Μετά
τη γέννηση ,τη βάπτιση, την ανατροφή και την παιδεία το πιο σημαντικό γεγονός
στη ζωή των γυναικών ήταν ο γάμος. Τις περισσότερες φορές δεν γινόταν αρραβώνας
πριν από τον γάμο. Όλα γίνονταν σύντομα. Την μια Κυριακή λόγος, την άλλη γάμος.
Αρραβώνες
έκαναν συνήθως όταν ο νέος έπρεπε να ξενιτευτεί και πολλές φορές ο αρραβώνας
αυτός τραβούσε σε μάκρος.
Στους
αρραβώνες φέρνανε και Παπά και λέγανε πως αυτός ο αρραβώνας "ετον
ημ' σον στέφανον", γι αυτό και δε χαλούσε εύκολα.
Σπάνια
διαλύονταν αρραβώνες. Αλλά και αν καμιά φορά τύχει να συμβεί, δεν ήταν καθόλου
προσβλητικό για την κοπέλα. Και αυτό επειδή τα χρόνια εκείνα δεν είχαν ερωτικές
σχέσεις, αφού ο αρραβωνιαστικός μόνο ύστερα από πρόσκληση πήγαινε στο σπίτι της
νύφης και ποτέ μόνος του. Όταν διαλύονταν ο αρραβώνας "εκλώσταν τα
σουμάδα", δηλαδή επέστρεφαν τα δώρα οι μεν και οι δε και όλα
τέλειωναν.
Την
αρραβωνιασμένη την έλεγαν "σουμαδεμέντσα", την αρραβωνιαστικιά
"νουσαλού",ενώ τον αρραβωνιαστικό ο "νουσαλούς" και το
αρραβώνιασμα "σουμάδα" ή "σουμάδεμαν"
Στη
Σαντά τα κορίτσια παντρεύονταν γύρω στα δεκαοχτώ τους χρόνια.
Το
κλίμα της Σαντάς ήταν ορεινό και τα κορίτσια ωρίμαζαν κάπως αργά. Έπειτα δεν
είχαν Τούρκους στα χωριά τους για να φοβούνται τις επιμιξίες. Ένας άλλος λόγος
ήταν και το οικονομικό ζήτημα .Οι νέοι ήσαν υποχρεωμένοι να ξενιτεύονται για να
εξοικονομήσουν τα έξοδα του γάμου γιατί και μόνο η νυφική φορεσιά στοίχιζε πάνω
από δέκα λίρες.
Έτσι
οι νέες περιμένοντας το γυρισμό των παλικαριών από την ξενιτιά έφταναν στα
δεκαεφτά ή δεκαοχτώ τους χρόνια, που ήταν και η συνηθισμένη ηλικία γάμου.
Λίγοι
ήσαν οι γάμοι σε πολύ μικρή ηλικία, όπως γίνονταν σε άλλα μέρη του Πόντου. Σε
μικρή ηλικία παντρεύονταν μόνο τα πολύ φτωχά και ορφανά κορίτσια, που τα
πάντρευαν όπως όπως στην πρώτη ζήτηση.
Αν
πάλι τύχαινε στο κορίτσι κάποιο καλό τυχερό, δηλαδή κάποιος πλούσιος ή
μορφωμένος γαμπρός, τότε τα πάντρευαν πάλι σε μικρή ηλικία, γιατί το καλό
τυχερό δεν τύχαινε συχνά! Η διαφορά ηλικίας ανάμεσα στα ζευγάρια ήταν από
συνομήλικα έως έξι εφτά χρόνια. Πολύ σπάνια παίρνανε μικρότερο τους για άντρα.
Οι
περισσότεροι γάμοι γίνονταν με προξενιό. Το κορίτσι ήταν αμέτοχο στην εκλογή
του συντρόφου και οι κάποιες τυχόν αντιρρήσεις του έπεφταν στο κενό. Οι γονείς
δεν είχαν εμπιστοσύνη στην κρίση των κοριτσιών, γι αυτό έλεγαν:
"τα
κορίτσια αν αφήντς ατα,για λυριτζήν θα παιρ'νε για ταουλτζήν"
(Τα
κορίτσια αν τα αφήσεις ή λυράρη θα πάρουν ή νταουλτζή)
Προξενιό
δε γινότανε ποτέ από το μέρος του κοριτσιού.Οι γονείς του αγοριού διάλεγαν το
κορίτσι που επιθυμούσαν να γίνει νύφη τους και είτε έστελναν κάποιον συγγενή
τους ή πήγαιναν οι ίδιοι "ς' σο ψαλάφεμαν", δηλαδή
ζητούσαν τη νέα από τους γονείς της, να την πάρουν για νύφη τους. Οι γονείς του
κοριτσιού δεν έδιναν ποτέ το λόγο τους με την πρώτη ζήτηση, όποιος κι αν ήταν ο
γαμπρός, ακόμα και ο καλύτερος. Έκαναν λίγο τα νάζια τους, ώσπου να δώσουν το
λόγο τους, χωρίς φυσικά να ερωτηθεί η νέα. Όταν οι γονείς δεν ενέκριναν το
γαμπρό έλεγαν:
"Το
κορίτσ'ν εμουν ακόμαν μικρόν εν", το κορίτσι μας είναι μικρό ακόμη.
Στην
εκλογή της νύφης μετρούσαν κυρίως τα ψυχικά και σωματικά χαρίσματα της νέας: η
ομορφιά, η εργατικότητα, ο καλός χαρακτήρας της. Αν το κορίτσι ήταν ντροπαλό
και κοκκίνιζε όταν κάποτε το μιλούσε, το θεωρούσαν προτέρημα. Ήταν δηλαδή
δείγμα καλής ανατροφής και φρονιμάδας. Τη δεύτερη θέση στα προσόντα της νέας
είχε η καλή οικογένεια, "καλόν γενεά".
Το πάρσιμον τη νύφες!!! |
"Τέρεν
την ούγια και 'επαρ το πανίν,
τέρεν
τη μάννα και έπαρ το κορίτσ'!"
Οι
γάμοι από έρωτα ήσαν λίγοι, αφού η συναναστροφή ανάμεσα σε αγόρια και κορίτσια
ήταν απαγορευμένη. Μόνο σε γάμους και σε πανηγύρια συναντιότανε και γεννιότανε
και κάποιο αισθηματάκι, που εκδηλωνόταν με τραγούδια του νέου προς τη νέα και
με κανένα κρυφό χαμόγελο ,πεταχτές κλεφτές ματιές και καρδιοχτύπια:
"Ελα
να ποδεδίσω σε, αρνόπο μ' έλα,έλα.
'Οντες
τερώ σε, μη τερείς αφκά -κεσ' χαμογέλα".
έλα
μικρή αγαπούλα μου, να σε χαρώ , έλα- έλα,
όταν
σε βλέπω μην κοιτάς κάτω , μόν' κρυφοχαμογέλα)..
Για
προίκα δεν γινότανε λόγος. Δεν καταδεχόταν ούτε η μια πλευρά ούτε η άλλα
μιλήσει για προίκα. Προίκα θεωρούσαν μόνο τον ρουχισμό. Χωράφια ή σπίτι δεν
έδιναν. Αν ο πατέρας ήταν πλούσιος, άφηνε και στα κορίτσια μερίδιο ή έδινε
λίρες, αλλά με τη θέλησή του. Άλλωστε στη Σαντά η προίκα ισοφαριζόταν με την
εργασία της γυναίκας.
Αλλά
ούτε και οι νέες έδιναν μεγάλη σημασία στα πλούτη! Ήθελαν ο άντρας τους να
είναι όμορφος , να χορεύει ωραία και να τραγουδάει ωραία, να είναι εργατικός
και τίμιο παλικάρι.
«Τ'
οσπιτόπο μ' καφουλόπον (θάμνος)
κι
άντρας -μ' παλληκαρόπον».
Δηλαδή,
δεν την ένοιαζε αν το σπίτι της ήταν όσο ένας θάμνος, φτάνει που ο άντρας της
ήταν άξιο παλικάρι. Και λέγοντας παλικάρι η Σανταία εννοούσε τον λεβέντη στην
εμφάνιση, το γενναίο στην ψυχή και τον άξιο στη ζωή. Αυτός ήταν ο ιδανικός
άνδρας. Το νέο που δεν πήγαινε στην ξενιτιά, τον θεωρούσαν κάπως καθυστερημένο
και δεν τον προτιμούσαν οι κοπέλες.
"Ατός
πα ‘ντο άγουρος εν;
Ας
σ' σον κόσμον χαπάρ' κι εχ' "
Τι
άντρας είναι αυτός; Δεν ξέρει από κόσμο τίποτα)
Μερικές
φορές τύχαινε να αγαπηθούν δύο νέοι από την ίδια γειτονιά, μας το λέει και ο
στίχος
"Καλά
εποίκα κι εγάπεσα ς' σην μαχαλά μ' κορτσόπον,
εμπαίν',
εβγαίν',ελεπ'ατο, χαίρεται το καρδόπο μ'.. "
(Καλά
έκανα και αγάπησα κόρη στη γειτονία μου,
μπαίνει
βγαίνει την κοιτώ, χαίρεται η καρδιά μου)
Επίσης
αν η φίλη ενός κοριτσιού είχε αδελφό ή ξάδελφο γεννιόταν και πάλι κάποιο
αισθηματάκι. Σ' αυτές τις περιπτώσεις αν οι γονείς των νέων δεν είχαν
αντιρρήσεις, συμφωνούσαν και το αίσθημα είχε ευτυχισμένο τέλος φτάνοντας στο
γάμο. Αν πάλι δεν συμφωνούσαν οι γονείς, η νέα υπέκυπτε στη θέληση των γονιών
της και η ιστορία τελειώνει άδοξα.
Όταν
όμως το αίσθημα ήταν δυνατό, οι νέοι επέμεναν και τότε το καλό το παλικάρι
ξέρει κι άλλο μονοπάτι. Ο νέος με τη βοήθεια φίλων η συγγενών έκλεβε την
νέα «εσύρ'νεν ατέν», πάντοτε με η σύμφωνη γνώμη και της ίδιας! Ένα δίστιχο μας
λέει σχετικά:
«Την
Κερεκίτσαν εύρα 'τεν 'ς ση Παύλε το ρακάνι
ετσάκωνεν
τα τσατσόπα 'τ'ς ναδί' εμέν χαπάρι».
(βρήκα
την Κυριακούλα στου Παύλου την ραχούλα
τα
κλωναράκια έσπαζε να με ειδοποιήσει).
Η
Κερεκίτσα ήθελε με τον θόρυβο να βοηθήσει το νέο να την εντοπίσει, να την
συναντήσει «δήθεν τυχαία» και να την κλέψει. Κρατούσαν τα προσχήματα οι νέες,
δεν έδειχνα την προθυμία τους. Κλέψιμο, «σύρσιμον», χωρίς τη συγκατάθεση της
νέας ήταν πολύ σπάνιο.
Πολλές
φορές όταν κλέβονταν δυο νέοι, γίνονταν μεγάλες φασαρίες. Κινητοποιούνταν το
σόι άλλοτε της νέας και άλλοτε του νέου, ή και οι δύο αντίπαλες οικογένειες και
ψάχνανε σ' όλα τα χωριά, σε όλα συγγενικά σπίτια, πυροβολούσαν, φοβερίζανε,
φώναζαν για να προλάβουν τους νέους να μην στεφανωθούν. Τις περισσότερες φορές
όμως προχωρούσαν μπροστά στην επιμονή και στην αγάπη των νέων.
Ένας
τέτοιος επεισοδιακός γάμος ήταν του Περικλή από το χωριό των Ισχανάντων.
Ο
Περικλής , νέος, ωραίος και από πολύ καλή οικογένεια, αγάπησε μια νέα κοπέλα,
επίσης ωραία. Οι γονείς του όμως δεν την θεωρούσαν άξια για νύφη τους, ίσως
γιατί ήταν φτωχή. Αλλά επειδή η αγάπη δεν είναι μια υπολογιστική διαδικασία, οι
νέοι κατέφυγαν στην συνηθισμένη για την εποχή και τον τόπο λύση: κλέφτηκαν!
Ο
πατέρας του Περικλή κίνησε γη και ουρανό, φοβέρισε,έτρεξε πάνω κάτω, για να τους βρει και να τους εμποδίσει να στεφανωθούν. . Μάταια , οι νέοι στεφανώθηκαν.
Αργότερα, όταν όλα τελείωσαν και καταλάγιασαν τα πράγματα, ο Περικλής που
τραγουδούσε κι έπαιζε λύρα πολύ όμορφα, τραγούδησε για τους γονείς του :
«Και
'ς σον Μιτίρ εγκάλεσεν ο κύρη μ' ο Φωκίων:
Για
φερ'τε με τον Περικλήν, για καίω το χωρίον».
(Στο
διοικητή κατάγγειλε ο πατέρας μου ο Φωκίων:
Η
φέρτε μου τον Περικλή ή καίω το χωριό).
Ο
στίχος δείχνει το μέγεθος της ταραχής και της φασαρίας που έγινε στο χωριό. Και
δεν ήταν φυσικά μοναδική περίπτωση!Ο Περικλής συμπλήρωσε και μ' ένα άλλο
τραγούδι δείχνοντας την πικρία που του έδωσαν οι γονείς του :
"Ο
Φωκίων ο πατέρα 'μ κι η Ευρίκλη η μητέρα μ',
ντο
πολλά 'κατηγορέσαν τ' Αλχάζ τη θυγατέραν"
(Ο
Φωκίων ο πατέρας μου κι η Ευρύκλεια η μητέρα
Πολύ
κατηγορήσανε του Αλχάζ τη θυγατέρα).
Τα
κορίτσια και μετά τον γάμο τους ήσαν στοργικά προς τους γονείς και τ' αδέλφια
τους. Όταν η πεθερά το επέτρεπε, πεταγόταν πάντοτε να δουν τους γονείς και τους
βοηθήσουν, αν χρειάζονταν. Τα κορίτσια δεν έπαιρναν από την πατρική κληρονομιά,
όταν είχαν αδέλφια αγόρια. Ότι δικαιούνταν το άφηναν στ' αγόρια, που είχαν
άλλωστε και τους γονείς τους, γιατί στη Σαντά οι γονείς δεν έμεναν με τα
κορίτσια ποτέ, αλλά μόνο με τα αγόρια. Έλεγαν μάλιστα:
"Ας
όλον ο καλόν ο γαμπρόν και όλον το κακόν το παιδίν".
Προτιμούσαν
δηλαδή το κακό παιδί τους από τον πιο καλό γαμπρό.Αλλά και όταν δεν είχαν άλλα
παιδιά, πάλι δεν μένανε με τη μοναχοκόρη τους. Πάρα πολύ σπάνια παίρνανε στο
σπίτι τους «σώγαμπρο» και κοινών από ξένα χωριά. Οι Σανταίοι δεν πήγαιναν
«σώγαμπροι»,πολύ σπάνια.
Ο
αδελφός δεν ήταν υποχρεωμένος να περιμένει την αδελφή. Η σειρά στην παντρειά
ήταν κατά την ηλικία, γι αυτό και η έκφραση:
"Σαν
εμέν-σαν εμέν, έρθεν η σειράσ' εμέ'ν!"
(Χαρά
σε μένα,χαρά σε μένα, ήρθε η σειρά σ' εμένα).
Οι
Σανταίες σπάνια παντρεύονταν έξω από τα όρια της Σαντάς, ίσως από τοπικισμό ή
γιατί τα χωριά της Σαντάς ήσαν απομονωμένα.
Η
έκφραση των Κρωμαίων : "Τη Σεϊτάν τον πάρδον παίρω κι ας σην
Μόχωραν κι εβγαίνω" ( Τον γάτο του Σεϊτάν παντρεύομαι και απ' την Μμόχωρα-συνοικία της Κρώμνης- δεν βγαίνω), ίσχυε και για τις Σανταίες. Για το
λόγο αυτό η Σανταία δημιούργησε δικό της ιδιαίτερο χαρακτήρα. Αν κάποια Σανταία
παντρευόταν Τούρκο, έστω παρά την θέλησή της, την τιμωρούσαν με θανάτου.
Ο
Στάθης Αθανασιάδης (Γέρο Στάθης) αναφέρει την περίπτωση της κόρης του Μαμουλάκ'
που παντρεύτηκε Τούρκο. Όταν αυτή κάποτε γύρισε στο χωριό να δει τους δικούς
της ο αδελφός της με δύο άλλους χωριανούς την ώρα που τις ξεπροβοδούσαν την
έσπρωξαν σε μια βαθιά χαράδρα και από τότε δεν την ξαναείδε κανείς.