1) Στην Ελλάδα
Στάθης Πελαγίδης
Ο βίαιος ξεριζωμός των ελληνικών πληθυσμών από τις εστίες τους (Μ. Ασία, Αν. Θράκη και Πόντο) και τα απανωτά προσφυγικά ρεύματα που κατέκλυσαν την Ελλάδα, πριν ακόμη υπογραφεί η Σύμβαση της Ανταλλαγής, δεν επιτρέπουν να κάνουμε λόγο για κάποιο μελετημένο σχεδιασμό υποδοχής και πρώτης εγκατάστασης τόσων χιλιάδων ανθρώπων.
Προετοιμάζεται κανείς και κάνει προγράμματα για κάτι που περιμένει. Κι εδώ τα πράγματα ήρθαν πληθωρικά κι αναπάντεχα. Μιλάμε για την προσφυγιά του 1922 κ.ε.
Οι πρόσφυγες της προηγούμενης περιόδου (1914-1920) και η σχετική πολιτική υποδοχής και εγκατάστασης τους ήταν πολύ λιγότεροι και αναμενόμενοι.
Πράγματι, όταν στις 30 Ιαν. 1923 υπογράφτηκε στη Λωζάνη η Σύμβαση της Ανταλλαγής, η Ελλάδα, ουσιαστικά, αναγκάστηκε να αναγνωρίσει ως de jure μια de facto κατάσταση.
Γιατί απλούστατα οι «μετανάσται» της Σύμβασης, στο μεγαλύτερο ποσοστό τους, είχαν ήδη ξεριζωθεί και βρίσκονταν: ή στα λοιμοκαθαρτήρια Μακρονήσου, Αγ. Γεωργίου και Καραμπουρνού Θεσσαλονίκης, ή σε κάποιο πρόχειρο προσφυγικό καταυλισμό με σκηνές και παράγκες, ακόμη και σε αποθήκες, εγκαταλειμμένα εργοστάσια, άλλους κενούς χώρους και υπόστεγα.
Αξίζει, μάλιστα, να σημειωθεί ότι τόσο βίαιος ήταν ο ξεριζωμός, ώστε σε λιγότερο από μήνα μετά την καταστροφή, δηλ. ως τις 22 Σεπτ. 1922, κατέφυγαν σε διάφορες περιοχές της χώρας, κυρίως από τη Μ. Ασία και Αν. Θράκη, κάπου 450.000 άτομα (συγκεκριμένα 448.000).
Σύμφωνα, εξάλλου, με στοιχεία του Υπουργείου Γεωργίας, ο αριθμός των προσφύγων που κατέφυγαν και προβλέπεται να καταφύγουν στην Ελλάδα, από Αύγουστο 1922 ως το τέλος της χρονιάς, υπολογίζεται, συνολικά, σε 900.000, περίπου, άτομα, από τα οποία οι 500.000, τουλάχιστο, έχουν ανάγκη κρατικής περίθαλψης.
Τα απαιτούμενα μηνιαία εφόδια που έχουν τεθεί υπόψη της Κ.Τ.Ε. ήταν: 1) Γάλα: 3.000.000 κιλά, 2) ρύζι: 750.000 κιλά, 3) καφές-τσάι: 45.000 κιλά, 4) ζάχαρη: 1.500.000 κιλά, 5) αλεύρι: 6.000.000 κιλά, 6) κρέας ή τυρί ή όσπρια: 750.000 κιλά.
Εννοείται ότι το κράτος δε διέθετε ούτε φάρμακα, ούτε επαρκή άλευρα, που αποτελούν βασικά στοιχεία διατροφής και συντήρησης. Ο αριθμός αυτός των 900.000 ατόμων, μέσα στο πρώτο μόνο 2μηνο του 1923, ανεβαίνει σε 1.150.000, πριν δηλαδή αρχίσει η εφαρμογή της Σύμβασης, που ορίστηκε για το μετά την 1η Μαΐου 1923 διάστημα.
Μπροστά σ' αυτή τη de facto πληθυσμιακή πλημμυρίδα, οι ελληνικές κυβερνήσεις φτάνουν μέχρι και του σημείου να αγνοήσουν τους όρους της Σύμβασης και να απαγορεύσουν την άφιξη άλλων προσφύγων, μέχρις ότου εγκαταστήσουν, έστω και πρόχειρα, όσους πρόλαβαν να φτάσουν.
Το μέτρο, βέβαια, ήταν προσωρινό, γιατί τον Αύγουστο του 1923 αρχίζει και πάλι η μεταφορά προσφύγων από τους προσφυγικούς καταυλισμούς Σελι μιέ και Αγίου Στεφάνου Κωνσταντινούπολης.
Επομένως, για την Ελλάδα η Σύμβαση της Ανταλλαγής κάλυπτε: από τη μια, τους 1.150.000 ανταλλάξιμους Έλληνες που έφτασαν στη χώρα «με την ψυχή στο στόμα» μεταξύ Αυγούστου 1922 και Μάρτη 1923, πριν δηλαδή αρχίσει η επίσημη εφαρμογή της, από την άλλη, τους υπόλοιπους, κάπου 250.000, που ήταν διασκορπισμένοι σε διάφορα σημεία της Μ. Ασίας, και κυρίως του Πόντου, και αναμένονταν να φτάσουν.
Άρα, ο μεγαλύτερος όγκος των ανταλλάξιμων βρισκόταν πια στην Ελλάδα. Γι' αυτό και ο διευθυντής της Ελληνικής Αποστολής Περίθαλψης Προσφυγών στην Κωνσταντινούπολη Α. Α. Πάλλης παρακαλεί το Υπουργείο Εξωτερικών, τον Ιούλιο του 1923, να θεωρήσει λήξασα την αποστολή του, μια και πέρασε η οξύτερη φάση του προσφυγικού προβλήματος.
Ένα μήνα αργότερα, ο Γενικός Πρόξενος της Ελλάδας στην Κωνσταντινούπολη Άγγ. Άννινος θα αναφέρει τηλεγραφικά στο ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών τη λήξη της αποστολής του Α. Α. Πάλλη και την παράδοση του υπηρεσιακού του αρχείου.
Εξάλλου, κονδύλια για ανταλλαγή αναγράφονται για πρώτη φορά στον κρατικό προϋπολογισμό χρήσης 1924-25. Ως τότε τα κονδύλια προορίζονταν για εποικισμό και περίθαλψη.
Κι όλα αυτά, πριν αναχωρήσει από την Ελλάδα έστω και ένας από τους ανταλλάξιμους Μουσουλμάνους, στα πλαίσια της Σύμβασης. Η αναχώρησή τους άρχισε τέλη του 1923 και ολοκληρώθηκε ομαλά και προγραμματισμένα, μέσα στο 1924. Αρκετοί, βέβαια, έφυγαν και νωρίτερα, αλλά σαν κύριοι με κανονικά διαβατήρια.
Από τα παραπάνω φάνηκε ότι η Ανταλλαγή, για την Ελλάδα τουλάχιστο, δεν ήταν αποτέλεσμα μιας μελετημένης και προσχεδιασμένης πολιτικής.
Ήταν λύση μάλλον εμπειρική, που την επέβαλε η ανάγκη των πραγμάτων. Βέβαια, συγκροτήθηκαν ειδικές επιτροπές μελέτης του προσφυγικού προβλήματος, από τις οποίες υποβλήθηκαν στους αρμόδιους σχετικές εκθέσεις με ανάλογες προτάσεις. Αυτά όμως ήρθαν αργότερα, ή μάλλον καρποφόρησαν αργότερα.
Στη φάση που εξετάζουμε δεν έγιναν, ούτε μπορούσαν να γίνουν, παρά μόνο σχεδιασμοί εκ των ενόντων, κι αυτοί για κάποια πρόχειρη εγκατάσταση κι όχι για υποδοχή και προώθηση των προσφύγων σε περιοχές μελετημένης εγκατάστασης, πράγμα που βλέπουμε να γίνεται στην άλλη πλευρά.
Ανάμεσα στα μέτρα αυτά ξεχωρίζουν:
1) η Απογραφή των προσφύγων, Απρίλη του 1923.
2) πρακτική αντιμετώπιση της αδήριτης ανάγκης στέγασης (σε δημόσια, δημοτικά, εκκλησιαστικά κτίρια, επιταγμένα εργοστάσια, αποθήκες κ.ά.), συντήρησης, ιατρικής και άλλης περίθαλψης των προσφύγων: με 2 δρχ. ημερήσιο επίδομα κατ' άτομο, λειτουργία συσσιτίων στις πόλεις, παροχή ειδών διατροφής, ίδρυση ορφανοτροφείων και προσφυγικών νοσοκομείων, ιατρείων και φαρμακείων.
3) κινητοποίηση διαφόρων φιλανθρωπικών οργανώσεων εσωτερικού και εξωτερικού, αλλά και της Κ.Τ.Ε., για την ανακούφιση των προσφύγων.
4) εκστρατεία για διενέργεια προσφυγικών εράνων από τον απόδημο ελληνισμό μέσω των κατά τόπους προξενείων.
Γενικά, θα λέγαμε ότι πρόκειται για μέτρα κοινωνικής πρόνοιας και περίθαλψης, το πολύ πολύ κάποιας πρόχειρης εγκατάστασης.
Η περίθαλψη και εγκατάσταση των εκατοντάδων χιλιάδων προσφύγων, ύστερα από την άρνηση της Τουρκίας να τους επιτρέψει να γυρίσουν στις εστίες τους, θα διευκολυνόταν αποφασιστικά, αν προβλεπόταν η αντίστοιχη άμεση αποχώρηση των Μουσουλμάνων από τα ελληνικά εδάφη.
Με την έννοια αυτή η Ανταλλαγή ήταν, πρώτα πρώτα, ανάγκη κοινωνική, αφού θα παρείχε κρατική και διεθνή προστασία στους ξεριζωμένους. Ήταν, όμως, και ενέργεια εθνική, με την έννοια ότι θα εξυπηρετούσε ομοεθνείς πληθυσμούς και όχι ότι θα ενισχύονταν εθνικά οι βόρειες περιοχές της χώρας, αφού ήδη ο μεγαλύτερος όγκος των προσφύγων κατέκλυσε την Ελλάδα, πριν να ερωτηθούν και προετοιμαστούν οι ελληνικές κυβερνήσεις.
2) Στην Τουρκία
Στην Τουρκία η προετοιμασία για την υποδοχή και προώθηση των ανταλλάξιμων Μουσουλμάνων σε περιοχές εγκατάστασης προχωρούσε με αρκετή άνεση όλο αυτό το διάστημα, για να περάσει στο στάδιο της υλοποίησης τον Ιούλιο του 1923, όταν ο κύριος όγκος των Ελλήνων ανταλλάξιμων είχε φτάσει πια στην Ελλάδα με τον τρόπο που είδαμε. Μ' άλλα λόγια, ενώ στην Ελλάδα τα πράγματα πρόλαβαν τις κυβερνήσεις, στην Τουρκία η κυβέρνηση πρόλαβε τα πράγματα.
Και ενώ για τους Έλληνες ο όρος «μετανάστης» της Σύμβασης αποτελεί καθαρή κοροϊδία, για τους Μουσουλμάνους κρατάει το πραγματικό του νόημα. Γιατί, τόσο η διαδικασία αναχώρησης από την Ελλάδα, όσο και η διαδικασία άφιξης και υποδοχής στην Τουρκία, έγιναν με προγραμματισμό και μελέτη.
Πράγματι, πολύ πριν γίνει το ξεκίνημα των ανταλλάξιμων Μουσουλμάνων, η τουρκική κυβέρνηση συντάσσει και εγκρίνει (Ιούλιος 1923) ειδικό «Κανονισμό», όπου αναλύονται, πρώτα, οι όροι και οι λεπτομέρειες της Σύμβασης για την Ανταλλαγή και, στη συνέχεια, δίνονται σαφείς οδηγίες για τον τρόπο υποδοχής και προώθησης των αναμενόμενων πληθυσμών.
Σε γενικές γραμμές, για το δεύτερο αυτό θέμα καθορίζονται τα παρακάτω: Οι ανταλλάξιμοι Μουσουλμάνοι που θα φτάσουν στα τουρκικά λιμάνια, θα προωθούνται σε συγκεκριμένες ζώνες εγκατάστασης, σύμφωνα με ορισμένες προϋποθέσεις απαράβατες:
1) Τα λιμάνια αποβίβασης να μην απέχουν πολύ από τους τόπους εγκατάστασής τους.
2) Σε κάθε λιμάνι να εφοδιάζονται με ειδικό έγγραφο (βεσικάς) από επιτόπια επιτροπή υποδοχής, που θα καθορίζει και την περιοχή προώθησης και εγκατάστασης τους.
3) Ο καθορισμός της περιοχής εγκατάστασης να γίνεται με βάση την αντίστοιχη περιοχή προέλευσης (παραλιακή, πεδινή, ορεινή) και το επάγγελμα που ασκούσαν στην Ελλάδα (γεωργοί, αμπελουργοί, καπνοκαλλιεργητές κ.ά.).
4) Με τη φροντίδα άλλων επιτροπών στους χώρους εγκατάστασης να γίνει αμέσως η τακτοποίηση τους στις εγκαταλειμμένες ελληνικές περιουσίες και, σε δεύτερη φάση, να αρχίσουν οι διατυπώσεις και διαδικασίες για την αποζημίωση τους.
5) Για την εξασφάλιση βιοποριστικών μέσων στους πιο φτωχούς ανταλλάξιμους, να συναφθεί δάνειο, με εγγύηση, στις αγροτικές Τράπεζες της χώρας.
6) Να μην επιτρέπεται, με κανέναν τρόπο και σε καμιά περίπτωση, να επιλέγουν οι ανταλλάξιμοι την περιοχή ή την πόλη εγκατάστασης τους. Αντίθετα, είναι αυστηρά υποχρεωμένοι να εγκατασταθούν σε μια από τις καθορισμένες ζώνες και μόνο εκεί, όπου τους προωθεί το έγγραφο (βεσικάς) της επιτροπής υποδοχής.
7) Να παρθούν όλα τα αναγκαία υγειονομικά και προφυλακτικά μέτρα από την άφιξη ως την εγκατάσταση.
8) Το ποσοστό των ανταλλάξιμων Τούρκων, που εγκαθίσταται σε μια πόλη ή σ' ένα χωριό, να μην υπερβαίνει το 20% του πληθυσμού, αν τυχαίνει να μιλούν άλλη γλώσσα και να έχουν άλλα έθιμα.
Όσο για τις εγκαταλειμμένες ελληνικές περιουσίες σε περιοχές εκτός καθορισμένων ζωνών εγκατάστασης, η τουρκική κυβέρνηση, με άλλη απόφαση της, διέταξε την εκποίησή τους, με έκτακτη και σύντομη διαδικασία, προκειμένου να εξασφαλίσει πόρους για τους αναμενόμενους Μουσουλμάνους.
Καταλαβαίνουμε, τώρα, πόσο απλούστερο ήταν το πρόβλημα για την Τουρκία.
Αν σ' αυτά προσθέσουμε και το γεγονός ότι το σύνολο του ανταλλάξιμου πληθυσμού δεν ξεπερνούσε τις 350.000, έναντι 1.221.849 Ελλήνων της ίδιας κατηγορίας, αντιλαμβανόμαστε το μέγεθος του προβλήματος για τη μια και την άλλη χώρα.
Κι όμως, ενώ τα πράγματα εκεί ήταν πολύ απλά, το θαύμα έγινε εδώ.
(Προσφυγική Ελλάδα) 1913-1930
Εκδοσεις Αδελφων Κυριακίδη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου