Όλα τα σπίτια ήσαν γυρισμένα στην Ανατολή μόνο της ενορίας Ζουρνατζάντων ήταν προς τη δύση.
Όλα είχαν κάτω το στάβλο τους. Ο στάβλος δεν έπιανε όλη την έκταση του σπιτιού, αλλά μόνο τη μισή γι’ αυτό το μισό μέρος του σπιτιού πού ήταν επάνω στο στάβλο ήταν ανώγειο, ενώ το υπόλοιπο ισόγειο, αλλά και το ισόγειο δεν ήταν ολότελα ελεύθερο γύρω γύρω.
Η δυτική πλευρά ήταν μέσα στο χώμα (διότι το μέρος ήταν κατηφορικό). Σε πολλά σπίτια η στέγη προς το μέρος τής δύσης ήταν χαμηλότερη από το έδαφος, γι' αυτό προς μέρος αυτό έχτιζαν τοίχο προστατευτικό από τα παιδιά, τα ζώα, τα νερά (γορχουλούχ).
Όλα ήσαν χτισμένα με πέτρες μεγάλες και λάσπη, χωρίς παράθυρα και γερά σαν φρούρια. Τις γωνίες της εκκλησίας, του σχολείου και πολλών σπιτιών κουβαλούσαν από μακριά, και μάλιστα από τη Τσαρταχλού, της οποίας η πέτρα ήταν μαλακή.
Οσπίτ σον Πιστοφάντων |
Το κάτω μέρος (κατώγι) που ήταν σχεδόν υπόγειο, διότι μόνο η ανατολική πλευρά ήταν έξω από το χώμα, ήταν χωρισμένο σε δύο μέρη: το στάβλο (μαντρίν) και το γιάναχριν (πλαϊνό του στάβλου) οι πόρτες τους ήταν από το μέρος της ανατολής.
Το μαντρίν ήταν στρωμένο με χοντρά σανίδια από έλατα (πόντιλα), στη μια πλευρά είχε το παχνί από σανίδι (πανθενίν) με τρύπες για τα δέματα των αγελάδων (ζώσκοινα), και στην άλλη αποχετευτικό χαντάκι .
Μερικοί
στάβλοι είχαν ιδιαίτερο μέρος για το μοσχάρι (μουσκενάρ) τις φωλιές της
κότας (φωλέας). Ένα ξύλο στον τοίχο χρησίμευε για κούρνιασμα
(καθιστέρα).
Και το γιάναχριν ήταν στρωμένο με πόντιλα ή πέτρινες πλάκες είχε και αυτό παχάνια και χρησίμευε για ξυλαποθήκη ή και στάβλο.
Ο στάβλος και το γιάναχριν συγκοινωνούσαν με το ανώγειο με καταπακτή (χαπάγκ), ώστε τη νύχτα σε κακοκαιρία η συγκοινωνία γινόταν από μέσα.
Μερικοί στάβλοι είχαν ιδιαίτερο μέρος για το μοσχάρι (μουσκενάρ), Τα κάτουρα έβγαιναν έξω κάτω από το κατώφλι (κατωθύρ') και χύνονταν στο λάκκο που ήταν στην αυλή (μαντροκώλ').
Καθάριζαν
δε το στάβλο με σκούπες από λεπτά κλαδιά (τσουχαβέλ) τη δε κοπριά
έριχναν σε μια άκρη της αυλής (κοπροθέσ') με το κοπρίφταρον.
Ελάχιστες οικογένειες μεταχειρίζονταν την κοπριά για καύσιμη ύλη, αφού την έκαμναν βώλους τους οποίους χτυπούσαν στους τοίχους για να ξεραθούν (κουσκούρια).
Σε μια γωνιά της αυλής ήταν και η χρεία (αποχωρητήριο) κατασκευασμένη με πέτρες και στεγασμένη με κεραμίδια.
"Ιστορία& Λαογραφία της Σαντάς"