Η Μικρασιατική τραγωδία αποτελεί το πιο θλιβερό ορόσημο στη διαδρομή της ελληνικής Ιστορίας και το πιο ισχυρό πλήγμα εναντίον της εθνικής μας υποστάσεως και της εξαπλώσεως του Ελληνισμού, πλήγμα που συνέτριψε τις ελληνικές εστίες στον απέραντο χώρο, που προσδιορίζεται από τη Ριζούντα στο βορρά έως την Αλεξανδρέτα στο νότο και από τη Σμύρνη έως το βάθος, προς την έρημο της Άγκυρας.
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, μιλώντας σε μιά προεκλογική συγκέντρωση για τις Γερουσιαστικές εκλογές στις 21 Απριλίου 1929 είπε ανάμεσα σε άλλα:
«Η καταστροφή η Μικρασιατική εξεταστέον αν δεν είναι μεγαλύτερα και από την πτώσιν της Κωνσταντινουπόλεως. Εις την πτώσιν της Κωνσταντινουπόλεως, το έθνος έμεινε εις τας εστίας του, υποταγμένον και δούλον, αλλά έμεινε συνεχίζον την ζωήν του εις τας εστίας του, δεν έπαθε την συμφοράν αυτήν την οποίαν έπαθε...».
Η τρομερή ήττα και η τραγωδία που επακολούθησε ήταν η κορύφωση μιας εφιαλτικής πολιτικής της Τουρκίας, που άρχισε με την είσοδο της στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο (Οκτώβριος 1914), με την πίεση της Γερμανίας και με την εφαρμογή της πολιτικής της «λύσεως του εσωτερικού προβλήματος της Τουρκίας», ένας «αθώος» τίτλος που σήμαινε την εξόντωση των μειονοτήτων της Τουρκίας, με το σύνθημα «Η Τουρκία τουρκική» (αυτός ο «αθώος» τίτλος χρησιμοποιήθηκε και από τον Χίτλερ για την εξόντωση των Εβραίων και των μη Αρείων. Η πηγή της εμπνεύσεως ήταν η ίδια).
Η πρώτη φάση αυτής της πολιτικής, που καθοδηγούνταν από τη γερμανική στρατιωτική αποστολή στην Τουρκία, ήταν η σφαγή των Αρμενίων (1915) και όταν προκλήθηκε παγκόσμια αγανάκτηση και διαμαρτυρία για τη γενοκτονία αυτή, η Τουρκία συνέχισε την ίδια πολιτική με άλλα όμως μέσα:
με το λευκό θάνατο, με τις συνεχείς πορείες και εκτοπισμούς, με μαζικές μετακινήσεις ελληνικών πληθυσμών, για στρατιωτικούς, δήθεν, λόγους, μέσα σε παγωνιές και στερήσεις και τουφεκισμούς κατά τις διαδρομές, όπου το μεγαλύτερο μέρος των εκτοπισμένων αφανίζονταν.
Η κορύφωση αυτής της τραγωδίας επιτεύχθηκε με την ανέλπιστη ήττα του ελληνικού στρατού και τις ουρανομήκεις φλόγες της Σμύρνης, που οροθετούσαν μιά σκληρή καμπή της μοίρας του υπόδουλου Ελληνισμού .
Η κορύφωση αυτού του ελληνικού δράματος αποτέλεσε τη ριζική εκρίζωση του ελληνικού στοιχείου από τις πατρογονικές εστίες. Ακίνητες και κινητές περιουσίες εγκαταλείφθηκαν στην απελπιστική φυγή και γυμνά, τρεμάμενα και πεινασμένα ανθρώπινα ράκη, κοπαδιαστά εκβράσθηκαν στις ακτές της ελεύθερης, αλλά φτωχημένης από τους πολέμους και την κακή πολιτική Ελλάδα. Είχαν χαθεί τα πάντα, είχαν εξαλειφθεί όλα, εκεί, όπου άλλοτε ανθούσε ο σφρυγηλός, ο δυναμικός Ελληνισμός.
Οταν η προσφυγική πλημμυρίδα κατάκλυζε την Ελλάδα, κανείς δεν μπορούσε να φαντασθεί ότι αυτοί οι ταλαιπωρημένοι, τρομαγμένοι, γυμνοί και νηστικοί πληθυσμοί, που έφθασαν με την «ψυχή στα δόντια», θα αποτελούσαν μιά δύναμη αναγεννήσεως και προόδου, μέσα σε μιά χώρα, που τη στιγμή εκείνη περνούσε την πιο τρομερή πολιτική και οικονομική κρίση και είχε να αντιμετωπίσει περίπου ενάμισυ εκατομμύριο πρόσφυγες, που έφτασαν ασθμαίνοντας πέρα από το Αιγαίο, τη Μαύρη θάλασσα και τη Θράκη.
«Ουδέποτε η Ελλάς, θα γράψει ο οικονομολόγος και πολιτικός Γ. Κοφινάς στα 1928, σε αναφορά του για την περίοδο του 1922-1923, είχεν ευρεθή εις την από πάσης απόψεως κρίσιμον θέσιν εις ην περιήλθεν μετά τη Μικρασιατικήν καταστροφήν.
Ιδιαίτερα, το οικονομικόν πρόβλημα ηγείρετο απειλητικώς και ματαίως η Επανάστασις του 1922 ανεζήτει υπουργόν Οικονομικών.
Από του Αυγούστου του 1922 μέχρι της 16 Δεκεμβρίου 1922 είχον διαδοχικώς αλλάξει επτά υπουργοί Οικονομικών (Ε. Λαδόπουλος, Αθ. Ευταξίας, Γ. Εμπειρίκος, Αλ. Διομήδης, Σωτ. Κροκίδας, Α. Πρέκας και Γ. Σιδερής). Προϋπολογισμός της χρήσεως του 1922-23 δεν είχε συνταχθεί...».
Από του Αυγούστου του 1922 μέχρι της 16 Δεκεμβρίου 1922 είχον διαδοχικώς αλλάξει επτά υπουργοί Οικονομικών (Ε. Λαδόπουλος, Αθ. Ευταξίας, Γ. Εμπειρίκος, Αλ. Διομήδης, Σωτ. Κροκίδας, Α. Πρέκας και Γ. Σιδερής). Προϋπολογισμός της χρήσεως του 1922-23 δεν είχε συνταχθεί...».
Μέσα σ' αυτό το οικονομικό και πολιτικό χάος βρισκόταν η χώρα μας όταν κατάκλυζαν τις ακτές τα τρομαγμένα πλήθη των προσφύγων. Αυτή η φοβερή τραγωδία του Ελληνισμού δεν προκάλεσε μόνο γενικά μιά τεράστια αναστάτωση στην κοινωνική και οικονομική ζωή της ελεύθερης πατρίδας.
Απαισιοδοξία και σκεπτικισμός, μικρά και μεγάλα μίση, μεμψιμοιρίες, αναστάτωση ηθών και εθίμων, έντονες εχθρότητες, αυτή ήταν η εικόνα των πρώτων μηνών της ήττας και της εισροής των προσφύγων.
Απαισιοδοξία και σκεπτικισμός, μικρά και μεγάλα μίση, μεμψιμοιρίες, αναστάτωση ηθών και εθίμων, έντονες εχθρότητες, αυτή ήταν η εικόνα των πρώτων μηνών της ήττας και της εισροής των προσφύγων.
Ομως, απ' αυτό το χάος, θα μπορέσει να βγει η χώρα μας με αργά, αλλά σταθερά και επίμονα βήματα για να δημιουργήσουν πρόσφυγες και ντόπιοι -χέρι χέρι, όταν τα μίση θα σιγάσουν με τον καιρό - μιά νέα Ελλάδα, ισχυρότερη και ομοιογενή, για να αναπτύξουν στη γη αυτή, που θεωρούνταν άγονη και φτωχή, μιά θαυμάσια παραγωγή - βιομηχανική και γεωργική - για να ανεβάσουν τη χώρα μας στο σημείο να αντικρύζει τις προηγμένες χώρες σήμερα «ενώπιος ενωπίω». »
Όμως εκείνη η εθνική καταστροφή έφερε ταυτόχρονα μιά συσπείρωση των δυνάμεων του έθνους, που έδωσε τη δυνατότητα να χαραχθεί μιά νέα «γραμμή» στην πολιτική και οικονομική πορεία της χώρας μας.
Παρά την εχθρότητα και τις προστριβές των πρώτων χρόνων, πού γρήγορα ο καιρός εξάλειψε σχεδόν όλα, έγινε παραδεκτή η συμβολή, η ζωογόνα πνοή που έδωσαν οι πρόσφυγες σε μιά νωθρή και σχεδόν πρωτόγονη Γεωργία και σε μιά αναιμική Βιομηχανία.
Τη συμβολή του προσφυγικού στοιχείου δεν την υπογράμμισαν σχεδόν
μόνον οι ίδιοι προσφυγικοί παράγοντες, αλλά πολιτικοί, οικονομολόγοι και πνευματικοί άνθρωποι της εποχής εκείνης όμως και νεώτεροι, που διέκριναν αντικειμενικά τη δυναμικότητα και την προσαρμοστικότητα του προσφυγικού στοιχείου σ' όλους τους τομείς της παραγωγικής και πνευματικής δραστηριότητος.
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος μιλώντας στη Βουλή στις 22 Οκτωβρίου 1928, είπε τονίζοντας:
«Είναι γνωστόν, κύριοι, ότι η δεκαετής πολεμική μας προσπάθεια, η Μικρασιατική καταστροφή και η συρροή ενός και ημίσεος εκατομμυρίου προσφύγων εις το έδαφος μας, εδημιούργησαν μίαν τρομεράν οικονομικήν κρίσιν εις την Ελλάδα.
Αλλά, ο πλέον αίσιος οιωνός δια το μέλλον είναι το γεγονός ότι ο προσφυγικός πληθυσμός, ο οποίος, κατά τα πρώτα έτη απετέλεσεν εν βάρος δια την χώραν και δια τον οποίον συνεχίζονται να γίνονται πολλαί θυσίαι, ήρχισε να αποτελεί ενεργητικόν.
Και αν σκεφθώμεν, κύριοι, το υπέροχον ανθρώπινον υλικόν, από το οποίον συντίθεται ο πληθυσμός αυτός, δυνάμεθα να είμεθα βέβαιοι ότι η Ελλάς, με την σημερινήν σύνθεσιν του λαού της, δύναται να ατενίζει μετ' εμπιστοσύνης εις το μέλλον...».
Σε άλλη ομιλία του πάλι στη Βουλή, στις 25 Ιουνίου 1930, ο Βενιζέλος διατύπωσε ότι «ο προσφυγικός πληθυσμός, εις όλα σχεδόν τα στάδια της ανθρώπινης δραστηριότητος διακρίνεται και ήδη είδομεν τα αποτελέσματα της παρουσίας του εδώ κυρίως εις την Γεωργίαν...».
Ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου, προλογίζοντας το βιβλίο του Μ. Ι. Νοταρά «Η αγροτική αποκατάστασις των προσφύγων», που εκδόθηκε στα 1934, τόνισε τις μεγάλες θυσίες του κράτους και την κρίση που δημιουργήθηκε τότε με την έλευση των προσφύγων, αλλά και την εξαιρετική συμβολή των προσφύγων στην ανόρθωση της Οικονομίας:
«Από δημοσιονομικής απόψεως - γράφει ο Παπαναστασίου - η προσφυγική εγκατάστασις προεκάλεσεν υπερβολικήν χρέωσιν του κράτους, τόσον εις το εξωτερικόν, όσον και εις το έσωτερικόν.
Η χρέωσις αύτη επέτεινε, όπως ήτο φυσικόν, την οικονομικήν κρίσιν εις την Ελλάδα, διότι εξ άλλου, τα παραγωγικά αποτελέσματα της προσφυγικής εγκαταστάσεως δεν ήτο δυνατόν να εμφανισθούν από τα πρώτα έτη, η εις το ακέραιον αποζημίωσις των προσφύγων δια την εγκαταλειφθείσαν περιουσίαν των, δεν κατέστη δυνατή και ούτω δεν κατορθώθη ώστε τα έσοδα του κράτους να αυξήσουν παραλλήλως προς τα έξοδα, η παραγωγή να αυξάνει αναλόγως προς την αύξησιν της καταναλώσεως και να μη επέλθη διατάραξις του ισοζυγίου των εξωτερικών πληρωμών.
Ως εκ τούτου ηναγκάσθη το κράτος κατ' αρχάς να αναστείλη και κατόπιν να περιορίση την εκπλήρωσιν των υποχρεώσεων του προς τους πιστωτάς του, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται και οι πρόσφυγες.
»Τα δυσμενή αυτά αποτελέσματα εις τα δημόσια οικονομικά βαθμηδόν υποχωρούν, διότι οσημέραι καθίσταται μεγαλύτερα η συμβολή των προσφύγων εις την ανάπτυξιν της οικονομικής ζωής του τόπου.
Μεγάλοι εκτάσεις εξεχερσώθησαν, αι μέθοδοι της καλλιέργειας εκαλυτέρευσαν και ως εκ τούτου η γεωργική Οικονομία παρουσιάζει αξιοσημείωτον αύξηοιν. Και εις την Βιομηχανίαν ακόμη, την Βιοτεχνιαν και το Εμπόριον παρατηρείται επίσης σοβαρά πρόοδος.
Νέαι Βιομηχανίαι, όπως των ταπήτων, εισήχθησαν και πολλαί βιοτεχνικοί και βιομηχανικοί επιχειρήσεις εσχηματίσθησαν και αι παλαιοί ανεπτύχθησαν. Πλήθος αντικειμένων που εισήγοντο προηγουμένως από το εξωτερικόν, κατασκευάζονται τώρα εις τον τόπον μας και γενικώς παρατηρείται μεγάλη ζωηρότης εις όλους τους κλάδους της παραγωγής».
Από τους οικονομικούς παράγοντες, ο Αλέξανδρος Διομήδης, διοικητής τότε της Εθνικής Τράπεζας, εκθέτοντας τα «Πεπραγμένα της χρήσεως του 1924», διέκρινε την ευεργετική επίδραση των προσφύγων στην Οικονομία της χώρας, παρόλο ότι δεν πέρασαν παρά δυό χρόνια από την τραγική τους έλευση στην Ελλάδα.
Στα «Πεπραγμένα» εκείνα υπογράμμιζε: «Εις όλους τους κλάδους της παραγωγικής δραστηριότητος, τα απασχολούντα κεφάλαια εμφανίζουν ουσιώδη αύξησιν. Εμπόριον, Βιομηχανία, Γεωργία, Οικοδομική εκινήθηοαν ζωηρώς εις το κέντρον και τας επαρχίας, ιδιαίτερα δε εν Μακεδονία.
Ο προσφυγικός κόσμος, όστις μέχρις εσχάτων ακόμη απετέλει βαρύ καθήκον, αρχίζει να μεταβάλλεται εις ενεργόν στοιχείον της παραγωγής, ωθούν ταύτην προς τα εμπρός, με ζήλον και δραστηριότητα... Οι αγρόται πρόσφυγες είναι στοιχεία καλής πίστεως, εργατικοί και συνεπείς εις τας υποχρεώσεις των, φιλόνομοι, γνώσται και εισαγωγείς νέων μεθόδων εν τη καλλιέργεια των διαφόρων ειδών...
Δύναται τις βασίμως να ισχυρισθή ότι ουδέποτε η Ελλάς ενεφάνισε τοιαύτην έντασιν καλλιεργητικής δράσεως, της οποίας, κύριος παράγων υπηρξεν ο προσφυγικός...».
Ο ίδιος, ο Α. Διομήδης, σε άρθρο του στο «Ελεύθερον Βήμα» της 29 Ιουνίου 1933, δηλαδή, ύστερα από μιά σχεδόν δεκαετία από τη διατύπωση των παραπάνω απόψεων του, επανέρχεται στο ίδιο θέμα, μιλώντας για τους πρόσφυγες:
«Εις όλους τους κλάδους της εργασίας, τονίζει, η επίδοσις των (των προσφύγων) είναι χαρακτηριστική. Η καλλιεργούμενη έκτασις, από 14.500.000 στρέμματα το 1924, αυξάνει εις 19.300.000. Αι εξαγωγαί μας, από 8.000.000 στερλίνας το 1923, φθάνουν εις 18.700.000 στερλίνας το 1929, η αξία δε του εξαγομένου καπνού, από 21.000.000 κιλά, το 1923 αξίας 5.600.000 στερλινών, φθάνει 50.000.000 κιλά αξίας 10.500.000 στερλινών το 1929. Η αξία της βιομηχανικής παραγωγής από 4.986.000.000 δρχ. το 1925, φθάνει εις 7.157.000.000 δρχ. το 1929. Η κινητήριος δύναμις από 110.673 ίππους το 1920, φθάνει εις 359.300 ίππους το 1930..».
Ο πρώην πρωθυπουργός και καθηγητής Πανεπιστημίου Π. Κανελλόπουλος, του οποίου ο θείος Δημήτριος Γούναρης, - αδελφός της μητέρας του -πού θεωρήθηκε ένας από τους κυριώτερους ενόχους της Μικρασιατικής καταστροφής και εκτελέσθηκε μαζί με άλλους πέντε, στο ειδικό τεύχος της «Νέας Εστίας» το αφιερωμένο στη «Μνήμη Μικράς Ασίας», ανάμεσα σε άλλα, σημειώνει τα παρακάτω: «...Το πολιτικό πάθος, οι κομματικοί φανατισμοί έκαναν μιά μεγάλη μερίδα του ελληνικού λαού, πού είχε από το 1915 διχασθεί, να μην αντικρύσει με συμπάθεια τους «πρόσφυγες», όταν τα αδυσώπητα κύματα της Ιστορίας τους έριξαν επάνω στα βράχια της Ελλάδος.
Το θυμάμαι και ανατριχιάζω. Αν και ήμουν τοποθετημένος οικογενειακά στη μερίδα εκείνη, δεν συμμερίσθηκα - ούτε και ξέρω πολύ καλά, ότι και πολλοί άλλοι της ίδιας «παρατάξεως» δεν συμμερίσθηκαν - την αθέλητη αυτή διαστροφή, πού έχει ωστόσο, την ιστορική της εξήγηση...
Πάντως, όπως και νάχει το πράγμα, στην πίκρα της προσφυγιάς δεν έπρεπε - δεν τόθελε ο Θεός - να προστεθεί και η πίκρα πού γέννησε στην ψυχή των «προσφύγων» η στάση ενός μεγάλου μέρους γηγενών απέναντι τους.» («Νέα Εστία» «Χριστούγεννα 1972»).
Με τη συμπλήρωση πενήντα χρόνων από τη μεγάλη συμφορά, στα 1972, το «Δελτίον του Συνδέσμου Ελλήνων Βιομηχάνων» της 30 Σεπτεμβρίου 1972, υπογράμμισε, μέσα σε πλαίσιο, τα παρακάτω:
«Μολοταύτα το έθνος (με τη Μικρασιατική καταστροφή),όπως εις τόσας άλλας δοκιμασίας δεν ελύγισε και η συμπύκνωσις (με τον ερχομό των προσφύγων) αποτέλεσε την αφετηρίαν πραγματοποιήσεων, των οποίων η εκτίμησις εις την προοπτικήν του χρόνου που διέρρευσεν, είναι εξόχως αισιόδοξος - τώρα οπότε η χώρα δρέπει τους καρπούς της θαυμάσιας αυτής διασταυρώσεως, εις την σποράν και την γονιμοποίησιν των οποίων συνεμόχθησαν προσκομίζοντες την πείραν, την πρωτοβουλίαν, την εργατικότητα, το επιχειρηματικόν των δαιμόνιον, τα προσφυγόντα εις την πατρίδα τέκνα ενός προηγμένου οικονομικού και κοινωνικού πολιτισμού, που εζυμώθη, συνεμίχθη και ενίσχυσε τον ελλαδικόν.
Ούτω, η Γεωργία, το Εμπόριον και κυρίως η Βιομηχανία, εις τας οποίας ενετάχθη νέον δραστήριον και με τολμηράς επιχειρηματικάς πρωτοβουλίας ανθρώπινον δυναμικόν, επεξετάθησαν εις νέους παραγωγικούς κλάδους, που αξιοποίησαν, κατά τον πλέον αποδοτικόν τρόπον, τους εθνικούς πόρους και συνετέλεσαν εις την διεύρυνσιν της εθνικής προόδου...».
Στο ειδικό τεύχος του «Οικονομικού Ταχυδρόμου» της 26 Απριλίου 1973, που ήταν αφιερωμένο εξολοκλήρου στην επίδραση του προσφυγικού στοιχείου στην πορεία της χώρας μας, με τον γενικό τίτλο:
Οι πρόσφυγες στην Ελλάδα «πενήντα χρόνια προσφοράς που άλλαξε τον τόπο», έγραψαν τη γνώμη τους καθηγητές Πανεπιστημίων, οικονομολόγοι, πολιτικοί, δημοσιογράφοι και πνευματικοί άνθρωποι για την επίδραση των ανθρώπων που ήλθαν από μιά συμφορά και άνοιξαν τα φτερά τους στην ελεύθερη πατρίδα, για να τη βοηθήσουν με την πείρα και τις γνώσεις τους.
Ο Διευθυντής του «Οικονομικού Ταχυδρόμου» Γιάννης Μαρίνος, προλογίζοντας την έκδοση, έγραψε ανάμεσα σε άλλα:
«... Σήμερα που έχουν εκλείψει τα πάθη των πρώτων χρόνων, πάθη που συνδέονται και με τη φιλελεύθερη τοποθέτηση των προσφύγων, οι οποίοι λάτρεψαν τον Βενιζέλο, οι παλιοί πρόσφυγες αισθάνονται ακόμα αδικαίωτοι.
Κι' ας τους οφείλουμε τόσα πολλά, ακόμα και πολλές καινούργιες ιδέες, μέχρι τις πιο ακραίες, χάρις στις οποίες προκαλείται αντίδραση και τελικός συμβιβασμός μεταξύ παλιού και νέου, δηλαδή, πρόοδος.
Κι' ας τους οφείλουμε τόσα πολλά, ακόμα και πολλές καινούργιες ιδέες, μέχρι τις πιο ακραίες, χάρις στις οποίες προκαλείται αντίδραση και τελικός συμβιβασμός μεταξύ παλιού και νέου, δηλαδή, πρόοδος.
Και κοντά σ’ αυτή τη μεταφύτευση του πολύ πιο ανεπτυγμένου πολιτισμού τους, που έδωσε τη σφραγίδα του στην ελληνική Επιστήμη, στα Γράμματα και στις Τέχνες της νεώτερης Ελλάδος. Μέχρι και το μοναδικό Νόμπελ στον πρόσφυγα Σεφέρη...».
Ομως και οι πνευματικοί ανθρωποι δεν υστέρηοαν σε ευνοϊκές κρίσεις.Το πιό σημαντικό όργανο των διανοουμένων και των λογοτεχνών, Η «Νέα Εστία» αφιέρωσε το τεύχος της των Χριστουγέννων του 1972 στη «Μνήμη της Μικράς Ασίας», όπου ανάμεσα σε άλλους διανοητές και λογοτέχνες, ο Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος, γράφει στο «κομμάτι» του:
«Σήμερα η αντιπάθεια των πρώτων χρόνων έχει σβήσει. Οι πυκνές επιγαμίες έμπασαν τη Μικρασία στις φλέβες μας. Και δεν υπάρχει σημείο της ελληνικής γης όπου ένας πρόσφυγας, ή ένας απόγονος προσφύγων, να μην έχει στήσει και ένα μικρό τρόπαιο φιλοπονίας και επινοίας και τόλμης.
Πριν έρθουν οι μηχανές να βελτιώσουν την καλλιέργεια της γης, ήρθαν οι ξύπνοι «τουρκομερίτες» να μας διδάξουν πολλά. Και πριν το Εμπόριο, με την ώθηση των γενικών ιστορικών συνθηκών ευρύνει τα όριά του, ήρθαν οι πολυμήχανοι εγκέφαλοι της Ανατολής να μας μάθουν, κατά πιο τρόπο ο βιοτέχνης εξελίσσεται σε βιομήχανο και κατά ποιό τρόπο κερδίζει την εμπιστοσύνη των αγορών και του εσωτερικού και του εξωτερικού.
Δεν θέλω να πω πως η κάθε πρόοδος του τόπου είναι έργο των Ελλήνων της συμφοράς... Αλλά, και δεν θέλω να παρασιωπήσω το αναμφισβήτητο γεγονός πως είναι και κατά μεγάλο μέρος, αν όχι το μέγιστο τμήμα της, έργο δικό τους...».
Δεν είμαστε από κείνους που πιστεύουν πως όλα τα έκαναν οι πρόσφυγες. Αυτή η άποψη είναι υπερφίαλη και έξω από κάθε πραγματικότητα.
Η χώρα δεν θα σταματούσε στα επίπεδα του 1922, αν δεν ερχόταν οι πρόσφυγες. Το προσφυγικό στοιχείο - πρέπει να το τονίσουμε για να αποφευχθεί κάθε παρεξήγηση -δεν δημιούργησε μόνο του την εξέλιξη της χώρας μας. Την προώθησε όμως, της έδωσε ταχείς ρυθμούς και σε ορισμένες περιπτώσεις, άλλαξε την πορεία αυτής της εξελίξεως και ιδίως στον αγροτικό τομέα.
Η χώρα δεν θα σταματούσε στα επίπεδα του 1922, αν δεν ερχόταν οι πρόσφυγες. Το προσφυγικό στοιχείο - πρέπει να το τονίσουμε για να αποφευχθεί κάθε παρεξήγηση -δεν δημιούργησε μόνο του την εξέλιξη της χώρας μας. Την προώθησε όμως, της έδωσε ταχείς ρυθμούς και σε ορισμένες περιπτώσεις, άλλαξε την πορεία αυτής της εξελίξεως και ιδίως στον αγροτικό τομέα.
Γιώργου Λαμψίδη
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΊΑ
1.- Για τα αποσπάσματα των λόγων του Ε. Βενιζέλου: Γρηγ. Δαφνή. «Οι πρόσφυγες, θαυμάσιο ανθρώπινο υλικό». «Οικονομικός Ταχυδρόμος» 26 Απριλίου 1973.
2- Για το απόσπασμα του Γ.Ν. Κοφινά: Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό Ελευθερουδάκη, τομ. 5ος, σελ. 454.
3 - Για την πολιτική της Τουρκίας απέναντι στις μειονότητες: Γεωρ. Λαμψίδη: Τοπάλ Οσμάν, σελ. 18-20
4. - Για τις γνώμες του Α. Διομήδη: Α. Αιγίδη, «Η Ελλάς χωρίς τους πρόσφυγες», έκδοση 1934, σελ. 138
5. - Για τη γνώμη του Α. Παπαναστασίου: Μ.Ι. Νοταρά «Η αγροτική αποκατάστασις των προσφύγων». Αθήναι 1934, σελ. Προλόγου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου