Οι πολλοί γνώριζαν ότι ποντιακό θέατρο είναι τα έργα του Φίλωνα Κτενίδη «Ο ξενιτέας», ο «Μάραντον» κ. τ. λ., και του Στάθη Ευσταθιάδη «Ας έλεπαν τ' ομμάτια μ'», «Ο Φίλ'ππον» κ. τ. λ.
Κάποιοι, στα χωριά, όπως στο Γερακαριό Κιλκίς, έτυχε να γνωρίζουν και το έργο «Λαζάραγας» του Γεώργου Κ. Φωτιάδη. Δεν είναι βέβαιο αν γνώριζαν και το όνομα του συγγραφέα του «Λαζάραγα», γιατί κάποιος μεγάλης ηλικίας που ρωτήθηκε, απάντησε με πολλή φυσικότητα: «Κια, τον Λαζάραγαν έπαιζαμε, ντο να εξέρω...».
Γνώριζαν, ακόμη, όσοι εργάζονταν στα μέσα ενημέρωσης, ότι θέατρο είναι και τα γραφτά των συνταξιούχων δασκάλων, που εμπιστεύονταν στο χαρτί την αγάπη τους για την αλησμόνητη πατρίδα, γνωρίζοντας ίσως ότι δεν επρόκειτο να δρέψουν θεατρικές δάφνες.
Με τον ερχομό του Μουρατίδη, βεβαίως, το ποντιακό θέατρο δεν έγινε πασίγνωστο. Χρειάστηκε να καταβληθούν ακόμη πάρα πολλές προσπάθειες, για να μάθουν την ιστορία του ποντιακού θεάτρου, σε πρώτη φάση, τουλάχιστον οι Πόντιοι.
Κάποιος, που έχει σχεδόν αποκλειστική του δουλειά τις παραστάσεις ποντιακού θεάτρου, δεν γνώριζε ούτε το περιεχόμενο των τριών βιβλίων - τόσα είχαν τυπωθεί τότε - του Μουρατίδη.
Μετά το τέλος εκδήλωσης αφιερωμένης στο ποντιακό θέατρο, πλησίασε τους εισηγητές και ρώτησε: «Αναφέρατε τόσα έργα στις ομιλίες σας. Πού είναι αυτά τα έργα;». «Μέσα στη βιβλιοθήκη του συλλόγου σας, στο μεσαίο ράφι», του απάντησε ένας από αυτούς. Εκείνος κοίταζε με απορία. «Είναι μέσα στα βιβλία του Ερμή Μουρατίδη», του είπαν, για να τον βγάλουν από τη δύσκολη θέση.
Δεν είναι εύκολη δουλειά να βρεις όλα εκείνα τα στοιχεία που ψάχνεις, για να γράψεις ιστορία, γιατί πολλά από τα αρχεία βρίσκονται στα χέρια άσχετων κληρονόμων, μερικές φορές οι ίδιοι οι γνώστες προσώπων και γεγονότων δεν διευκολύνουν από ιδιοτροπία τον ερευνητή, και άλλοτε οι πηγές των πληροφοριών βρίσκονται σε κάποια δημόσια βιβλιοθήκη στο εξωτερικό, όπου ο φτωχός, συνήθως, ερευνητής δεν μπορεί να φτάσει και να έχει πρόσβαση.
Δεν είναι λίγες οι φορές που ο ερευνητής κάνει υπέρογκα για το βαλάντιο του έξοδα, για να αγοράσει π. χ. τα αντίγραφα μερικών σελίδων από κάποιο γραφτό που χρειάζεται ή και να αγοράσει κάποιο έντυπο από ανθρώπους που το μόνο που γνωρίζουν είναι ότι αυτό το έντυπο, ως παλιό, έχει αξία.
Μην μείνει, λοιπόν, κανείς με την εντύπωση ότι κάποιος ερευνητής, όπως ο Ερμής Μουρατίδης που έγραψε την ιστορία του ποντιακού θεάτρου, πήγε σε δυο - τρία μέρη, όλοι έκαναν αμάν να τον εξυπηρετήσουν και εκείνος είχε τα πάντα στα χέρια του από την καλοσύνη των άλλων.
Όχι, η κακία των άλλων, πολλές φορές κάνει και τον ερευνητή κακό και δύστροπο, επειδή δεν μπορεί να εξηγήσει γιατί να υπάρχει η άρνηση εκεί που θα έπρεπε να περισσεύει η εγκάρδια προσφορά. Αυτοί που θα δώσουν κάποια πληροφορία δεν έχουν τίποτε να χάσουν ή μάλλον θα χάσουν κάποιες σελίδες από τα έντυπα που κρύβουν, γιατί θα τα φάνε οι ποντικοί.
Στο σημείο αυτό δεν πρέπει να μείνουν έξω από την κριτική οι φορείς των Ποντίων, που ψοφάνε για το «βριμ βριμ» και τις προεδρικές καρέκλες και δεν δίνουν δεκάρα για την προσπάθεια που γίνεται για την έρευνα και προβολή του πολιτισμού των Ποντίων.
Πριν παρουσιάσει τις μελέτες του ο Ερμής Μουρατίδης, είχαν ασχοληθεί αρκετοί άλλοι με το ποντιακό θέατρο, πάντοτε, όμως, ευκαιριακά και αποσπασματικά και ποτέ συστηματικά.
'Οταν δηλαδή κάποιος από τους γνωστούς Πόντιους λογίους εύρισκε κάπου μια πληροφορία για το θέατρο, έσπευδε να τη δημοσιεύσει, αναφέροντας μερικές φορές ακόμη και λανθασμένες πληροφορίες ή και βγάζοντας λανθασμένα συμπεράσματα για συγγραφείς και έργα, για παραστάσεις, σκηνοθέτες και ηθοποιούς.
Πιο συστηματικά από όλους ασχολήθηκε με την ιστορία του ποντιακού θεάτρου, αλλά και με την ιδιαιτερότητά του ο μεγάλος Πόντιος ερευνητής Ιορδάνης Παμπούκης ή Βαμβακίδης, γραμματέας της Ακαδημίας Αθηνών, από τις γνώσεις και το αρχείο του οποίου άντλησε πολλά ο Μουρατίδης και αρκετές φορές καθοδηγήθηκε από εκείνον στις έρευνές του.
Υπήρξαν και άλλοι που ασχολήθηκαν ευκαιριακά,όπως ήδη τονίστηκε, με το ποντιακό θέατρο.
Ανάμεσα τους άνθρωποι του θεάτρου, όπως ο πολύς Πόλυς Χάιτας, που έγραφε στο ποντιακό ιδίωμα τις αναφορές του στο ποντιακό θέατρο, φιλόλογοι, όπως ο Χρήστος Σαμουηλίδης, που ενδιέτριψε περισσότερο στο παραδοσιακό δρώμενο «Μωμόγεροι», ο δημοσιογράφος Νίκος Καπνάς, ο αξιωματικός του στρατού Ξένος Ξενίτας ή Ξενοφών Άκογλου, ο μουσικός Δημήτριος Κουτσογιαννόπουλος, ο βιοτέχνης Γιώργος Τσουλφάς, ο δημοσιογράφος Γιώργος Λαμψίδης, ο Οδυσσέας Λαμψίδης, που αν και βυζαντινολόγος, δεν άφησε τομέα του πολιτισμού των Ποντίων αδιερεύνητο, ο Κώστας Βροχόπουλος και αρκετοί άλλοι.
Πάντοτε, όμως, ευκαιριακά και χωρίς σύστημα. Από όλους αυτούς και από άλλους, πήρε πολλά ο Μουρατίδης και τα χρησιμοποίησε γόνιμα.
Παλαιότερα, ανάμεσα στους Πόντιους λογίους, γίνονταν έντονες και μακρές συζητήσεις για θέματα που αφορούσαν το ποντιακό θέατρο. Οι συζητήσεις αυτές δημοσιεύονταν σε ποντιακά περιοδικά, όπως «Το ποντιακό θέατρο» ή «Το ποντιακό», τα «Χρονικά του Πόντου», τα «Ποντιακά Φύλλα», η «Ποντιακή Εστία».
Ο Σταύρος Κανονίδης απαντούσε στον Ιορδάνη Παμπούκη ότι πιθανολογούσε πως ο άλλος θεατρικός συγγραφέας, που έγραψε το έργο «Η δολοφόνος», ή και οι άλλοι, με το όνομα Φωτιάδης ήταν ο Γεώργος.
Ο Μουρατίδης με τις έρευνές του ξεκαθάρισε πολλές τέτοιες συγχύσεις, όπως στο παράδειγμα που αναφέρθηκε πιο πάνω, αποδεικνύοντας με στοιχεία ότι ο Παναγιώτης Φωτιάδης ή Μαρκήσιος ήταν ο συγγραφέας της «Δολοφόνου». Μετά από αρκετά χρόνια, από τον Βασίλη Ραφαηλίδη, έγινε γνωστό ότι και ο πατέρας του Παναγιώτης Ραφαηλίδης έγραψε στη Ρωσία θεατρικό έργο με τίτλο «Η δολοφόνος». Το έργο αυτό δημοσιεύτηκε το 2004 σε συνέχειες στο περιοδικό «Ποντιακή Εστία».
Ο Ερμής Μουρατίδης ξεκαθάρισε και μία άλλη, πολύ σημαντική σύγχυση. Απέδειξε ότι το ποντιακό θέατρο δεν ήταν και δεν μπορεί να είναι μόνον λαογραφικό, όπως λανθασμένα ή σκόπιμα το ήθελαν μερικοί, αλλά ότι αρκετοί συγγραφείς του είναι κοινωνικοί ανατόμοι, που τοποθετούν στο χειρουργικό κρεβάτι την κοινωνία που ζουν και χώνουν βαθιά το νυστέρι της κριτικής τους σε καταστάσεις, σε πράξεις και στάσεις των ανθρώπων, μέσα και απέναντι στα γεγονότα.
Ο Γεώργιος Κ. Φωτιάδης π. χ., πριν από την επανάσταση του 1917 στη Ρωσία και πριν ξεσπάσει η πρώτη επαναστατική εξέγερση του 1905 - στην οποία ο Γ.Κ Φωτιάδης συμμετείχε -, την οσμίζεται στον αέρα και κάνει αιχμές στα έργα του για αυτήν ή μιλάει ξεκάθαρα, όπως την ίδια περίπου εποχή - στα πρώτα χρόνια του 20ού αιώνα - ο Αντον Τσέχωφ, μέσα από τον «Βυσσινόκηπό του» φωνάζει στους συγχρόνους του ότι η αλλαγή έρχεται και τους καλεί: «Μην μένετε πίσω, φίλοι μου!».
Εκτός από τη γνωριμία με το δραματολόγιο του ποντιακού θεάτρου, δηλαδή τα έργα που υπάρχουν, ολόκληρα ή ημιτελή, μια εργασία πολυδάπανη και επίπονη που έκανε ο Μουρατίδης, ο αναγνώστης των βιβλίων του έχει την ευκαιρία να παρακολουθήσει την εξέλιξη του θεάτρου στον Πόντο, από τα αρχαία χρόνια μέχρι και πρόσφατα, να μυηθεί στην ουσία του θεάτρου, γνωρίζοντας τη θεατρική δομή των έργων, όπως αναφέρεται από τον συγγραφέα με τη χρήση και την εξήγηση θεατρικών όρων, που ίδιοι ή κάπως αλλαγμένοι, εξακολουθούν να χρησιμοποιούνται πάντα.
Ο μελλοντικός ιστορικός του ποντιακού θεάτρου εξοπλίζεται με μια εξαιρετικά προσεγμένη βιβλιογραφία, που σε κάθε βιβλίο του αναφέρει ο Μουρατίδης.
Ακόμη και ταπεινά δημοσιεύματα σε άγνωστες εφημερίδες και περιοδικά, περνούν μέσα στη βιβλιογραφία, κάτι που σπυρί σπυρί, με πολλή αγάπη, αλλά και πολλές αντιξοότητες - για να μην πούμε μεγάλη αδιαφορία ορισμένων - τα μάζεψε ο συγγραφέας, για να δώσει μια όσο το δυνατόν πληρέστερη συγκομιδή.
Αξίζει, λοιπόν, να διαβαστούν τα βιβλία του Μουρατίδη, γιατί επιπλέον, μέσα σε αυτά υπάρχει καταγραμμένο ένα σημαντικό κομμάτι του πολιτισμού των Ελλήνων του Εύξεινου Πόντου.
Ομιλία του δημοσιογράφου - συγγραφέα Πάνου Καϊσίδη κατά την παρουσίαση βιβλίου του Μουρατίδη στον Σύλλογο Καυκασίων Καλαμαριάς).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου