Οι περιπέτειες της Αναστασίας Βαφειάδου

Σάββατο 3 Οκτωβρίου 2009


Όλοι οι πρόσφυγες της πρώτης γενιάς είχαν πολλά να θυμηθούν από εκείνα που πέρασαν στη Μικρά Ασία από την εποχή μετά τον α' παγκόσμιο πόλεμο (1914-1918) και μέχρι την εγκατάσταση τους στην Ελλάδα, όπου οι δραματικές καταστάσεις αποτέλεσαν τη σκιά τους.
Ανάμεσα στις χιλιάδες των προσφύγων και η Αναστασία Βαφειάδου, η οποία γεννήθηκε σε χωριό της Τρίπολης του Πόντου το 1910 και πέθανε στο Πανόραμα το 2007. Έφτασε, δηλαδή, στην ηλικία των 97 ετών.
Από τα παιδικά της χρόνια, η Αναστασία Βαφειάδου θυμόταν ότι το σπίτι τους στην Τρίπολη βρισκόταν κοντά στο σχολείο, στην αυλή του οποίου έπαιζαν όταν ήταν παιδιά. Κοντά στο σχολείο βρισκόταν και η εκκλησία. Σημειώνεται ότι, συνήθως, στον Πόντο, η εκκλησία και το σχολείο βρίσκονταν στην ίδια αυλή.
Όλοι οι κάτοικοι του συνοικισμού της Τρίπολης, όπου ζούσαν, μιλούσαν την ελληνική γλώσσα, δηλαδή την ποντιακή διάλεκτο.
Κάποιο πρωί που πήγαιναν να ψωνίσουν οι γονείς της μαζί με έξι άλλους, έπεσαν θύματα Τούρκων. Ήταν η εποχή των διωγμών σε βάρος των Αρμενίων, τους οποίους έσφαζαν ή σκότωναν στις χαράδρες. Οι Έλληνες, βλέποντας όλα αυτά τα εγκλήματα, έλεγαν «έρχεται και η δική μας σειρά».
Η Αναστασία Βαφειάδου θυμόταν: «Εμένα και τα δυο αδελφάκια μου, μας πήρε η αδελφή της μάνας μας και μας πήγε στο βουνό, γιατί υπήρχε κίνδυνος να μας αρπάξουν οι Τούρκοι. Το ένα αδελφάκι μου ήταν τότε τριών ετών και το άλλο ήταν βρέφος. Στο βουνό τρώγαμε φύλλα! και χόρτα. Τα μικρά όλο έκλαιγαν».
Θυμάται και παραστατικά περιγράφει τη σκηνή που ο αδελφός της γαντζώθηκε στον ώμο της και τον βύζαινε. Τη δάγκωσε και νομίζει ότι ακόμη πονάει εκεί. Πιάνοντας τον ώμο της, μορφάζει, όπως όταν πόνεσε τότε! Τα μικρά πέθαναν. Ήταν τότε που ήλθε ο ρωσικός στρατός και τους μάζεψε.
«Για τα αδελφάκια μου που πέθαναν, έκαναν μια κάσα από ξύλα και τα έθαψαν. Ο μεγαλύτερος από τους μικρούς ήταν βαφτισμένος και φορούσε σταυρό στο λαιμουδάκι του, το στεγνό από την πείνα. Τον έθαψαν μαζί με τον σταυρό του, για να φανεί — αν τους έβρισκαν ότι ήταν βαφτισμένος.
Στο βουνό μείναμε δέκα ημέρες. Ο ρωσικός στρατός μάς μάζεψε και όσα παιδιά δεν είχαν γονείς, μάς πήγαν στο ορφανοτροφείο. Μαζί κι εγώ. Το ορφανοτροφείο ήταν στο Νοβοροσίσκι, στη Ρωσία. Έμεινα μερικούς μήνες. Εκεί με βρήκε και με πήρε ο θείος μου, ο Αχιλλέας Λυπηρίδης. Δεν είχε παιδιά και με υιοθέτησε. Στην πόλη του Νοβοροσίσκ μείναμε λίγους μήνες. Μετά φύγαμε για την Κωνσταντινούπολη. Από εκεί, το 1922, πήγαμε στη Θεσσαλονίκη με πλοίο. Δεν θυμάμαι πόσες ημέρες ταξιδεύαμε. Για κάμποσους μήνες μείναμε στον Σιδηροδρομικό Σταθμό Θεσσαλονίκης.
Από εκεί πήγαμε στην Καλαμαριά και εγκατασταθήκαμε στις εγγλέζικες παράγκες. Ήταν πολλές, αλλά και πολλά αντίσκηνα. Μετά ήρθαν τα εξαδέλφια του θετού πατέρα μου, ο Λεπόρος (Παναγιώτης Λυπηρίδης) και ο Πάρεσος (Κώστας Λυπηρίδης), πρώτα εξαδέλφια του. Αυτοί ήρθαν από τον Καύκασο το 1919 και πήγαν στο Αρσακλί (Πανόραμα).
Πήγαμε και εμείς. Στην αρχή μείναμε σε αντίσκηνα. Μετά κάναμε μια παράγκα και μπήκαμε μέσα. Οι θετοί γονείς μου ήταν πολύ δραστήριοι. Χτίσαμε ένα μικρό σπίτι. Η «μητέρα» μου με προξένεψε στον ανεψιό της. Έτσι παντρεύτηκα τον Χαρίκο Βαφειάδη. Μας έδωσαν από το οικόπεδο τους ένα μέρος. Κουβαλούσαμε μόνοι μας πέτρες και άμμο με το γαϊδουράκι και χτίσαμε με στερήσεις και χίλιους κόπους ένα μικρό σπιτάκι. Κάναμε το πρώτο μας παιδί, την Ελένη. Μετά ήρθε ο Γιώργος. Τα δύο πρώτα παιδιά μου τα γέννησα στο σπίτι με πρακτική μαμή, τη Μαρούλα. Το τρίτο παιδί, την Ανθούλα, τη γέννησα σε μαιευτήριο στη Θεσσαλονίκη.
Τα πρώτα χρόνια τα περάσαμε πολύ δύσκολα. Στην αρχή ασχοληθήκαμε με τη γεωργία. Μετά ο άνδρας μου έγινε χτίστης και καλός σοβατζής. Τότε οι οικογένειες στο Αρσακλί ήταν λίγες, όλοι πρόσφυγες. Το «κέντρο» ήταν μια μεγάλη παράγκα και δύο μικρότερες. Στη μεγάλη παράγκα στεγάζονταν διαδοχικά οι πρόσφυγες που στο μεταξύ έρχονταν. Έμεναν εκεί μέσα μέχρι και δέκα οικογένειες και μετακόμιζαν κατόπιν σε αντίσκηνα.
Ακολούθησε η ανοικοδόμηση. Με πέτρες που μάζευαν από τα χαλάσματα των «Χαραπάδων» (τα χαλάσματα του παλαιού τούρκικου μαχαλά) και με λάσπη ανακατεμένη με άχυρα έκοβαν πλιθιά σε καλούπια. Έτσι έκαναν τα πρώτα μικρά και χαμηλά σπίτια. Μια από τις δυο μικρές παράγκες μοιράστηκε και στέγασε την εκκλησία και το σχολείο. Μετά από λίγα χρόνια, με προσωπική εργασία των κατοίκων και με εράνους χτίστηκε το σχολείο. Ελευθερώθηκε έτσι ο χώρος στην παράγκα, που κατείχε το σχολείο και μεγάλωσε η εκκλησία. Στην άλλη παράγκα έμειναν οικογένειες. Τελευ¬ταία ένοικος της ήταν η πρακτική μαία, η Μαρούλα. Μέχρι το 1945 ξεγεννούσε στα σπίτια τους στο Πανόραμα όλες τις γυναίκες.
Ο άνδρας μου, μαζί με άλλους, σχημάτισαν μια θεατρική ομάδα και παρουσίαζαν έργα που τα έγραφε και τα σκηνοθετούσε ο Πολύχρονης Μαυρομάτης. Ο Μαυρομάτης είχε σπουδάσει θέατρο στη Ρωσία. Πήγε στην Καλαμαριά και ασχολήθηκε επαγγελματικά με το θέατρο. Πρόεδρος της θεατρικής ομάδας ήταν ο άνδρας μου, ο Χαρίκος Βαφειάδης. Ο ίδιος έπαιζε μαντολίνο και μπάντζο. Κιθάρα έπαιζε ο Κώστας Παναγιωτίδης, μαντολίνο ο Γιάννης Παναγιωτίδης και κεμεντζέ (λύρα) ο Σαββέλης. Στο θέατρο έπαιζαν ο Νίκος Παναγιωτίδης, ο Σταύρος Παρασκευόπουλος και ο Σωκράτης Λαζαρίδης. Έπαιζαν και γυναίκες. Οι παραστάσεις δίνονταν γύρω από την παράγκα και μετά, όταν έγινε το σχολείο, εκεί. Στο σχολείο γίνονταν και χοροεσπερίδες. Σε κάθε ευκαιρία διασκέδαζαν με το τίποτε.
Οι άνδρες ήταν εργάτες στη Γεωργική Σχολή, στο αεροδρόμιο που τότε κατασκευαζόταν, όπως και το αμερικάνικο κολέγιο «Ανατολια». Εκτός από τους εργάτες, ήταν γεωργοί και κτηνοτρόφοι. Οι γυναίκες, μετά την εξοντωτική δουλειά στα χωράφια, τη φροντίδα των παιδιών και τις σκληρές σπιτικές εργασίες, τίναζαν την ποδιά τους και πήγαιναν να ... αποτελειωθούν χορεύοντας.
Όλοι, σχεδόν, είχαν αγελάδες. Είχαν και βόδια για το όργωμα. Για μεταφορές είχαν τα γαϊδουράκια. Κουβαλούσαν άμμο και πέτρες για χτίσιμο, μετά για τη μεταφορά πουρναριών στους φούρνους της Θεσσαλονίκης.
Το χωριό είχε, τότε, τρία μαγαζιά. Ήταν του Μίσια (Μιχάλης Ιωαννίδης), που εκτός από μπακάλικο, σερβίριζε και ουζάκι, όταν μαζεύονταν να παίξει κεμεντζέ ο Φώκος ο Στολτίδης, να ψιλοτραγουδήσουν και να ανταλλάξουν απόψεις. Ήταν και το μπακάλικο και ο φούρνος του Θανάση Σαουρίδη. Φούρνο είχε, τότε, και ο Αβραάμ Ιορδανίδης. Χασάπης ήταν ο Σάββας Πουλιτσίδης. Ο Θεόδωρος Σακκάς και ο Σπύρος Πουλιτσίδης είχαν καφενεία. Με τα δύο καφενεία ολοκληρώνονταν οι συναλλαγές στο Αρσακλί.
Δεν είχαμε, τότε, ηλεκτρικό ρεύμα, δεν είχαμε νερό στο σπίτι. Το κουβαλούσαμε από τις κοινόχρηστες βρύσες, που ήταν λίγες, σε διάφορα σημεία, στους δρόμους. Οι γυναίκες, τα βράδια, έκαναν «παρακάθ'» (βεγγέρα) και έπλεκαν τις κάλτσες, τις φανέλες και ό,τι άλλο χρειαζόταν η οικογένεια. Άλλες κεντούσαν ή έγνεθαν το μαλλί με το αδράχτι ή την καρμενέτσα για την κλωστή που θα χρειάζονταν στο πλέξιμο.
Όλοι, σχεδόν, ζούσαν αγαπημένοι. Ίσως γιατί δεν είχαν να μοιράσουν τίποτε. Ο ένας βοηθούσε τον άλλον στην ανάγκη του, υπήρχε σεβασμός στους μεγαλύτερους και τα παιδιά δεν είχαν απαιτήσεις. Σκέπτονταν πώς θα προσφέρουν στην οικογένεια, που συνήθως ήταν πολύτεκνη. Υπήρχε ντροπή και σεβασμός.

Νικος Τελιδης



Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah