Σήμερα, που από όλες τις μεριές τονίζεται το μεγάλο δημογραφικό πρόβλημα, που αντιμετωπίζει η Ελλάδα, θα πρέπει να τιμάται ιδιαιτέρως η μνήμη των Ποντίων μανάδων, οι οποίες, σε πολύ δύσκολες συνθήκες, γέννησαν πολλά παιδιά και τα ανέθρεψαν σωστά.
Ήταν τότε που δεν γινόταν καν λόγος για επιδόματα πολύτεκνης μάνας, τότε που κανένας δεν ενδιαφερόταν για το πώς ζουν και πώς μεγαλώνουν τα παιδιά εκείνα, που ύστερα από μερικά χρόνια θα καλούνταν να προσφέρουν στην κοινωνία και στην πατρίδα. Οι κάποιοι σύλλογοι πολυτέκνων υπήρχαν περισσότερο για να υπάρχουν και όχι για να ελαφρύνουν τον μόχθο των πολύτεκνων οικογενειών.
Ανάμεσα στις πολύτεκνες οικογένειες, οι πιο πολλές είχαν προσφυγική προέλευση και σι περισσότερες από αυτές ποντιακή. Η Μαρούλα Αντωνιάδου, σύζυγος του Νικόλαου, από την Άρδασσα Πτολεμαΐδας υπήρξε μια από τις Πόντιες ηρωίδες μάνες των δύσκολων καιρών.
Η Μαρούλα Αντωνιάδου, το γένος Μουτουσίδου, γεννήθηκε το 1903 στο χωριό Κεπέκλησσα της Τρίπολης του Πόντου. Μετά τη μικρασιατική καταστροφή του 1922 και την αναγκαστική ανταλλαγή των πληθυσμών, ήρθαν με τον άντρα της πρόσφυγες στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκαν στο Μαρούσι της Αττικής. Το 1924 έφυγαν από το Μαρούσι και ήρθαν στην Αρδασσα Πτολεμαΐδας, κοντά σε συγγενείς και συμπατριώτες τους, που είχαν εγκατασταθεί εκεί.
Όλα τα χρόνια της ζωής της πάλεψε κυριολεκτικά με όλες τις δυσκολίες, προκειμένου να προσφέρει στα δέκα παιδιά της στοργή και όλα τα εφόδια για να γίνουν σωστοί άνθρωποι. Τους δίδαξε την αγάπη και τον σεβασμό για τους άλλους ανθρώπους, την αγάπη προς τον Θεό. Τους έμαθε πρώτα να προσφέρουν και μετά να ζητάνε. Γι’αυτό, τα παιδιά της, τα εγγόνια και τα δισέγγονά της την υπεραγαπούσαν και τιμούν, μετά τον θάνατο της παντοτινή τη μνήμη της.
Ο γιος της Γιώργος Ν. Αντωνιάδης έγραψε με πολλή συγκίνηση:
«Όταν αξιώθηκα να επισκεφθώ το χωριό Κεπέκλησσα, όπου γεννήθηκε η μητέρα μου, η χαρά μου ήταν μεγάλη. Ένιωσα ακόμη μεγαλύτερη χαρά όταν είχα την ευτυχία να κοιμηθώ τέσσερις νύχτες στο πατρικό της σπίτι, φιλοξενούμενος των τωρινών μουσουλμάνων κατόχων του, της οικογένειας του Φετίκ Κεχαγιόγλου.
Ακούμπησα με τα χέρια μου στους τοίχους εκείνου του διώροφου σπιτιού, που έχτισε το 1918 ο πατέρας της μάνας μου, ο παππούς Δημήτριος Μουτουσίδης, ο οποίος δεν πρόλαβε να το χαρεί με την οικογένειά του, γιατί τον πρόλαβαν ο ξεριζωμός και η προσφυγιά.
Περπάτησα στα δωμάτιά του και από τα μπαλκόνια του ανέπνευσα τον ίδιο αέρα που ανέπνευσε στα νιάτα της η μάνα μου. Αντίκρισα όλα γύρω που έβλεπαν τα μάτια της και ήρθαν στη σκέψη μου οι εικόνες που μου διηγόταν πολλά βράδια, σαν παραμύθι, αναστενάζοντας από τη νοσταλγία της πατρίδας.
Με τη φαντασία μου και συγκινημένος βαθιά, τοποθέτησα τη μητέρα μου στο πατρικό της σπίτι, στα δρομάκια του χωριού της, την φαντάστηκα να μιλάει με τους συγχωριανούς της, να τρέχει στα μέρη εκείνα, από όπου την εξανάγκασαν να φύγει όταν ακόμη ήταν τόσο νέα. Θεώρησα, έτσι, πως το μακρινό ταξίδι στο χωριό της μάνας μου ήταν ένα εντελώς
προσωπικό μνημόσυνο για εκείνη, το οποίο ένιωθα ότι της όφειλα. Ήταν ένα ταξίδι απόδοσης τιμής στην πατρίδα της, όπου ζωντάνεψαν οι μνήμες και τα φανταστικά ταξίδια μου, που τα είχα κρυμμένα στην καρδιά και στη σκέψη μου.
Μέσα στις φορτισμένες αυτές από συγκίνηση στιγμές, φέρνοντας στη σκέψη, με κινηματογραφική ταχύτητα, τη ζωή της μητέρας μου, αλλά και τη δική μου ζωή κοντά της, ψιθύρισα αυθόρμητα:
Μάνα μου, σε ευχαριστώ για όσα έκανες για εμάς.
Καλό σου ταξίδι στην αιωνιότητα. Εμείς θα σε νιώθουμε πάντα κοντά μας και μέσα στην καρδιά μας».
Πηγή:Περιοδικό "ΠΟΝΤΙΑΚΑ"
Πηγή:Περιοδικό "ΠΟΝΤΙΑΚΑ"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου