Έχει κι ο Πόντος τον Κοσμά Αιτωλό του
Το 1897, σε ηλικία 12 ετών, πήγε στην I. Μονή του Αγ. Γεωργίου Περιστερεώτα, όπου και παρέμεινε με ενέργειες του Ηγούμενου Γρηγορίου Παντελίδη.
Ύστερα από διετή παρακολούθηση των Ιερών Γραμμάτων στην εκεί ιερατική σχολή, συνέχισε τις σπουδές του στο Φροντιστήριο Τραπεζούντας και στο Γυμνάσιο της Καισαρείας (μέχρι το 1906).
Ύστερα από διετή παρακολούθηση των Ιερών Γραμμάτων στην εκεί ιερατική σχολή, συνέχισε τις σπουδές του στο Φροντιστήριο Τραπεζούντας και στο Γυμνάσιο της Καισαρείας (μέχρι το 1906).
Το 1903 χειροτονείται Ιεροδιάκονος από το Μητροπολίτη Ροδοπόλεως Γερβάσιο Σαρασίτη και, με την ιδιότητα αυτή, αναλαμβάνει και φέρει εις πέρας σημαντικές κοινωνικοθρησκευτικές αποστολές.
Πρώτα-πρώτα, επιτυγχάνει την έκδοση Πατριαρχικού Συνοδικού Σιγιλλίου, με το οποίο ρυθμίζεται η διαφορά μεταξύ της Μονής Περιοτερεώτα και του χωριού Μαντρανόη Γαλλίανας, ως προς την κατοχή του παρεκκλησίου της Γέννησης της Θεοτόκου. Τελικά, το παρεκκλήσι παραχωρείται στο Μοναστήρι και αποκαθίσταται η ομόνοια ανάμεσα στους Μοναχούς και στους κατοίκους της Μαντρανόης.
Από κει και πέρα όλη του η ζωή είναι γεμάτη από εθνικοκοινωνικές και θρησκευτικές δραστηριότητες.
α) Μετά την καταστροφή της Μονής Περιστερεώτα από την πυρκαγιά του 1904, πραγματοποιεί περιοδεία στις περιοχές Βατούμ και Σοχούμ της Γεωργίας, στους εκεί ελληνικούς οικισμούς, και συγκεντρώνει, από εράνους, το ποσό των 50 χρυσών τουρκικών λιρών, το οποίο και παραδίνει στο ηγουμενοσυμβούλιο του Μοναστηριού για την αποκατάσταση του.
β) Το 1908 πραγματοποιεί νέα περιοδεία με απόφαση του ηγουμενοσυμβουλίου της Μονής και με έγκριση της Ιεράς Συνόδου Κων/πόλεως. Αυτή τη φορά, μαζί με τον Ιερομόναχο Ιερεμία, επισκέπτεται τις μητροπολιτικές επαρχίες Αμάσειας, Νεοκαισαρείας, Καισαρείας, και τις περιοχές Κερασούντος και Πουλαντζάκης.
Συγκεκριμένα επισκέφτηκαν τα χωριά και τις πόλεις: Ανδρεάντων, Τεκέκιοϊ, Τζιρακπάνι, Όξε, Ασούρ Αγάτς, Τεβκερίζ, Τεβετζούκ, Τεπετζίκ, Χατζή Ισμαήλ, Παπάζ Μαχαλεσί, Τερετζούκ, Τουτουκλή, Τεμίρ Σουΐ, Καβζάζ, Αμάσεια, Νιξάρ Ευδοκιούπολη, Ερπαά, Μεταλλείον, Ακδαγή Υοσγάτη, Αμπτουραχμανλή, Τζορούμ, Κιουμούς Ματέν, Μαραβάν, Καρατάγ, Αμισό.
Μετά εξάμηνη περιοδεία συγκεντρώνουν και παραδίδουν στο μοναστήρι το ποσό των 80 χρυσών τουρκικών λιρών, αλλά και πολλά αφιερώματα.
γ) Το 1909 χειροτονείται Αρχιμανδρίτης από το Μητροπολίτη Τραπεζούντας Κωνσταντίνο.
Αμέσως μετά, ύστερα από έγκριση των ρωσικών αρχών και της Ιεράς Συνόδου της Ρωσίας, πραγματοποιεί περιοδεία στις ελληνικές κοινότητες: Οδησσού, Σεβαστούπολης, Γιάλτας, Αλούπκας, Αλούστας, Συμφερούπολης, Καρασού Παζάρ, Σταρίκ, Κρειμ, Κερτς.
Από τον διεξαχθέντα έρανο συγκεντρώθηκε το ποσό των 3.500 χρυσών φράγκων, το οποίο παραδόθηκε στο Ηγουμενοσυμβούλιο για την ανέγερση και επιδιόρθωση των κατεστραμμένων οικημάτων του Μοναστηριού.
δ) Οκτώβριος 1912. Για τον ίδιο σκοπό επισκέπτεται τα ελληνικά χωριά της περιοχής Τιφλίδας της Γεωργίας, ειδικότερα των περιφερειών Πέλη Κλούτζ και Τσάλκαρ:
Ιβανόβκα, Σογιουτλού, Φτελέν, Χαραμπά, Πεστάς, Σουπέκ, Σεναμίρ, Χατίκ, Τζιζγαρός (ή Τσινσγγαρό), Καλά, Γετίκλισε, Τέκ-κλισε, Τζινίς, Χόλεγκ, Κιουμπέτ, Εβρενή, Κοτίλια, Χαντό, Σαντά, Γκερέκ, Καρακόμ, Νίζνι, Πάσκιοϊ, Ιμέρας, Ποστ, Παρμακτσίζ, Αμπαρλή, Κασχαταλά, Τζαμπαχτζέ, Κούς, Ματέν.
Στη συνέχεια, πήγε στο Μπακού, στο Ενζελί και στο Ρέστιο της Περσίας. Από τον ερανικό αυτό άθλο συγκεντρώθηκε το ποσό των 2.000 ρουβλίων (225 χρυσές λίρες Τουρκίας) για τις επισκευές των ερειπίων που άφησε η πυρκαγιά του 1904.
Στην ταραγμένη περίοδο του Α' Παγκοσμίου Πολέμου (1914-1918), ο Γρηγόριος Σιδηρουργόπουλος εμφανίζει πληθωρικότατη δραστηριότητα, η οποία απλώνεται σ' Ανατολή και Δύση: Βαλκάνια - Πόντο, Ν. Ρωσία - Περσία.
Τον Αύγουστο του 1914, ύστερα από πρόσκληση της ελληνικής Κοινότητας Ρεστίου Περσίας, αναλαμβάνει καθήκοντα Προϊσταμένου αυτής της Κοινότητας και ευπρεπίζει την εκκλησία της ανεγείροντας μεγαλοπρεπές και λαμπρό κωδωνοστάσιο και εξωραΐζοντας το προαύλιο της.
Σε λιγότερο από ένα χρόνο (Ιούνιο 1915) επισκέπτεται τη Θεσσαλονίκη και τα Μοναστήρια του Αγ. Όρους, ύστερα από ένα μεγάλο κύκλο περιήγησης στηΡωσία, στη Ρουμανία και στη Σερβία.
Μονή Αγίου Γεωργίου Περιστερεώτα (Ερείπια) |
Επισκέπτεται τις Κοινότητες των περιοχών Σοχούμ Κριμαίας και Κουμπάν και συγκεντρώνει το ποσό των 13.500 ρουβλίων, το οποίο αποστέλλει αμέσως στο Ηγουμενοσυμβούλιο του Περιστερεώτα.
Το 1917 επιστρέφει στη μονή Περιστερεώτα, απ' όπου επισκέπτεται τακτικά τα χωριά της επαρχίας Γαλλίανας, για να παρηγορήσει και να στηρίξει ηθικά τους καταπτοημένους και ταλαιπωρημένους κατοίκους τους.
στ) 1918-1923: Πρόκειται για την πιο ταραγμένη περίοδο της ζωής του. Η έκρηξη της ρωσικής επανάστασης και η αποχώρηση του ρωσικού στρατού από τον ανατολικό Πόντο σηματοδοτούν την αρχή της πραγματικής οδύσσειας της ζωής του. Πράγματι, μαζί με τον αποχωρούντα διαλυμένο ρωσικό στρατό καταφεύγει στη Ρωσία (Απρίλιο 1919).
Εκεί περιέρχεται, με δική του πρωτοβουλία (όχι με επίσημη αποστολή) τις πόλεις του Κουμιτάν, της Μαύρης Θάλασσας, της Κριμαίας και του Καυκάσου, για να παρηγορήσει και να ενθαρρύνει τους ομοεθνείς και τους πρόσφυγες Έλληνες, οι οποίοι βρέθηκαν ξαφνικά μέσα στη δίνη του εμφυλίου πολέμου μεταξύ των μπολσεβίκων και των αντεπαναστατών.
Στα πλαίσια της αυτοαποστολής του αυτής, αποσκοπώντας στο να βοηθήσει οικονομικά και να περιθάλψει όχι μόνο του πρόσφυγες αλλά και τους εναπομείναντες Έλληνες του Πόντου, κατόρθωσε να συστήσει 36 Συνδέσμους ποντίων στις εξής περιφέρειες Κουμπάν, Μαύρης Θάλασσας, Σοχούμ και Βατούμ: Απηνσκάγιας, Πακάνσκαγιας, Αχτήρσκαγιας, Ηλίσκαγιας, Σεβέρσκαγιας, Σμολένσκαγιας, Ιμερετίνσκαγιας, Χαταζάνσκαγιας.
Όλοι οι παραπάνω Σύνδεσμοι είχαν την κεντρική τους έδρα στο Αικατερινοντάρ. Επίσης ίδρυσε τους Συνδέσμους Ελευθεροχωρίου, Πουρτζίου, Παγπαρά, Παρναούτ, Απιάντζας, Αζάντας, Τσεπέλ, με κεντρική έδρα στο Σοχούμ και στο Βατούμ.
Αρχές του 1919 επιστρέφει στη Μονή και στη Γαλλίανα, όπου επιδίδεται στο έργο της ηθικής στήριξης, παρηγοριάς και ενθάρρυνσης του δεινοπαθούντος ελληνικού στοιχείου από τις ληστρικές επιδρομές των τσετέδων ανεξέλεγκτων συμμοριών του Τοπάλ Οσμάν. Πολύ γρήγορα, όμως, ξαναπηγαίνει στον Καύκασο, για νά συνεχίσει το εθνικό και κοινωνικό του έργο στις εκεί ελληνικές κοινότητες, αλλά και σε κοινότητες περιοχής Κων/πολης (Μάιος 1919 Μάιος 1921).
Όμως, η δράση του δεν περιορίζεται στο χώρο του Καυκάσου. Από το Μάιο του 1921 μέχρι τον Μάρτιο του 1922 υπηρετεί ως στρατιωτικός ιερέας στο εκστρατευτικό Σώμα της Μ. Ασίας ύστερα από δική του αίτηση και επιθυμία.
Με την επιστροφή του στο Βατούμ (Μάρτιος 1922) και με τη συνέχιση της δράσης του σε περιοχές της Γεωργίας, αρχίζει ο νέος κύκλος ταλαιπωριών και δεινοπαθημάτων του, αυτή τη φορά την φορά υπό το στυγνό καθεστώς των μπολσεβίκων.
Πράγματι η όλη του δραστηριότητα συκοφαντείται από το δ/ντή του Πολιτικού Γραφείου των Κομμουνιστών της Τιφλίδας, ως εθνική και θρησκευτική προπαγάνδα στρεφόμενη κατά των Κομμουνιστών και του Σοβιετικού κράτους.
Πράγματι η όλη του δραστηριότητα συκοφαντείται από το δ/ντή του Πολιτικού Γραφείου των Κομμουνιστών της Τιφλίδας, ως εθνική και θρησκευτική προπαγάνδα στρεφόμενη κατά των Κομμουνιστών και του Σοβιετικού κράτους.
Αποτέλεσμα αυτής της συκοφαντίας ήταν να συλληφθεί ο Γρηγόριος και να κλειστεί στις φυλακές της Τιφλίδας, όπου κρατήθηκε έξι ολόκληρους μήνες υπό τις πιο βάναυσες αστυνομικές συνθήκες (Ιαν.- Ιούν. 1923). Εκεί κλονίστηκε σοβαρά η ψυχική και σωματική του υγεία.
Η οδύσσεια της ζωής του Γρηγορίου Σιδηρουργόπουλου κλείνει τον Αύγουστο του 1923, οπότε φτάνει τελικά στη Θεσσαλονίκη ύστερα από την περιπετειώδη διαδρομή: Βατούμ -Κων/πολη - Μασσαλία - Πειραιάς - Θεσσαλονίκη.
ζ) 1923 κ.ε.: Ο Γρηγόριος Σιδηρουργόπουλος υπηρετεί ως ιεροδιδάσκαλος σε διάφορα Δημοτικά Σχολεία της Θράκης (περιοχών Κομοτηνής - Ξάνθης) και της Μακεδονίας (περιοχών Καβάλας - Θεσσαλονίκης - Κιλκίς).
Το ακαδημαϊκό έτος 1928-1929 γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή Θεσσαλονίκης, όπου και φοιτούσε παράλληλα με το διδασκαλικό του έργο. Στο διάστημα της Κατοχής ο Γρηγόριος περιέρχεται πόλεις και χωριά της Κεντρικής και δυτικής Μακεδονίας κηρύσσοντας το Λόγο του Θεού και στηρίζοντας ηθικά το δοκιμαζόμενο Ελληνισμό.
Το 1945 εγκαταστάθηκε οριστικά στη Λεκάνη Καβάλας, όπου και πέθανε το 1955, σε ηλικία 70 ετών, Σ'αυτό το διάστημα (1945-1955) ιερουργούσε και σε χωριά ορεινών περιοχών της Καβάλας (Διπόταμος, Κεχρόκαμπος κ.ά.).
Τα οστά του μεταφέρθηκαν και φυλάσσονται σε ειδικό κιβώτιο της νέας Μονής Αγ. Γεωργίου Περιστερεώτα, στο Ροδοχώρι της Νάουσας.
Τα οστά του μεταφέρθηκαν και φυλάσσονται σε ειδικό κιβώτιο της νέας Μονής Αγ. Γεωργίου Περιστερεώτα, στο Ροδοχώρι της Νάουσας.
Σ' αυτό το σημείο αξίζει να σημειώσουμε ότι, κατά την περίοδο της μόνιμης πια διαμονής του στη Λεκάνη Καβάλας, ο παλαίμαχος και απόμαχος Γρηγόριος με την πλούσια θρησκευτική, κοινωνική και εθνική δράση μεταλαμπαδεύει στα νέα παιδιά του χωριού το απόσταγμα των πολύπαθων εμπειριών του, μέσα από ζωντανές αφηγήσεις για το δράμα του ποντιακού ελληνισμού, τόσο στην ιστορική του κοιτίδα, τον Πόντο, όσο και στον Καύκασο και στη νότια Ρωσία.
Κουβαλούσε όμως, μαζί του και πολύτιμα αρχειακά ντοκουμέντα, τα οποία δε σώζονται σήμερα.
Αυτός είναι ο Γρηγόριος Σιδηρουργόπουλος, ο ηρωικός Αρχιμανδρίτης της I. Μονής Αγίου Γεωργίου Περιστερεώτα. Η πληθωρική του δραστηριότητα καλύπτει μια ολόκληρη εικοσιπενταετία πριν από την Ανταλλαγή, όλη δηλ. την περίοδο της τραγωδίας του Ελληνισμού του Πόντου, του Καυκάσου και της Ν. Ρωσίας.
Συνεχίζει τη δραστηριότητα του και μετά το 1923 στη Μακεδονία και Θράκη, όπου ασκεί παράλληλα το διδασκαλικό και ιερατικό του έργο.
Ο Γρηγόριος Σιδηρουργόπουλος ο Περιστερεώτης δικαιούται μια περίοπτη θέση στην εθνική μνήμη και στην ελληνική ιστορία.
Στη συνείδηση του λαού ήταν ένας πραγματικός εθνομάρτυρας και σαν τέτοιος θα 'πρέπε να αναγνωριστεί κι από την επίσημη Εκκλησία, αφού ο π. Γρηγόριος δεν έχει να ζηλέψει σε τίποτα τον Άγιο Κοσμά τον Αιτωλό, εκτός από το μαρτυρικό τέλος του Αγίου.
Η μικροϊστορία του εικονογραφεί τη μεγάλη ιστορία της I. Μονής Γεωργίου Περιστερεώτα και, κατ’ επέκταση τη δραματική περιπέτεια του Γένους στις πρώτες δεκαετίες του αιώνα μας.
Τα αυθεντικά στοιχεία αυτής της ζωντανής ιστορίας του Γρηγορίου Σιδηρουργόπουλου χρησίμευσαν ως κύρια πηγή, που έδωσε το πρωτογενές υλικό στον ερευνητή και συγγραφέα Χάρη Τσιρκινίδη, για να συγγράφει το ιστορικό του διήγημα «Το Κόκκινο Ποτάμι...Η τραγωδία του Ελληνισμού της Ανατολής 1908 -1923» (Θεσ/νίκη, Ερωδιός, 1998).
Υπόψη ότι ο Χάρης Τσιρκινίδης, από τη Λεκάνη Καβάλας, και από τους νέους της εποχής εκείνης, αξιοποίησε τόσο πετυχημένα αυτή τη σπάνια εμπειρία, ώστε να την μετακενώσει και στους αναγνώστες του εν λόγω βιβλίου του.
Ωστόσο, κάποια ενδιαφέροντα σημεία από τη ζωή και το έργο του μπορεί να βρει κανείς: α) Χαρ. Κιαγχίδη, «Ιστορία της Παλαιάς και Νέας Μονής Αγίου Γεωργίου Περιστερεώτα», θεσ/νίκη 1981,
β) Ιωάν. Ευφροσυνίδη «Ιστορικοί σελίδες της εν Πόντω Ιεράς Βασιλικής Πατριαρχικής και Σταυροπηγιακής Μονής Αγίου Γεωργίου Περιστερεώτα και της Εξαρχίας Γαλλιαίνης, Δράμα, έκδ. Οίκος Κυριαζόπουλου, 1937.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου