σαντάν

Έτσι, κατά τις τρεις το απόγευμα, ακούσαμε μια ομοβροντία από το λόφο Μαστορείο και είδαμε τους αντάρτες. Αναστέναξα με ανακούφιση. Οι ενισχύσεις έφτασαν την κατάλληλη ώρα, γιατί ο παππούς δεν ήταν πια σε θέση να πολεμήσει. "Παιδί μου", μου είπε, "πάρε αυτά τα λίγα φυσίγγια και βάλτα κάτω από τα άχυρα. Πάρε και το τουφέκι και βάλτο κι αυτό εκεί.  Και τώρα κλάψε παιδί μου, δεν έχω άλλη ζωή". Έκανα όπως μου είπε.
Οι αντάρτες δεν άργησαν να διώξουν τους Τούρκους και σε λίγο ήρθαν στη σοφίτα δυό παλληκάρια, πήραν τον παππού και τον κατέβασαν στο ισό­γειο του σπιτιού. Εκεί είχαν φέρει και το νεκρό γιό του και τον είχαν βάλει στο κρεβάτι του.
0 παππούς όμως δεν μπορούσε να ξαπλώσει. Του έστρωσαν στο πάτωμα, τον βοήθησαν να καθήσει και έβαλαν πολλά μαξιλάρια για να ακουμπήσει την πλάτη του. Η γιαγιά Ευθυμία έμοιαζε σαν χαμένη και κοίταζε πότε τον ετοιμοθάνατο άντρα της και πότε το νεκρό γιό της.
Στις 3.30 μ.μ. ήρθαν οι γονείς μου με τους άλλους, άφησαν το άλογό μας, τον Ασλάν, μπροστά στην πόρτα του σπιτιού και μπήκαν μέσα. 0 πα­τέρας, μόλις είδε τον παππού, του είπε να τον πάει στο γιατρό. Εκείνος όμως αρνήθηκε.
"'Ακουσε παιδί μου", του είπε, "έζησα πολύ καλά και είμαι ευχαριστημένος από τη ζωή που έκανα. Αντί να με πας στο γιατρό, πρέπει να κάνεις αυτά που θα σου πω. Πήγαινε στο κελάρι, φόρτωσε στά­ρι και πήγαινε το στο Άνθεν Φτελέν, στο σπίτι της Σοφίας, της αδελ­φής της μάνας σου. Μετά έλα να φορτώσεις πάλι. Όλοι πήγαν στο Άνθεν Φτελέν.Εδώ έχουν μείνει ακόμα μόνο εσύ και τα εγγόνια μου. Αν τους κοιτάξεις όλους όσους έμειναν, να έχεις την ευχή μου, Kι’ αν δεν τους κοιτάξεις, να έχεις την κατάρα μου". 
0 πατέρας δεν ήθελε ν' ακούσει τίποτα κι επέμενε να τον πάει στο γιατρό. Ήταν πολύ συγκινημένος και η πικρία ήταν ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του, που ήταν πολύ χλωμό, λες και δεν έτρεχε αίμα στις φλέβες του.
 Έφευγε και ερχόταν πάλι ύστερα από λίγο, άφηνε το άλογο έξω από την πόρτα, πλησίαζε τον παππού και τον παρακαλούσε να τον βάλει στο άλογο και να τον πάει στο γιατρό. 0 παππούς πάλι έσφιγγε την ωμοπλάτη του στα μαξιλάρια για να κλείσει το τραύμα της πλάτης του, ενώ με τα δάχτυλα του δεξιού του χεριού έκλεινε το τραύμα του στήθους του.
Το αίμα έτρεχε συνέχεια και είχε αρχίσει να ξεραίνεται και να παγώνει. Μα το πρόσωπο του παππού διατηρούσε το ροδοκόκκινο χρώμα του, που τονιζόταν περισσότερο από τα άσπρα σγουρά μαλλιά και την άσπρη γενειάδα. Μιλούσε με δυσκολία, αλλά αναγκάστηκε να επαναλάβει τρεις φορές τις οδη­γίες στο γιό του, ενώ εκείνος κάθε φορά επέμενε να τον πάει στο γιατρό.
 0 πατέρας κατάλαβε στο τέλος ότι δεν θα μπορούσε να πείσει τον παππού, όσο κι αν τον παρακαλούσε, και με πόνο στην ψυχή αποφάσισε να κάνει ό,τι του είπε. Πήγε στο κελάρι να γεμίσει τα σακιά στάρι και η μητέρα μά­ζεψε γύρω της τα παιδιά για να τα ετοιμάσει. Τράβηξε και μένα, σχεδόν με τη βία, μακριά από τον παππού. Σε λίγο, ο πατέρας είχε γεμίσει τα σακιά και ήταν έτοιμος να φορτώσει το άλογο.
 "Εσύ θα φύγεις Σοφία", είπε.
-“Να μείνω" του είπε η μητέρα "με ποιόν θα φορτώσεις;".
  "Όχι", της είπε, "φύγε. Είναι ο Χαράλαμπος Σισμανίδης και ο Σπύρος Καϊτελίδης. θα φορτώσω μαζί τους".' Η μητέρα τρεις φορές επέμεινε να μείνει να τον βοηθήσει, αλλά εκείνος δεν δέχτηκε και της υπενθύμισε πως ήταν δύο μηνών έγκυος. Τελικά η μητέρα μας πήρε και φύγαμε.
Είχε αρχίσει να νυχτώνει. Περπατούσαμε πάνω από μισή ώρα, όταν συναντήσαμε το Μιχάλη και το Χαράλαμπο Κοπαλίδη του Αγάπιου που γυρνούσαν στο χωριό. Μας καλησπέρισαν και χάθηκαν μες στο σκοτάδι. Η μητέρα άρχισε ν' ανησυχεί. "0 πατέρας έπρεπε μέχρι τώρα να μας είχει φτάσει" είπε. Σε λίγο φτάσαμε στο Άνθεν φτελέν και πήγαμε στο σπίτι της αδελφής της γιαγιάς.
 Ήταν εκεί η θεία Σοφία και ο θείος Θόδωρος Κοπαλίδης, που είχε παντρευτεί την αδελφή του πατέρα Ελένη. Αφού τακτοποιήσαμε τα γελάδια και το φορτίο στο σταύλο, μας έστρωσαν να ξαπλώσουμε. Εμείς τα παιδιά κοιμηθήκαμε, μα η μητέρα ανησυχούσε πολύ και δεν μπόρεσε να κλείσει μάτι.
Άγιος Κωνσταντίνος Ζουρνατσιάντων
Το πρωί θα ξεκινούσαμε για το Ζουρνατσάντων, που ήταν και ο τελικός προορισμός μας. Το χωριό αυτό απείχε τρείς ώρες δρόμο από το Κάθεν Φτελέν  κι έτσι είχαμε αναγκαστεί να χωρίσουμε στα δύο τη διαδρομή και διανυκτερεύσουμε στο Άνθεν Φτελέν.
Όταν ξημέρωσε, πήραμε τα ζώα και το φορτίο και μαζί με τους άλλους συγχωριανούς μας που είχαν διανυκτερεύσει εκεί, κατεβήκαμε στο δημόσιο δρόμο, που περνούσε μπροστά από το χωριό. Εκεί συναντήσαμε πολλούς κατοίκους του Ζουρνατσάντων, που είχαν μάθει για την επιδρομή των Τούρ­κων και ήρθαν μαζί με αντάρτες, για να μας συνοδεύσουν και να μας βοηθήσουν στη μεταφορά.
Γνωστοί και άγνωστοι μας πλησίασαν, πήραν τα φορτία στις δικές τους πλάτες και ανέλαβαν τα ζώα και εμάς τα παιδιά. Η μητέρα, που δεν έπαψε να ανησυχεί για την καθυστέρηση του πατέρα, ήταν πια ελεύθερη και σκέφτηκε να γυρίσει στο χωριό, για να δει τι απόγινε.
Μα δεν πρόλαβε ν' απομακρυνθεί και οι αντάρτες που την αντιλήφτηκαν, έτρεξαν, την πρόλαβαν και την γύρισαν πίσω, λέγοντάς της πως απαγορευόταν να πάει από εκείνο το δρόμο.
Η μητέρα επέμενε κι έτσι οι αντάρτες της είπαν πως θα έπρεπε να πάει από τον άλλο δρόμο που περνούσε από τα Δώδεκα Ελάτια και ήταν διπλάσιος σε απόσταση, μια που τα Τρία χωριά Άνθεν Φτελέν, Κάθεν Φτελέν και Δώδεκα Ελάτια σχημάτιζαν ισόπλευρο τρίγωνο.
 Μαζί της πήγαν η θεία Ελένη με το σύζυγό της Θεόδωρο, η θεία Σοφία, μερικοί αντάρτες και ορισμένοι κάτοικοι του Ζουρνατσάντων, ενώ εμείς συνεχίσαμε με τους άλλους.
Καθώς προχωρούσαν προς τα Δώδεκα Ελάτια, η θεία Σοφία που περπατούσε μπροστά από τη μητέρα είπε στο θείο Θόδωρο, χωρίς να ξέρει ότι η μητέρα ήταν πίσω της: "Το ξέρεις ότι  σκοτώθηκε ο Μιχάλης;".
Η μητέρα, μόλις  το άκουσε, πήγε μπροστά στη θεία Σοφία και της έκλεισε το δρόμο. "Τι είπες; Πού είναι ο άντρας μου;" τη ρώτησε. "Τραυματίστηκε, θα τον πάνε στο γιατρό" προσπάθησε να την καθησυχάσει η θεία Σοφία. 
Η μητέρα αναστατωμένη τους άφησε και άρχισε να τρέχει με όλη της τη δύναμη προς το Κάθεν φτελέν.
Όταν έφτασε στα Δώδεκα Ελάτια, είδε έξω από ένα καφενείο το Σπύρο Καϊτελίδη και τον ρώτησε:
"Αφέντη Σπύρο, εσύ ήρθες, που είναι ο σύντροφός σου;".
"Τι να σου πω Σοφία, εκείνος αυτοκτόνησε" της απάντησε. Του άρπαξε τότε το όπλο από τα χέρια. 0 Σπύρος, φοβούμενος ότι θα τον σκο­τώσει, το έβαλε στα πόδια. Η μητέρα έβγαλε το τσαρούχι της, έστησε το όπλο στο έδαφος με την κάννη στραμένη επάνω της και ήταν έτοιμη να πατήσει την σκανδάλη  με το μεγάλο δάχτυλο του δεξιού ποδιού  της.
 Δυό παλληκάρια μόλις που πρόλαβαν να της πάρουν με τη βία το όπλο. Μη έχοντας τι άλλο να κάνει, πήρε πάλι το δρόμο για το χωριό. μόλις έφτασε, ρώτησε για τον πατέρα, αλλά της είπαν ότι τον πάνε στον γιατρό.
Πολύ αργότερα, έγινε γνωστή και σε μας η ιστορία που είχε ήδη κάνει το γύρο του χωριού.    Ο πατέρας το προηγούμενο βράδυ άφησε τον παππού Χριστόφορο μαζί με τη γιαγιά Ευθυμία και αφού τελείωσε μόνος του το φόρτωμα του αλόγου, ξεκίνησε να μας προλάβει. Καθώς προχωρούσε, συνάντησε κοντά στην πηγή Κρύο νερό τον Παύλο Καϊτελίδη, που γύριζε στο σπίτι του, στην αδελφή του Παρθένα.
 0 Καϊτελίδης, όταν είδε τον πατέρα, τον στα­μάτησε και του είπε: "Μιχάλη, έδωσα το άλογό μου στο Σπύρο Καϊτελίδη να το προσέχει, αλλά δεν τον εμπιστεύομαι. Όταν τον συναντήσεις, πέρασε το δικό σου άλογο μπροστά, που είναι συνηθισμένο στο δρόμο,  βάλε το δικό μου από πίσω και περπάτα πίσω του για να το προσέχεις να μην πέ­σει πουθενά ".
Ο πατέρας του το υποσχέθηκε και του είπε να πάει στο σπίτι του να φροντίσει τους δικούς του. Μετά συνέχισε το δρόμο του. Σε λίγο έφτασε σ' ορμίν τη Ζερβού και είδε εκεί το Σπύρο Καϊτελίδη με τη γυναίκα του Μαρία και το μωρό τους Δημήτρη, που το είχε η Μαρία στην πλάτη της
 Είχαν σταματήσει για να ποτίσουν το άλογο του Παύλου Καϊτελίδη και το δικό τους. Ο πατέρας είπε στο Σπύρο να  μην ποτίσει τα άλογα, γιατί θα φούσκωναν και δεν θα μπορούσαν να περπατήσουν.
Μα ο Σπύρος είπε πως είχε να ποτίσει το δικό του από το βράδυ της προηγούμενης μέρας. 0 πατέρας δεν άφησε το δικό του να πιεί νερό, το πέρασε πρώτο, πήρε του Παύλου μπροστά του και περίμενε τον Σπύρο.
Ξεκίνησαν όλοι μαζί. Το μωρό όμως άρχισε να κλαίει και ο πατέρος για να τους απαλλάξει από τη φροντίδα του αλόγου, το πήρε δίπλα του κι έτσι πρόσεχε και τα άλογα.
Μα ο Σπύρος με τη γυναίκα του έμεναν συνέχεια πίσω και ο πατέρας γυρνούσε συχνά και τους φώναζε να μην αργούν. Πέρασαν το διστράτι(διασταύρωση) και συνέχισαν να προχωρούν. Η περιοχή ήταν επικίνδυνη τη νύχτα, γιατί λίγα μέτρα από τα πόδια τους έχασκε ένας γκρεμός.
 Έτσι ο πατέρας ήταν απόλυτα απορροφημένος με το να προσέχει τα τρία άλογα και δεν αισθάνθηκε το όπλο του Σπύρου να στρέφεται πάνω του και να τον σημαδεύει. η σφαίρα που έφυγε από το όπλο, καρφώθηκε στην πλάτη του και τον έριξε κάτω. 0 Σπύρος το έβαλε στα πόδια. Η γυναίκα του, η Μαρία πλησίασε τον πατέρα. 
Εκείνος "έκαψε τη μάνα μου" πρόλαβε να πει μόνο και ξεψύχησε. Η Μαρία, μη ξέροντας τι να κάνει, γύρισε με το παιδί σ' ορμίν τη Ζερβού.
Ο Μιχάλης και ο Χαράλαμπος Κοπαλίδης, καθώς γύριζαν στο Κάθεν Φτελέν, είδαν δύο άλογα και ένα ανθρώπινο σώμα ακίνητο στην άκρη του δρόμου. Τρόμαξαν και χωρίς να σκύψουν να κοιτάξουν ποιός είναι, επιτάχυναν το βήμα τους για ν' απομακρυνθούν. Πέρασαν το διστράτι και  όταν έφτασαν σ' ορμίν τη Ζερβού, βρήκαν τη Μαρία πολύ αναστατωμένη. Τη ρώτησαν τι είχε συμβεί κι εκείνη τους τα διηγήθηκε όλα.
Τους είπε μάλιστα πως ο Σπύρος είχε αγοράσει το όπλο το πρωί εκείνης της μέρας και πυροβολούσε όποιο κούτσουρο έβλεπε μπροστά του. Από την ώρα που συνάντησαν τον πατέρα, ο Σπύρος σκεφτόταν να τον σκοτώσει, ενώ η Μαρία προσπαθούσε να τον αποτρέψει, γι' αυτό και καθυστερούσαν.
Τα δυό αδέλφια, όταν γύρισαν στο χωριό, τα είπαν στους συγχωριανούς μας. Φάνηκε σε όλους παράξενο που ο Σπύρος σκότωσε τον πατέρα γιατί, αν και ήξεραν τον κακό του χαρακτήρα, πίστευαν πως το ότι ήταν γιος παπά και μονόφθαλμος δεν θα του επέτρεπαν να σκοτώσει άνθρωπο.
Γιάμπολης ποταμός
Ήξεραν βέβαια πως ο Σπύρος διεκδικούσε ένα κομμάτι από το οικόπεδό μας, αλλά η ιστορία αυτή ήταν παλιά και είχε ξεχαστεί. Άλλωστε μια επιτροπή, που είχε συσταθεί τότε από τους συγχωριανούς μας για να λύσει τη διαφορά, αποφάνθηκε ότι δεν είχε δίκαιο.
Ο Παύλος Καϊτελίδης, όταν έμαθε για τη δολοφονία του πατέρα, περίμενε ανυπόμονα να ξημερώσει για να πάει στον τόπο του εγκλήματος. Ξεκίνησε με το πρώτο φως κι όταν έφτασε εκεί, είδε τον πατέρα νεκρό και το άλογό του, τον Ασλάν, βαρυφορτωμένο να στέκεται από πάνω του δακρυσμένο. Δίπλα στεκόταν το άλογο του Σπύρου, ελαφρά φορτωμένο.
Το άλογο του Παύλου είχε τρομάξει από τον πυροβολισμό και είχε κατρακυλήσει στο γκρεμό, όμως είχε σταματήσει σ' ένα πλάτωμα που βρισκόταν λίγο πιο κάτω και δεν είχει  πάθει τίποτα. Αλλά είχε χάσει όλο το φορτίο από στάρι.
Το πρωί οι ένοπλοι, που δεν είχαν προλάβει να πάρουν το πτώμα του πατέρα
έκλεισαν το δρόμο και απαγόρευσαν στη μητέρα να πάει από 'κει, ώστε στο διάστημα των δύο ωρών που θα μεσολαβούσαν μέχρι να φτάσει στο χωριό από τον άλλο δρόμο να προλάβουν να τον πάρουν και να τον θάψουν.
Νωρίτερα ο Γιώργος Ποταμόπουλος (Τεριάς) από το Πινιατιάντων και ο Χρήστος Γουρής από το Πιστοφάντων είχαν κουβαλήσει πάνω σε μια σκάλα, γιατί δεν υπήρχε φορείο, το θείο Γιώργο και τον παππού που είχε ξεψυχήσει τα ξημερώματα και τους είχαν θάψει προσωρινά δεξιά από το αλώνι .
Ο Γαβριήλ Πασσαλίδης(Μυλωνάς) από το Κοσλαράντων και ο Παύλος Καϊτελίδης έβαλαν τον πατέρα πάνω στο άλογο, τον μετέφεραν στο χωριό και τον έθαψαν στον ίδιο τάφο. Έβαλαν στη μέση τον παππού και στα δύο άκρα τους γιούς του.
Όταν έφτασε η μητέρα, είχαν όλα τελειώσει .Δεν πίστεψε αυτό που της είπαν ότι είχαν πάει τον πατέρα στο γιατρό. Υποψιαζόταν την αλήθεια, δεν μπορούσε όμως  να κάνει τίποτα. Πήγε στο σπίτι, φόρτωσε μαζί μ’ άλλες γυναίκες τα άλογα,πήρε και στην πλάτη της πράγματα και ξεκίνησε. Στον τόπο του εγκλήματος είχαν μαζευτεί  πολλοί συγχωριανοί μας, για να μη δει η μητέρα τα αίματα.
 Συνέχισε το δρόμο της και ήρθε στη Ζουρνατσάντων, όπου είχαμε ήδη φτάσει. Εκεί μας παραχωρήθηκε όπως και στους άλλους συγχωριανούς μας, ένα σπίτι για να μείνουμε, κοντά στον Αϊ-Γιώργη.
 Τα τρόφιμα όμως όλα τα ξεφόρτωσαν στο σπίτι της κόρης του θείου Γιώργου, Μαρίας και του άντρα της Αβραάμ Ακριβόπουλου, με τη δικαιολογία ότι το σπίτι που θα μέναμε δεν είχε αποθήκες.
 Ο πραγματικός λόγος ήταν πως ο Ακριβόπουλος ήθελε να τα έχει στη διάθεση του. H μητέρα, όταν τέλειωσε το ξεφόρτωμα, ήρθε στο σπίτι του Χαράλαμπου Κασπάρ, όπου είχαν μαζέψει εμάς τα παιδιά, μας πήρε και πήγαμε στο σπίτι που μας παραχωρήθηκε. Η γιαγιά Ευθυμία έμεινε στο σπίτι της Μαρίας.
Το τρίτο βράδυ η μητέρα είδε στον ύπνο της ότι ο πατέρας ήρθε στο σπίτι  φορώντας μόνο τις κάλτσες και κρατώντας τα σαπόκια (μποτίνια) του στο χέρι και της είπε ότι είχε πατήσει σε νερά και τα παπούτσια του ήταν υγρά και ότι η γυναίκα  του Κασπάρ, που συνάντησε στο δρόμο, του έδωσε τις δικές της κάλτσες, που ήταν στεγνές.
Όλοι ήξεραν πως ο πατέρας δεν μπορούσε, να ανεχτεί τα πόδια  του υγρά και
τον ρωτούσαν πάντα μήπως χρειαζόταν στεγνές κάλτσες. Το πρωί η μητέρα διηγήθηκε το όνειρό της στη γυναίκα του Κασπάρ κι εκείνη της είπε πράγματι είχε συναντήσει τον πατέρα στο δρόμο και του είχε δώσει τις κάλτσες της.
 Η μητέρα παρακάλεσε τότε μερικούς αντάρτες να τη συνοδέψουν στο χωριό. 'Οταν έφτασαν εκεί, ζήτησε και της έδειξαν τον τάφο και αφού ξέθαψε τα πόδια του, του έβγαλε τις ξένες κάλτσες και του φόρεσε δικές του.
Από κείνη τη μέρα έκλαιγε ασταμάτητα. Στο τέλος δεν είχε πια άλλα δάκρυα ούτε δυνάμεις. 
Καθόταν στην άκρη του. κρεβατιού και κουνούσε το σώμα της μπρος-πίσω. Δεν κοιμόταν, ούτε έτρωγε. Τα κορίτσια μας έλεγαν να καθόμαστε στο τραπέζι και να μην τρώμε, για να την αναγκάζουμε να φάει έστω και μια μπουκιά. Έτσι στεναχωρημένη που τη βλέπαμε, φοβόμασταν μην, αποβάλει.
Στο μεταξύ, ο μητροπολίτης Τραπεζούντας Χρύσανθος επικοινώνησε με τον Τούρκο μέραρχο της Τραπεζούντας και πέτυχε να σταλεί το Φεβρουάριο ένας αξιωματικός με πέντε στρατιώτες για την τυπική παράδοση της Σάντας στη τουρκική διοίκηση.
Ήρθαν στη Ζουρνατσάντων, εγκαταστάθηκαν σε άδεια σπίτια και ζήτησαν να τους παραδώσουμε τα όπλα μας. 0 Αβραάμ Ακριβόπουλος ήρθε στο σπίτι μας,, πήρε το όπλο του παππού και μια μεγάλη κάμα με ασημένια λαβή και θήκη, που ήταν οικογενειακό κειμήλιο και τους τα παράδωσε. Εκείνες τις μέρες, είδα πίσω από το σπίτι μας το γιό του Σπύρου Καϊτελίδη Αριστοφάνη. Τον άρπαξα, τον έριξα κάτω και τον σκέπασα με χιόνι.
Δυο από τους στρατιώτες  που περνούσαν από κει και με είδαν, έτρεξαν και με σταμάτησαν.  Με ρώτησαν γιατί το έκανα και τους εξήγησα. Του είπαν πως μπορούσε να φύγει. Αλλά δεν είχα σκοπό να τους αφήσω σε ησυχία. Avέβαινα στη σκεπή του σπιτιού τους και έριχνα από την καπνοδόχο πέτρες, λάσπες και χιόνια για να μην μπορούν να μαγειρεύουν.
Η μητέρα χρειάστηκε τρεις μήνες για να συνέλθει. Μια μέρα, που είχε πάει στην εκκλησία, είδε να φέρνουν τα πτώματα εφτά παιδιών, που τα είχαν σκοτώσει οι Τούρ­κοι. Ανάμεσά τους μπόρεσε να διακρίνει κι ένα μοναχοπαίδι, που η μητέρα του δεν είχε κανέναν άλλο στον κόσμο. Σκέφτηκε τότε ότι η ίδια είχε μεν χάσει τον άντρα της, αλλά της έμεναν τουλάχιστον τα παιδιά της για να χαρεί.
Είχαν ησυχάσει τα πράγματα, είχαν λιώσει και τα χιόνια και σκέφτηκαν όλοι πως ήταν πια καιρός να μεταφερθούν ο παππούς, ο θείος και ο πατέρας από τον προσωρινό τάφο στο νεκροταφείο, όπου είχαμε οικογενειακό τάφο. Έτσι στις 25 Απριλίου, πολλοί συγχωριανοί μας, η μητέρα και η αδελφή μου Μαρία πήγαν στο χωριό και ξέθαψαν τους τρεις νεκρούς μας. Η Μαρία έκλαιγε και καθάριζε τα μουστάκια του πατέρα μας από τα χώματα. Ύστερα τους έθαψαν στον οικογενειακό μας τάφο, μπροστά από το ιερό  του Άγιου Χαράλαμπου.     
Στο μεταξύ , ενώ τα τρόφιμα που εμπιστευτήκαμε στον Αβραάμ Ακριβόπουλο 
προορίζονταν για τη διατροφή μας ενός χρόνου, εκείνος, μόλις πέρασαν τρεις μήνες, είπε στη μητέρα ότι είχαν τελειώσει κι έτσι δεν είχαμε ούτε σιτάρι να δώσουμε για άλεσμα.
Ακόμα και το κομπολόι του πατέρα,  η μητέρα το είδε στα χέρια Αβραάμ!! Μια που δεν είχαμε τι να φάμε, η μητέρα αναγκαζόταν να πηγαίνει κάθε τόσο σε μια τοποθεσία που λεγόταν Ομάλ και να μαζεύει χόρτα, που τα λέγανε στυπόγλυκα.
'Οταν γύριζε στο σπίτι τα έβραζε, τα έστιβε και τα ζεμάτιζε με βούτυρο. Αυτά ήταν και η μοναδική τροφή μας, ώσπου μας έδωσαν ένα χωράφι περιφραγμένο με αγκαθωτό σύρμα. Το σκάψαμε, φυτέψαμε πατάτες και περιμέναμε με ανυπομονησία να γίνουν.
Ήταν πια Αύγουστος και η μητέρα βρισκόταν στον ένατο μήνα της εγκυμοσύνης της. Περιμέναμε να γεννήσει από μέρα σε μέρα. Έτσι ένα απόγευμα που  γύρισα από τα βοσκοτόπια, ο αδελφός μου ο Κώστας έτρεξε χαρούμενος κοντά μου και μου είπε: "Κάναμε ένα ωραίο αγοράκι". 
Η μητέρα αποφάσισε να δώσει στο μωρό το όνομα του αδικοσκοτωμένου πατέρα. Τον βάφτισε η κόρη του Παντελή Κοπαλίδη Κυριακή, που είχε παντρευτεί το Γιάννη Σπυριδόπουλο ή Σοϊλεμέζ.
Εκείνες τις μέρες άκουσα να λένε "του μολλά το σπίτι". Δεν κατάλαβα τότε. Αργότερα όμως έμαθα ότι εννοούσαν τον ορθόδοξο παπά, τον Κώστα Χιονίδη, που την ημέρα μπροστά στους Τούρκους έκανε το χότζα. Είχε ένα γιό το Γιάγκο και δύο κόρες, την Ευρύκλεια και την Θεολογία.
Το Μάιο του 1919 οι συγχωριανοί μας αποφάσισαν πως ήταν καιρός να γυρίσουμε στο Κάθεν Φτελέν. Η μητέρα όμως σκέφτηκε πως καλύτερα θα ήταν να μη μεταφερθεί πάλι εκεί όλη η οικογένεια.
'Αφησε λοιπόν για μεγαλύτερη ασφάλεια την Ελένη, τη Μαρία και τον Κώστα στο Ζουρνατσάντων, στο σπίτι των προπατόρων μας, που είχε  οικοδομηθεί πριν εκατό χρόνια.
Εκεί έμεινε και το μεγαλύτερο μέρος του νοικοκυριού μας. Τα κοστούμια του πατέρα και τα δικά της κλαπτάνια (τοπική νυφική φορεσιά) τα εμπιστεύτηκε στη κουμπάρα της Κυριακή. Ύστερα πήρε το Μιχαλάκη κι εμένα και πήγαμε στο Κάθεν Φτελέν, όπου θα μπορούσαμε να καλλιεργήσουμε τα χωράφια μας.
Μείναμε στο σπίτι του παππού, ενώ η γιαγιά Ευθυμία έμεινε στο σπίτι της θείας Σοφίας. Φυτέψαμε κολοκύθια, φασόλια, λάχανα, πατάτες και καλαμπόκι και μέχρι να φυτρώσουν και να ωριμάσουν, μας βοηθούσε ο αδελφός της μητέρας Γιώργος Αποστολίδης, που έμενε στο Ντεμιρτσάντων.
 Μας βοήθησαν και οι αδελφές της Ανατολή, Παρθένα, Πηνίκα και Ευθυμία. Οι άλλες αδελφές της Ελένη και Αγάπη έμεναν στη Ρωσία. Κάθε βδομάδα η μητέρα πήγαινε τρόφιμα στα παιδιά στο Ζουρνατσάντων και έφερνε από κει βούτυρο ή τυρί.
Εκείνη την εποχή πρόσεξα ότι είχα σταματήσει πια να παίζω με τα άλλα παιδιά. 0 θάνατος του πατέρα με είχε ωριμάσει απότομα. Μα είχε δημιουργήσει μέσα μου ένα κενό και δεν ήξερα πώς να το συμπληρώσω, Ώσπου μια μέρα είχα μια καλή ιδέα.
Η μητέρα ήταν στην κουζίνα. Άρπαξα τη σκαπάνη και το φτυάρι, βγήκα έξω και άρχισα να ψάχνω.
 Μετά από αρκετή ώρα διάλεξα μια μικρή χέρσα έκταση και βάλθηκα να τη μετατρέψω σε χωράφι. Ήτα γεμάτη πέτρες, αλλά ήταν η καλύτερη που μπόρεσα να βρω. Το μεσημέρι γύρισα στο σπίτι για φαγητό.
Οταν τέλειωσα, μίλησα στη μητέρα για την απόφαση που είχα πάρει. Αντέδρασε. "Είσαι μικρός ακόμα" μου είπε. “Όχι” της απάντησα, "τώρα μεγάλωσα. Έχω διαλέξει τον τόπο, θα τα καταφέρω".
Την επόμενη μέρα πήγα πάλι και το μεσημέρι δεν γύρισα για φαγητό. Η μητέρα έφερε εκεί το φαγητό μου και έμεινε να βοηθήσει. Από τότε ερχόταν καθημερινά και βοηθούσε. Μεταφέραμε τις μεγάλες πέτρες στο κάτω μέρος του χωραφιού και χτίσαμε ένα πεζούλι. Με τις μικρότερες γεμίσαμε τα κενά.
Αφού βγάλαμε όλες τις πέτρες, το ξεχερσώσαμε, το σκάψαμε και φυτέ­ψαμε πατάτες. Πόσο χαρούμενος ήμουνα! Ξέχασα τις φουσκάλες των πρώτων ημερών στα χέρια μου και παρακολουθούσα την ανάπτυξη των φυτών.
Η πρώτη μας σοδειά ήταν δέκα σακιά πατάτες, που μ' έκαναν πολύ περήφανο.
Μια μέρα, όταν καθίσαμε να ξεκουραστούμε, η μητέρα μου είπε ότι είχα πια δική μου κρίση και ήταν καιρός να μου μιλήσει για τους παππούδες και τους προπάππους μου. Είχε ρωτήσει η ίδια τον παππού Χριστόφορο για να τα μάθει και να μου τα πει όταν θα μεγάλωνα.
Και άρχισε να μου τα εξιστορεί. Τέντωσα τ' αυτιά μου και την άκουγα με προσοχή. Η διήγησή της μου έκανε μεγάλη εντύπωση. Ξύπνησε το ενδιαφέρον μου για τις ρίζες της οικογένειάς μου και αργότερα έκανα σκοπό της ζωής μου να αναζητήσω τους συγγενείς μου, να μάθω όσο το δυνατόν περισσότερα και να τα μεταβιβάσω με τη σειρά μου στα παιδιά μου.
Εκείνες τις μέρες έγινε κάτι αναπάντεχο. Ο δεκαεξάχρονος ξάδελφος μου Στάθης, που αγαπούσε πολύ τον πατέρα μου και περίμενε, καθώς φαίνεται, την κατάλληλη στιγμή για να εκδικηθεί το θάνατό του, πήρε ένα βράδυ κρυ­φά το περίστροφο του αδελφού του Γιώργου και πήγε να βρει τον Καϊτελίδη, που έμενε σε μια καλύβα από φτέρες, που είχε φτιάξει δίπλα στο σπαρμένο με καλαμπόκι χωράφι του, για να το φυλάει από τα αγρίμια.
 Για να μην τον αντιληφθεί ο Καϊτελίδης, που εκείνη την ώρα καθόταν έξω από την καλύβα, ο Στάθης δεν πλησίασε, αλλά πυροβόλησε από μακριά και μέσα στο σκοτάδι αστόχησε.
0 Καϊτελίδης όμως ξάπλωσε κάτω, προσποιούμενος ότι χτυπήθηκε, μέχρι που έφυγε ο Στάθης. Ύστερα πήγε στο σπίτι του, πήρε το κανελί του βόδι και έφυγε για την Τραπεζούντα.
Αφού πούλησε εκεί το βόδι, πήγε στη Αμισό, έπιασε δουλειά σαν κτίστης και έστελνε χρήματα στη γυναίκα του μέσω ενός φίλου του που έμενε στην Τραπεζούντα. Όταν αυτό έγινε γνωστό στους νέους προεστούς του χωριού μας, μερικοί απ' αυτούς πρότειναν και μετά από συνεδρίαση αποφασίστηκε πως ένα μέρος απ' αυτά τα χρήματα θα έπρεπε να παραχωρείται σε μας, γιατί η μητέρα είχε μείνει χήρα κι εμείς ορφανά εξαιτίας του Καϊτελίδη.
Ανάμεσα σ' αυτούς που έκαναν την πρόταση και πήραν την απόφαση, ήταν ο Χαράλαμπος Σισμανίδης, ο Πολυχρόνης Σπυριδόπουλος και ο Σπύρος Σπυριδόπουλος.
Κατόπιν μάζεψαν όλο το χωριό, για να μας ανακοινώσουν την απόφασή τους. Η οικογένεια του Καϊτελίδη αντέδρασε έντονα, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Τότε φρόντισε να ειδοποιήσει τον Καϊτελίδη να τα στέλνει σε άλλη διεύθυνση στην Τραπεζούντα, όπως κι έγινε. Έτσι το πράγμα ξεχάστηκε κι εμείς δεν πήραμε ποτέ τίποτα.
Την άνοιξη του 1921 όλη η ενορία Ζουρνατσάντων ήταν αναστατωμένη, εξαιτίας του γιού ενός αγά που λεηλατούσε τα χωριά και ατίμαζε τις γυναίκες. Τότε ο Σπύρος Ζορμπάς, γνωστός σε Έλληνες και Τούρκους για τη γενναιότητα και τον ηθικό χαρακτήρα του, τον έπιασε και τον αποκεφάλισε.
Ένας κάτοικος του Ζουρνατσάντων αποφάσισε να αναγγείλει το δυσάρεστο γεγονός στον αγά. Πήρε κρεμμύδια και ξεκίνησε. Πριν χτυπήσει την πόρτα, χρησιμοποίησε τα κρεμμύδια για να δακρύσει. Αλλά ο αγάς, μόλις το έμαθε, είπε: "Καλά του έκαναν". Όλοι όμως έτρεμαν τα επακόλουθα» Πραγματικά ο αγάς φώναξε τον Τσιλινκερίδη, που ήταν κουμπάρος του Ζορμπά και του ανάθεσε να τον σκοτώσει, δίνοντας του σε αντάλλαγμα 150 οκάδες σιτάρι.
 0 Τσιλινκερίδης φοβόταν να αντιμετωπίσει το Ζορμπά και περίμενε να του δοθεί η κατάλληλη ευκαιρία. Κρυβόταν μαζί του στο δάσος και ένα βράδυ που ήταν η σειρά του να μείνει σκοπός, περίμενε ν' αποκοιμηθεί ο Ζορμπάς και του έμπηξε με δύναμη το μαχαίρι στην κοιλιά.
0 Ζορμπάς ξύπνησε, σηκώθηκε και όρμησε εναντίον του. 0 Τσιλινκερίδης το 'βαλε στα πόδια. Αλλά και ο Ζορμπάς μετά από λίγα βήματα σωριάστηκε άψυχος. Δεν πέρασε πολύς καιρός και ένας συγχωριανός του Τσιλινκερίδη εκδικήθηκε το θάνατο του Ζορμπά, σκοτώνοντας το δολοφόνο του.

Ευθυμίου Μ. Σισμανίδη




Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah