Η ΣΑΝΤΑ- Γ. Ανδρεάδης

Σάββατο 20 Νοεμβρίου 2010

Η Σάντα η περήφανος, η δυσοποτισμέντσα
οπίς ασήν Γαλίαναν μοιρολογά και έρται.
Εντάμωσεν την Όλασσαν ση Τρίχας το γιοφύρι
επέρνιξανε το ποτάμ' και με τοι άλλτς ενώθαν.

Εσκώθεν θρήνος και κλαυθμός την ώραν ντ’ ενταμώθαν.
Τα δέντρα εχαμήλωσαν κι' εντούναν τα κλαδιά,
τα πέτρας ενεστέναζαν κ' έκλαιγαν τα ποτάμια,
κι' η Σουμελά, κι' ο Βαζελών κι' ο Περιστερεώτας
πάγνε μπροστά και ευλογούν, πόγνε οπίς και κλαίγνε.
Κλαίγνε τα τοπς ντ' εχάθανε, τ' ανθρώπς π' εμαυροζήναν.

Ν' αοιλοί εμέν.. να βάϊ εμέν..ντο ειν ατά ντό ελέπω!!
Τρανόν φωνήν.. Τρανόν βοήν,.Οργή! εντάμαν παρακάλια...

Εβγάτεν οι αποθαμέν.Οι ζωντανοί θα έμπαινε!

Η Μαυροθάλασσα υγρόν κι ο βυθόν δίχως χώμαν,
εκεί ταφίν κι' ανοίεται, μνήμαν κι στερεούται,
εκεί κερίν κι άφκεται, θυμίαμαν κι καίει
μνημόσυνον κι γίνεται, σταυρόν πού να καρφούται!

Τζίξτε μας εσείν..Τζίξτε μας..το αίμαν εσούν είμες..
ποισέστεν τόπον και σ' εμάς... να εμπαίνομεν να κείμες
Για βγάτεν και αφήστε μας εύκαιρα τα ταφία.
Εβγάτεν οι αποθαμέν.,.οι ζωντανοί ..θα έμπαινε..

Συνέλληνες πατριώτες, Πόντιοι συμπατριώτες!

Λίγα μέτρα πιό κάτω, μέσα από την αιώνια κατοικία του, ξεπήδησε και
ακούστηκε δια στόματος μου, η φωνή του μεγάλου οραματιστή και
αθεράπευτου νοσταλγού της πατρώας του Πόντου γης, του αξέχαστου
επανιδρυτή της Ιεράς Μονής Σουμελά, του Φίλωνα Κτενίδη.
Ήσαν αποσπάσματα, από το έργο του, Η ΚΑΜΠΑΝΑ ΤΟΥ ΠΟΝΤΟΥ, που
πρωτακούστηκαν εδώ, στο νέο όρος Μελά, το 1950, από τον ίδιο τον μεγάλο
εκείνον υμνωδό, της αξέχαστης πατρίδας του Ευξείνου.
Πέρασαν από τότε, πάνω από πενήντα χρόνια και όμως, μέσα στην ησυχία
του ιερού αυτού χώρου, πάλι ακούω την αλησμόνητη λαλιά του Φίλωνα
Κτενίδη, να λέει:
Αποθαμμέν θα απομέν αδά όπου ετάφαν
χιλιάδες χρόνια φύλακες και μέρες μυριάδες
και άλλα ατάσα και αν διαβαίν θα μεν και θα περμένε,
θα αναμένε την Λαμπρήν και το Χριστός Ανέστη..
θα αναμένε τον γυρισμόν και τη Ξενιτεμένε.

Εσάς αλλού θα στείλω σας, άλλο λαλεί σας χώμαν
άλλο γραμμένον έχετεν κι η Μοίρα σουν εν άλλο.
Με την ευσή μ' με την ευσή μ' και με την ευλογία μ'
Σο καλόν και ο δρόμο σουν ομάλ και μελ και γάλαν
0 δρόμον ντο ευλόγεσα η στράτα ντο ευχέθα
Θα εν στράτα και γυρισμού και όραμαν Ξενιτέα.

Αγαπητοί συμπατριώτες,

αυτό που έγινε στην χώρα των Αργοναυτών, το 1916 με 1923, ήταν ένα έγκλημα, όχι μόνον ενάντια σ' έναν φιλήσυχο, άκρα προοδευτικό και μεγαλόψυχο λαό, αλλά ήταν και ένα έγκλημα, ενάντια στον ανθρώπινο πολιτισμό.
Η ευθύνη δεν είναι μόνον της Τουρκίας, αλλά προ πάντων είναι η ευθύνη των Μεγάλων Φίλων της Ελλάδας. Θυσίασαν έναν ολάκερο λαό και προσυπέγραψαν την καταστροφή ενός φωτεινού πολιτισμού, εκεί στην καθ' ημάς Ανατολή, για να ικανοποιήσουν ο καθένας χωριστά και όλοι μαζί, τα οικονομικά και άλλα συμφέροντα τους.
Ο ξεριζωμός, που έζησαν οι πρόγονοι και γονείς μας, δεν ξανάγινε ποτέ άλλοτε, σε αυτό το μέγεθος και σ' αυτήν την έκταση, εις βάρος του γένους των Ελλήνων, στις τρεις και πλέον χιλιάδες χρόνια ύπαρξης μας, στην γωνιά αυτή του Πλανήτη.
Και η κληρονομιά ημών μετεστράφη αλλοτρίοις, με ευθύνη των χριστιανικών δυνάμεων της Ευρώπης, όπως εύστοχα και άμεσα, κατήγγειλε ο μεγάλος εκείνος Ιεράρχης, ο από Τραπεζούντας μετέπειτα Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος, Χρύσανθος Φιλιππίδης.
Και σήμερα, διερχόμενοι την γη εκείνη την ποτισμένη με τόσο αίμα, ατενίζουμε τα ερειπωμένα μοναστήρια, τις εκκλησιές, που έγιναν σταύλοι, ωσάν οι γενοκτόνοι εγκληματίαι να θέλουν να διαιωνίζεται η μαρτυρία του εγκλήματος των.
Κάθε ποτάμι και κάθε βουνό, κάθε χωριό και κάθε πλαγιά, για όσους γνωρίζουν το τί συνέβη, βοά για το διαρκές και χωρίς περιορισμό και φραγμό έγκλημα. Και οι νεκροί έμειναν άταφοι εκεί, διότι η φυγή ήταν η μόνη σωτηρία και δεν έμεινε κανείς ζωντανός, για να τους φροντίσει. Και όσοι έφυγαν σώθηκαν και όσοι πέθαναν στην σφαγή ησύχασαν, από το μαρτύριο της πείνας, του κρύου, της πορείας, της εξορίας και του βασανισμού.
Μόνον εκεί πάνω από την επτάκωμη Σάντα, οι Σανταίοι άνδρες, γυναίκες και παιδιά, δεν πίστεψαν στον χαλασμό, που έγινε. Εγκατέλειψαν τα σπίτια τους, όσοι αντάρτες είχαν την προνοητικότητα, μαζί με τετρακόσια γυναικόπαιδα, που πρόλαβαν και χώθηκαν στις σπηλιές, των γύρω από την Σάντα απρόσιτων βουνών και γλύτωσαν την εξορία, που υπέστησαν όλοι οι άλλοι συμπατριώτες τους, που πιάστηκαν κυριολεκτικά στην φάκα.
Ήταν 11 και 12 Σεπτεμβρίου 1921. Και ένας ολάκερος λαός, μπήκε στον δρόμο της εξορίας, σε εφαρμογή του σχεδίου λευκού θανάτου. Οι κρυμμένοι στις σπηλιές, αντάρτες και γυναικόπαιδα, έσωσαν την τιμή της Σάντας, έσωσαν την τιμή του Πόντου, έσωσαν ανά τους αιώνες, την τιμή της Ελλάδας.
Εκεί ήσαν οι οπλαρχηγοί της Σάντας, ο Δαμιανός Τσιρίπ, ο Ανέστης Σπαθάρος ο Γιώργος από την Γαλλίαινα, ο Γιάννης ο Τριανταφυλλίδης, ο Ευκλείδης Κουρτίδης μαζί και οι αντάρτες της Σάντας. Εκεί ήσαν τα γυναικόπαιδα. Ίσως η ελληνική Πολιτεία, στο βωμό των καλών σχέσεων με την γείτονα Τουρκία, να θέλει αυτή ολάκερη η ιστορία να μή γίνεται γνωστή στα παιδιά μας στα σχολεία.
Πέρασαν από τότε πολλοί χειμώνες και θα περάσουν άλλα τόσα καλοκαίρια. Αλλά εμείς, με όλα τα μέσα, κάθε τόσο και πιό πολλοί και κάθε τόσο και πιό συχνά, θα μαζευόμαστε και σαν τις αρχαίες εστιάδες παρθένες θα ανασκαλίζουμε την χόβολη, για να κρατούμε ζωντανή την φλόγα, που θα φωτίζει την μνήμη στους απογόνους μας.
Μπορεί από τότε να πέρασαν ογδόντα χρόνια, σχεδόν ένας ολάκερος αιώνας. Όπως σήμερα, έτσι πάντα θα αναφωνούμε, ότι η Σάντα υπήρξε το Σούλι του Πόντου. Η Σάντα υπήρξε το αποκορύφωμα της αντίστασης του Ποντιακού Ελληνισμού. Κανείς δεν άκουσε μέχρι σήμερα στο σχολείο, γιατί δεν πρέπει ίσως να λέγεται, ότι η Τουρκία αντιμετώπισε την ελληνική μικρασιατική εκστρατεία, μ' ένα σώμα τουρκικού στρατού. Τ άλλα δύο σώματα του τουρκικού στρατού, τ' απασχολούσαν οι αντάρτες του Πόντου. Ίσως ν' αποφασίστηκε, ότι πρέπει να παραμείνει άγραφη η Ιστορία, πως την Σάντα την πολιορκούσε μια ολάκερη μεραρχία τακτικού τουρκικού στρατού, συνοδευομένη από μία Ίλη ιππικού, υπό τον μέραρχον Μιραλαγή Σουπχή, πλαισιωμένη με τσέτες.
Στην εξορία του Χουνούς δεν άντεξαν όλοι και πολλοί πέθαναν. Ανάμεσα τους έπεσαν νεκροί, οι ιερείς Παπαθόδωρος Δρεπανίδης και Παπαναστάσιος Καλαϊτζίδης και έμειναν εσαεί όλοι, άταφοι εκεί, χωρίς καμία φροντίδα.
Όλοι στον Πόντο πέθαναν, ή έφυγαν και οι Σανταίοι εκο, κρατούσαν τις σπηλιές τους και δεν παραδίδονταν. Οι Σανταίοι φύλαγαν τις Θερμοπύλες της πατρώας πόντιας γης. Αυτούς ανέλαβαν να τους εξοντώσουν, τα Χιουτζούμ ταμπουρού, δηλαδή τα τάγματα εφόδου, του μεράρχου Μιραλαγή Σουπχή. Οι πολιορκημένοι Σανταίοι είναι οι μόνοι Πόντιοι, που ήρθαν με την ανταλλαγή, κατόπιν συνθηκολογήσεως και εγγυήσεων, στην Ελλάδα. Μαζί όμως με τους Σανταίους αγαπητοί συμπατριώτες ήρθαν και Σανταίες γυναίκες οι οποίες έζησαν τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής τους και πέθανσν στην Ελλάδα, με σαλεμένο το λογικό τους. Ήσαν οι Σανταίες αυτές, οι μανάδες που με τα ίδια τους τα χέρια, έπνιξαν τα μωρά τους, για να μή τυχόν το κλάμα των μωρών προδώσει το κρυσφήγετο τους.

Έλληνες Πατριώτες

Ανασηκώσατε το βλέμμα σας και παρακολουθείστε την κορυφογραμμή του όμορφου, καταπράσινου αυτού βουνού, που δεσπόζει πάνω από την Παναγία Σουμελά, πάνω από τα κεφάλια μας. Κλείστε τα μάτια σας και ανοίξτε τα μάτια της ψυχής σας, για να δείτε τους αντάρτες και οπλαρχηγούς της Σάντας, για να δείτε τα γυναικόπαιδα της Σάντας.
Είναι όλοι σήμερα εδώ, μαζι μας και πάνω από εμάς. Είναι εδώ, για να μας παρακολουθούν. Είναι όλοι τους εδώ για να μας καθοδηγούν.
Και όχι μόνον αυτοί. Σήμερα είναι εδώ μαζί μας οι κορυφαίες εκείνες ηγετικές φυσιογνωμίες της Σάντας. Είναι εδώ: ο Γιάννης Πασαλίδης, ο Λάμπρος Λαμπριανίδης, ο Φίλιππος Χειμωνίδης, ο Μιλτιάδης Νυμφόπουλος, ο Στάθης Αθανασιάδης, ο γνωστός μας Γεροστάθης, ο αξέχαστος σε όλους μας, ο Σίμος Λιανίδης.
Αγαπητοί συμπατριώτες,

Οι πρόγονοι μας είχαν όραμα! Δυστυχώς έζησαν την σεισμική καταστροφή αυτού του οράματος τους. Πολλοί έχασαν και την ζωή τους, για εκείνο το όραμα. Αξέχαστο το όραμα τους! Ξεχασμένοι οι άνθρωποι! Καθήκον δικό μας να.τους θυμόμαστε.και να μή αφήσουμε να ξεχαστούν.
Σε λίγο καιρό, θα ξαναεορτάσουμε την επέτειο της Αλβανικής Εποποιϊας. Ας αναφέρω, ότι και εκεί στα βουνά της Βόρειας Ηπείρου, θρηνούμε μέχρι σήμερα, τον πρώτον νεκρόν Πόντιο υποσμηναγό, τον Αθανάσιο Σιβρόπουλο. που έπεσε νεκρός, μαζί με. το αεροπλάνο του. Για τον ηρωικό θάνατο αυτού του Ποντιόπουλου, ο τότε κυβερνήτης της Ελλάδας, έστειλε συλλυπητήριο γράμμα, στον πατέρα του νεκρού, τον Ιωάννη Σιβρόπουλο. Ο γέροντας εκείνος, καταγόμενος από την Ίμερα, Πόντιος πατέρας, απήντησε στον κυβερνήτη της χώρας και ας ακουστεί εκείνη η απάντηση του, στο σημερινό μνημόσυνο των Σανταίων.
"Κυβερνήτα μου, εγώ εύχομαι να ζει η Ελλάδα! Εύχομαι, να ζει το γένος μας! Κυβερνήτα μου, εάν χρειαστεί, εγώ έχω και άλλα παιδιά, για την πατρίδα μας Ελλάδα".
Κλείνω το σημερινό μνημόσυνο μας προς τους Σανταίους, με τα λόγια εκείνα, που χέρι καθοδηγημένο αγγελικά, έγραψε το 1918, στο Κρασνοντάρ της Ρωσίας. Ήταν πάλι το χέρι του Φίλωνα Κτενίδη.
Τα λόγια εκείνα του Φίλωνα, επέλεξε η Βουλή της Ανεξάρτητης Δημοκρατίας του Πόντου, για να είναι ο εθνικός ύμνος της νέας αυτής Δημοκρατίας, μόλις οι μεγάλες δυνάμεις θ' αναγνώριζαν την Δημοκρατία εκείνη, όπως είχαν υποσχεθεί στο Παρίσι.
Έγραψε, ο αναπαυόμενος δίπλα στην εκκλησιά της Σουμελά, μεγάλος υμνωδός μας, ο Φίλων Κτενίδης:

Ήλθ' η μέρα ήλθ' η ώρα, που προσμέναμε με χρόνια
στα δεσμά στην καταφρόνια, μέσ' την τούρκικη σκλαβιά
Εις του Πόντου τ' ακροβούνια, καριοφίλια μαυρισμένα
φέρνουν το Εικοσιένα, ψάλλουν την Ελευθέρια.

Της Ανάστασης σημαίνει η καμπάνα η μεγάλη
ο καθένας μας ας βάλει τη λαμπρότερη στολή
και μπροστά εις την εικόνα της Πατρίδας την αγία
ας προσφέρει για θυσία, νιάτα, πλούτη και ζωή.

Εις του Πόντου μας το χώμα, άνοιξε σε κάθε βήμα
των μαρτύρων ένα μνήμα, του τυράννου η μαχαιριά
Μας καλούν εκδικητάδες, ζωντανοί και πεθαμένοι
η Ιστορία ερημωμένη, μας καλεί εμπρός παιδιά.

Αγαπητοί Συμπατριώτες,

Με το βλέμμα όλων μας στραμένο προς την Ανατολή και με τα μάπα της ψυχής μας, πάνω στους άνδρες και τις γυναίκες της Σάντας, που πριν από 80 χρόνια, εκεί στα βουνά της ξακουστής επτάκωμης πατρίδας τους, ανανέωναν το συμβόλαιο ελληνικής τιμής, το οποίο σαν σκυτάλη παρέλαβαν, από τον Λεωνίδα και τους Σπαρτιάτες,, από τον Μιλτιάδη και τους Αθηναίους, που οι μεν αιώνια κείνται, νεκροί-ζωντανοί, στις Θερμοπύλες, οι δε αιώνια κοσμούν τον Τύμβο του Μαραθώνα, ας μου επιτραπεί, σαν επίλογο του σημερινού μας μνημόσυνου, μια δική μου αφιέρωση προσωπική, στην γλώσσα, που οι άνθρωποι εκείνοι της Σάντας, μιλούσαν, γνώριζαν και τραγουδούσαν.

Η Σάντα μουν ελίβωσεν
ερρούξεν απές σην Δύσαν
κι αδά σην Σουμελάν
ουλ κάθουνταν και κλαίγνε

Οι παλαιοί εμούν με την σειράν
απ' ίνας ίνας φεύνε
κ' επέμναμεν εμείς αδά
το φως για να κρατούμε

Οσήμερον σην Σουμελάν
βαρέα κρούει η καμπάνα
κρούει βαρέα και θλιβερά
για τ' ανθρώπς ντ' εχάθαν.
Αχ Σουμελά Παναγιά
πότε θα εφτάς το θάμαν
να σκούται η Δύσα από παν
να λάμπ ξαν όλεν η Σάντα;

Η Σάντα όντες θα λαμπ
ατότες ολόεν έθνος
θα σκων κιφάλ και θ' ανασταίν
τ' εμέτερον, τ' Ελλενικόν το γένος.

ΑΙΩΝΙΑ ΤΟΥΣ Η ΜΝΗΜΗ


2 ΣΕΠΤΕΜΒΡΗ 2004

ΠΑΝΑΓΙΑ ΣΟΥΜΕΛΑ ΗΜΑΘΙΑΣ



Ssnteos
Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah