Ένας νεαρός άντρας
ανέβηκε στο βήμα. Μιλούσε με μια βαριά περίεργη προφορά, αλλά οι ζωηρές
κινήσεις του, οι καθαρές θέσεις του, οι γνώσεις και το πάθος με το οποίο
υποστήριζε τις απόψεις του εντυπωσίασαν τους αγρότες αντιπρόσωπους του 1ου
Πανελλήνιου Καπνοπαραγωγικού Συνεδρίου. Πολλοί μέσα στην αίθουσα είπαν:«Αυτός ο πρόσφυγας θα πάει
μπροστά. Έχει μυαλό και δύναμη μέσα του».
Στη Δράμα το 1924, σ' αυτό το συνέδριο,
το αγροτικό συνεταιριστικό κίνημα θα συναντηθεί με τον μελλοντικό δημιουργικό
ηγέτη του, τον Αλέξανδρο Μπαλτατζή, μόλις 20 χρονών και οι καπνοπαραγωγοί της
περιφέρειας Σου Γιαλεσί της Ξάνθης του εμπιστεύτηκαν την εκπροσώπηση τους στο
συνέδριο.
Με τη δυναμική παρουσία του δικαίωσε την επιλογή τους. Την επομένη
του συνεδρίου η τοπική εφημερίδα «Θάρρος», την οποία εξέδιδε ο μετέπειτα
βουλευτής του Κόμματος των Φιλελευθέρων (στη Βουλή του 1936, του 1950 και του
1951) Μιχαήλ Βεζυρτζόγλου, έγραψε:
«Ένας δυναμικός νεαρός, ονόματι Αλέξανδρος
Μπαλτατζής, προερχόμενος από το Σου Γιαλεσί της Ξάνθης, πολύ σύντομα θα παίξει
ηγετικό ρόλο στα κοινά. Μας εντυπωσίασαν ο δυναμισμός και οι γνώσεις του, παρά
το νεαρό της ηλικίας του».
Ποιος ήταν ο νεαρός καπνοκαλλιεργητής, που γνώριζε τόσο
καλά όσα άλλοι με πολύχρονη πείρα δεν γνώριζαν για τον καπνό, το «εθνικό
προϊόν» της εποχής εκείνης;
Το παρουσιαστικό του δεν έδειχνε αγρότη, αλλά αστό.
Και πράγματι δεν ήταν αγρότης, αλλά έμελλε να γίνει και να δουλέψει με πείσμα,
για να αλλάξει τη μοίρα των αγροτών, αυτός ο γόνος μεγαλοαστών και
επιχειρηματιών του Πόντου και της τσαρικής Ρωσίας, τον οποίο η επανάσταση των
μπολσεβίκων ξερίζωσε από το Σοχούμ της Μαύρης θάλασσας και τον έφερε μαζί με
άλλους πρόσφυγες της Μικρασιατικής Καταστροφής το 1923 στο Νεοχώρι της Ξάνθης.
Οι
πρόγονοι Δεληγιαννίδηδες και Μπαλτατζήδες
Η οικογένεια Μπαλτατζή έχει
σημαντική παρουσία στην ιστορική περιπέτεια του ελληνισμού του Πόντου, η οποία
αρχίζει με την άλωση της Τραπεζούντας από τους Τούρκους και την κατάλυση της
αυτοκρατορίας των Κομνηνών το 1461. Στρατιωτικός στην αυτοκρατορική αυλή, ο μακρινός
πρόγονος, για να αποφύγει τη σύλληψη, καταφεύγει στην ορεινή Μεσοχαλδία του
Πόντου, μια περιοχή που έμεινε για πολλά χρόνια απάτητη από τον οθωμανικό
στρατό.
Στις αρχές του 19ου αιώνα ένας
δαιμόνιος απόγονος, ο Ευστάθιος, με το επώνυμο Δεληγιαννίδης, εγκαταστάθηκε
στο χωριό Κάτω Ταρσός της περιφέρειας Χαιριάννων, όπου τα δεκαοκτώ από τα
εβδομήντα τέσσερα χωριά της ήταν χριστιανικά.
Γρήγορα ο Ευστάθιος αναδείχτηκε
σε αρχιμεταλλουργό και αργότερα, κατά τον Κριμαϊκό πόλεμο του 1854,
τοποθετήθηκε επικεφαλής του τάγματος μπαλτατζήδων, από όπου και το όνομα
Μπαλτατζής. Τα τάγματα αυτά ακολουθούσαν τον οθωμανικό στρατό στις εκστρατείες
του και εργο τους ήταν να εξασφαλίζουν καυσόξυλα για τις ανάγκες των μαχόμενων,
να ανοίγουν δρόμους, να κατασκευάζουν γέφυρες και να μεταφέρουν πολεμοφόδια.
Απέκτησε πολλά χρήματα κατά τον κριμαϊκό πόλεμο
Ο Ευστάθιος επέστρεψε από τον Κριμαϊκό πόλεμο με πολλά χρήματα,
αυξάνοντας την περιουσία που απέκτησε ως αρχιμεταλλουργός στα μεταλλεία αργύρου
της περιοχής, αλλά και το κύρος του ως κοινωνικού παράγοντα. Ο Πόντιος
ιστορικός Γεώργιος Κανδηλάπτης- Κάνις γράφει στο αρχείο του:
«Ο Ευστάθιος Μπαλτατζής, αρχηγός του τάγματος μπαλτατζήδων,
καταγόμενος εκ του χωρίου Κάτω Ταρσός, υπήρξεν ανήρ μεγάλης θελήσεως και
δραστηριότητος και έχαιρε μεγάλης εκτιμήσεως υπό των ανωτάτων κυβερνητικών
υπαλλήλων και ήτο επιστήθιος φίλος του Οσμάν Πασά Χαζναδόρ, νομάρχου
Τραπεζούντος.
Το 1845, φιλοξενών εν τω
εν Αργυρουπόλει μεγάρω του τον μνησθέντα νομάρχην, παρέθηκε αυτώ 54 είδη
εδεσμάτων, δείγμα επιδεικτικότητος, ανώτερον του οποίου μόνον ο τύραννος των
Ιωαννίνων Αλή Πασάς παρέθηκεν εις Ευρωπαίον επισκέπτην (...).Το 1862 μετέβη εις
Κωνσταντινούπολη ως μέλος επιτροπής δια την διεκπεραίωσιν του φορολογικού
ζητήματος της επαρχίας του. Εγγονός τούτου τυγχάνει ο ήδη εν Ελλάδι
πολιτευόμενος κ. Αλέξανδρος Μπαλτατζής, αρχηγός του Αγροτικού Κόμματος».
Ενέργειες
ανθρωπισμού του Ευστάθιου Μπαλτατζή
Ο Ευστάθιος έκανε σημαντικές
δωρεές στην Ιερά Μονή Θεοτόκου της Αργυρούπολης και διέθεσε χρήματα για την
ανέγερση εκκλησιών και σχολείων. Ταξιδεύοντας για προσκύνημα στους Αγίους
Τόπους πληροφορήθηκε ότι στο κατάστρωμα του καραβιού υπήρχαν Χιώτες, τους
οποίους Τούρκοι δουλέμποροι μετέφεραν για να τους πουλήσουν στα παζάρια της
Μέσης Ανατολής.
Συγκέντρωσε αμέσως χρήματα από Έλληνες συνταξιδιώτες του,
διέθεσε και ο ίδιος ένα σεβαστό ποσό, παζάρεψε και εξαγόρασε την ελευθερία των
Χιωτών, που ανάμεσά τους ήταν και ένα ορφανό παιδί. Το πήρε μαζί του, το
φρόντισε, το μεγάλωσε και το πάντρεψε. Άφησε ο Χατζη-Ευστάθιος Μπαλτατζής
άξιους απογόνους, που άλλοι έγιναν ιερείς και έξαρχοι Χαιριάννων και άλλοι δάσκαλοι, οι οποίοι δίδαξαν στο
Φροντιστήριο της Αργυρούπολης.
Από όλους ξεχώρισε περισσότερο ο Αναστάς
Εφέντης, που κατέλαβε δικαστικό αξίωμα στην περιοχή του χωριού Κάτω Ταρσός,
όπου διέμενε. Απέκτησε τέσσερα παιδιά, τον Δημήτριο, τον Χρήστο, τον Αφεντούλη
και τον Θεόδωρο, πατέρα του Αλέξανδρου.
Ο
Θεόδωρος (γεννήθηκε το 1870), μόλις τελείωσε
το Φροντιστήριο της Αργυρούπουλης,
παντρεύθηκε την Εύα Δεληγιαννίδου,
απόκτησε τρεις γιους — τον Λάζαρο, τον
Γιάννη και τον Δημοσθένη — και το
1893, χωρίς την οικογένεια του,
μετανάστευσε στη Ρωσία. Εγκαταστάθηκε
στο Σοχούμ, όπου ανέπτυξε επιχειρηματική
δραστηριότητα, και σύντομα αναδείχτηκε
σε έναν πετυχημένο εργολάβο δημοσίων
έργων και παράγοντα της εκεί πολυπληθούς
ελληνικής κοινότητας. Στο Σοχούμ
ζούσαν την περίοδο εκείνη 8.000 Έλληνες
και άλλοι 40.000- ήταν εγκατεστημένοι σε
σαράντα χωριά της περιοχής.
Σε
ολόκληρη τη Ρωσσική Αυτοκρατορία ζούσαν
στο τέλος του 19ου αιώνα 462.000 Έλληνες
(στοιχεία απογραφής του 1897), προερχόμενοι
κυρίως από περιοχές του Πόντου, τις
οποίες εγκατέλειψαν για να αποφύγουν
τους τουρκικούς διωγμούς ή αναζητώντας
καλύτερη τύχη.
Το
1902 ο Θεόδωρος Μπαλτατζής θα φέρει την
οικογένεια του από τον Πόντο και θα την
εγκαταστήσει στην Κουταΐδα. Εκεί θα
γεννηθεί το τέταρτο παιδί, ο Αλέξανδρος
στις 29 Απριλίου 1904. Είναι η χρονιά που
ξεσπάει ο ρωσο-ιαπωνικός πόλεμος,
που θα λήξει με ήττα της Ρωσίας και θα
έχει ως αποτέλεσμα τον κλονισμό του
τσάρου Νικολάου Β', ο οποίος θα βρεθεί
αντιμέτωπος με μεγάλες εργατικές
κινητοποιήσεις και την ιστορική
εξέγερση των ναυτών στο θωρηκτό «Ποτέμκιν»
στο λιμάνι της Οδησσού.
Αυτά
τα γεγονότα θα τον υποχρεώσουν να
αποδεχτεί τη συγκρότηση αντιπροσωπευτικής
συνέλευσης, η οποία θα ονομαστεί
Δούμα, να προχωρήσει σε μεταρρυθμίσεις
και να παραχωρήσει στον λαό συνταγματικά
δικαιώματα.
Ο Αλέξανδρος μεγαλώνει με όλες τις
ανέσεις ενός πλουσιόπαιδου και τα χάδια που έχουν τα στερνοπαίδια. Είναι,
άλλωστε, και το μόνο παιδί στο σπίτι, αφού τα μεγαλύτερα αδέρφια του
σπουδάζουν στον Πόντο, ο Λάζαρος στο Φροντιστήριο της Αργυρούπολης και ο
Δημοσθένης στο Φροντιστήριο της Τραπεζούντας.
Τον Ιούλιο του 1908 επικρατεί η επανάσταση των Νεότουρκων
και ο σουλτάνος Αβδούλ Χαμίτ υποχρεώνεται να επαναφέρει το Σύνταγμα του 1876
και να χορηγήσει γενική αμνηστία.
Οι αλλαγές επηρεάζουν και τους Έλληνες της
Τουρκίας, πολλοί από τους οποίους, για να αποφύγουν τη στράτευση, που γίνεται
υποχρεωτική για όλους τους υπηκόους του κράτους, φεύγουν για τη Ρωσία. Η ελληνική
κοινότητα του Σοχούμ δέχεται μεγάλο κύμα προσφύγων από τον Πόντο, στους
οποίους θα προσφέρει κάθε δυνατή φροντίδα, στέγη και δουλειά, ενώ προχωρεί και
την αποπεράτωση του ελληνικού σχολείου, το οποίο θα λειτουργήσει το 1909 με 209
μαθητές.
Σ' αυτό το σχολείο θα αρχίσει τη φοίτησή του, το 1910, ο Αλέξανδρος
Μπαλτατζής και θα αναδειχτεί σε έναν από τους πρώτους μαθητές. Θα συνεχίσει από
το 1913 τις σπουδές του στο ρωσικό γυμνάσιο του Σοχούμ.
Αυτή την περίοδο, ο Θεόδωρος
Μπαλτατζής διαπραγματεύεται και αναλαμβάνει το 1914 την κατασκευή της σιδηροδρομικής
γραμμής Τουαψέ — Βατούμ. Στο έργο αυτό θα απασχολήσει και πολλούς νέους
πρόσφυγες από τον Πόντο, που με το ξέσπασμα του α' παγκοσμίου πολέμου
καταφεύγουν στη Ρωσία.
Ο μικρός Αλέξανδρος ζει από κοντά το δράμα των
προσφύγων, στους οποίους προσφέρει χρήματα, τα οποία αποσπά από τη μητέρα του.
Οι Έλληνες της Ρωσίας παρακολουθούν με αγωνία την εξέλιξη του πολέμου, στον
οποίο είναι αντιμέτωπες η Ρωσία με την Τουρκία. Προσδοκούν την απελευθέρωση και
την ανεξαρτησία του Πόντου και πανηγυρίζουν όταν τον Φεβρουάριο του 1916 ρωσικά στρατεύματα καταλαμβάνουν τον ανατολικό
Πόντο και στην Τραπεζούντα σχηματίζεται προσωρινή κυβέρνηση, η οποία
αναγνωρίζεται από τις δυνάμεις της Αντάντ.
Μετά τα ευχάριστα, ωστόσο,
έρχονται και τα δυσάρεστα. Την εξέγερση και τη σφαγή των Αρμενίων στην Τουρκία
το 1915 θα ακολουθήσει και η γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου, η οποία θα
συνεχιστεί ώς το 1923 και θα έχει 353.000 νεκρούς.
Τα καραβάνια των προσφύγων
διατρέχουν την Τουρκία, αλλά και τη Ρωσία, όταν το 1917 με την έκρηξη της
επανάστασης των μπολσεβίκων, χιλιάδες Έλληνες από το εσωτερικό της Ρωσίας
έρχονται στα λιμάνια του Καυκάσου για να φύγουν για την Ελλάδα.
Το 1918 τα
ρωσικά στρατεύματα, μετά την υπογραφή της συνθήκης του Μπρεστ — Λιτόφσκ,
εγκαταλείπουν τον Πόντο και την Αρμενία. Φεύγουν μαζί και 80.000 - 100.000
Πόντιοι για να αποφύγουν τη σφαγή. Αυτή τη χρονιά η κοινότητα του Σοχούμ υποδέχτηκε
και περιέθαλψε 15.000 πρόσφυγες, πρωτοστατούντος και του Θεόδωρου Μπαλτατζή, ο
οποίος διατέλεσε πρόεδρος της.
Στη Ρωσία έχει επικρατήσει η
επανάσταση των μπολσεβίκων, ενώ στη Γεωργία πρωτοστάτησαν οι μενσεβίκοι, οι
οποίοι σχημάτισαν κυβέρνηση και προκήρυξαν εκλογές για την ανάδειξη προσωρινής
Βουλής.
Η σοσιαλιστική κυβέρνηση των μενσεβίκων, στην οποία υπουργός επί των
εξωτερικών υποθέσεων ήταν ο Ιωάννης Πασαλίδης (μετέπειτα πρόεδρος της ΕΔΑ στην
Ελλάδα), απαλλοτρίωσε τη μεγάλη αγροτική ιδιοκτησία και εθνικοποίησε τις
παραγωγικές μονάδες, αλλά δεν έβαλε δεσμά στον Τύπο ούτε πείραξε τη μικρή
ιδιοκτησία.
Σε όλη τη διάρκεια του παγκοσμίου
πολέμου έγιναν μεγάλες προσπάθειες για την ανεξαρτησία του Πόντου, στις οποίες
μετείχαν και οι Ελληνοπόντιοι της Ρωσίας και της Γεωργίας. Το θέμα ετέθη και
στη Συνδιάσκεψη Ειρήνης, που έγινε στο Παρίσι μετά το τέλος του πολέμου, αλλά
οι ελπίδες θα χαθούν με τη Μικρασιατική Καταστροφή.
Ο Αλέξανδρος Μπαλτατζής μεγαλώνει
σε ένα περιβάλλον που ασχολείται με τις επιχειρήσεις, αλλά και με την
πολιτική, ιδιαίτερα μάλιστα με το πρόβλημα της απελευθέρωσης του Πόντου.
Από
μικρό παιδί παρακολουθεί τα γεγονότα της εποχής, τα οποία δεν αφήνουν κανέναν
αδιάφορο. Τα σαλόνια του ξενοδοχείου Σαν Ρέμο», όπου γίνονταν και όλες οι
εκδηλώσεις της ελληνικής κοινότητας του Σοχούμ, ήταν ένας ζωντανός χώρος
πολιτικών συζητήσεων και ζυμώσεωνν, τις οποίες παρακολουθούσε ο έφηβος
Αλέξανδρος Μπαλτατζής.
Εκεί θα μάθει για τις προσπάθειες που γίνονται για να
κερδίσει ο Πόντος την ανεξαρτησία του. Εκεί θα παρακολουθήσει τη διαμάχη των
μπολσεβίκων με τους μενσεβίκους, όταν θα γίνει η Οκτωβριανή Επανάσταση, στην
οποία μετέχουν και Έλληνες. Και θα δει τους μενσεβίκους να καταλαμβάνουν την
εξουσία όταν ήταν μαθητής στο ρωσικό γυμνάσιο του Σοχούμ, από το οποίο θα
αποφοιτήσει το 1920.
Ο Θεόδωρος Μπαλτατζής ενημερωνόταν
συστηματικά για το ζήτημα του Πόντου. Στα ελάχιστα χαρτιά που πήρε μαζί του,
όταν εγκατέλειψε το Σοχούμ, βρέθηκε και μια επιστολή που του έστειλε από την
Κωνσταντινούπολη, στις 20 Φεβρουαρίου 1919, ο άλλοτε δήμαρχος Αργυρούπολης,
επιχειρηματίας Δημήτριος Γ. Αποστολίδης, μετέπειτα έπαρχος στην Ελλάδα και
συγγραφέας της «Συνοπτικής Ιστορίας του Πόντου».
Γράφει ο Αποστολίδης: «Ελπίζω
ότι ελάβατε τα προηγούμενα γράμματά μου», που σημαίνει ότι υπήρχε αλληλογραφία.
Και συνεχίζει: «Το ζήτημα της ανεξαρτησίας του Πόντου δεν ελύθη ακόμη και
παρουσιάζει πολλάς δυσκολίας. Τηλεγραφήματα και υπομνήματα αποστέλλονται εις
Παρισίους προς καταπολέμησιν των αξιώσεων των Αρμενίων. Εντός της εβδομάδος
απέρχεται ο τοποτηρητής και ο Άγιος Τραπεζούντας εις Παρισίους κατά
προηγουμένην συνεννόησιν μετά του Βενιζέλου διά την υπόθεσιν του Πόντου και
εν γένει των αλυτρώτων Ελλήνων.
Ο Τραπεζούντος είναι τυχερός, ετέθη κλήρος
μεταξύ αυτού και του Αμασείας, διότι υπήρχε ισοψηφία εν τη συνόδω και
εκέρδισε».
Στη συνέχεια, αφού δίνει και άλλες πληροφορίες για τις κινήσεις των
Ελλήνων του Πόντου και τις ενέργειες του Βενιζέλου, ο Αποστολίδης ζητάει από τον
Θεόδωρο Μπαλτατζή να του δανείσει για έναν μήνα 5-10 χιλιάδες ρούβλια, για «να
αγοράσω λίρας και εμπορεύματα και να επιστρέψω (σ. σ. : στο Βατούμ). Θα κερδίσω
ασφαλώς εκατόν τοις εκατόν».
Από την επιστολή αυτή φαίνεται
ότι ο Θεόδωρος Μπαλτατζής ήταν μεταξύ των Ελλήνων του Σοχούμ που είχαν μεγάλη
οικονομική επιφάνεια, όπως και η οικογένεια των καπνεμπόρων Μοσκώφ, η οποία
εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη, ενώ ένα μέλος της, ο Παύλος Μοσκώφ,
δραστηριοποιήθηκε στην Ξάνθη, όπου το 1976 ίδρυσε δική του επιχείρηση.
Ο ίδιος,
σε συνέντευξη του στην εφημερίδα «Θεσσαλονίκη» (11 Ιανουαρίου 1999) είχε πει:
«Έκτισα καπνεργοστάσιο στην Ξάνθη, την 'πρωτεύουσα των πρωτευουσών' των
ανατολικών καπνών, χωρητικότητας 5 εκατομμυρίων κιλών. Την εποχή εκείνη τα
καπνεργοστάσια που υπήρχαν από παλιά ήταν χωρητικότητας από 25 τόνους μέχρι
200 τόνους.
Πολλοί άνεργοι καπνεργάτες και καπνεργάτριες βρήκαν δουλειά, η
αγορά της πόλης άρχισε να ξανακινείται. Έκτισα το εργοστάσιο μου στην Ξάνθη, τη
δεύτερή μου πατρίδα, που πολύ αγάπησα. Αγάπησα την πόλη και τους κατοίκους
της, χριστιανούς και μουσουλμάνους. Θυμάμαι που κάλεσα τον Αλέξανδρο
Μπαλτατζή, τον μεγάλο πολιτικό της Ξάνθης,
εμπνευστή του συνεταιριστικού κινήματος της περιοχής, για να τον πείσω για την
αναγκαιότητα της δημιουργίας ενός εμπορικού καπνεργοστασίου στην Ξάνθη. Οραματιζόμασταν
να ξανακάνουμε την πόλη το πρώτο και μεγαλύτερο καπνικό κέντρο της Ελλάδας και
των Βαλκανίων, όπως αυτή ήταν πριν από το 1930».
Ο Αλέξανδρος Μπαλτατζής θα κάνει
το όραμα πράξη, ιδρύοντας στην Ξάνθη τη συνεταιριστική εταιρεία ΣΕΚΑΠ ΑΕ, την
πιο σύγχρονη καπνοβιομηχανία της Ευρώπης. Να επιστρέψουμε όμως στο Σοχούμ.
Η εξέλιξη της κατάστασης στο Σοχούμ
Το καθεστώς των μενσεβίκων
ανετράπη τον Φεβρουάριο του 1921, όταν σοβιετικά στρατεύματα εισέβαλαν στη
Γεωργία. Στις 25 Φεβρουαρίου ανακηρύχθηκε η Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία
της Γεωργίας και διορίστηκε κυβέρνηση μπολσεβίκων, η οποία κρατικοποίησε τις
ιδιοκτησίες και δήμευσε όλες τις καταθέσεις στις τράπεζες.
Μέσα σε μία μέρα ο Θεόδωρος
Μπαλτατζής έχασε όλη την ακίνητη περιουσία του, 200.000 χρυσά ρούβλια από
καταθέσεις στις τράπεζες και άλλα τόσα χρήματα που είχε να εισπράξει από
καθυστερημένες πληρωμές των εργολαβιών που είχε εκτελέσει.
Εκτιμώντας την κατάσταση,
αποφασίζει να εγκαταλεί-
ψει τη Γεωργία και να φύγει με την
οικογένεια του για την Ελλάδα. Από το Σοχούμ, με πλοίο, η οικογένεια Μπαλτατζή,
έχοντας ελάχιστα χρήματα και λίγες αποσκευές, διασχίζει τον Εύξεινο Πόντο και
αποβιβάζεται στην Κωνσταντινούπολη, την οποία κατέχουν συμμαχικά και ελληνικά
στρατεύματα.
Από εκεί θα εγκατασταθεί
προσωρινά στη Μακρά Γέφυρα της Ανατολικής Θράκης, όπου τα δύο μεγαλύτερα
αδέρφια του Αλέξανδρου, ο Λάζαρος, απόφοιτος του Φροντιστηρίου Αργυρούπολης.
και ο Δημοσθένης, απόφοιτος του Φροντιστηρίου Τραπεζούντας, διορίζονται
δημόσιοι υπάλληλοι. Με τη Μικρασιατική Καταστροφή, το 1922, η οικογένεια
Μπαλτατζή μετακινείται στην Αλεξανδρούπολη.
Ο Αλέξανδρος Μπαλτατζής καπνοκαλλιεργητής
Η οικογένεια του άλλοτε
μεγαλοεπιχειρηματία του Σοχούμ Θεόδωρου Μπαλτατζή θα ακολουθήσει τη μοίρα των
προσφύγων της Μικρασιατικής Καταστροφής, που έρχονται στην Ελλάδα μετά την
υπογραφή της Συνθήκης της Λοζάνης, η οποία προέβλεπε την ανταλλαγή των
πληθυσμών.
Της δίνονται χωράφια σιο Νεοχώρι της περιοχής Σου Γιαλεσί της Ξάνθης
— παγκόσμια γνωστή για τα καπνά της —, όπου εγκαθίσταται και επιδίδεται στην
καπνοκαλλιέργεια. Όπως όλοι οι πρόσφυγες, έτσι και οι Μπαλτατζήδες θα
δουλέψουν με πάθος και πείσμα για να αλλάξουν τη μοίρα τους, αλλά και για να
φέρουν έναν άλλον αέρα προόδου και πολιτισμού στις καθυστερημένες περιοχές,
όπου είχαν εγκατασταθεί.
Ο νεαρός Αλέξανδρος δουλεύει στα καπνοχώραφα, αλλά
δραστηριοποιείται και στα κοινά, βοηθώντας εθελοντικά τις υπηρεσίες εποικισμού
στην εφαρμογή του προγράμματος αποκατάστασης των προσφύγων.
Παρακινούμενος και από τον πατέρα
του, ο Αλέξανδρος εγγράφεται το 1924 στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου
Αθηνών. Πηγαίνει στην πρωτεύουσα, όπου τρέχουν οι ιστορικές πολιτικές εξελίξεις
που έφερε η Μικρασιατική Καταστροφή.
Τις εκλογές της 16ης Δεκεμβρίου 1923, που
είχε προκηρύξει η επαναστατική κυβέρνηση, τις κερδίζει ο Ελευθέριος Βενιζέλος,
ο οποίος σχηματίζει κυβέρνηση στις 11 Ιανουαρίου 1924, αφού προηγουμένως ο
Νικόλαος Πλαστήρας κατέθεσε την εξουσία (2 Ιανουαρίου) στη Συντακτική
Συνέλευση.
Κυρίαρχο θέμα είναι το καθεστωτικό, το οποίο προκαλεί έντονες
διαμάχες. Την κυβέρνηση Βενιζέλου διαδέχεται στις 6 Φεβρουαρίου η κυβέρνηση του
Γεωργίου Καφαντάρη. Στις 12 Μαρτίου 1924 αναλαμβάνει πρωθυπουργός ο Αλέξανδρος
Παπαναστασίου και η κυβέρνησή του θα πετύχει την ανακήρυξη της Πρώτης
Δημοκρατίας από τη Συντακτική Συνέλευση στις 25 Μαρτίου 1924.
Νέα κυβέρνηση θα
σχηματίσει ο Θεμιστοκλής Σοφούλης στις 24 Ιουλίου, την οποία στις 7 Οκτωβρίου
θα διαδεχθεί κυβέρνηση του Ανδρέα Μιχαλακόπουλου.
Ο Αλέξανδρος Μπαλτατζής παρακολουθεί με ενδιαφέρον
Με ζωηρό ενδιαφέρον παρακολουθεί
τα πολιτικά γεγονότα στην πρωτεύουσα ο φοιτητής Αλέξανδρος Μπαλτατζής και
γοητεύεται από την προσωπικότητα του Αλέξ. Παπαναστασίου, του οποίου θα γίνει
ένθερμος οπαδός. Παρακολουθεί την πολιτική και τα μαθήματα στη Νομική Σχολή,
αλλά η σκέψη του είναι στην οικογένεια του στο Νεοχώρι, η οποία δεν είναι
μαθημένη στη σκληρή δουλειά της καλλιέργειας του καπνού. Διακόπτει τις σπουδές
του και επιστρέφει στο χωριό για να βοηθήσει τους γονείς του, αλλά και για να
ασχοληθεί ενεργά με τα προβλήματα των προσφύγων και ιδιαίτερα των
καπνοκαλλιεργητών.
Είναι δραστήριος, αεικίνητος,
αποφασιστικός και γρήγορα θα φανούν οι ηγετικές του ικανότητες, όταν οι
παραγωγοί της περιοχής Σου Γιαλεσί τον εξουσιοδοτούν να τους εκπροσωπήσει στο
Πανελλήνιο Καπνοπαραγωγικό Συνέδριο της Δράμας. Έχοντας την αναγνώριση των
16.000 προσφύγων, που έχουν εγκατασταθεί στα χωριά της περιοχής Σου Γιαλεσί, ο
Θεόδωρος Μπαλτατζής τοποθετείται το 1924 δήμαρχος Σταυρούπολης, στην οποία ανήκε όλη η περιοχή. Την
κρίσιμη εκείνη περίοδο της πρώτης εγκατάστασης των προσφύγων θα προσφέρει, με
την πείρα και τις ικανότητές του, μεγάλες υπηρεσίες, βοηθούμενος και από τον
γιο του Αλέξανδρο, ο οποίος έχει ακόμα πιο ενεργό συμμετοχή στο συνδικαλιστικό
κίνημα των καπνοπαραγωγών, μετέχοντας και οτο 2ο Καπνικό Συνέδριο, που συνήλθε
το 1925 στις Σέρρες.
Κοινωνικοί
και πολιτικοί παράγοντες πατέρας και γιος
Ο
Θεόδωρος και ο Αλέξανδρος Μπαλτατζής
αναδείχτηκαν σύντομα σε κοινωνικούς
και πολιτικούς παράγοντες της
περιοχής, με μεγάλη επιρροή στους
πρόσφυγες. Στις βουλευτικές εκλογές
της 7ης Νοεμβρίου 1926 υποστηρίζουν τη
Δημοκρατική Ένωση του Αλέξανδρου
Παπαναστασίου και βοηθούν τον τοπικό
υποψήφιο και κορυφαίο παράγοντα του
κόμματος Αναστάσιο Μπακάλμπαση, ο οποίος
εκλέγεται.
Στην
οικουμενική κυβέρνηση που σχημάτισε
στις 4 Δεκεμβρίου 1926 ο Αλέξανδρος
Ζαΐμης, υπουργός Γεωργίας ανέλαβε ο
Αλέξανδρος Παπαναστασίου, με υφυπουργό
τον Αναστάσιο Μπακάλμπαση, ο οποίος,
εκτιμώντας τις ικανότητες τον Αλέξανδρου
Μπαλτατζή, τον κάλεσε στην Αθήνα για να
προσφέρει τις υπηρεσίες του στο ιδιαίτερο
γραφείο των υπουργών, όπου αποσπάστηκε
από την Εθνική Τράπεζα, στην οποία
είχε διοριστεί.
Κατά τη θητεία
του στο υπουργείο Γεωργίας, κοντά στον
χαρισματικό ηγέτη Αλέξανδρο Παπαναστασίου,
βαθύ γνώστη των κοινωνικών προβλημάτων,
ο Αλέξανδρος Μπαλτατζής αποκτά το
φορτίο γνώσεων για να ανοίξει νέους
δρόμους στο αγροτικό συνεταιριστικό
κίνημα, με στόχο την αξιοποίηση και
τη δικαίωση του μόχθου των παραγωγών,
οι οποίοι ήταν θύματα άγριας και πολλαπλής
εκμετάλλευσης.
Έχοντας λοιπόν διαμορφώσει συγκεκριμένο όραμα, ο
Αλέξανδρος Μπαλτατζής παραιτείται το 1928 από την Εθνική Τράπεζα, εγκαταλείπει
την πρωτεύουσα και επιστρέφει στο Νεοχώρι, όπου αναλαμβάνει την πρωτοβουλία
και ιδρύει τον Γεωργικό Συνεταιρισμό «Η Αναγέννηση». Με δική του ενθάρρυνση
ιδρύονται στην περιοχή και άλλοι έντεκα συνεταιρισμοί.
Για αυτή την καθοριστική του
απόφαση ο Αλέξανδρος Μπαλτατζής, μιλώντας σε εκδήλωση για τα πενήντα χρόνια
λειτουργίας της Ένωσης Γεωργικών Συνεταιρισμών Ξάνθης στις 10 Ιουλίου 1982, θα
πει: «Το 1928 ήρθα στο Νεοχώρι και ίδρυσα τον Συνεταιρισμό Ή Αναγέννηση'. Από
το 1927 ήμουν στην Αθήνα ιδιαίτερος γραμματέας του τότε υπουργού Γεωργίας στην Οικουμενική Κυβέρνηση,
Αλέξανδρου Παπαναστασίου, και του υφυπουργού Αναστάσιου Μπακάλμπαση,
διορισμένος στην Εθνική Τράπεζα με απόσπαση στο υπουργείο Γεωργίας.
Αλλά είχα
μπροστά μου διαρκώς τον κόσμο αυτόν εδώ στην ακριτική Ελλάδα, από τον οποίο
προερχόμουν. Τους υπηρετούσα και κάτω στην Αθήνα, αλλά ήθελα να έλθω επί
τόπου, να αγωνιστώ κοντά τους για την αγροτική αποκατάσταση, για την οικονομική
ανάπτυξή τους.
Παραιτήθηκα από την Εθνική Τράπεζα και το υπουργείο Γεωργίας,
παρά την επιμονή του υπουργού να μείνω, και επροτίμησα να έλθω κοντά στον λαό.
Δεν ξέρω, είχα μέσα μου μια φλόγα, κάποιο πάθος, το οποίο και τώρα δεν με
εγκαταλείπει, δεν με αφήνει να ησυχάσω».
Ο Συνεταιρισμός Νεοχωρίου αναπτύσσεται γρήγορα και
ο Αλέξανδρος Μπαλτατζής ζητά την εγγραφή του στην Ένωση Γεωργικών Συνεταιρισμών
Ξάνθης. Το αίτημα απορρίπτεται από το ΔΣ της Ένωσης.
Η μάχη για την εγγραφή θα
δοθεί σιη Γενική Συνέλευση της Ένωσης. Ο Αλέξανδρος Μπαλτατζής θα την κερδίσει,
εντυπωσιάζοντας τα μέλη της συνέλευσης, που πολύ σύντομα, το 1930, τον εκλέγουν
πρόεδρο.
Είναι μόλις 26 χρονών, αλλά πανέτοιμος να σηκώσει το βαρύ φορτίο. Ο
ίδιος θα πει πολλά χρόνια αργότερα:
«Στις πρώτες εκλογές, που έγιναν το 1930,
εξελέγην πρόεδρος της Ενώσεως. Βρήκαμε μια Ένωση χρεοκοπημένη, που εστεγάζετο
στο χάνι του Ταραβάνη, ο οποίος μας απειλούσε με έξωση, γιατί καθυστερούσαμε τα
μισθώματα.
Το τηλέφωνο ήταν κομμένο, παντού η Ένωση είχε χρέη και οι υπάλληλοι
δεν πληρώνονταν. Με την εμπιστοσύνη που είχαμε στον κόσμο, με τον καινούργιο αέρα που φύσηξε στην Ένωση,
προσχώρησαν μερικοί καλοί και μεγάλοι συνεταιρισμοί, μας έδωσαν καινούργιες
δουλειές. Επέτυχα και οικονομική ενίσχυση του Γραφείου Προστασίας Καπνού
Καβάλας, όπου ήμουν επικεφαλής των καπνοπαραγωγών συμβούλων ως αιρετός
προϊστάμενος του τμήματος.
Εν συνεχεία προχώρησα στην αναδιοργάνωση των υπηρεσιών,
έπεισα τον κ. Ιλαντζή να παραιτηθεί από τη θέση του επόπτη συνεταιρισμών της
ΑΤΕ και να αναλάβει τη διεύθυνση της Ενώσεως. Ήταν μεγάλη επιτυχία, διότι,
όπως απεδείχθη, είχε πολλά ηθικά και πνευματικά προσόντα.
Η Ένωση Ξάνθης με τη
νέα ηγεσία της εξελίχθηκε σε πρώτη Ένωση. Φύγαμε από το αχούρι, πήραμε καλά
γραφεία και εν συνεχεία αποκτήσαμε ιδιόκτητη στέγη αγοράζοντας
το κτίριο στο οποίο σήμερα σιεγαζόμαστε, που ήταν το σπίτι του γνωστού
καπνοβιομηχάνου Αρδίτη. Αργότερα κατεδαφίστηκε και έγινε στον χώρο του το
σημερινό μέγαρο, από τα ωραιότερα της Ξάνθης».
Η Ένωση της Ξάνθης, με επικεφαλής το δημιουργικό
δίδυμο Μπαλτατζή — Ιλαντζή, θα αναδειχτεί σύντομα στην πιο δυναμική
συνεταιριστική οργάνωση της χώρας, από την οποία θα ξεκινήσουν πολλές
προσπάθειες και θα καρποφορήσουν, με αποτέλεσμα να γίνει ο νομός Ξάνθης η
μεγάλη κυψέλη του αγροτικού συνεταιριστικού κινήματος της χώρας.
Η πρώτη προσπάθεια για την
ανάπτυξη σε συστηματική βάση των πιστωτικών και προμηθευτικών εργασιών της
Ένωσης γίνεται με την ίδρυση της Γεωργικής Συνεταιριστικής
Τράπεζας Ξάνθης.
Παράλληλα
ιδρύονται και συνεταιριστικά πρατήρια στα χωριά, τα οποία διαθέτουν στους
αγρότες όλα τα είδη βιοτικής ανάγκης, γεωργικό εξοπλισμό και φυτοφάρμακα σε
πολύ χαμηλές τιμές.
Ως πρόεδρος της Ένωσης Ξάνθης ο Αλέξανδρος
Μπαλτατζής εκλέγεται διοικητικός σύμβουλος στο Γραφείο Προστασίας Καπνού, που
είχε έδρα στην Καβάλα, και σύντομα γίνεται προϊστάμενος των έξι συμβούλων —
εκπροσώπων των καπνοπαραγωγών της Μακεδονίας και της Θράκης. Την ίδια περίοδο
μετέχει στο 5ο Καπνικό Συνέδριο, το οποίο συνήλθε στην Καβάλα.
Το 1930 είναι
μια δύσκολη χρονιά και για τον καπνό, λόγω της διεθνούς οικονομικής κρίσης που
ξεσπάει το 1929 με την κατάρρευση της αμερικανικής χρηματαγοράς. Η κυβέρνηση
του Ελευθερίου Βενιζέλου, μετά από έντονες πιέσεις των καπνοπαραγωγών και των
συνεταιρισμών, συγκροτεί μια Κεντρική Επιτροπή Αγοράς και Διαχειρίσεως Καπνών,
για τη συγκέντρωση των καπνών από το κράτος, ώστε να αντιμετωπιστεί η κρίση του
προϊόντος, το οποίο έμενε αδιάθετο λόγω της δραματικής πτώσης των εξαγωγών.
Οι
καπνοπαραγωγικές οργανώσεις εκλέγουν τον Αλέξανδρο Μπαλτατζή εκπρόσωπο τους
στην επιτροπή, πρόεδρος της οποίας τοποθετήθηκε ο Αλέξανδρος Κοριζής, τότε
υποδιοικητής της Εθνικής Τράπεζας.
Η συμμετοχή του στην επιτροπή
τού παρέχει τη δυνατότητα να μελετήσει το πρόβλημα του καπνού και να αναζητήσει
λύσεις, τις οποίες προτείνει στο 6ο Καπνοπαραγωγικό Συνέδριο, που συνήλθε
στις 15 Φεβρουαρίου 1931, και με ψήφισμα του ζήτησε να ληφθούν ουσιαστικά μέτρα
για τα καπνά και να ιδρυθεί Αυτόνομος Καπνικός Οργανισμός. Το συνέδριο τον
επανεξέλεξε μέλος της εκτελεστικής του επιτροπής.
Με
τόσο φόρτο συνεταιριστικής δουλειάς
βρίσκει χρόνο για να είναι και δραστήριο
μέλος του κόμματος της Δημοκρατικής
Ένωσης του Αλ. Παπαναστασίου. Μαζί με
τον Βασ. Ιλαντζή συμμετέχουν ως μέλη
του κόμματος στην ελληνική αντιπροσωπεία
που με επικεφαλής τον καθηγητή Α. Σίδερη
πήρε μέρος στη Διαβαλκανική Διάσκεψη
Φιλίας, η οποία συνήλθε στη Σόφια το
1931. Τον επόμενο χρόνο (1932) εκλέγεται
παμψηφεί πρόεδρος του νεοσύστατου
Γεωργικού Επιμελητηρίου Ροδόπης, το
οποίο έχει έδρα την Κομοτηνή.
Πιστεύοντας
ότι το αγροτικό κίνημα, για να πετύχει
τους σκοπούς του και να προωθήσει τα
συμφέροντα των παραγωγών, θα πρέπει να
έχει και πολιτική έκφραση, ο Αλέξανδρος
Μπαλτατζής κατέρχεται στις εκλογές της
26ης Σεπτεμβρίου 1932 υποψήφιος βουλευτής
στον συνδυασμό του Αγροτικού και
Εργατικού Κόμματος του Αλέξανδρου
Παπαναστασίου στην εκλογική περιφέρεια
Ξάνθης - Ροδόπης.
Εξέφραζε
τότε ο Αλ. Παπαναστασίου πρωτοποριακές
ιδέες για την αντιμετώπιση των αγροτικών
και των εργατικών προβλημάτων και ήταν
ένθερμος υποστηρικτής του συνεργατισμού,
ο οποίος δεν περιορίστηκε μόνο στη
θεωρία, αλλά προχώρησε και στην πράξη,
προωθώντας την ίδρυση και την ανάπτυξη
συνεταιρισμών ως υπουργός Γεωργίας και
ως πρωθυπουργός.
Το
έργο του Παπαναστασίου ενέπνευσε τον
νεαρό τότε Αλέξανδρο Μπαλτατζή, ο οποίος
στις εκλογές ήρθε πρώτος στον συνδυασμό
του κόμματος, αλλά έχασε τη βουλευτική
έδρα για σαράντα ψήφους.
Βίκτωρ Νέτας
Δημοσιογράφος-Συγγραφέας
Σ.Σ. Στις 29 Ιουλη 1987, έφυγε από τη ζωή ο Πόντιος ηγέτης της αγροτιάς και πολιτικός Αλέξανδρος Μπαλτατζής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου