Από την αρχή της
άνοιξης και μόλις έλιωναν
τα χιόνια στα βουνά και άρχιζε η καλοκαιρία ,άρχιζαν και οι εξωτερικές
δουλειές.
Κουβαλούσαν την κοπριά στα χωράφια, ετοίμαζαν τα σπορεία, λισγάριζαν το μέρος για να φυτέψουν πατάτες, κρεμμύδια, κολοκύθια, λάχανα και καθάριζαν τα λιβάδια από τις πέτρες.
Αμέσως μετά άρχιζαν οι ετοιμασίες για τα "παρχάρια' -βοσκοτόπια-όπου ανέβαζαν τα ζώα τους για να ξεκαλοκαιριάσουν.
Τα "παρχάρια" ήσαν όμορφα ξέφωτα κοντά στα χωριά, γραφικά οροπέδια, με άφθονη χλόη, κρύα νερά και ανοικτό ορίζοντα. Στα μαγευτικά εκείνα οροπέδια με τις καταπράσινες εκτάσεις, στην αφθονία του χόρτου και στη γαληνή του βουνού, έβοσκαν οι "παρχαρέτσες" τα ζώα τους κι εκείνα έδιναν για αμοιβή το άφθονο και παχύ γάλα τους.
Εκεί στα ψηλώματα κουβαλούσαν οι γυναίκες με την πλάτη τους όλα τα σύνεργα για τα γαλακτοκομικά τους προϊόντα:
1.Δρουβάνα:Ξύλινοι κάδοι για την Παρασκευή του βουτύρου.
2.Καρσάνα:Λεκάνες.
3.Κοβλάκια:Κουβάδες.
4.Χαλκά:Καζάνια χάλκινα.
5.Χαλκοπούλλα.
Κουβαλούσαν με την πλάτη τους ακόμη και τα "χαρτώματα"-λεπτές σανίδες-για να σκεπάσουν τις καλύβες τους που ήταν χτισμένες από ξερολιθιές. Πολλές φορές τις έκτιζαν ή τις επισκεύαζαν μόνες τους
Στα "παρχάρια", ειδικές γυναίκες, οι "παρχαρέτσες", μεσήλικες, συνήθως χήρες, φρόντιζαν τις αγελάδες τις δικές τους και αναλάμβαναν και ξένες, που τις έλεγαν "περνάκια", με πληρωμή σε είδος. Έδιναν δηλαδή στις "παρχαρέτσες" ένα συμφωνημένο ποσό από τα γαλακτοκομικά τους ή χρήματα ανάλογα πάντα με τον αριθμό των ζώων.
Στα παρχάρια έκαμναν βούτυρο, τυρί και διάφορα είδη μυζήθρας, όπως "τσορτάνια", "υλιστόν","πασκιτάν", "σιρ", "φιτιλιάρ", "μιντζίν" και τα τοποθετούσαν χωριστά για λογαριασμό της κάθε οικογένειας. Από τα προϊόντα αυτά οι νοικοκυρές κρατούσαν όσα χρειάζονταν για να περάσουν τον χειμώνα τους και τα παραπανίσια, όταν υπήρχαν, τα πουλούσαν στην Τραπεζούντα. Ανάρπαστα γίνονταν τα γαλακτοκομικά της Σαντάς για την καθαριότητας τους και την καλή τους ποιότητα.
Δυο ολόκληρες μέρες περπατούσαν οι γυναίκες σε δρόμους κακοτράχαλους και επικίνδυνους, φορτωμένες τα προϊόντα τους στην πλάτη, γύρω στα είκοσι κιλά, ώσπου να φτάσουν στην Τραπεζούντα να τα πουλήσουν και ν' αγοράσουν είδη πρώτης ανάγκης για το σπίτι:
Ζάχαρη, αλάτι, πετρέλαιο, σπίρτα ή και κανένα ύφασμα για να ανανεώσουν κάποιο από τα κομμάτια της φορεσιάς τους ή ύφασμα για τα "κρεββατικά" τους, που τα φρόντιζαν ιδιαίτερα.
Κουβαλούσαν την κοπριά στα χωράφια, ετοίμαζαν τα σπορεία, λισγάριζαν το μέρος για να φυτέψουν πατάτες, κρεμμύδια, κολοκύθια, λάχανα και καθάριζαν τα λιβάδια από τις πέτρες.
Παρχάρια Σαντάς |
Αμέσως μετά άρχιζαν οι ετοιμασίες για τα "παρχάρια' -βοσκοτόπια-όπου ανέβαζαν τα ζώα τους για να ξεκαλοκαιριάσουν.
Τα "παρχάρια" ήσαν όμορφα ξέφωτα κοντά στα χωριά, γραφικά οροπέδια, με άφθονη χλόη, κρύα νερά και ανοικτό ορίζοντα. Στα μαγευτικά εκείνα οροπέδια με τις καταπράσινες εκτάσεις, στην αφθονία του χόρτου και στη γαληνή του βουνού, έβοσκαν οι "παρχαρέτσες" τα ζώα τους κι εκείνα έδιναν για αμοιβή το άφθονο και παχύ γάλα τους.
Εκεί στα ψηλώματα κουβαλούσαν οι γυναίκες με την πλάτη τους όλα τα σύνεργα για τα γαλακτοκομικά τους προϊόντα:
1.Δρουβάνα:Ξύλινοι κάδοι για την Παρασκευή του βουτύρου.
2.Καρσάνα:Λεκάνες.
3.Κοβλάκια:Κουβάδες.
4.Χαλκά:Καζάνια χάλκινα.
5.Χαλκοπούλλα.
Κουβαλούσαν με την πλάτη τους ακόμη και τα "χαρτώματα"-λεπτές σανίδες-για να σκεπάσουν τις καλύβες τους που ήταν χτισμένες από ξερολιθιές. Πολλές φορές τις έκτιζαν ή τις επισκεύαζαν μόνες τους
Στα "παρχάρια", ειδικές γυναίκες, οι "παρχαρέτσες", μεσήλικες, συνήθως χήρες, φρόντιζαν τις αγελάδες τις δικές τους και αναλάμβαναν και ξένες, που τις έλεγαν "περνάκια", με πληρωμή σε είδος. Έδιναν δηλαδή στις "παρχαρέτσες" ένα συμφωνημένο ποσό από τα γαλακτοκομικά τους ή χρήματα ανάλογα πάντα με τον αριθμό των ζώων.
Στα παρχάρια έκαμναν βούτυρο, τυρί και διάφορα είδη μυζήθρας, όπως "τσορτάνια", "υλιστόν","πασκιτάν", "σιρ", "φιτιλιάρ", "μιντζίν" και τα τοποθετούσαν χωριστά για λογαριασμό της κάθε οικογένειας. Από τα προϊόντα αυτά οι νοικοκυρές κρατούσαν όσα χρειάζονταν για να περάσουν τον χειμώνα τους και τα παραπανίσια, όταν υπήρχαν, τα πουλούσαν στην Τραπεζούντα. Ανάρπαστα γίνονταν τα γαλακτοκομικά της Σαντάς για την καθαριότητας τους και την καλή τους ποιότητα.
Δυο ολόκληρες μέρες περπατούσαν οι γυναίκες σε δρόμους κακοτράχαλους και επικίνδυνους, φορτωμένες τα προϊόντα τους στην πλάτη, γύρω στα είκοσι κιλά, ώσπου να φτάσουν στην Τραπεζούντα να τα πουλήσουν και ν' αγοράσουν είδη πρώτης ανάγκης για το σπίτι:
Ζάχαρη, αλάτι, πετρέλαιο, σπίρτα ή και κανένα ύφασμα για να ανανεώσουν κάποιο από τα κομμάτια της φορεσιάς τους ή ύφασμα για τα "κρεββατικά" τους, που τα φρόντιζαν ιδιαίτερα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου