...Πολλοί Σανταίοι, περίπου τριακόσια άτομα, φίλοι και συγγενείς καθώς και οι οικογένειες των ανταρτών, για ν' αποφύγουν τον εκτοπισμό ,ανέβηκαν στο βουνό, κλείστηκαν στην σπηλιά της Μάγαρας, απ'οπου με τη βοήθεια των ανταρτών θα κατέβαιναν στην Τραπεζούντα. Ανάμεσα στο πλήθος ήσαν και αρκετά βρέφη και μικρά παιδιά.
Οι αντάρτες βλέποντας ότι βρίσκονται σε δύσκολη θέση, γιατί οι Τούρκοι ήσαν πολλοί ενώ αυτοί λίγοι, αποφάσισαν να φυγαδεύσουν τα γυναικόπαιδα προς το πυκνό δάσος κι απο ‘κει θα τα οδηγούσαν αργότερα στην Τραπεζούντα. Στο σχέδιο τους αυτό ήταν εμπόδιο τα μικρά παιδιά και τα βρέφη.
Φοβήθηκαν μήπως με το κλάμα τους κατά την έξοδο απο την σπηλιά θα προδίδονταν το σχέδιο τους. Και τότε συνέβηκε το πιο τραγικό, συνταρακτικό και δεν ξέρω πως αλλιώς να το πω γεγονός, στην ιστορία της Σαντάς
Αποφάσισαν και έσφαξαν επτά βρέφη και τα άφησαν στην άκρη του δρόμου.
Την άλλη μέρα οι τούρκοι, οταν τα είδαν, κατάλαβαν ότι οι Σανταιοι ήταν αποφασισμένοι για όλα, γι αυτό και δεν τους κυνήγησαν.
Επτά αγγελούδια, φύλακες των Τριακοσίων!!
Καημένες μάνες!!!
Τραγικές γυναίκες!!!
Δεν εξετάζω το πώς και το γιατί. Δεν μπορώ και δεν θέλω να εμβαθύνω για το αν έπρεπε ή δεν έπρεπε. Αυτό το αφήνω στους ιστορικούς και στους ψυχολόγους στρατιωτικούς. Ξέρω πως ο πόλεμος είναι σκληρός και δημιουργεί μια άλλη, διαφορετική ψυχολογία.
Όμως μου κάνει εντύπωση πως οι καθ' όλα άξιοι ιστορικοί μας, που και σεβασμό και ευγνωμοσύνη τους οφείλουμε, δεν εξερεύνησαν και δεν ασχολήθηκαν μ' ένα τέτοιο γεγονός, το τραγικότερο της ιστορίας της Σαντάς. Σπατάλησαν τοσο χρόνο για να ερευνήσουν πόσοι Τούρκοι και πόσοι Ελληνες σκοτώθηκαν στην άλφα και στην βήτα μάχη και δεν άξιζε ν'ασχοληθουν με το γεγονός αυτό;
Όταν έγραψαν την ιστορία της Σαντάς, ζούσαν ακόμη οι μάνες και οι θειες των παιδιών. Γιατί δεν τις ρώτησαν; Ας μην έκριναν. Ας κατέγραφαν μονο μαρτυρίες. Ήταν παράλειψη.
Ο Μιλτιάδης Νυμφοπουλος γράφει ότι οι μάνες μέσα σ'ένα παραλήρημα έδωσαν τα παιδιά με τη θέληση τους. Δεν αναφέρει όμως το μαρτύριο καμίας μάνας.
Ο Στάθης Αθανασιάδης(Γερο-Στάθης) το αναφέρει απλά και αντιπαρέρχεται σιωπηλά.
Εγω θ'ασχοληθω με τα συναισθήματα , τον πόνο και τη βασανιστικη σιωπη εκείνων των γυναικών. Τις ρώτησαν για το πόσο πόνεσαν, πόσο μάτωσαν; Τις ρώτησαν για τον σπαραγμό της καρδιάς τους; Πως ένοιωσαν άραγε αργότερα, όταν η μπόρα πέρασε; Αν μετάνιωσαν; Αν καταράστηκαν, αν είχαν ήσυχη την συνείδηση τους, αν τα βράδια δεν έρχονταν τ'αγγελουδια τους στον ύπνο τους;
Τις ρώτησε κανείς κάτω από ποιες συνθήκες δώσανε τα παιδιά τους;
-«Αν κλαίγ'νε τα μωρά σουν»,τις είπαν,»οι Τουρκάντ' όλτς έμουν θα δεβάζ'νε ‘ς σό μαχαίρ'».
((«Αν κλάψουν τα μικρά σας» τις είπαν, «οι Τούρκοι θα μας σφάξουν όλους»)
Δεν ειναι ψυχολογική πίεση; Δεν είναι εκφοβισμός;
«Να παίρετεν τα μωρά ‘σουν και να εβγαίνετε άς ‘ς σό σπέλεν»
(Νά πάρετε τα παιδιά σας και να βγείτε απ οτην σπηλιά)
Να πάνε που; Μέσα στο σκοτάδι και στη βροχή; Σκληρός πόλεμος δεν λέω. Σκληρό, όμως πολύ σκληρό και τραγικό για τις μάνες, που φοβισμένες, ζαλισμένες, κυριολεκτικά χαμένες, έδωσαν τα παιδιά τους. Φοβήθηκαν την αμαρτία, μη πάρουν στο λαιμό τους και τους αλλους.
Πόσο σας σκέφτομαι, καλές γιαγιάκες!
Πόσο πονώ τον πόνο σας!
Καταλαβαίνω πως περάσατε τη ζωή σας ολόκληρη με μια ανοικτή πληγή στην καρδιά.
Εμείς έστω και τώρα, το μονο που μπορούμε να κάνουμε, είναι να σας θυμόμαστε, να σας ανάβουμε ένα κερί και να καθησυχάζουμε τις ψυχές σας λέγοντας, πως αυτά εχει ο πόλεμος.
Από την φουρνιά των παιδιών επέζησαν μερικά. Μια ήταν και η Όλγα τη Σωτήρ' τη Κώστη. Έζησε, γέρασε στη Νέα Σαντα του Κιλκις και πέθανε πριν μερικά χρόνια. Αυτήν , η μανα της δεν θέλησε να την δώσει. Αντιστάθηκε.
-«Αν τερώ πως κλαίει, με τα χέρα ‘μ θα φουρκίζ' άτο», ειπε.
(Αν δω ότι κλαίει θα το πνίξω με τα χέρια μου)
Ύστερα από αυτήν την διαβεβαίωση την άφησαν.
Εκτός από την Όλγα την Σωτηροπουλου, γλίτωσαν την φοβερή εκεινη νύχτα και η Νάζη Ποταμοπουλου το γένος Τσακμακίδου. Αυτήν η μάνα της Αγγέλη Τσακμακιδου, τόλμησε, την άρπαξε και μέσα στην βροχή και στο πυκνό σκοτάδι χάθηκε στο παρθένο δασός απ' όπου περπατώντας έφτασε στην Παναγία Σουμελά.
Στον δρόμο συναντήθηκε με μια άλλη μητέρα που κι αυτή τρομοκρατημένη, μη χάσει το παιδί της , κοριτσάκι κι αυτό, χώθηκε νυχτιάτικα στο δασος, με κατεύθυνση το Μοναστήρι. Αυτή ηταν η Θάλεια Σιτμαλιδου το γένος Πενταζή με τη μικρη Νάζη που αργότερα παντρεύτηκε στην Νέα Σαντα τον Κωστή Γεροντιδη, Γραμματέα τότε της Κοινότητας. Πέθανε τα Χριστούγεννα του 2001.
Και οι δύο παραπάνω περιπτώσεις αφορούσαν μανες που είχαν από ένα μονο παιδί, γι' αυτό απετολμησαν τη φυγή μέσα στο δάσος.
Τις πληροφορίες αυτές μου τις έδωσε ο Θόδωρος Ποταμοπουλος πρώην Προέδρου του Συλλόγου Σανταίων Θεσσαλονίκης και η Ευθυμία Σπυριδοπούλου αδελφή της Νάζης Γεροντιδου το γένος Σιτμαλιδου.
Η γιαγιά του Ποταμοπουλου του ειπε και κάτι άλλο: Όταν πήραν τα παιδιά για να τα σφάξουν , οι μάνες φώναζαν: "Επάρ' τεν κι εμάς"!
(Παρτε και 'μας)
Ένα άλλο παιδί που σώθηκε είναι ο Φίλιππος Κουρτιδης γιος του Κώστα Κουρτιδη, αδελφού του καπετάν Ευκλείδη. Στα χώρια της Δραμας ζούνε μερικά παιδιά από εκείνα. Δεν σκοτώθηκαν όλα, δεν γνωρίζω πιο ήταν το κριτήριο.
Αυτά έγιναν στα βουνά της Σαντάς!
Τραγικά σπαρακτικά, θλιβερά!
Από τους κακόμοιρους τους εξόριστους, όσοι επέζησαν, ύστερα απο τόσες κακουχίες, ήρθαν στην Ελλάδα, όπως και οι άλλοι Σανταίοι που είχαν μείνει στην Τραπεζούντα.
Ήρθαν με την Συνθήκη της Λοζάννης, όλοι στην Μητροπολιτική Ελλάδα, «σό πλάν την Ρωμανία» στην αντίπερα Ελλάδα, όπως έλεγε ο μεγάλος Πόντιος ποιητής Ηλίας Τσιρκινιδης στο ποίημα του «Ο Δήμον».
Εδώ τους περίμενε ένας άλλος Γολγοθάς, ένας σκληρός και ανελέητος αγώνας, ο αγώνας για επιβίωση.-
Ποπη Τσακμακιδου-Κωτιδου
Οι αντάρτες βλέποντας ότι βρίσκονται σε δύσκολη θέση, γιατί οι Τούρκοι ήσαν πολλοί ενώ αυτοί λίγοι, αποφάσισαν να φυγαδεύσουν τα γυναικόπαιδα προς το πυκνό δάσος κι απο ‘κει θα τα οδηγούσαν αργότερα στην Τραπεζούντα. Στο σχέδιο τους αυτό ήταν εμπόδιο τα μικρά παιδιά και τα βρέφη.
Φοβήθηκαν μήπως με το κλάμα τους κατά την έξοδο απο την σπηλιά θα προδίδονταν το σχέδιο τους. Και τότε συνέβηκε το πιο τραγικό, συνταρακτικό και δεν ξέρω πως αλλιώς να το πω γεγονός, στην ιστορία της Σαντάς
Αποφάσισαν και έσφαξαν επτά βρέφη και τα άφησαν στην άκρη του δρόμου.
Την άλλη μέρα οι τούρκοι, οταν τα είδαν, κατάλαβαν ότι οι Σανταιοι ήταν αποφασισμένοι για όλα, γι αυτό και δεν τους κυνήγησαν.
Επτά αγγελούδια, φύλακες των Τριακοσίων!!
Καημένες μάνες!!!
Τραγικές γυναίκες!!!
Δεν εξετάζω το πώς και το γιατί. Δεν μπορώ και δεν θέλω να εμβαθύνω για το αν έπρεπε ή δεν έπρεπε. Αυτό το αφήνω στους ιστορικούς και στους ψυχολόγους στρατιωτικούς. Ξέρω πως ο πόλεμος είναι σκληρός και δημιουργεί μια άλλη, διαφορετική ψυχολογία.
Όμως μου κάνει εντύπωση πως οι καθ' όλα άξιοι ιστορικοί μας, που και σεβασμό και ευγνωμοσύνη τους οφείλουμε, δεν εξερεύνησαν και δεν ασχολήθηκαν μ' ένα τέτοιο γεγονός, το τραγικότερο της ιστορίας της Σαντάς. Σπατάλησαν τοσο χρόνο για να ερευνήσουν πόσοι Τούρκοι και πόσοι Ελληνες σκοτώθηκαν στην άλφα και στην βήτα μάχη και δεν άξιζε ν'ασχοληθουν με το γεγονός αυτό;
Όταν έγραψαν την ιστορία της Σαντάς, ζούσαν ακόμη οι μάνες και οι θειες των παιδιών. Γιατί δεν τις ρώτησαν; Ας μην έκριναν. Ας κατέγραφαν μονο μαρτυρίες. Ήταν παράλειψη.
Ο Μιλτιάδης Νυμφοπουλος γράφει ότι οι μάνες μέσα σ'ένα παραλήρημα έδωσαν τα παιδιά με τη θέληση τους. Δεν αναφέρει όμως το μαρτύριο καμίας μάνας.
Ο Στάθης Αθανασιάδης(Γερο-Στάθης) το αναφέρει απλά και αντιπαρέρχεται σιωπηλά.
Εγω θ'ασχοληθω με τα συναισθήματα , τον πόνο και τη βασανιστικη σιωπη εκείνων των γυναικών. Τις ρώτησαν για το πόσο πόνεσαν, πόσο μάτωσαν; Τις ρώτησαν για τον σπαραγμό της καρδιάς τους; Πως ένοιωσαν άραγε αργότερα, όταν η μπόρα πέρασε; Αν μετάνιωσαν; Αν καταράστηκαν, αν είχαν ήσυχη την συνείδηση τους, αν τα βράδια δεν έρχονταν τ'αγγελουδια τους στον ύπνο τους;
Τις ρώτησε κανείς κάτω από ποιες συνθήκες δώσανε τα παιδιά τους;
-«Αν κλαίγ'νε τα μωρά σουν»,τις είπαν,»οι Τουρκάντ' όλτς έμουν θα δεβάζ'νε ‘ς σό μαχαίρ'».
((«Αν κλάψουν τα μικρά σας» τις είπαν, «οι Τούρκοι θα μας σφάξουν όλους»)
Δεν ειναι ψυχολογική πίεση; Δεν είναι εκφοβισμός;
«Να παίρετεν τα μωρά ‘σουν και να εβγαίνετε άς ‘ς σό σπέλεν»
(Νά πάρετε τα παιδιά σας και να βγείτε απ οτην σπηλιά)
Να πάνε που; Μέσα στο σκοτάδι και στη βροχή; Σκληρός πόλεμος δεν λέω. Σκληρό, όμως πολύ σκληρό και τραγικό για τις μάνες, που φοβισμένες, ζαλισμένες, κυριολεκτικά χαμένες, έδωσαν τα παιδιά τους. Φοβήθηκαν την αμαρτία, μη πάρουν στο λαιμό τους και τους αλλους.
Πόσο σας σκέφτομαι, καλές γιαγιάκες!
Πόσο πονώ τον πόνο σας!
Καταλαβαίνω πως περάσατε τη ζωή σας ολόκληρη με μια ανοικτή πληγή στην καρδιά.
Εμείς έστω και τώρα, το μονο που μπορούμε να κάνουμε, είναι να σας θυμόμαστε, να σας ανάβουμε ένα κερί και να καθησυχάζουμε τις ψυχές σας λέγοντας, πως αυτά εχει ο πόλεμος.
Από την φουρνιά των παιδιών επέζησαν μερικά. Μια ήταν και η Όλγα τη Σωτήρ' τη Κώστη. Έζησε, γέρασε στη Νέα Σαντα του Κιλκις και πέθανε πριν μερικά χρόνια. Αυτήν , η μανα της δεν θέλησε να την δώσει. Αντιστάθηκε.
-«Αν τερώ πως κλαίει, με τα χέρα ‘μ θα φουρκίζ' άτο», ειπε.
(Αν δω ότι κλαίει θα το πνίξω με τα χέρια μου)
Ύστερα από αυτήν την διαβεβαίωση την άφησαν.
Εκτός από την Όλγα την Σωτηροπουλου, γλίτωσαν την φοβερή εκεινη νύχτα και η Νάζη Ποταμοπουλου το γένος Τσακμακίδου. Αυτήν η μάνα της Αγγέλη Τσακμακιδου, τόλμησε, την άρπαξε και μέσα στην βροχή και στο πυκνό σκοτάδι χάθηκε στο παρθένο δασός απ' όπου περπατώντας έφτασε στην Παναγία Σουμελά.
Στον δρόμο συναντήθηκε με μια άλλη μητέρα που κι αυτή τρομοκρατημένη, μη χάσει το παιδί της , κοριτσάκι κι αυτό, χώθηκε νυχτιάτικα στο δασος, με κατεύθυνση το Μοναστήρι. Αυτή ηταν η Θάλεια Σιτμαλιδου το γένος Πενταζή με τη μικρη Νάζη που αργότερα παντρεύτηκε στην Νέα Σαντα τον Κωστή Γεροντιδη, Γραμματέα τότε της Κοινότητας. Πέθανε τα Χριστούγεννα του 2001.
Και οι δύο παραπάνω περιπτώσεις αφορούσαν μανες που είχαν από ένα μονο παιδί, γι' αυτό απετολμησαν τη φυγή μέσα στο δάσος.
Τις πληροφορίες αυτές μου τις έδωσε ο Θόδωρος Ποταμοπουλος πρώην Προέδρου του Συλλόγου Σανταίων Θεσσαλονίκης και η Ευθυμία Σπυριδοπούλου αδελφή της Νάζης Γεροντιδου το γένος Σιτμαλιδου.
Η γιαγιά του Ποταμοπουλου του ειπε και κάτι άλλο: Όταν πήραν τα παιδιά για να τα σφάξουν , οι μάνες φώναζαν: "Επάρ' τεν κι εμάς"!
(Παρτε και 'μας)
Ένα άλλο παιδί που σώθηκε είναι ο Φίλιππος Κουρτιδης γιος του Κώστα Κουρτιδη, αδελφού του καπετάν Ευκλείδη. Στα χώρια της Δραμας ζούνε μερικά παιδιά από εκείνα. Δεν σκοτώθηκαν όλα, δεν γνωρίζω πιο ήταν το κριτήριο.
Αυτά έγιναν στα βουνά της Σαντάς!
Τραγικά σπαρακτικά, θλιβερά!
Από τους κακόμοιρους τους εξόριστους, όσοι επέζησαν, ύστερα απο τόσες κακουχίες, ήρθαν στην Ελλάδα, όπως και οι άλλοι Σανταίοι που είχαν μείνει στην Τραπεζούντα.
Ήρθαν με την Συνθήκη της Λοζάννης, όλοι στην Μητροπολιτική Ελλάδα, «σό πλάν την Ρωμανία» στην αντίπερα Ελλάδα, όπως έλεγε ο μεγάλος Πόντιος ποιητής Ηλίας Τσιρκινιδης στο ποίημα του «Ο Δήμον».
Εδώ τους περίμενε ένας άλλος Γολγοθάς, ένας σκληρός και ανελέητος αγώνας, ο αγώνας για επιβίωση.-
Ποπη Τσακμακιδου-Κωτιδου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου