Τόν Μάραντον χαρτίν έρθεν, νά πάει σή στρατείαν,
τή νύχταν πάει σό μάστοραν, τή νύχταν μαστορεύει,
κόφτ' άς ασήμι πέταλα κι ασό χρυσάφ' καρφία,
τόν μαύρον άτ' καλύβωνεν κατάντικρυ σόν φέγγον
κι η κάλια τ' παραστέκει άτον με το χρυσόν μαντήλι
καί τά δάκρυα τς κατήβαιναν, Καλομηνά χαλάζια.
Καρφίν, καρφίν απλώνει άτον, την γήν δάκρυα γομώνει.
— Που πάς, που πάς, ναί Μάραντε, κι έμέν σίναν αφήνεις;
— Αφήνω σε σόν κύρη μου, τόν Άεν-Κωνσταντίνον,
αφήνω σε σήν μάνα μου, τήν Αϊαν-Έλένην,
αφήνω σε σ' αδέλφια μου, τούς Δώδεκ' Αποστόλους.
— Που πάς, που πάς, ναί Μάραντε, κι έμέν τίναν αφήνεις;
— Αφήνω χίλια πρόβατα καί πεντακόσια αρνόπα,
αφήνω σε τόν κρίαρον, τόν χρυσοκωδωνιάτεν,
αφήνω σε χρυσόν σταυρόν κι άργυρον δαχτυλίδι,
τό δαχτυλίδ' πούλτσον καί φά καί τόν Σταυρόν προσκύνα.
'Κόμαν 'κ' έζιαγκοπάτεσεν, 'κόμαν 'κ' έσελοκάτσεν,
'κόμαν σήν Πόλ' 'κ' έπάτεσεν καί σ' άργαστέρ' έκάτσεν,
τήν κόρ' καθίζνε σό σκαμνίν κι άτέν διπλοκουράζνε.
Δίγν' άτεν πέντε πρόβατα καί δεκα-πέντε άρνία
καί δίγν' άτεν φελίν ψωμίν καί πέντε κουφοκάρυα.
—-Άμε σκύλ' κόρη, χάθ' εσύ κι ώρία όπίσ' γυρίζεις
κι όντες θύμωνε τά ραχιά, ν' έβγαίν'τς καί νά βοσκίζεις
κι όντες θρασκεύ' ό ποταμόν, κατήβασον καί πότσον.
Σά ψηλασέας βόσκιζεν, σά χαμελά έμένεν.
Έφτά χρόνια έδέβανε κι ό Μάραντόν άτ'ς 'κ' ερθεν.
Τά πέντ' έποίκεν εκατόν, τά δεκαπέντε χίλια
κι άς έφτά χρόνια κι άλλ' άπάν', σέ μήνους ύστεραίους,
καβαλάρην έπέντεσεν άπαγκές σά ραχία.
— 'Κάτσεν κι άτέν έρώτεσεν καί τίνος νύφε είσαι;
Καί τίνος είν' τά πρόγατα καί τίνος εϊν' τ' άρνόπα
καί τίνος εν ό κρίαρον, ό χρυσοκωδωνιάτες;
— Όπίσ', όπίσ', ναί ξένε μου, όπίσ' κι άπ' όθεν έρθες,
νά ποίγω τά σκυλίτσια μου κι έσέν παραλαεύνε.
Του Μάραντ' εϊν' τά πρόγατα, του Μάραντ' είν' τ' άρνόπα,
του Μάραντ' εν ό κρίαρον, ό χρυσοκωδωνιάτες.
Έφτά χρόνια ένέμν' άτον κι άλλ' έφτά θ' αναμένω,
άν έρται, έρται ό Μάραντον κι άν 'κ' εν, καλογερεύω.
—Ό Μάραντο σ' έπέθανεν, 'κείνος όπέρ'τς έτάφεν,
σήν ταφήν άτ παρέστεκα κι άς άσπρον άτ έπαίρα
κι έμεναν έδιατάχτε με, τήν κάλη μ' δέβα, έπαρ'.
— Όπίσ', όπίσ', ναί ξένε μου, όπίσ' κι άπ' όθεν έρθες.
O Μάραντο μ' έπέθανεν; Έγώ έσέν θά παίρω;
Έγώ καλόγρια γίνουμαι, σό μαναστήρ' έμπαίνω.
— Καλόγερος θά γίνουμαι κι έγώ έσέν θά παίρω.
— Έγώ περδίκα γίνουμαι καί σά καφούλια έμπαίνω.
— Κι έγώ άητέν'τς θά γίνουμαι κι έσέναν θά αρπάζω.
— Άτό τό στημνοδέσιμον τή Μάραντου μ' ομοιάζει!...
***
χαρτίν = μήνυμα, ειδοποιητήριο,
στρατείαν = οδοιπορία, πόλεμος, ταξίδι, ξενιτειά,
φέγγον = φεγγάρι,
Καλομηνά = του Μαγιού, Μαγιάτικα,
έζιαγκοπάτεσεν = πάτησεν τόν αναβολέα (σκαρί), γιά νά καβαληκέψει άλογο,
κουφοκάρυα = κούφια καρύδια,
ώρία = μή τυχόν,
θρασκεύ' = πλημμυρίζει, κατεβάζει πολύ νερό,
ποίγω = κάνω, υποκινώ,
παραλαεύνε = κατασπαράζουν,
άσπρον - σάβανο,
έδιατάχτε = έδωσε εντολή,
καφούλια = θάμνοι πυκνοί,
στημνοδέσιμον = εντυπωσιακός καί ωραίος τρόπος δεσίματος.
Ο Αμάραντος
Του Αμάραντου ήρθε μήνυμα, στον πόλεμο να πάει.
Τη νύχτα πάει στο μάστορα, τη νύχτα μαστορεύει,
κάνει απ' ασήμι πέταλα, καρφιά από χρυσάφι,
το μαύρο του πετάλωνε, αντίκρυ στό φεγγάρι,
δίπλα στέκει η γυναίκα του με το χρυσό μαντήλι,
σαν το χαλάζι του Μαγιού τρέχαν τα δάκρυα της.
Δίνοντας του καρφί, καρφί, το χώμα δακρυβρέχει.
— Που πας, που πας Αμάραντε κι εμένα που μ' αφήνεις;
— Στον κύρη μου σ' αφήνω εγώ, τον Άγιο-Κωνσταντίνο,
σ' αφήνω 'γώ στη μάνα μου, την Αγία Ελένη,
σ' αφήνω και στ' αδέλφια μου, τους Δώδεκ' Αποστόλους.
— Που πας, που πας Αμάραντε και τι μ' αφήνεις άντρα;
— Σ' αφήνω χίλια πρόβατα και πεντακόσια αρνάκια,
σ' αφήνω και τον κρίαρο με το χρυσό κουδούνι,
σ' αφήνω και χρυσό σταυρό κι αργυροδαχτυλίδι,
τον σταυρό να τον προσκυνάς, πούλα το δαχτυλίδι.
Και πριν πατήσει τα σκαριά και πριν σελοκαθήσει,
στην Πόλη πριν να φτάσει αυτός, κείνη στο μόχτο μπήκε.
Και στο σκαμνί την κάθησαν και την διπλοκουράζουν.
Της δίνουν πέντε πρόβατα και δέκα-πέντε αρνάκια,
κούφια καρύδια και ψωμί μια φέτα σ' αυτήν δίνουν.
—Άμε και χάσου από εδώ και πίσω μη γυρίσεις
κι όταν θυμώνουν τα βουνά, να βγεις και να τα βόσκεις
κι όταν φουσκώσει ό ποταμός, νά βγεις να τα ποτίσεις.
Καί στά ψηλά τα βόσκιζε κι έμενε στά λαγκάδια.
Εφτά χρόνια περάσανε κι ο Αμάραντος δεν φτάνει.
Τα πέντε έκανε εκατό, τα δέκα-πέντε χίλια
κι απάνω στα εφτάχρονα και στους στερνούς τούς μήνες,
καβαλάρη συνάντησε στις ψηλές τις ραχούλες.
— Στάθηκε και τη ρώτησε, ποιανού νυφούλα είσαι;
Και τίνος ειν’ τα πρόβατα και τίνος είν' τα’ αρνάκια
και τίνος είν' ο κρίαρος με το χρυσό κουδούνι;
— Γιά φύγε, φύγε ξένε μου και πάνε στό καλό σου,
μη κάνω νεύμα στα σκυλιά και σε κατασπαράξουν.
Του Αμάραντου είν' τα πρόβατα, του Αμάραντου τα’ αρνάκια
δικός του και ο κρίαρος με το χρυσό κουδούνι.
Εφτά χρόνια τον καρτερώ κι ας πάνε κι άλλα τόσα,
κι άν δεν έρθει ό Αμάραντος, καλόγρια θά γίνω. —
O άντρας σου πέθανε στον περσινό το χρόνο
και στην ταφή του βρέθηκα: Πήρ' απ' το σάβανο του!
Καί μούδωσε την εντολή, γυναίκα νά σέ πάρω.
— Για φύγε, φύγε ξένε μου και πάνε στό καλό σου.
Ο Αμάραντος μου πέθανε; Κι εγώ θά πάρω σένα;
Καλόγρια θε να γενώ, θα μπω σε μοναστήρι.
— Καλόγηρος θε να γενώ και πάλι θά σέ πάρω.
— Εγώ γίνομαι πέρδικα και μπαίνω μέσ' τούς θάμνους.
— Κι εγώ θα γίνω μαυραητός κι εσένα θε ν' αρπάξω.
— Σημάδια βλέπω γνώριμα! Είσαι ό Αμάραντος μου!...
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΣΧΟΛΙΑ
O «Μάραντον» είναι αξιωματούχο πρόσωπο. Αποδεικνύεται από το γεγονός, ότι έχει άλογο. Ξεκινάει νύχτα για τον πόλεμο. Δεν πρόκειται για κανένα παροδικό πολεμικό επεισόδιο στα σύνορα. Του ήρθε ξαφνικό μήνυμα, «νά πάει ση στρατείαν», στην εκστρατεία. Πρόκειται γιά πόλεμο, πού θα κρατήσει εφτά ολόκληρα χρόνια.
H γυναίκα του τον παραστέκει ως τις τελευταίες στιγμές. Δεν συγκρατεί τη συγκίνηση της. Έχει φοβερές προαισθήσεις. Διαισθάνεται ότι θα επακολουθήσει γι' αυτήν ζωή δραματική. Μάταια ό άντρας της την παρηγορεί κάτω από το σεληνόφως, την ώρα πού πεταλώνει το άλογο του. Της λέει, πώς θα έχει συντροφιά τον πατέρα, τη μάνα και τ' αδέλφια του. Μα εκείνη δεν πείθεται.
Στη συνεχιζόμενη κραυγή της, επισημαίνει εκείνος το γεγονός, ότι, στην ανάγκη, μπορεί να πουλήσει το ασημένιο δαχτυλίδι.
Όσο γιά το σταυρό, την συμβουλεύει να τον φυλάξει με ευλάβεια. Της υπενθυμίζει ακόμη, ότι είναι στη διάθεση της χίλια πρόβατα, πεντακόσια αρνάκια και το μεγάλο κριάρι με το χρυσό κουδούνι.
Άλλα οι μελαγχολικές προαισθήσεις της νύφης επαληθεύονται αμέσως, μετά την αναχώρηση του συζύγου της. Τα πεθερικά της αναθέτουν σ' αυτήν σκληρότατη εργασία. Τελικά, την διώχνουν από το σπίτι, δίνοντας της μονάχα πέντε πρόβατα και δέκα-πέντε αρνάκια.
H οικογένεια του αξιωματούχου Αμάραντου ανήκει σε προνομιούχα τάξη. Αυτό προκύπτει από το ίδιο το αξίωμα του. Βγαίνει έμμεσα και από τα περιστατικά, πού περιγράφονται στο ποίημα. Τούτη ή νύφη, γυναίκα αξιωματικού, ζούσε κάπως άνετα, χωρίς πολλή κούραση κλπ. Τώρα, αντιμετωπίζει εντελώς αλλιώτικες συνθήκες οικογενειακού βίου. Την κακομεταχειρίζονται και την περιφρονούν.. Είναι βαρύ το ψυχικό της πλήγωμα.
H προνομιούχα τάξη την ποτίζει μέ βαριά πικρία. Παίρνει τα βουνά με μιαν ελπίδα γιά τον γυρισμό του αγαπημένου της.
Η νοικοκυρεμένη γυναίκα φτιάχνει πάνω στα βουνά το νοικοκυριό της. Τα πέντε πρόβατα τα κάνει εκατό και τα δέκα-πέντε αρνάκια χίλια. Αντιμετωπίζει μέσα στην ερημιά φοβερούς κινδύνους. Μένει πιστή στον ιερό συζυγικό δεσμό.
Περνούν εφτά χρόνια. Και ενώ βόσκει αμέριμνη τα πρόβατα της, δέχεται τον χαιρετισμό ενός καβαλάρη. Δέχεται ακόμη σειρά από ερωτήματα. Ποιανού είναι τα πρόβατα, τα αρνάκια κλπ. Η απάντηση της είναι, ότι όλα ανήκουν στον «Μάραντον». O ξένος, την πληροφορεί τότε, ότι ό άνδρας της σκοτώθηκε και του έδωσε την εντολή, να την παντρευτεί. Εκείνη προβάλλει σφοδρή αντίδραση, διακηρύσσοντας:
Εφτά χρόνια ενέμν' άτον κι άλλα εφτά θ' αναμένω,
αν ερται, έρται ο Μάραντον κι αν 'κ' εν, καλογερεύω.
Η στάση της ποντιοπούλας υπενθυμίζει το παράδειγμα της Πηνελόπης, πού καρτερούσε χρόνια και χρόνια τον Οδυσσέα. Όπως εκείνος, έτσι και ό Αμάραντος γυρίζει κάπως γερασμένος. Γι’ αυτό και ή αναγνώριση του είναι δύσκολη.
Στο ποίημα «Ακρίτας όντες έλαμνεν» ό αγωνιστής μάχεται γιά την απελευθέρωση της γυναίκας του. Μάχεται γιά χάρη της. Υπερασπίζει την οικογενειακή τιμή. Εδώ, οι όροι αντιστρέφονται. Ό Αμάραντος, ανταποκρινόμενος στό εθνικό προσκλητήριο, καταπληγώνει, χωρίς να το θέλει, την ψυχή της γυναίκας του.
H γυναίκα του Αμάραντου κρατάει αμάραντο το λουλούδι του συζυγικού έρωτα. Παραμένει μεθυστικό το άρωμα του στό πέρασμα του χρόνου. H συζυγική πίστη θριαμβεύει σαν αρετή και δικαιώνεται σαν θεμελιακό στοιχείο της οικογένειας. Έτσι, το εθνικό ιδεώδες και εκείνο της οικογένειας συνδυάζονται και καταξιώνονται στα πλαίσια ψυχικών εξάρσεων και ηρωικών αγώνων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου