Το 401 π.Χ., στη μάχη κοντά στα Κούναξα της Βαβυλωνίας, σε μικρή απόσταση από τη σημερινή Βαγδάτη, ο Κύρος ο νεότερος νικήθηκε από τον αδελφό του Αρταξέρξη, του οποίου το θρόνο διεκδικούσε.
Οι 12.000 Έλληνες μισθοφόροι, οι περίφημοι «Μύριοι», όπως τους είπαν, που είχαν μπει στην υπηρεσία του άτυχου βασιλόπαιδα της Περσίας, έπρεπε να γυρίσουν στην πατρίδα τους, μιας και δεν είχαν άλλον προορισμό και χρηματοδότη στη Μικρασία.
Η δύσκολη πορεία της επιστροφής τους, από τα βάθη της Ανατολής στην Ελλάδα, που τελικά κατορθώθηκε με δραματικό τρόπο, θεωρήθηκε σαν ένα από τα πρωτόφαντα για την αρχαιότητα γεγονότα, ένα από τα επικά θαύματά της, και ονομάστηκε Κάθοδος των Μυρίων. Και ίσως δε θα έπαιρνε αίσιο τέλος, αν δεν υπήρχαν οι ελληνικές πόλεις στα παράλια του Εύξεινου Πόντου.
Ο ιστορικός Ξενοφών, που παρακολούθησε σαν παρατηρητής, ας πούμε, από την αρχή, όλη την εκστρατεία του Κύρου, την «Κύρου Ανάβαση», όπως ονομάστηκε, μας περιέγραψε τα γεγονότα της επιστροφής των Ελλήνων, της Καθόδου των Μυρίων, με λεπτομέρειες και παραστατικότητα.
Έτσι, όταν, με δόλο του Τισσαφέρνη, σατράπη της Λυδίας, σφάχτηκαν οι δέκα στρατηγοί-οδηγοί και ηγέτες των Ελλήνων, ο Ξενοφών ανέλαβε να οδηγήσει ο ίδιος τους αποθαρρυμένους και ορφανεμένους στρατιώτες στην Ελλάδα. Οι Μύριοι δεν μπορούσαν να κοιμηθούν από τη λύπη τους.
Σκέφτονταν πόσο μακριά από τις πατρίδες τους βρίσκονταν και δεν έλπιζαν να ξαναδούν τα παιδιά τους και τις γυναίκες τους. Παρ' όλα αυτά, με τις ενθαρρύνσεις, τις συμβουλές και τις κρυμένες στρατιωτικές ικανότητες του νέου αρχηγού τους, άρχισαν την πορεία του γυρισμού τους στην πατρίδα, ξεκινώντας από τον ποταμό Ζαπάτα, τον Οκτώβριο του 401 π.Χ., και προχωρώντας μέσα από την εχθρική περσική επικράτεια.
Βάδισαν ως τη χώρα των Καρδούχων (Κούρδων), δίνοντας συχνά μάχες με τους Πέρσες και τους άλλους βαρβαρικούς λαούς, πέρασαν τα Καρδούχεια (Κουρδικά) βουνά πολεμώντας αδιάκοπα, διάβηκαν τον Κεντρίτη ποταμό (Μποτάν-τσάι) με πολλές δυσκολίες, μπήκαν στη δυτική Αρμενία και συνέχισαν την προώθησή τους μέσα από αυτήν έχοντας, άλλοτε φιλικές κι άλλοτε εχθρικές σχέσεις με τον ύπαρχο της Τιρίβαζο.
Πιο πέρα, διασχίζοντας αδιάκοπα την Αρμενία, και δοκιμάζοντας πότε κακουχίες και μαρτύρια, πότε ανάπαυλες και χαρές, πέρασαν το Φάση ποταμό και μπήκαν στη χώρα των Ταόχων, αρχικά, και των Χαλύβων, κατόπιν.
Πατούσαν πια στο έδαφος του Πόντου. Ωστόσο, οι εχθρικές ενέργειες των ντόπιων φυλών και τα δύσβατα βουνά, κορύφωσαν τα βάσανα τους και εξάντλησαν τις δυνάμεις τους. Ώσπου, επιτέλους, έφτασαν στο σωτήριο βουνό, το Θήχη.
Αλλά ας δούμε πώς περιγράφει την τελευταία φάση της πορείας ο Ξενοφών πριν από το κρίσιμο αυτό σημείο:
«Εκείνη τη στιγμή, λοιπόν, ήταν δυνατό να δει κανείς ένα φοβερό θέαμα: Οι γυναίκες (των Ταόχων) έριχναν τα παιδιά τους (στον γκρεμό) και έπειτα ρίχνονταν και οι ίδιες κάτω! Το ίδιο έκαναν και οι άντρες τους.
Τότε ο λοχαγός Αινείας, ο Στυμφάλιος, που είδε κάποιον (Ταόχο) να τρέχει για να ριχτεί κάτω φορώντας όμορφη στολή, τον έπιασε για να τον εμποδίσει. Αυτός όμως παρέσυρε και τον ίδιο, και έτσι γκρεμίστηκαν και οι δυο κάτω από τους βράχους και σκοτώθηκαν!
Κατόπιν (οι Έλληνες) συνέλαβαν πολύ λίγους αιχμάλωτους, αλλά πολλά βόδια, γαϊδάρους και πρόβατα. Από 'δω προχώρησαν ανάμεσα από τη χώρα των Χαλύβων με σταθμούς εφτά και παρασάγγες πενήντα...
Οι Χάλυβες ωστόσο ήταν γενναιότατοι... Φορούσαν θώρακες από λινάρι ως το υπογάστριο, και αντί για λωρίδες από δέρμα, είχαν σχοινιά σφιχτοπλεγμένα. Φορούσαν ακόμα κνημίδες και κράνη, και στη ζώνη μαχαίρι που έμοιαζε με το σπαρτιάτικο.
Με αυτά σκότωναν όλους όσους μπορούσαν. Και, όσες φορές έκοβαν τα κεφάλια των θυμάτων τους, συνήθιζαν να πορεύονται κρατώντας τα. Και, αν επρόκειτο να τους δουν οι εχθροί, τραγουδούσαν και χόρευαν.
Επιπλέον, είχαν και δόρυ, κάπου δεκαπέντε πήχεις μάκρος, και μια λόγχη. Αυτοί, λοιπόν, περίμεναν στις μικρές πόλεις τους και, μόλις περνούσαν από μέσα οι Έλληνες, αμέσως τους ακολουθούσαν κατά πόδας για να τους πολεμήσουν.
(Οι Χάλυβες) κατοικούσαν σε οχυρές θέσεις, μέσα στις οποίες είχαν συγκεντρώσει τα τρόφιμά τους. Έτσι, οι Έλληνες δεν μπορούσαν να παίρνουν τίποτε από τη χώρα τούτη (των Χαλύβων), αλλά τρέφονταν από τα ζώα που είχαν αρπάξει (από τους Ταόχους).
»Από δω και πέρα (βαδίζοντας συνέχεια) οι Έλληνες, έφτασαν στις όχθες του Άρπασου, που είχε πλάτος τεσσάρων πλέθρων. Έπειτα, πορεύτηκαν ανάμεσα από τη χώρα των Σκυθηνών με σταθμούς τέσσερις, παρασάγγες είκοσι.
Διασχίζοντας κατόπι μια πεδιάδα, κατευθύνθηκαν σε μερικές πόλεις, στις οποίες έμειναν τρεις μέρες και προμηθεύτηκαν τρόφιμα. Στη συνέχεια πέρασαν τέσσερις σταθμούς και είκοσι παρασάγγες και έφτασαν σε μια μεγάλη πόλη, ευτυχισμένη και πολυάνθρωπη, που λεγόταν Ευμνιάδα.
Από την πόλη τούτη ο άρχοντας του τόπου στέλνει οδηγό για να τους οδηγήσει ανάμεσα από μια χώρα εχθρική σ' αυτόν και στους υπηκόους του.
Μόλις παρουσιάστηκε εκείνος (ο οδηγός), λέει ότι θα τους οδηγήσει, σε διάστημα πέντε ημερών, σε ένα μέρος, από το οποίο θα δουν θάλασσα. Αν όχι, προσφερόταν να θανατωθεί. Και όταν, καθώς τους οδηγούσε, μπήκε στην εχθρική, σ' αυτόν, χώρα, προέτρεπε τους Έλληνες να καίνε και να καταστρέφουν τον τόπο. Απ' αυτό φάνηκε πως μόνο για το σκοπό αυτό ήρθε μαζί τους, κι όχι από συμπάθεια προς τους Έλληνες.
»Την πέμπτη μέρα όμως, έφτασαν σε ένα βουνό που λέγεται Θήχης. (Ήταν Γενάρης του 400 π.Χ.). Όταν ανέβηκαν οι πρώτοι στην κορυφή του, έβγαλαν μεγάλες κραυγές. Μόλις άκουσε τις κραυγές ο Ξενοφών και οι οπισθοφυλακές, νόμισαν πως τους επιτέθηκαν από μπροστά άλλοι εχθροί, γιατί από πίσω τους ακολουθούσαν ήδη εχθροί από τη χώρα που είχαν πυρπολήσει οι ίδιοι (...).
«Επειδή όμως η βοή (από τις κραυγές) γινόταν ολοένα και μεγαλύτερη και κοντινότερη, και οι στρατιώτες που κάθε τόσο πλησίαζαν, έτρεχαν γρήγορα προς αυτούς οι οποίοι κραύγαζαν αδιάκοπα, η βοή γινόταν ακόμα πιο δυνατή και μεγάλη, μιας και οι στρατιώτες πλήθαιναν (πάνω στην κορυφή). Ο Ξενοφών φοβήθηκε μήπως συνέβηκε κάτι χειρότερο.
Ανέβηκε λοιπόν στο άλογό του, πήρε μαζί του τον Λύκιο και τους καβαλάρηδες και έτρεξε για βοήθεια. Σε λίγο άκουσε πάλι τους στρατιώτες που φώναζαν: "Θάλαττα! Θάλαττα!" και προέτρεπαν αυτούς που πλησίαζαν να βιαστούν.
»Τότε, λοιπόν, άρχισαν να τρέχουν όλοι: και οι οπισθοφύλακες και τα ζώα, που τα χτυπούσαν για να τρέξουν, και τα άλογα. Και όταν έφτασαν όλοι στην κορυφή, τότε πια οι στρατιώτες αγκαλιάζονταν μεταξύ τους και αγκάλιαζαν και τους αξιωματικούς τους που δάκρυζαν...»
«Εκείνη τη στιγμή, ξαφνικά, δεν ξέρω με ποιανού την προτροπή, άρχισαν να κουβαλάνε πέτρες και να σχηματίζουν έναν ψηλό σωρό. Τότε βάλθηκαν να τοποθετούν επάνω (στο σωρό) ένα πλήθος από ακατέργαστα δέρματα βοδιών, καθώς και ραβδιά και ασπίδες που είχαν λαφυραγογήσει.
Αλλά ο ξένος οδηγός κομμάτιαζε τις ασπίδες και συμβούλευε να κάνουν και οι Έλληνες το ίδιο. Έπειτα από αυτά, οι Έλληνες ξεπροβόδισαν τον οδηγό, αφού του έδωσαν δώρα και πράγματα που ανήκαν σ' όλους, δηλαδή ένα άλογο, μια λεκάνη ασημένια, μια περσική φορεσιά και δέκα νομίσματα του Δαρείου (δαρεικούς, χρυσά νομίσματα αξίας 20 ασημένιων αττικών δραχμών). Εκείνος όμως ζήτησε από τους στρατιώτες να του δώσουν δαχτυλίδια. Και του έδωσαν πολλά απ’ αυτά. Τέλος, αφού τους έδειξε ένα χωριό, όπου μπορούσαν να μείνουν, καθώς και το δρόμο που μπορούσαν να πάρουν, για να φτάσουν στη χώρα των Μακρώνων, μόλις νύχτωσε, έφυγε».1
1. Ξενοφών, Κύρου Ανάβασις, Δ', ζ', 13-27.
"Ιστορία του Ποντιακού Ελληνισμού"
Εκδόσεις Α. Α. Λιβάνη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου