Το επόμενο ντοκουμέντο, ιστορικά τεκμηριωμένο από ανθρώπους που ήσαν παρόντες, περιγράφει την τύχη που είχαν τα μέλη μιας συγκεκριμένης οικογένειας από τη Ριζούντα του Πόντου.
Η καταγραφή έγινε από τη φοιτήτρια του Α.Π.Θ. Όλγα Ντέλλα, το Μάρτιο του 1992, στην Αθήνα στο σπίτι του πρόσφυγα Θεόδωρου Κωνσταντινίδη:
"Μια γυναίκα από τη Ριζούντα του Πόντου, που τον άντρα της τον σκότωσαν οι Τούρκοι, εγκαταστάθηκε στον προσφυγικό καταυλισμό της Δράμας. Είχε τρία παιδιά, δύο αγόρια και ένα κορίτσι. Το κορίτσι ήταν μαζί της στη Δράμα, τα αγόρια όμως δεν ήξερε τι είχαν απογίνει. Πέρασαν αρκετά χρόνια...
«Στη Δράμα, όπου είχε εγκατασταθεί, δεν είχε τα απαραίτητα για να ζήσει και γι' αυτό αποφάσισε να επιστρέφει στον τόπο της, μήπως κατορθώσει και πάρει μαζί της ένα δοχείο χρυσές λίρες κι άλλα κοσμήματα, που είχε κρύψει ο άνδρας της στο φούρνο του σπιτιού τους. Πράγματι, μια μέρα έφτασε στη Ριζούντα.
Στάθηκε στη γνώριμη βρύση. Απέναντι ήταν το σπίτι της. Ρώτησε μια Τουρκάλα, ποιος ήταν ο καινούργιος σπιτονοικοκύρης. Ήταν ένας συνταγματάρχης του τουρκικού στρατού. Η γυναίκα είδε ότι ο φούρνος δεν είχε γκρεμιστεί, όμως δίσταζε να πλησιάσει το παλιό της σπίτι, επειδή ο ένοικος ήταν τόσο ισχυρός. Όταν η Τουρκάλα έμαθε ότι το σπίτι ήταν δικό της, δεν την άφησε να φύγει, αλλά την προέτρεψε έντονα να πάει εκεί.
Πράγματι, η γυναίκα χτύπησε την πόρτα και της άνοιξε η σύζυγος του συνταγματάρχη. Της είπε τότε ότι το σπίτι ήταν το πατρικό της. Η γυναίκα την παρακάλεσε να παραμείνει μέχρι να επιστρέφει ο άντρας της. Έτσι έγινε, και το μεσημέρι, όταν φάνηκε ο συνταγματάρχης, του διηγήθηκε η Ελληνίδα την ιστορία της.
»0 Τούρκος συνταγματάρχης την προσκάλεσε να παραμείνει μαζί τους όσο καιρό θα επιθυμούσε, εφόσον το σπίτι ήταν δικό της. Η φτωχή γυναίκα κάθισε στο σπιτικό της μία εβδομάδα. Σ’ αυτό το διάστημα διαπίστωσε ότι ο συνταγματάρχης ήταν καλός άνθρωπος. Έτσι σκέφτηκε να του ζητήσει να ερευνήσει για τα δύο αγνοούμενα παιδιά της. Ο συνταγματάρχης χάρη στη θέση του κατόρθωσε να ανακαλύψει ότι το ένα της παιδί είχε σκοτωθεί, ενώ το άλλο συνέχιζε να αγνοείται. Τότε η γυναίκα, αναλογιζόμενη τη φτώχεια της, αποφάσισε να του πει για τις κρυμμένες χρυσές λίρες, αφού έτσι κι αλλιώς ήταν χαμένες. Του εξήγησε, μάλιστα. ότι είχε μια κόρη να παντρέψει και του υποσχέθηκε ότι τα μισά θα ήταν δικά του. Ψάξανε λοιπόν και οι δύο στο φούρνο και βρήκανε όλα τα πολύτιμα αντικείμενα που ήταν κρυμμένα. Έγινε η μοιρασιά και το μόνο πρόβλημα ήταν ο τρόπος με τον οποίο η γυναίκα θα έβγαινε από τα σύνορα. Ο συνταγματάρχης την καθησύχασε, υποσχόμενος ότι θα τη συνόδευε εκείνος.
»Την ημέρα που θα έφευγε, είδε ένα φορτηγό γεμάτο με δέκα μπαούλα. Η γυναίκα απόρησε, ο Τούρκος όμως της απάντησε: "Αυτά είναι δώρο για την κόρη σου. Αυτό το σπίτι ήταν δικό σου και εγώ τώρα με αυτά το ξεχρέωσα".
»Έφτασε η γυναίκα στη Δράμα, αφηγήθηκε τι της συνέβη, μα η γειτονιά δεν πίστευε αυτά που άκουγε. Γέμισε το σπίτι με κόσμο, που μαζεύτηκε να δει την προίκα της κόρης. Άνοιγαν τα μπαούλα και ξάφνου σ’ ένα απ’ αυτά βρήκαν τη φωτογραφία του συνταγματάρχη με τη γυναίκα του. Τη ρώτησαν αν αυτός ήταν ο Τούρκος που είχε γνωρίσει. Πράγματι, ήταν ο ίδιος. Γύρισαν τη φωτογραφία και έγραφε: "Αγαπητή μου μητέρα, εγώ είμαι ο γιος σου, ο οποίος σώθηκα αλλά δεν μπορούσα να σου το πω. Ό, τι θέλεις εσύ και η αδερφή μου είμαι στη διάθεσή σου, είμαι κοντά σας...».
Από το βιβλίο «Γ' Πανελλήνιο Συνέδριο Εθνικής Αυτογνωσίας».
Βέροια 1996.
Η καταγραφή έγινε από τη φοιτήτρια του Α.Π.Θ. Όλγα Ντέλλα, το Μάρτιο του 1992, στην Αθήνα στο σπίτι του πρόσφυγα Θεόδωρου Κωνσταντινίδη:
"Μια γυναίκα από τη Ριζούντα του Πόντου, που τον άντρα της τον σκότωσαν οι Τούρκοι, εγκαταστάθηκε στον προσφυγικό καταυλισμό της Δράμας. Είχε τρία παιδιά, δύο αγόρια και ένα κορίτσι. Το κορίτσι ήταν μαζί της στη Δράμα, τα αγόρια όμως δεν ήξερε τι είχαν απογίνει. Πέρασαν αρκετά χρόνια...
«Στη Δράμα, όπου είχε εγκατασταθεί, δεν είχε τα απαραίτητα για να ζήσει και γι' αυτό αποφάσισε να επιστρέφει στον τόπο της, μήπως κατορθώσει και πάρει μαζί της ένα δοχείο χρυσές λίρες κι άλλα κοσμήματα, που είχε κρύψει ο άνδρας της στο φούρνο του σπιτιού τους. Πράγματι, μια μέρα έφτασε στη Ριζούντα.
Στάθηκε στη γνώριμη βρύση. Απέναντι ήταν το σπίτι της. Ρώτησε μια Τουρκάλα, ποιος ήταν ο καινούργιος σπιτονοικοκύρης. Ήταν ένας συνταγματάρχης του τουρκικού στρατού. Η γυναίκα είδε ότι ο φούρνος δεν είχε γκρεμιστεί, όμως δίσταζε να πλησιάσει το παλιό της σπίτι, επειδή ο ένοικος ήταν τόσο ισχυρός. Όταν η Τουρκάλα έμαθε ότι το σπίτι ήταν δικό της, δεν την άφησε να φύγει, αλλά την προέτρεψε έντονα να πάει εκεί.
Πράγματι, η γυναίκα χτύπησε την πόρτα και της άνοιξε η σύζυγος του συνταγματάρχη. Της είπε τότε ότι το σπίτι ήταν το πατρικό της. Η γυναίκα την παρακάλεσε να παραμείνει μέχρι να επιστρέφει ο άντρας της. Έτσι έγινε, και το μεσημέρι, όταν φάνηκε ο συνταγματάρχης, του διηγήθηκε η Ελληνίδα την ιστορία της.
»0 Τούρκος συνταγματάρχης την προσκάλεσε να παραμείνει μαζί τους όσο καιρό θα επιθυμούσε, εφόσον το σπίτι ήταν δικό της. Η φτωχή γυναίκα κάθισε στο σπιτικό της μία εβδομάδα. Σ’ αυτό το διάστημα διαπίστωσε ότι ο συνταγματάρχης ήταν καλός άνθρωπος. Έτσι σκέφτηκε να του ζητήσει να ερευνήσει για τα δύο αγνοούμενα παιδιά της. Ο συνταγματάρχης χάρη στη θέση του κατόρθωσε να ανακαλύψει ότι το ένα της παιδί είχε σκοτωθεί, ενώ το άλλο συνέχιζε να αγνοείται. Τότε η γυναίκα, αναλογιζόμενη τη φτώχεια της, αποφάσισε να του πει για τις κρυμμένες χρυσές λίρες, αφού έτσι κι αλλιώς ήταν χαμένες. Του εξήγησε, μάλιστα. ότι είχε μια κόρη να παντρέψει και του υποσχέθηκε ότι τα μισά θα ήταν δικά του. Ψάξανε λοιπόν και οι δύο στο φούρνο και βρήκανε όλα τα πολύτιμα αντικείμενα που ήταν κρυμμένα. Έγινε η μοιρασιά και το μόνο πρόβλημα ήταν ο τρόπος με τον οποίο η γυναίκα θα έβγαινε από τα σύνορα. Ο συνταγματάρχης την καθησύχασε, υποσχόμενος ότι θα τη συνόδευε εκείνος.
»Την ημέρα που θα έφευγε, είδε ένα φορτηγό γεμάτο με δέκα μπαούλα. Η γυναίκα απόρησε, ο Τούρκος όμως της απάντησε: "Αυτά είναι δώρο για την κόρη σου. Αυτό το σπίτι ήταν δικό σου και εγώ τώρα με αυτά το ξεχρέωσα".
»Έφτασε η γυναίκα στη Δράμα, αφηγήθηκε τι της συνέβη, μα η γειτονιά δεν πίστευε αυτά που άκουγε. Γέμισε το σπίτι με κόσμο, που μαζεύτηκε να δει την προίκα της κόρης. Άνοιγαν τα μπαούλα και ξάφνου σ’ ένα απ’ αυτά βρήκαν τη φωτογραφία του συνταγματάρχη με τη γυναίκα του. Τη ρώτησαν αν αυτός ήταν ο Τούρκος που είχε γνωρίσει. Πράγματι, ήταν ο ίδιος. Γύρισαν τη φωτογραφία και έγραφε: "Αγαπητή μου μητέρα, εγώ είμαι ο γιος σου, ο οποίος σώθηκα αλλά δεν μπορούσα να σου το πω. Ό, τι θέλεις εσύ και η αδερφή μου είμαι στη διάθεσή σου, είμαι κοντά σας...».
Από το βιβλίο «Γ' Πανελλήνιο Συνέδριο Εθνικής Αυτογνωσίας».
Βέροια 1996.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου