Τη γιαγιά Μαρία Τελίδου τη γνώρισα όταν πια ήταν μια ανήμπορη ηλικιωμένη γυναίκα. Ζούσε με τη μικρότερη κόρη της, την Παρθένα Ελευθεριάδου, στην Καλαμαριά.
Η Παρθένα είχε τέσσερα άξια, εργατικά παιδιά. Χήρεψε. Έπρεπε να επιβιώσει η οικογένεια. Έτσι μπήκε στη βιοπάλη και με την εργατικότητα και την καλή της καρδιά, κατάφερε να τα «φέρει βόλτα».
Η παρουσία της γιαγιάς Μαρίας ήταν καθοριστική. Κρατούσε τη θέση της νοικοκυράς που ξενοδούλευε
Νομίζω πως δεν τη διέκρινε η τρυφερότητα. Το θεωρούσαν ένδειξη αδυναμίας! Όταν έμεινε στο κρεβάτι, τα εγγόνια, που μεγάλωσαν στο μεταξύ, απέδωσαν στη γιαγιά όσα της άξιζαν για την προσφορά της.
Τη γνώρισα όταν πια δεν έβλεπε. Η πεθερά μου, νύφη της Μαρίας από τον γιο της Βασίλη, δεν είχε να διηγηθεί κάτι κολακευτικό για τη Μαρία. Δεν ταίριαζαν τα χνώτα τους. Όταν πήγαινε στο Πανόραμα, το πιθανότερο με τα πόδια, ήταν φυσικό αναμενόμενο ο καβγάς! Ο γιος της Βασίλης, ο πεθερός μου, ήθελε να δείξει στη μάνα του ότι ήταν το αφεντικό, “ο άγουρον τ' οσπιτί'”. Και γινόταν ο κακός χαμός!
Η γιαγιά Μαρία έλεγε: «Ο Βασίλτς με τη Ραιοζήλην τιρλίχ 'κ' έχ'νε, άμαν τα παιδία τ' έναν οπίσ' ας άλλο ευτάγνε!».
Τον εγγονό της, τον Νίκο, δεν τον αγαπούσε, γιατί είχε το όνομα του άλλου παππού, του Νικόλα. Ο Νίκος, αν και μικρός, το καταλάβαινε και αντιδρούσε, αρνούμενος να εκτελέσει τα θελήματα της γιαγιάς. Η γιαγιά τον μαρτυρούσε στον γιο της. «Ο άγουρον τ' οσπιτί'» έδωσε τόσο ξύλο στον μικρό, που εκείνος, στην κυριολεξία, τα έκανε στα βρακιά του!
Την έλεγαν «Καρά Μαρία» (Μαύρη Μαρία). Ήταν πολύ μελαχρινή από γεννησιμιού της. Οι δουλειές κάτω από τον ήλιο την έκαναν πιο μαύρη.
Κατά τη διήγηση της πεθεράς μου, «έτον ασάευτος». Κάποια φορά διαπληκτίσθηκε με τον παπά στο χωριό της, στον Πόντο, τον οποίο κυνήγησε. Στην προσπάθειά του να της ξεφύγει, του έπεσε το καλυμμαύκι, το οποίο πήρε η Μαρία λάφυρο!
Οι γυναίκες του Πόντου, που τις διέκριναν ο αυταρχισμός και η αυστηρότητα, κυρίως στους οικείους τους, είχαν υψηλό δείκτη στο αίσθημα της φιλοξενίας και της φιλανθρωπίας.
Στα χρόνια του διωγμού των Αρμενίων από τους Τούρκους, με το γνωστό τραγικό τέλος της γενοκτονίας, δεν δίσταζαν να προσφέρουν στους καταδιωκόμενους τη βοήθεια τους, όποιας μορφής κι αν ήταν αυτή.
Όπως και να κρίνει κανείς την Τελάβα, δικαιούται αυτή την αναγνώριση της προσφοράς. Μια μέρα, η γιαγιά Μαρία ξεφούρνιζε τα ψωμιά που έψησε με το τελευταίο αλεύρι που της απόμεινε.
Ο τόπος μοσχοβόλησε. Και επειδή ο πεινασμένος καρβέλια ονειρεύεται, το όνειρο ενός πεινασμένου Αρμένη, που κρυβόταν στα βουνά, έγινε πραγματικότητα. Στάθηκε κοντά στη Μαρία.
Έτσι κι αλλιώς, θα λιποθυμούσε από την πείνα και τις κακουχίες, ήρθε και η μυρωδιά του ζεστού ψωμιού ... Η Μαρία, αν και είχε έξι παιδικά στόματα να περιμένουν, έδωσε τα περισσότερα καρβέλια στον πεινασμένο Αρμένη.
Είναι συνηθισμένο, μερικοί άνθρωποι να μην αντέχουν να βλέπουν ότι άλλοι κάνουν το καλό, που αυτοί οι μικρόψυχοι δεν μπορούν. Έτσι τη μαρτύρησαν στους Τούρκους.
Στην απολογία της η Καρά Μαρία υποστήριξε πως δεν κατάλαβε από πού ήταν ο ξένος, αφού της μίλησε τουρκικά.
«Εγώ αγράμματος γαρή είμαι. Και σο κατσίν απάν' αν έγραφτεν απόπου έν', εγώ 'κι θα εγροίκανα να δεβάζ' ατο».
Η Καρά Μαρία τη γλίτωσε!
Ήρθε στην Ελλάδα και πέρασε με την οικογένειά της όλα εκείνα τα τραγικά γεγονότα, που έταξε η μοίρα στους πρόσφυγες. Γνώρισε πολύ πόνο και η κούραση τσάκισε το κορμί της. Φαίνεται ότι «βαρέθηκε», πια. Στην αρχή αρνήθηκε να βλέπει τον κόσμο. Μετά βαρέθηκε ακόμη και να τον αφουγκράζεται. Και έφυγε ... στα 94 χρόνια της, το 1960. Ο παππούς ο Γιώργος φαίνεται ότι ήταν πιο διορατικός- έφυγε πολύ νωρίς, το 1923.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου