Ανάμεσα σε αυτούς που ανέβαιναν στο βουνό ήταν οι φυγόστρατοι (κατσάκηδες) Έλληνες από τον τουρκικό στρατό και οι χωρικοί, που δοκίμαζαν τις βιαιοπραγίες και τις ταπεινώσεις από τους Τούρκους χωροφύλακες και τους τσέτες (άτακτες ημιστρατιωτικές συμμορίες, που δρούσαν κυρίως στα χωριά).
Αντίθετα, οι εσκιάδες (αρματολοί), που έδρασαν στα τέλη του 19ου αιώνα (1870, περίπου) στην περιοχή του Δυτικού Πόντου, με κύρια ορμητήρια τα βουνά γύρω από την Πάφρα, αποτελούσαν ομάδες ανταρτών, που αγωνίζονταν συνειδητά κατά της τουρκικής σκλαβιάς.
Το νεότερο αντάρτικο στον Πόντο μπορεί να χωριστεί στην περίοδο από το 1916 έως τη Συνθήκη του Μούδρου το 1918, με την ήττα της Τουρκίας στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, και στην περίοδο από την εμφάνιση του Κεμάλ στον Πόντο, το 1919, έως το 1923, με τον ξεριζωμό. Η δεύτερη περίοδος συμπίπτει με τη σκληρότερη φάση της γενοκτονίας του ποντιακού ελληνισμού.
Κατά τον Γεώργιο Κ. Βαλαβάνη, το αντάρτικο ξεκίνησε από ένα περιστατικό που συνέβη στα τάγματα εργασίας (αμελέ ταμπουρού). Σε ένα από τα τάγματα αυτά ήταν τρεις Έλληνες, των οποίων οι οικογένειες είχαν διωχθεί σκληρά από τους Τούρκους. Ο πιο αγανακτισμένος σκότωσε τον Τούρκο λοχία, που τον έβριζε, γιατί σταμάτησε τη δουλειά. Και οι τρεις, μετά από αυτό, κατέφυγαν στα βουνά, όπου οπλίστηκαν, χτυπώντας τουρκικές περιπόλους.
Κάπως έτσι, με τον ίδιο, δηλαδή, τρόπο, ανέβηκαν στα βουνά και οι άλλοι Έλληνες αντάρτες.
Οι Έλληνες απέφευγαν τη στράτευση στον τουρκικό στρατό και για να μην πολεμήσουν εναντίον Ελλήνων στους βαλκανικούς πολέμους του 1912 - 1913 και αργότερα.
Το 1916, ο Ισμαήλ Εμβέρ πασάς κάλεσε τους δημογέροντες των ελληνικών χωριών να παραδώσουν τους λιποτάκτες. Οι Ελληνοπόντιοι, όμως, φυγόστρατοι βρίσκονταν ήδη στα βουνά.
Έτσι, οι Τούρκοι χωροφύλακες έκαιγαν τα χωριά των φυγάδων και ασκούσαν βία και τρομοκρατία σε βάρος των κατοίκων. Όλα αυτά έκαναν και τους άμαχους, ηλικιωμένους, γυναίκες και παιδιά, να ανεβαίνουν στο βουνό. Τους πυρήνες των αντάρτικων ομάδων
απετέλεσαν οι άτακτοι ένοπλοι, που βρέθηκαν στα βουνά, για να προστατεύσουν τους ηλικιωμένους και τα γυναικόπαιδα από τις διώξεις των Τούρκων.
Ο Δυτικός Πόντος είχε το μεγαλύτερο και ισχυρότερο αντάρτικο. Είχαν γεμίσει Έλληνες αντάρτες τα βουνά της Σαμψούντας, της Πάφρας, της Αμάσειας, της Τοκάτης, της Έρπαας κ. τ. λ.
Στις περιοχές αυτές δημιουργήθηκαν πέντε ανταρτικά σώματα, το καθένα από τα οποία είχε τον αρχηγό του. Στον ανατολικό Πόντο υπήρχε μόνον το αντάρτικο της Σάντας, με καπετάνιο τον θρυλικό Ευκλείδη Κουρτίδη.
Στον Δυτικό Πόντο έμειναν στην ιστορία οι καπετάνιοι Ιστύλ Αγάς (Στυλιανός Κοσμίδης), Ελευθέριος Τσακήρ Γαλιόν, Θεόδωρος Τσερκέζης, Στυλιανός Κο-ντοπόδης (Κισά Μπατζάκ), Μικροβασίλης, Αντών Αγάς, Βασίλειος Ανθόπουλος (Βασίλ Αγάς), Ιορδάνης Χασαρής, Κώστας Αθανασιάδης (Επεσλής), Χαράλαμπος Δεληγιαννίδης, Μπαρμπαζαχαρέας, Ιορδάνης Παπούλης, Δελη Γιάννης Καραχισαρλίδης, Τσακήρ Παντελής, Βασίλειος Χησίρης, Τσαγκάλ Γιωρίκας, Χαράλαμπος Γιαντσής, Σταύρος Γιαμανλής, Γοτσά Βασίλ, Κώστας Παναγιωτίδης, Πανίκας Τσαρσάμπαλης, Θεόδωρος Καραταΐδης, Γιάγκος Καραπαντελίδης, Σάββας Βασιλειάδης, Αιμίλιος Καπόγλου, Αλέξης Νίκου, Δημήτρης Χαραλαμπίδης, Παντελής Ανάστα σιάδης, Γαρά Δημήτρης, Γιώργος Μεγαλομύσταξ, Αναστάσιος Παπαδόπουλος και πολλοί άλλοι.
Ολόκληρη τη δύναμη των ανταρτών του Πόντου, ο μητροπολίτης Αμισού Γερμανός Καραβαγγέλης την ανεβάζει στους 20.000 άνδρες και γυναίκες, ενώ οι τουρκικές πηγές μιλάνε για 25.000 άτομα.
Οι αντάρτες πολέμησαν σκληρά με τον τουρκικό στρατό και με τους τσέτες και σε πολλές περιπτώσεις νίκησαν.
Είναι χαρακτηριστικό ότι η σοβιετική κυβέρνηση θεωρούσε τους αντάρτες του Πόντου συμμορίτες και τους παρέδιδε στο κεμαλικό καθεστώς, όταν τους συνελάμβανε στα εδάφη της, όπου κατέφευγαν, με βάση τη σοβιετοτουρκική συμφωνία του 1921.
Τις προμήθειες τους οι αντάρτες τις έκαναν από τα ποντιακά χωριά της περιοχής τους και όταν οι Τούρκοι έκαψαν τα περισσότερα ελληνικά χωριά, οι αντάρτες έκαναν επιδρομές στα τουρκικά χωριά. Ωστόσο, τους βοηθούσαν και οι Κιρκάσιοι, οι οποίοι, επιπλέον, τους μετέφεραν πολύτιμες πληροφορίες για τις κινήσεις του τουρκικού στρατού.
Με πρόσχημα το αντάρτικο, αλλά, πολλές φορές, και εντελώς απροσχημάτιστα, οι Τούρκοι εφάρμοσαν ένα καλά μελετημένο σχέδιο εξόντωσης του ελληνικού στοιχείου. Στο σχέδιο αυτό βασιζόταν και η διαταγή του Ισμαήλ Εμβέρ Πασά και του Μεχμέτ Ταλαάτ, το 1916, που έλεγε:
Άμεση εξόντωση μόνον των ανδρών των πόλεων από 16 έως 60 ετών και γενική εξορία όλων των ανδρών και γυναικόπαιδων των χωριών στα ενδότερα της Ανατολής, με πρόγραμμα σφαγής και εξόντωσης.
Τα ελληνικά χωριά, που ερημώνονταν από τους κατοίκους τους, γιατί είχαν καταφύγει στα βουνά, τα λεηλατούσαν τα αποσπάσματα, που σχηματίζονταν από Τούρκους στρατιώτες και τσέτες. Όσους, τυχόν, κατοίκους συνελάμβαναν, τους έστελναν με αποστολές στο εσωτερικό της Μ. Ασίας, για να πεθάνουν από την πείνα, τις επιδημίες και τις άσχημες καιρικές συνθήκες. Οι Τούρκοι έκαιγαν τα σπίτια των εξόριστων και έκαναν κατάσχεση στις περιουσίες τους.
Όταν οι Τούρκοι θεώρησαν ότι τέλειωσαν με τον άμαχο πληθυσμό, επεδίωξαν την εξόντωση και των ανταρτών. Ισχυρές δυνάμεις Τούρκων εκστράτευαν κατά της Πάφρας, της Σαμψούντας, του Ντεμπιέν Νταγ. Και τότε διεξάγονταν φοβερές μάχες και εξελίσσονταν τραγικές σκηνές αυτοθυσίας, όπως στην περίπτωση του Ντεμπιέν Νταγ, όπου οι υπερασπιστές του αντάρτες, μετά από ηρωική αντίσταση, αυτοκτόνησαν όλοι, γιατί τους είχαν τελειώσει τα πυρομαχικά.
Οι Τούρκοι, στην περίπτωση αυτή, συνέλαβαν τετρακόσια γυναικόπαιδα, τα βασάνισαν και τα έσφαξαν. Στη Σάντα, οι γυναίκες αυτοκτόνησαν πέφτοντας ομαδικά σε ένα βάραθρο, για να μην πέσουν στα χέρια των Τούρκων. Στη Σαμψούντα, μάνες θανάτωσαν τα βρέφη τους, για να μην προδώσουν, με το κλάμα τους, στους Τούρκους το κρησφύγετο τους.
Βασισμένο στα γραφτά του Γιώργου Αντωνιάδη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου