Aυτές τες μέρες διάβαζα δημοτικά τραγούδια,
για τ’ άθλα των κλεφτών και τους πολέμους,
πράγματα συμπαθητικά δικά μας, Γραικικά.
Διάβαζα και τα πένθιμα για τον χαμό της Πόλης
«Πήραν την Πόλη, πήραν την πήραν την Σαλονίκη».
Και την Φωνή που εκεί που οι δυο εψέλναν,
«ζερβά ο βασιλιάς, δεξιά ο πατριάρχης»,
ακούσθηκε κ’ είπε να πάψουν πια
«πάψτε παπάδες τα χαρτιά και κλείστε τα βαγγέλια»
πήραν την Πόλη, πήραν την πήραν την Σαλονίκη.
Όμως απ’ τ’ άλλα πιο πολύ με άγγιξε το άσμα
το Τραπεζούντιον με την παράξενή του γλώσσα
και με την λύπη των Γραικών των μακρινών εκείνων
που ίσως όλο πίστευαν που θα σωθούμε ακόμη.
Μα αλίμονον μοιραίον πουλί «απαί την Πόλην έρται»
με στο «φτερούλν’ αθε χαρτίν περιγραμμένον
κι ουδέ στην άμπελον κονεύ’ μηδέ στο περιβόλι
επήγεν και εκόνεψεν στου κυπαρίσ’ την ρίζαν».
Οι αρχιερείς δεν δύνανται (ή δεν θέλουν) να διαβάσουν
«Χέρας υιός Γιανίκας έν» αυτός το παίρνει το χαρτί,
και το διαβάζει κι ολοφύρεται.
«Σίτ’ αναγνώθ’ σίτ’ ανακλαίγ’ σίτ’ ανακρούγ’ την κάρδιαν.
Ν’ αοιλλή εμάς, να βάι εμάς, η Pωμανία πάρθεν.»
Κ.Γ. Καβάφης.
Τα σχόλια του Ηλία Τσέχου:
1. Επαναλαμβάνετε στο ποίημα δις ο στίχος "Πήραν την Πόλην πήραν την, πήραν την Σαλονίκη"
2. "με στο φτερούλιν αθε χαρτίν περιγραμμένον". Ρωτώντας πολλούς, που έχουν διαβάσει πολλές φορές ανθολογίες δημοτικών τραγουδιών, η λέξη "αθε" είναι άτονη, μετά κόπων και βασάνων καταλήξαμε πως το "α" κερδίζει τον τόνο, δηλαδή "άθε" η λέξη
3. "κι ουδέ στην άμπελον κονεύ’ μηδέ στο περιβόλι". Εμείς οσήμερον λέμε: "κι ουδέ σην άμπελον κονεύ’ μηδέ σο περιβόλιν"
4. "επήγεν και εκόνεφεν στου κυπαρίσ' την ρίζαν". Λέμε "επήεν και εκόνεψεν σου κυπαρίσ’ τη ρίζαν"
5. "Χέρας υιός Γιαννίκας έν’". Εμείς λέμε "Χέρας υιός Γιανίκας έν’"
6. "η Ρωμανία πάρθεν". Εμείς οσήμερον λέγομε κι ακούμε "η Ρωμανία επάρθεν!."
για τ’ άθλα των κλεφτών και τους πολέμους,
πράγματα συμπαθητικά δικά μας, Γραικικά.
Διάβαζα και τα πένθιμα για τον χαμό της Πόλης
«Πήραν την Πόλη, πήραν την πήραν την Σαλονίκη».
Και την Φωνή που εκεί που οι δυο εψέλναν,
«ζερβά ο βασιλιάς, δεξιά ο πατριάρχης»,
ακούσθηκε κ’ είπε να πάψουν πια
«πάψτε παπάδες τα χαρτιά και κλείστε τα βαγγέλια»
πήραν την Πόλη, πήραν την πήραν την Σαλονίκη.
Όμως απ’ τ’ άλλα πιο πολύ με άγγιξε το άσμα
το Τραπεζούντιον με την παράξενή του γλώσσα
και με την λύπη των Γραικών των μακρινών εκείνων
που ίσως όλο πίστευαν που θα σωθούμε ακόμη.
Μα αλίμονον μοιραίον πουλί «απαί την Πόλην έρται»
με στο «φτερούλν’ αθε χαρτίν περιγραμμένον
κι ουδέ στην άμπελον κονεύ’ μηδέ στο περιβόλι
επήγεν και εκόνεψεν στου κυπαρίσ’ την ρίζαν».
Οι αρχιερείς δεν δύνανται (ή δεν θέλουν) να διαβάσουν
«Χέρας υιός Γιανίκας έν» αυτός το παίρνει το χαρτί,
και το διαβάζει κι ολοφύρεται.
«Σίτ’ αναγνώθ’ σίτ’ ανακλαίγ’ σίτ’ ανακρούγ’ την κάρδιαν.
Ν’ αοιλλή εμάς, να βάι εμάς, η Pωμανία πάρθεν.»
Κ.Γ. Καβάφης.
Τα σχόλια του Ηλία Τσέχου:
1. Επαναλαμβάνετε στο ποίημα δις ο στίχος "Πήραν την Πόλην πήραν την, πήραν την Σαλονίκη"
2. "με στο φτερούλιν αθε χαρτίν περιγραμμένον". Ρωτώντας πολλούς, που έχουν διαβάσει πολλές φορές ανθολογίες δημοτικών τραγουδιών, η λέξη "αθε" είναι άτονη, μετά κόπων και βασάνων καταλήξαμε πως το "α" κερδίζει τον τόνο, δηλαδή "άθε" η λέξη
3. "κι ουδέ στην άμπελον κονεύ’ μηδέ στο περιβόλι". Εμείς οσήμερον λέμε: "κι ουδέ σην άμπελον κονεύ’ μηδέ σο περιβόλιν"
4. "επήγεν και εκόνεφεν στου κυπαρίσ' την ρίζαν". Λέμε "επήεν και εκόνεψεν σου κυπαρίσ’ τη ρίζαν"
5. "Χέρας υιός Γιαννίκας έν’". Εμείς λέμε "Χέρας υιός Γιανίκας έν’"
6. "η Ρωμανία πάρθεν". Εμείς οσήμερον λέγομε κι ακούμε "η Ρωμανία επάρθεν!."
Η Ρωμανία πάρθεν»
Έναν πουλίν, καλόν πουλίν, εβγαίν’ από την Πόλην,
Ουδέ ’ς σ’ αμπέλα ’κόνεψεν, ουδέ ’ς σα περιβόλα,
επήγεν καί ν’ εκόνεψεν ’ς σ’Αγιά Σοφιάς την πόρταν.
Έδειξεν τ’ έναν το φτερόν ’ς σο αίμαν βουτεμένον.
Και ’ς σ’ άλλο το φτερόν αθε, χαρτίν βαστά γραμμένον.
Ατό κανείς ’κι αναγνώθ’, κανείς ’κ’ εξέρ’ ντο λέγει,
μηδέ κι ο Πατριάρχης μου με όλους τους παπάδες.
Κι έναν παιδίν, καλόν παιδίν, πάει και αναγνώθει.
Σίτ’ αναγνώθει, σίτα κλαίει, σίτα κρούει την καρδίαν:
Ναϊλί εμάς και βάι εμάς, πάρθεν η Ρωμανία.
- Ναϊλί εμάς και βάι εμάς οι Τούρκ' την Πόλ' επέραν
επέραν το βασιλοσκάμ' κι ελλάεν Αφεντία.
Μοιρολογούν τα εκκλησιάς κλαίγ’νε τα μαναστήρα
κι Αι-Γιάννες ο Χρυσόστομον κλαίει και δερνοσκοπισκάται.
Μη κλαις, μη κλαις, Αγιάννε μου και μη δερνοσκοπισκάσαι
η Ρωμανία 'πέρασεν η Ρωμανία 'πάρθεν
Η Ρωμανία αν πέρασεν ανθεί και ψέρει κι άλλο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου