Η Πόπη
Τσακμακίδου - Κωτίδου γεννήθηκε το 1929 στη Νέα Σάντα Κιλκίς. Οι γονείς της
ήσαν πρόσφυγες από τη Σάντα του Πόντου.
Μεγάλωσε
και σπούδασε στη Θεσσαλονίκη. Εργάστηκε σαν φιλόλογος στο Ιδιωτικό Γυμνάσιο
Χέρσου Κιλκίς και των Γιαννιτσών Πέλλας.
Από
τα φοιτητικά, της χρόνια ενδιαφέρθηκε για τα "Ποντιακά δρώμενα".
Υπήρξε
η πρώτη εκλεγμένη Γενική Γραμματέας του Τμήματος της Νεολαίας της Ευξείνου
Λέσχης Θεσσαλονίκης με Πρόεδρο τον μακαρίτη Δημήτρη Κασιμίδη.
Είναι
τακτική συνεργάτης του περιοδικού ""ΠΟΝΤΙΑΚΟ ΒΗΜΑ" της Ευξείνου
Λέσχης Κο ζάνης και άλλων ποντιακών εντύπων.
Είναι
μέλος πολλών προσφυγικών σωματείων και παίρνει μέρος σε συνέδρια που ασχολούνται
με ποντιακά θέματα.
Από
τον Εκδοτικό οίκο Αδελφών Κυριακίδη κυκλοφόρησε το βιβλίο της "Οι Γυναίκες
της Σάντας του Πόντου" (2000).
Είναι
παντρεμένη με τον γεωπόνο Χαράλαμπο Κωτίδη και απόκτησαν δύο παιδιά, την Γωγώ
και τον Κώστα. Πολιτικούς Μηχανικούς
Άρχισα
να γράφω ποιήματα από την έβδομη δεκαετία της ζωής μου.
Ακούγεται
κάπως παράξενα, όμως αυτή είναι η αλήθεια. Όλα έγιναν από ένα τυχαίο γεγονός:
Ένας
φίλος μας, από τα φοιτητικά μας ακόμη χρόνια, ο Χριστόφορος Χριστοφορίδης
-επιμελητής της έκδοσης του περιοδικού «ΠΟΝΤΙΑΚΟ ΒΗΜΑ» της Ευξείνου Λέσχης
Κοζάνης- σε μια από τις επισκέψεις του στο σπίτι μας, μας έφερε δώρο ένα
βιβλίο. Ήτανε τα ποιήματα του Ηλία Τσιρκινίδη, με τίτλο, «Το Μένεμαν».
Το
πήρα και κάπως αδιάφορα άρχισα να το ξεφυλλίζω. Ως τότε, δεν ασχολήθηκα με τα
Ποντιακά ποιήματα. Ξεχώριζα βέβαια-την «Καμπάνα του Πόντου», του Φίλωνα
Κτενίδη, που το θεωρούσα κάτι το ανυπέρβλητο και κάπου-κάπου διάβαζα και να
μεμονωμένο ποίημα από αυτά που γράφονται στα Ποντιακά περιοδικά.
Όμως
το ξεφύλλισμα αυτού του μικρού βιβλίου, με ξάφνιασε. Αναταράχτηκα, συγκινήθηκα,
μαγεύτηκα. Το ίδιο βράδυ διάβασα όλα τα ποιήματα. Με συνεπήραν. Κάθε βράδυ,
προτού κοιμηθώ, διάβαζα και ξαναδιάβαζα τα ίδια ποιήματα και ήταν σαν να
γνώριζα για πρώτη φορά τον Πόντο
Ένοιωθα
πως τον θυμόμουν τώρα και πως ήταν εκείνος, ο δικός μας Πόντος, που τον άκουα,
πριν από πολλά χρόνια, από καημένη την Μητέρα μου και που τότε δεν καταλάβαινα
πόση αξία είχαν αυτά που μου έλεγε. Δεν καταλάβαινα τον πόνο της νοσταλγίας
της, που την οδηγούσε να λέει και να ξαναλέει τα ίδια και τα ίδια κι εγώ να
βαριέμαι να ακούω. Όταν την κατάλαβα ήταν αργά, για να ζητήσω συγνώμη.
Διαβάζοντας
λοιπόν τα ποιήματα του Ηλ. Τσιρκινίδη, ένιωθα να συνομιλώ μαζί της, να
συνομιλώ με τους συγγενείς, τους γείτονες και όλους εκείνους τους πονεμένους
νοσταλγούς, τους ανθρώπους της προσφυγικής γενιάς.
Ένα
βράδυ, σηκώθηκα μέσα στη νύχτα, πήγα στο διπλανό δωμάτιο και άρχισα να διαβάζω
και να γράφω, χωρίς να σταματήσω στιγμή και σε μια ώρα είχα έτοιμο ένα ποίημα.
Τι
έκανα; Πήρα λέξεις από τις λέξεις και φράσεις από τις φράσεις του ποιητή και
σκάρωσα ένα ποίημα, όπου τον ευχαριστούσα, για την απόλαυση και την μαγεία,
που μου χάρισε, η ανάγνωση των ποιημάτων του.
Το
έδωσα στον Χριστόφορο, του άρεσε και μου είπε:
-
Θα το δώσω στον Ηλία και αν το εγκρίνει, θα το δημοσιεύσω στο περιοδικό μας.
Έτσι
και έγινε. Το σουλούπωσε κάπως ο ποιητής και δημοσιεύτηκε - προς μεγάλη μου
χαρά.
Λίγες
μέρες αργότερα, με πήρε τηλέφωνο ο Τσιρκινίδης για να με ευχαριστήσει, για το
ποίημα που του χάρισα και με συνέστησε, να συνεχίσω να γράφω.
Αυτή
ήταν η αρχή. Ένιωθα σαν να ελευθερώνονται κάποιες μυστικές μου επιθυμίες, που
ήθελα να τις ικανοποιήσω.
Αργότερα,
μου έστειλε και τα άλλα του βιβλία, τηλεφωνηθήκαμε μερικές φορές και κάθε φορά
άκουα την ίδια καλοσυνάτη προτροπή: «Γράφε, γράφε, ξέρεις τη γλώσσα και
μπορείς. Γράφε και θα κάνουμε Σχολή». Το «Σχολή» βέβαια, το είπε από ευγένεια
μάλλον και ίσως για να με ενθαρρύνει.
Όταν
πέθανε, ήταν σαν να πέθανε κάποιος δικός μου άνθρωπος.
Δεν
τον ξεχνώ ποτέ.
Έμαθα
να γράφω ποιήματα και να νιώθω την ψυχική ανάταση του ανθρώπου που βρίσκεται
«πέραν τή νου και πέραν στοχασιάς», Ηλ. Τσιρκινίδης.
Τα
ποιήματα είναι γραμμένα στην Ποντιακή διάλεκτο -ιδίωμα Σάντας-, η οποία έχει
πολλά αρχαϊκά στοιχεία και γιαυτόν τον λόγο είναι αρκετά δυσνόητα σε όσους δεν
γνωρίζουν την Ποντιακή διάλεκτο.
Αυτός
ήταν και ο λόγος για τον οποίο αποφάσισα να τα μεταφέρω στην Νεοελληνική
γλώσσα, παρά την αντίθετη γνώμη πολλών φίλων.
Δεν
ήθελα τα ποιήματα να μένουν βουβά για τους αναγνώστες και οι αναγνώστες κουφοί
γι' αυτά.
Η
μεταφορά δεν έγινε «κατά λέξιν», αλλά ούτε και απολύτως ελεύθερη. Φρόντισα να
κρατηθεί η μορφή, και το νόημα των ποιημάτων και συγχρόνως να εξηγηθούν όσο το
δυνατόν περισσότερες λέξεις.
Γραμμένα
σε γνήσιους δεκαπεντασύλλαβους, μοιάζουν με δημοτικά μας ποιήματα, στα οποία ο
Λαός μας είναι συνηθισμένος και επομένως θα είναι περισσότερο κατανοητά έως και
ευχάριστα.
Οι
μεγάλοι στην ηλικία Πόντιοι θα χαρούν το πρωτότυπο, θα θυμηθούν, θα ...
συγκινηθούν.
Όσοι
δεν γνωρίζουν καλά ή και καθόλου την Ποντιακή διάλεκτο, θα αρκεστούν στην
μειωμένη, λόγω της μεταφοράς, αναγνωστική απόλαυση.
Πιστεύω
ότι, η ποιητική αυτή συλλογή, θα βοηθήσει στη διατήρηση της Ποντιακής διαλέκτου
και θα καταδειχτεί ότι ογδόντα πέντε χρόνια μετά τον ξεριζωμό των Ποντίων, η
γλώσσα τους μιλιέται, γράφεται και δημιουργεί. Ακόμη ότι θα εμπλουτισθεί με
νέες, ιδιωματικές (Σάντας) και ποιητικές καλλιτεχνικές λέξεις.
Τα
ποιήματα είναι βιωματικά και αντλούν τα θέματα τους από την σημερινή
καθημερινότητα, την καθημερινότητα ενός Ποντίου της δεύτερης και τρίτης γενεάς.
Δεν
εκφράζουν την αγωνία και την βαριά νοσταλγία των ξεριζωμένων γονιών μας. Τα
συναισθήματα αυτά τα ακουμπούν μόνο με σεβασμό, σαν ιερό κειμήλιο.
Η
νοσταλγία, ο πόνος και ο καημός των προσφύγων γονιών, σφράγισαν την ζωή και
της δεύτερης γενιάς των Ποντίων, αυτών δηλαδή που γεννήθηκαν και έζησαν στον
Ελλαδικό χώρο και που επηρεάστηκαν από τους γονείς τους, αφού βίωσαν κι αυτοί
την προσφυγιά, μέσα από τις διηγήσεις. Γι' αυτό και εύκολα διακρίνει κανείς,
μέσα από τα ποιήματα, τον χαρακτήρα και τον ψυχισμό των Ποντίων.
Βέβαια,
με το πέρασμα των χρόνων, μερικά πράγματα χάνονται. Οι μεταναστεύσεις, οι
μεικτοί γάμοι, η αλλαγή του τρόπου ζωής στην κοινωνία μας, είχαν σαν αποτέλεσμα
να χαθούν ήδη πολλά, από την γλώσσα μας αρχικά και από την παράδοση μας (ήθη,
έθιμα, χορός, τραγούδι).
Όμως,
πουθενά δεν νιώθουμε καλύτερα, πουθενά δεν νιώθουμε ότι είμαστε μια
οικογένεια, παρά μόνο, όταν βρισκόμαστε μεταξύ μας και μιλάμε «Ποντιακά».
Νιώθουμε
ότι είμαστε κλαδιά από το ίδιο δέντρο και πως το δέντρο μας ποτίζεται από το
ίδιο ποτάμι, που ποτίζει τον Ελληνισμό, στην Οικουμενικότητα του.
Κι
αν χάθηκαν μερικά πράγματα, η καινούργια γενιά, θα ερευνήσει και θα βρει τις
ρίζες. Αξία έχει το συναίσθημα - μόνη της η έρευνα είναι κρύο πράγμα.
Φτάνει
να μη χαθεί το συναίσθημα της αδελφοσύνης. Αυτό που λέμε «τ'έμέτερον», αυτό να
μη χαθεί.
Αυτό
εύχομαι. Αυτό επεδίωξα!
Πόπη
Τσακμακίδου - Κωτίδου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου