Είτε το θέλουμε είτε όχι, όσοι ζούμε στην Ευρώπη ή σε μέρη επηρεασμένα από ευρωπαϊκές αξίες, παραμένουμε παιδιά της Λωζάννης, της συνθήκης δηλαδή που υπογράφηκε στην όχθη μιας ελβετικής λίμνης μετά το τέλος του Α' Παγκόσμιου πολέμου, όπου αποφασίστηκε μία μαζική, αναγκαστική μετανάστευση κατοίκων μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδας. Ως μάχιμος δημοσιογράφος με ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη νοτιοανατολική Ευρώπη, βρίσκω συνεχώς μπροστά μου αναμνηστικά της κληρονομιάς που άφησε αυτή η μοιραία συνθήκη.
Η κεφαλαιώδης σημασία της συνθήκης της Λωζάννης επικυρώθηκε για άλλη μία φορά την άνοιξη του 2004, όταν οι προσπάθειες των ειρηνευτικών δυνάμεων στις εμπόλεμες ζώνες των Βαλκανίων διαταράχτηκαν από διαδηλώσεις στο Κοσσυφοπέδιο οι οποίες κράτησαν δύο μέρες.
Ελευθέριος Βενιζέλος |
Αρκετά χωριά που κατοικούνταν από επαναπατρισθέντες Σέρβους μετανάστες πυρπολήθηκαν, εκκλησίες καταστράφηκαν και άνθρωποι σκοτώθηκαν. Ο δεδηλωμένος στόχος της ευρωπαϊκής τακτικής - να δώσει την ευκαιρία σε όλους τους κατοίκους της περιοχής να ζήσουν με αξιοπρέπεια και ειρήνη χωρίς το φόβο ότι καταδιώκονται για εθνικιστικούς ή θρησκευτικούς λόγους - είχε τιναχτεί στον αέρα.
Σε απάντηση αυτών των γεγονότων κυκλοφόρησε ένα κείμενο μιας ΜΚΟ γνωστής με το όνομα Πρωτοβουλία για την Ευρωπαϊκή Σταθερότητα.
Τα μέλη της, νεαροί Ευρωπαίοι με εμπειρία σε πολιτικές και ανθρωπιστικές αποστολές στα Βαλκάνια, εξέφρασαν την ακόλουθη παράκληση: ότι και να έκαναν τώρα οι κυβερνήσεις, δεν έπρεπε να υποκύψουν στον γνωστό πειρασμό να διευθετήσουν το ζήτημα εφαρμόζοντας «την αρχή της Λωζάννης».
Τα μέλη της, νεαροί Ευρωπαίοι με εμπειρία σε πολιτικές και ανθρωπιστικές αποστολές στα Βαλκάνια, εξέφρασαν την ακόλουθη παράκληση: ότι και να έκαναν τώρα οι κυβερνήσεις, δεν έπρεπε να υποκύψουν στον γνωστό πειρασμό να διευθετήσουν το ζήτημα εφαρμόζοντας «την αρχή της Λωζάννης».
Με άλλα λόγια έπρεπε να αποφύγουν την εύκολη οδό της επίλυσης παγιωμένων εδαφικών διεκδικήσεων με τη διαίρεση των περιοχών και με τον εξαναγκασμό όσων ανήκαν στην «άλλη πλευρά» των συνόρων να ξεριζωθούν προκειμένου τα γεωγραφικά όρια και οι εθνικότητες να συμπίπτουν απόλυτα.
Ό,τι δηλαδή είχαν κάνει οι κυβερνήσεις της Ελλάδας και της Τουρκίας με τη βοήθεια της «διεθνούς κοινότητας» το 1923 στη Λωζάννη. Σαν αποτέλεσμα τότε, περίπου 400.000 μουσουλμάνοι εξαναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν από την Ελλάδα στην Τουρκία, ενώ τουλάχιστον 1,2 εκατομμύριο Έλληνες χριστιανοί ορθόδοξοι είτε μετοίκησαν από την Τουρκία στην Ελλάδα είτε, αν το είχαν ήδη κάνει, πληροφορήθηκαν ότι δεν μπορούσαν ποτέ πια να επιστρέψουν στα σπίτια τους.
Το ιδεαλιστικό αυτό ντοκουμέντο που συντάχθηκε ογδόντα ένα χρόνια μετά τη συνδιάσκεψη στην Ελβετία ισχυριζόταν ότι σίγουρα υπάρχουν ακόμα πολλοί άνθρωποι εντός και εκτός Βαλκανίων που θα ήθελαν να δουν «την αρχή της Λωζάννης» να εφαρμόζεται ξανά, με τη διάσπαση για παράδειγμα της Βοσνίας σε ένα ή περισσότερα κομμάτια, ή την απόσχιση του Κοσόβου.
Όμως, το να υποκύψει κανείς σε τέτοιου είδους πιέσεις, τόνιζε το κείμενο, θα πρόδιδε τις αξίες που αποτελούν τη βάση της δυτικής πολιτικής απέναντι στην πιο προβληματική περιοχή της Ευρώπης, τουλάχιστον από το 1996 και μετά που η Βοσνία τέθηκε υπό διεθνή κηδεμονία.
Η πρόταση της Πρωτοβουλίας στόχευε σε «μια ηθικά ορθή και αποτελεσματική απάντηση στην απαράδεκτη πρακτική του εθνικού διχασμού».
Ειδικά μετά τη σφαγή 7.000 μουσουλμάνων κοντά στην πόλη Σρεμπρένιτσα τον Ιούλιο του 1995, η βάση της πολιτικής θα έπρεπε να είναι η εφαρμογή μιας «αντιλωζαννικής λύσης». Αυτό πίστευε η Πρωτοβουλία.
Αν το συμπέρασμα ήταν σωστό ή λάθος είναι άλλο θέμα. Οι συντάκτες του κειμένου όμως είχαν δίκιο να υποστηρίζουν ότι η απόφαση της Συνδιάσκεψης της Λωζάννης να γίνει ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας έχει κυριολεκτικά στοιχειώσει την περιοχή, και κατά κάποιο τρόπο τον κόσμο, από εκείνη την εποχή και μετά.
Πράγματι, οι μακροχρόνιες συνέπειες δεν περιορίστηκαν στα Βαλκάνια ή την Ευρώπη. Ως το τέλος του αιώνα, η ανάμνηση αυτής της γιγάντιας επιχείρησης Ελλάδας-Τουρκίας δεν έπαψε να επηρεάζει ουσιαστικά όσους χαράσσουν πολιτική σε όλο τον κόσμο.
Θεωρήθηκε σαν απόδειξη ότι ήταν εφικτό, από πρακτική αλλά και ηθική άποψη, να επιχειρούνται τεράστιες εθνικές ανακατατάξεις και να χαιρετίζονται ως επιτυχείς. Μαζικές ανταλλαγές πληθυσμών, με τη συμφωνία κυβερνήσεων και χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η γνώμη των απλών ανθρώπων, αποτέλεσαν επιτρεπτές και ενίοτε ελκυστικές επιλογές για τους παγκόσμιους ηγέτες.
Η ιστορία του 20ου αιώνα μας διδάσκει ότι ο πειρασμός να χρησιμοποιούνται τέτοιες μέθοδοι για την διευθέτηση συναφών προβλημάτων είναι ιδιαίτερα προσφιλής σε έναν ορισμένο τύπο πολιτικού ή παγκόσμιου ηγέτη.
Συμβαίνει για παράδειγμα όταν ένα ολοκληρωτικό καθεστώς (από τον σοβιετικό κομμουνισμό ως τη βρετανική αποικιοκρατία) καταρρέει. Ή όταν κάποιος εθνικιστής ηγέτης θέλει να επιδείξει πυγμή.
Ή σαν επακόλουθο ενός πολέμου, όταν εμφανίζεται η ανάγκη για τη διαμόρφωση νέων πραγματικοτήτων .
Έτσι η ναζιστική Γερμανία διαπραγματεύτηκε αρκετές ανταλλαγές πληθυσμών, πρώτα με τους Ιταλούς της συμμάχους και κατόπιν κατά τη διάρκεια της συμμαχίας της το 1939-41 με τη Σοβιετική Ρωσία.
Όλες αυτές οι συμφωνίες είχαν στόχο να «συγυριστεί» ο πολιτικός χάρτης της Ευρώπης και να εγκατασταθούν οι γερμανόφωνοι πληθυσμοί σε στρατηγικά επωφελή σημεία.
Το 1937, καθώς η Βρετανία εξέταζε το μέλλον της Παλαιστίνης ύστερα από την επικείμενη αποχώρηση της ως διοικήτριας δύναμης, μία κυβερνητική επιτροπή επικεφαλής της οποίας βρισκόταν ένας γραφειοκράτης με εμπειρία στην εγκατάσταση προσφύγων στην Ελλάδα, υποστήριζε επίμονα μία ανταλλαγή τύπου Λωζάννης μεταξύ Αράβων και Εβραίων.
Παρότρυνε τους ηγέτες και των δύο πλευρών να επιδείξουν την πολιτική τόλμη και την προσαρμοστικότητα των Ελλήνων και Τούρκων ηγετών το 1923.
Ύστερα από τον Β' Παγκόσμιο πόλεμο, περίπου 12 εκατομμύρια Γερμανοί πολίτες εκδιώχθηκαν από τα σπίτια τους στην ανατολική Ευρώπη και εγκαταστάθηκαν στα εδάφη της κατεχόμενης από τους συμμάχους Γερμανίας.
Ο Ουίνστον Τσώρτσιλ και ο Φράνκλιν Ρούσβελτ στήριξαν την όλη επιχείρηση στο μοντέλο της μετακίνησης των ορθόδοξων χριστιανών από την Ανατολία το 1923. Λίγο αργότερα, το τέλος της βρετανικής κυριαρχίας στην Ινδία και την Παλαιστίνη προκάλεσε ανταλλαγές πληθυσμών σε πρωτοφανή κλίμακα.
Εκείνες οι ανακατατάξεις δεν έγιναν βάσει κάποιας διεθνούς συμφωνίας, το ελληνοτουρκικό όμως προηγούμενο έπαιξε τεράστιο ρόλο σε μετέπειτα συζητήσεις σχετικά με την διαχείριση των κρίσεων που είχαν δημιουργηθεί, και το κατά πόσον οι μαζικές μεταναστεύσεις είναι αναπόφευκτο αποτέλεσμα της κατάρρευσης της αποικιοκρατίας.
Ακόμα και σήμερα στο Ισραήλ ακούγεται η άποψη ότι η «ανταλλαγή πληθυσμών» που έγινε το 1948 στο τέλος του πολέμου θα έπρεπε να είχε ολοκληρωθεί ή ακόμα ότι μπορεί να ολοκληρωθεί τώρα. Με άλλα λόγια, αν η λύση στο πρόβλημα είναι τελικά να απελαθούν με το ζόρι στην Ιορδανία ή κάποια άλλη αραβική χώρα όσοι Παλαιστίνιοι ζουν στο Ισραήλ και στη Δυτική Όχθη.
Στο Ισραήλ κάτι τέτοιο θεωρείται ακραία τοποθέτηση αλλά όχι τόσο ακραία ώστε να μην συζητείται καν. Και υπάρχουν ορισμένοι Αμερικανοί πολιτικοί που στηρίζουν αυτή την άποψη.
Είναι λυπηρό να βλέπουμε ότι στην αρχή του 21ου αιώνα στοιχειωνόμαστε από την κληρονομιά μιας συνθήκης που εφαρμόστηκε στις αρχές του 20ού, τότε που η αποικιοκρατία έστεκε ακόμα ακλόνητη και το δικαίωμα ισχυρών κρατών να υπαγορεύουν τη μοίρα μικρότερων και πιο αδύναμων λαών ήταν ευρέως αποδεκτό. Ειδικά στην Ευρώπη οι πολιτικοί θα προτιμούσαν να θεωρούμε τους εαυτούς μας παιδιά όχι της Λωζάννης αλλά του Ελσίνκι.
Οι συμφωνίες του Ελσίνκι που υπογράφτηκαν από τριάντα πέντε ευρωπαϊκές κυβερνήσεις (συν την Αμερική και τον Καναδά) το 1975, ήταν εκείνες που συνδύασαν δύο παλαιές αρχές σε μία νέα, με στόχο να απαλλάξουν την Ευρώπη από τους πολέμους, τα μίση και την καταπίεση που τους τροφοδοτεί.
Από τη μια μεριά, συμφωνήθηκε ότι τα κράτη οφείλουν να σέβονται τα ανθρώπινα και τα πολιτικά δικαιώματα των πολιτών τους, συμπεριλαμβανομένων των μειονοτήτων, και από την άλλη να αναγνωρίζουν το ένα τα σύνορα του άλλου ή τουλάχιστον να αποφεύγουν να τα αλλάζουν χρησιμοποιώντας βία.
Σε μία έκρηξη αισιοδοξίας, η πτώση του κομμουνισμού καλλιέργησε ελπίδες ότι οι συμφωνίες του Ελσίνκι θα επικρατούσαν όχι μόνο στη θεωρία αλλά και στην πράξη. Σε χώρες που διαιρούνταν (όπως συνέβη με τη Σοβιετική Ένωση και την Τσεχοσλοβακία) αυτό θα γινόταν ειρηνικά και συναινετικά, χωρίς να απειλείται η ζωή όσων κατοίκων παρέμεναν στο «λάθος» μέρος.
Το πνεύμα του Ελσίνκι προσδοκούσε να σπάσει έναν από τους φαύλους κύκλους της ευρωπαϊκής ιστορίας: εθνοτικές ή θρησκευτικές διαφορές, πραγματικές ή φανταστικές, οι οποίες οδηγούσαν σε εδαφικές διεκδικήσεις και επομένως σε διώξεις, μαζικές απελάσεις και σφαγές.
Στο Ελσίνκι επίσης κηρύχτηκε εκτός νόμου η πρακτική της δημιουργίας «νέων εδαφικών δεδομένων» η απέλαση δηλαδή μιας εθνικής ή θρησκευτικής ομάδας - και κατόπιν η απαίτηση αλλαγής των συνόρων προκειμένου αυτές οι πράξεις να επικυρωθούν.
Οι πόλεμοι στην πρώην Γιουγκοσλαβία και στον Καύκασο έχουν καταφέρει ένα μεγάλο, όχι όμως μοιραίο, χτύπημα στο μήνυμα του Ελσίνκι. Καθώς η Κροατία, και η Βοσνία και το Κόσοβο αιματοκυλίστηκαν διαδοχικά, ο λεγόμενος πολιτισμένος όμως κόσμος αντέδρασε με κατάπληξη αλλά και αποστροφή στα μηνύματα ότι λίγα χιλιόμετρα από την ευημερούσα και σταθερή καρδιά της Ευρώπης δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι σφάζονταν και εκατομμύρια άλλοι έφευγαν κυνηγημένοι από τα σπίτια τους.
Αυτό γινόταν με στόχο την «κάθαρση» ορισμένων περιοχών από κατοίκους που θεωρούνταν ανεπιθύμητοι επειδή ανήκαν σε λάθος φυλή ή θρήσκευμα. Ιδιαίτερα ανατριχιαστικό λύση ήταν το γεγονός ότι αυτές οι βαρβαρότητες δεν ήταν αυθόρμητα ή μεμονωμένα περιστατικά και πράξεις που έγιναν στη δίνη του πολέμου. Αντίθετα, σχεδιάστηκαν σε ανώτατο επίπεδο και εφαρμόστηκαν από κορυφαίους κυβερνητικούς αξιωματούχους.
Για τους διεθνείς οργανισμούς που ελέγχουν τα προβληματικά σημεία των Βαλκανίων μετά τον πόλεμο, η αλλαγή αυτών των πρακτικών φαίνεται να αποτελεί μία απόλυτα επιβεβλημένη ηθική υποχρέωση - εξ ου ο λόγος περί «αντιλωζαννικής» συμφωνίας.
Όχι μόνο στη Βοσνία, με κάποιο βαθμό επιτυχίας, αλλά και στο Κόσοβο, με λιγότερη, οι ειρηνοποιοί επιμένουν ότι όλοι όσοι εκδιώχθηκαν βίαια πρέπει να γυρίσουν στα σπίτια τους.
Έχει ασκηθεί μεγάλη πίεση σε κυβερνήσεις που εξόρισαν μειονότητες, είτε εν ψυχρώ είτε διώξε στη δίνη του πολέμου, ώστε αυτοί οι άνθρωποι να μπορέσουν να επιστρέψουν.
Θα ήταν όμως υποκρισία να ισχυριστεί κανείς ότι αναπαύτηκε πλέον το φάντασμα της Λωζάννης στα Βαλκάνια και αλλού. Οι διεθνείς παρατηρητές έχουν καταλάβει ότι η αποκατάσταση ως ένα βαθμό μιας πολυπολιτισμικής κοινωνίας που συμβιώνει αρμονικά μοιάζει με το σπρώξιμο ενός βράχου στον ανήφορο.
Δισεκατομμύρια δολάρια σε ανθρωπιστική βοήθεια και πολιτική εμπειρία και δεκάδες χιλιάδες στρατιωτών χρειάστηκαν για να στηριχθούν οι μετριοπαθείς, να απομονωθούν οι εξτρεμιστές και να γίνει δυνατόν σε ορισμένους πρόσφυγες να επιστρέψουν στα σπίτια και τα χωράφια τους τα οποία άφησαν υπό την απειλή των όπλων.
Υπάρχει επίσης η πιθανότητα η παραμικρή χαλάρωση σε αυτή την τεράστια διεθνή προσπάθεια να φέρει πίσω στην εξουσία τους ίδιους εθνικιστές πολιτικούς και οπλαρχηγούς οι οποίοι τρέφονται με εθνικούς διχασμούς και συγκρούσεις. Αν συμβεί κάτι τέτοιο, τότε αποδεικνύεται ότι το πνεύμα της Λωζάννης πολύ δύσκολα εξορκίζεται.
Για τις σύγχρονες ευαισθησίες υπάρχει κάτι το ιδιαίτερα αποκρουστικό στην συμφωνία της Λωζάννης να χρησιμοποιήσει το θρήσκευμα σαν κριτήριο για τη μαζική μετακίνηση πληθυσμών. Ο προοδευτικός πολίτης της Δύσης αποστρέφεται την ιδέα μιας διεθνούς συμφωνίας που υποχρεώνει ανθρώπους να εγκαταλείψουν τα σπίτια των προγόνων τους επειδή ανήκουν σε λάθος θρησκεία.
Η ελευθερία να επιλέξει κανείς αν θα λατρεύει κάποιο συγκεκριμένο θεό, ή και κανέναν, χωρίς να φοβάται διακρίσεις και διωγμούς θεωρείται πλέον ένα από τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα, κυρίως όμως η πίστη θεωρείται «ιδιωτική» υπόθεση.
Οφείλουμε παρ' όλα αυτά να παραδεχτούμε ότι και σε αυτό το ζήτημα ο σύγχρονος κόσμος απέχει πολύ από το να είναι έντιμος ή συνεπής. Στην Βόρεια Ιρλανδία, μία από τις τελευταίες περιοχές της Δύσης όπου μαίνονται οι συγκρούσεις στο όνομα της θρησκείας, θα θεωρούνταν ανεπίτρεπτο σε μία πολιτισμένη συζήτηση να προταθεί κάποια λύση τύπου Λωζάννης, με άλλα λόγια να μετακινηθούν οι προτεστάντες βόρεια και οι καθολικοί νότια κάποιας συγκεκριμένης συνοριακής γραμμής.
Στην πράξη όμως υπάρχουν αρκετές περιοχές στη Βόρεια Ιρλανδία όπου οι αρχές είτε αδυνατούν να παρέμβουν, είτε συνειδητά επιλέγουν να μην υπερασπίζονται τη ζωή και την περιουσία ανθρώπων που ανήκουν «σε λάθος θρήσκευμα».
Σε τέτοιες περιπτώσεις γίνονται αλλαγές και οι ντόπιοι πληθυσμοί μετακινούνται χωρίς ιδιαίτερη παρότρυνση από τις κυβερνήσεις. Χάρη σε ένα συνονθύλευμα από εκφοβισμούς, κοινωνικές πιέσεις και γενική παρενόχληση οι προτεστάντες συχνά αδυνατούν να ζήσουν σε περιοχές όπου επικρατούν καθολικοί και το αντίστροφο.
Τουλάχιστον για την ώρα, η διεκδίκηση εδαφών και οι διώξεις των μειονοτήτων σε ορισμένες περιοχές της Βόρειας Ιρλανδίας περισσότερο κερδίζουν έδαφος παρά υποχωρούν. Μόνο κάποια πολύ ισχυρή κυβέρνηση θα μπορούσε προσβολές σε επίπεδο πολιτικής και σχολικών βιβλίων και συγχρόνως εκφράζουν μία βαθιά λαχτάρα να ζήσουν μονιασμένα μέσα από τα τραγούδια, τη λογοτεχνία και τον κινηματογράφο τους;
Γιατί αυτή η ανεξήγητη σχέση αγάπης/μίσους εμφανίζεται πιο ισχυρή σε ορισμένες περιοχές ή άτομα;
Πώς έγινε και το φθινόπωρο του 1999 η Ελλάδα και η Τουρκία πέρασαν σε διάστημα λίγων εβδομάδων από ένα κλίμα εχθρικό, ένα βήμα από τον πόλεμο, σε μία επίδειξη σφοδρής αμοιβαίας στοργής και συμπόνιας, όταν φονικοί σεισμοί έπληξαν και τις δύο χώρες;
Οι απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα δεν παρουσιάζουν ενδιαφέρον μόνο για όσους ειδικεύονται στην ιστορία της περιοχής του Αιγαίου. Αποκαλύπτουν την αντίφαση που βρίσκεται στο βάθος κάθε σχέσης και κάθε διχογνωμίας μεταξύ λαών ή ανθρώπων που οι μοίρες τους είναι δεμένες έτσι ώστε να μην μπορούν να χωριστούν απόλυτα όσο σκληρές προσπάθειες και αν καταβάλλουν. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις ίσως η λύση του χωρισμού να είναι αναπόφευκτη αλλά να μην πετυχαίνει απόλυτα.
Bruce Clark
"Δυο φορές ξένος"
Εκδόσεις Ποταμός
Εκδόσεις Ποταμός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου