Ο κουκαράς ήταν αποκριάτικο έθιμο, για να φοβερίζουν οι μάνες τα παιδιά κάθε φορά που θα ζητούσαν να χαλάσουν τη σαρακοστή, ζητώντας επίμονα να φάνε ωβόν, τυρίν, γάλα, γιαούρτι και βούτορον και για να ξέρουν οι αγράμματες γυναίκες των χωριών που βρίσκονταν στα παρχάρια πότε θα ερχόταν το Πάσχα. Η διάρκεια του κουκαρά ήταν επτά εβδομάδες, όσες και οι εβδομάδες της Σαρακοστής.
Μόλις έτρωγαν το βράδυ της Αποκριάς, και πήγαιναν τα παιδιά να κοιμηθούν, η μάνα έπαιρνε ένα μεγάλο κρεμμύδι ή έναν τρανόν καρτόφ’ (μεγάλη πατάτα) κι έκανε τον κουκαρά, μπήγοντας γύρω του επτά φτερά κότας, όσες ήταν και οι βδομάδες της Σαρακοστής.
Ύστερα, τον κρεμούσε μ’ ένα σχοινί σ’ ένα μαδέρι του ταβανιού, στο δωμάτιο που έμεναν, κι εκεί αιωρούνταν από τον αέρα ή από το χέρι της μάνας κάθε φορά που τα παιδιά ζητούσαν επίμονα να χαλάσουν τη Σαρακοστή.
Το φτερωτό τούτο σκιάχτρο, που έπαιρνε φανταστικές διαστάσεις στα μάτια των παιδιών, τα έκανε να υποχωρούν και να σταματούν τις γκρίνιες και τα κλάματα, γιατί η μάνα κουνώντας με το χέρι της τον κουκαρά έλεγε με αυστηρό και πειστικό τρόπο:
«Μη!... Θα τρώει σε ο κουκαράς! Θα τρώει σε ο πότσαλον!»
Και τα παιδιά, μπροστά στον κίνδυνο να τα φάει ο κουκαράς, σταματούσαν το κλάμα, για να το επαναλάβουν άλλη μέρα, που ο οργανισμός τους θα ζητούσε αρτυμένο για να συντηρηθεί. Για να ξέρουν οι αγράμματες γυναίκες των ορεινών χωριών πότε θα ερχόταν το Πάσχα, κάθε Κυριακή έβγαζαν και από ένα φτερό από τον κουκαράν και όταν έφταναν στο τελευταίο φτερό, καταλάβαιναν πως άρχισε η Μεγάλη Βδομάδα, κι άρχιζαν κι αυτές να ετοιμάζονται για το Πάσχα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου