Το δυνατό συναίσθημα πού συνοδεύει τον έρωτα δεν ήταν δυνατό να μη εκδηλωθεί και στα πνευματικά μας δημιουργήματα και μάλιστα στη λαϊκή μας ποίηση, στην οποία και κυριαρχεί.
Στα παλιά τραγούδια (Διγενής, Μονόγιαννες κ.λ.π.) ο έρωτας δίνει την ευκαιρία επίδειξης ηρωισμού για τα παλικάρια με την αρπαγή μιας όμορφης: Τη μητέρα του Διγενή άρπαξε ο Εμίρης, ο Διγενής άρπαξε την Ευδοκία, άλλοι άρπαξαν την καλή του Κωσταντή, του Γιαννάκου, του Αλέξη κ.λ.π.
Οι λαϊκοί όμως ποιητές, οι στιχοπλόκοι, οι τραιβωδιάν έχουν διατυπώσει το ερωτικό τους συναίσθημα με λιτότητα, χωρίς πολλά κοσμητικά επίθετα, χωρίς μεγαλοπρεπείς εικόνες και ζωγραφιές και όμως είναι τόσο αυθόρμητη, πηγαία, απλή και ειλικρινής η ποντιακή στιχουργία, ώστε σε συνεπαίρνει, σε σκλαβώνει με τη διαλεχτή λέξη, το ρυθμό και τη μουσική της.
Ο έρωτας στο ποντιακό τραγούδι λέγεται άηγάπ, έηγάπ, έγάπ, αγάπη και τούρκικα σεβτά.
Οι αρχαίοι μας ποιητές ονομάζουν τον έρωτα: χρυσοκόμον παρθένιον, με πτέρυγας χρυσοφαέννους, χρισοφαή τα βλέμματά του φλέγουν ως πύριναι ακτίνες.
Ο Πόντιος στιχουργός δίνει μορφή στον ερωτά του, και η μορφή αυτή είναι εκείνη της αγαπημένης του, έτσι προσωποποιώντας τον έρωτα τραγουδάει τις χάρες στο πρόσωπο εκείνης που αγαπά και που την ονομάζει: παντέμαρφος, χχιλέμορφος, ήλες, πουλόπον, τρυγόνα, περιστέρα, αρνόπον, κάλη κ.ά.
Και ενώ ο ποιητής του δημοτικού τραγουδιού «μήλον αν στείλει σείεται, κυδώνι μαραγκιάζει», ο Πόντιος στιχουργός που δεν είχε γνώση των παραπάνω στίχων: «μήλον αν στείλει σέπεται, κυδών παραδιαβαίνει».
Τι όμορφη σύμπτωση! Κάποιος αρχαίος καλλιτέχνης ζωγράφισε τον έρωτα με κεραυνό στο χέρι του, ο Πόντιος: Γιλτουρούμ θά κρεμίζω 'γώ απάνι 'σ άν κιπαίρτς με.
Η Σαπψώ τον παρομοιάζει με καταιγίδα, ο Πόντιος: φουρτούναν έχω σό κιφάλ κι άψιμον σήν καρδία 'μ.
Ο Σοφοκλής τον ονομάζει «έρως άνίκατε μάχαν» δηλ. άνίκητος στή μάχη, ο Πόντιος: έσειξεν τ' αβραχχιόνας άτ εκόπαν τ' άλυσσίδια, χίλιους έμπρια 'τ έσκότωσεν και μύριους άπ όπίσ ατ.
Ο Ευριπίδης: τα βλέμματά του φλέγουν ώς πυριναι ακτίνες ,ο Πόντιος: τ' ομμάτια 'τς 'βγάλνε άψιμον και ή καρδία 'τς βρούλαν.
Όπως σχεδόν σε όλα τα δίστιχα μας, έτσι και στα δίστιχα του έρωτα, ο πρώτος στίχος δεν έχει πάντοτε λογικόν ειρμό, δεν έχει λογική σχέση με το δεύτερο:
Η Παναΐα πορπατεί κι ο γούμενον κοιμάται,
τερέστ' ομμάτια έμορφα πάω κι αρωθυιμάτε.
Ποιά τώρα σχέση, η Παναΐα κι ο γούμενον με τα όμορφα μάτια εκτός από την ομοιοκαταληξία;
Ο έρωτας είναι συναίσθημα φυσικό, πανανθρώπινο, χωρίς αυτόν η ζωή είναι ζωώδης και περιττή:
Χωρίς άέραν τό πουλίν, χωρίς νερόν τ' όψάρι
χωρίς έγάπ 'κι γίνεται κανέναν παληκάρι
ή χωρίς έγάπ 'κι γίνεται κόρη και παληκάρι,
ή άέτσ πα κόρ κι γίνεται χωρίς τό παληκάρι.
Δέν υπάρχει πιο όμορφο δίστιχο από αυτό:
Αγάπην πού 'κ έγάπεσεν φιλίαν πού 'κ έποίκεν,
χαϊβάν έρθεν κ' έπέρασεν, γαλαπαλούχ έποίκεν.
Ποίον ποτάμ κουρφεύκεται, σήν βρεχχήν 'κι θολούται ;
Ποίον κορίτς 'κι παίχκεται, σήν σεβτάν 'κι καμπούται.
Ο έρωτας είναι το πιο ισχυρό άπ' όλα τα συναισθήματα, και είναι τόση η δύναμη του ώστε «Τούρκον εύτάει ρωμαίεν».
Και αυτά ακόμα τα άψυχα αισθάνονται στο πέρασμα του την παρουσία του:
Τ' έμπρ τα στράτας άτς χχαίρουνταν τ' όπισ άναστενάζνε
. . . .Τ' έμόν τ' αρνίν οντάν διαβαίν τα στράτας πα γελούνε.
Ο έρωτας έχει τη δύναμη και νεκρό ακόμα ν' αναστήσει:
Τό τρίτον ταφίν ένοιξα, χρυσή κόρη κοιμάται.
Λαλώ άτεν και 'κι λαλεί, τσιμπίζ' άτεν 'κι σκούται
κλίσκουμαι κά φιλώ άτεν, η κόρ λαγγεύ και σκούται.
Μπροστά στον έρωτα υποχωρούν και αυτά ακόμα τα εξωτικά:
Καθώς πού λές νέ κόρασσιον, άμε απόθεν έρθες,
άς έν ο Γιάννες αδελφό 'μ κι η κάλη άτ ή νύφε 'μ,
είπεν ό δράκος σήν κάλην του Γιάννε.
Πρέπει όμως ο έρωτας να είναι άδολος, ειλικρινής:
Θέλω ασήμιν άδολον, χρυσάφιν άκαμάτιν νά χτίζω τά φτερούγια μου.
Έρωτας άδολος εξακολουθεί και πέρα από το θάνατο:
Σης Αρετής τήν κεφαλήν φυτρών μικρόν πεγάδι
σου Κωσταντή την κεφαλήν φυτρώνει κυπαρέσσι·
συγκλίσσκεται το κυπαρρέσσ και πίν ας σο πεγάδι.
Ο Μονόγιαννες ζητεί μερικά χρόνια από τον κύρη του που θα ζήσει τριακόσια χρόνια, ζητεί από τη μάνα του που θα ζήσει διακόσια χρόνια, δεν του δίνουν όμως ούτε ένα, η κάλη του όμως που θα ζήσει μόνο σαράντα χρόνια του λέγει:
Τ' εμά τα χρόνια τα καλά, εμέν κ' εσέν κανείνταν.
Και σε άλλο δίστιχο:
Η κάλη 'μ κείται άρρωστος κ' εγώ σύρω τα πόνια
Χριστέ 'μ κόψον και δος άτεν τ' έμά τ' ημψά τά χρόνια.
Η κάλη του Μάραντου σάν άλλη Πηνελόπη απαντά στο διαβάτη:
Εφτά χρόνια ενέμν' άτον κι αλλ' εφτά αναμένω
αν έρται έρτ' ο Μάραντον κι αν 'κ εν καλογερεύω.
Η Μάγδα Πενταζή τραγούδησε:
Εφτά χρόνια ενέμνα σ' άρνί μ σουμαδεμέντζα
πέντε χρόνια εγέντονε άς είμαι άντρισμέντζα,
έφτά και πέντε δώδεκα ογώ 'σέν αναμένω
αν 'κι θάρχχεσαι 'πέ άτο ας πάγω 'γώ διαβαίνω
δηλ. να πάω στα πατρικά να ζήσω χήρα.
Μόνο στης Τρίχας το γεφύρι η λύση είναι αφύσικη, γιατί στην πάλη καθήκοντος και οικογενειακού φίλτρου νικά το καθήκον με την αδικαιολόγητη δικαιολογία:
Αν δίγω σε την κάλη μου καλύτερην εύρήκω
Ο έρωτας είναι πιο ακριβός από κάθε τι άλλο:
Βασίλισσα νά είσ' αρνί 'μ 'κι θάεις ατόσον χάρην
την αγάπη 'σ εζύγιασα με το μαργαριτάρι.
Ο έρωτας έχει μεγίστη δύναμη;
Αρνόπο μ σ' αναστέναγιμα μ τα χχιόνια όλια λύουν
τα διάκρια μ στάζνε σό χωνόν και τά τσιλίδια βζύουν.
— Θά ξξύνω διάκρια φλιβερά τά φύλλα νά μαραίνταν
και τα κλαδία τή δεντρού κ' εκείνα νά ξεραίννταν.
Ο έρωτας που μένει ανεκπλήρωτος ή ανανταπόδοτος έχει σκληρές συνέπειες:
Εγάπ ντ' εύτάει το πόνεμαν 'κ εύτάγν άτο σπαθία,
αν θέλτς μαθάντζ απ' εκενούς που κείνταν σα ταφία.
— Ναϊλλοί εκείνον π' αγαπά και 'κ επορεί νά παίρει,
η κάρδια τ τογραεύκεται και καίει άμον πιπέρι.
— Σεβτάν έχω σό καρδόπο μ ποδεδίζω σας φίλοι,
γιά δότε με ύπομονήν αϊθιαλαγκεύ τ' άχούλι μ.
— Ναϊλλοί εκείνον π' έφαεν έγάπης λιθαρέαν,
καίεται το καρδόπον άτ και γίνεται μανέαν.
Ανείπωτη είναι η θλίψη για το χωρισμό του αγαπημένου:
Αχπάσκουμαι σήν ξενιτιάν αμον γαρίψ και ξένος,
καλύτερον άηγάπη μου νά έμ αποθαμένος.
— Άντραν πού έχχ σήν ξενιτιάν άς πάει ρούζ και σκοτούται.
— Γιαπ' εμάς κόσμος και χαρά όλια είν' νιαφιλιάδας,
όλ χχαίρουνντανε μέ τ' αγούρτς κ' έμείς μέ τοί γραιάδας.
Ο έρωτας ταιριάζει στά νειάτα είναι αφύσικος στά γεράματα:
Ό γέρον πάντα γέρος έν, πάντα μυρίζ κοσσέαν (όπως μυρίζει ή κλώσσα)
και «τό φίλεμαν άτ μυξιάριν και σσιαφλιάριν»
ενώ των νέων είναι «μούσκον και μυρωδίαν».
Ο έρωτας όπως όλα τα ισχυρά συναισθήματα αφήνει βαθειά ίχνη και είναι αγιάτρευτη πληγή:
Άς σήν σεβτάν π' ερρώστεσεν καμίαν 'κ έλαρώθεν.
— Η σεβτά κακόν πράγμαν έν άνθρωπον παλαλώνει,
δείκνει άτον στράταν το ποτάμ, τη θάλασσαν αλώνι.
Ο έρωτας είναι τυφλός:
Εγάπ σο κουσσκούρ κρατεί, αλλοί 'κείνον π' έδάρθεν.
Επειδή ο λαός αντιλαμβάνεται τη σοβαρότητα του έρωτα, διότι ή σύναψη ερωτικών σχέσεων με τον τυχόντα χωρίς πολλή σκέψη μπορεί να έχει ολέθριες συνέπειες για το μέλλον του κοριτσιού, συμβουλεύει προσοχή κι επιφυλακτικότητα:
Κόρη, έγάπ 'κι γίνεται μέ τήν τσσεχελοσύνιαν
νιά και με την αμέλειαν και ασαευτοσύνιαν.
Κόρη 'κι ξέρτς εγάπ ντο εν αψιματένεν βρούλαν,
σκούται και σαριλεύεται ση σεβταλή τη γούλαν;
— Έγάπη έν μεϊβιά γλυκύν, πού τρώγν' άτο γλυκιάσκουν,
τρώει άτς κ' εκείνο από πέσ κι αμον κερίν λυγίσκουν.
Στα παλιά τραγούδια (Διγενής, Μονόγιαννες κ.λ.π.) ο έρωτας δίνει την ευκαιρία επίδειξης ηρωισμού για τα παλικάρια με την αρπαγή μιας όμορφης: Τη μητέρα του Διγενή άρπαξε ο Εμίρης, ο Διγενής άρπαξε την Ευδοκία, άλλοι άρπαξαν την καλή του Κωσταντή, του Γιαννάκου, του Αλέξη κ.λ.π.
Οι λαϊκοί όμως ποιητές, οι στιχοπλόκοι, οι τραιβωδιάν έχουν διατυπώσει το ερωτικό τους συναίσθημα με λιτότητα, χωρίς πολλά κοσμητικά επίθετα, χωρίς μεγαλοπρεπείς εικόνες και ζωγραφιές και όμως είναι τόσο αυθόρμητη, πηγαία, απλή και ειλικρινής η ποντιακή στιχουργία, ώστε σε συνεπαίρνει, σε σκλαβώνει με τη διαλεχτή λέξη, το ρυθμό και τη μουσική της.
Ο έρωτας στο ποντιακό τραγούδι λέγεται άηγάπ, έηγάπ, έγάπ, αγάπη και τούρκικα σεβτά.
Οι αρχαίοι μας ποιητές ονομάζουν τον έρωτα: χρυσοκόμον παρθένιον, με πτέρυγας χρυσοφαέννους, χρισοφαή τα βλέμματά του φλέγουν ως πύριναι ακτίνες.
Ο Πόντιος στιχουργός δίνει μορφή στον ερωτά του, και η μορφή αυτή είναι εκείνη της αγαπημένης του, έτσι προσωποποιώντας τον έρωτα τραγουδάει τις χάρες στο πρόσωπο εκείνης που αγαπά και που την ονομάζει: παντέμαρφος, χχιλέμορφος, ήλες, πουλόπον, τρυγόνα, περιστέρα, αρνόπον, κάλη κ.ά.
Και ενώ ο ποιητής του δημοτικού τραγουδιού «μήλον αν στείλει σείεται, κυδώνι μαραγκιάζει», ο Πόντιος στιχουργός που δεν είχε γνώση των παραπάνω στίχων: «μήλον αν στείλει σέπεται, κυδών παραδιαβαίνει».
Τι όμορφη σύμπτωση! Κάποιος αρχαίος καλλιτέχνης ζωγράφισε τον έρωτα με κεραυνό στο χέρι του, ο Πόντιος: Γιλτουρούμ θά κρεμίζω 'γώ απάνι 'σ άν κιπαίρτς με.
Η Σαπψώ τον παρομοιάζει με καταιγίδα, ο Πόντιος: φουρτούναν έχω σό κιφάλ κι άψιμον σήν καρδία 'μ.
Ο Σοφοκλής τον ονομάζει «έρως άνίκατε μάχαν» δηλ. άνίκητος στή μάχη, ο Πόντιος: έσειξεν τ' αβραχχιόνας άτ εκόπαν τ' άλυσσίδια, χίλιους έμπρια 'τ έσκότωσεν και μύριους άπ όπίσ ατ.
Ο Ευριπίδης: τα βλέμματά του φλέγουν ώς πυριναι ακτίνες ,ο Πόντιος: τ' ομμάτια 'τς 'βγάλνε άψιμον και ή καρδία 'τς βρούλαν.
Όπως σχεδόν σε όλα τα δίστιχα μας, έτσι και στα δίστιχα του έρωτα, ο πρώτος στίχος δεν έχει πάντοτε λογικόν ειρμό, δεν έχει λογική σχέση με το δεύτερο:
Η Παναΐα πορπατεί κι ο γούμενον κοιμάται,
τερέστ' ομμάτια έμορφα πάω κι αρωθυιμάτε.
Ποιά τώρα σχέση, η Παναΐα κι ο γούμενον με τα όμορφα μάτια εκτός από την ομοιοκαταληξία;
Ο έρωτας είναι συναίσθημα φυσικό, πανανθρώπινο, χωρίς αυτόν η ζωή είναι ζωώδης και περιττή:
Χωρίς άέραν τό πουλίν, χωρίς νερόν τ' όψάρι
χωρίς έγάπ 'κι γίνεται κανέναν παληκάρι
ή χωρίς έγάπ 'κι γίνεται κόρη και παληκάρι,
ή άέτσ πα κόρ κι γίνεται χωρίς τό παληκάρι.
Δέν υπάρχει πιο όμορφο δίστιχο από αυτό:
Αγάπην πού 'κ έγάπεσεν φιλίαν πού 'κ έποίκεν,
χαϊβάν έρθεν κ' έπέρασεν, γαλαπαλούχ έποίκεν.
Ποίον ποτάμ κουρφεύκεται, σήν βρεχχήν 'κι θολούται ;
Ποίον κορίτς 'κι παίχκεται, σήν σεβτάν 'κι καμπούται.
Ο έρωτας είναι το πιο ισχυρό άπ' όλα τα συναισθήματα, και είναι τόση η δύναμη του ώστε «Τούρκον εύτάει ρωμαίεν».
Και αυτά ακόμα τα άψυχα αισθάνονται στο πέρασμα του την παρουσία του:
Τ' έμπρ τα στράτας άτς χχαίρουνταν τ' όπισ άναστενάζνε
. . . .Τ' έμόν τ' αρνίν οντάν διαβαίν τα στράτας πα γελούνε.
Ο έρωτας έχει τη δύναμη και νεκρό ακόμα ν' αναστήσει:
Τό τρίτον ταφίν ένοιξα, χρυσή κόρη κοιμάται.
Λαλώ άτεν και 'κι λαλεί, τσιμπίζ' άτεν 'κι σκούται
κλίσκουμαι κά φιλώ άτεν, η κόρ λαγγεύ και σκούται.
Μπροστά στον έρωτα υποχωρούν και αυτά ακόμα τα εξωτικά:
Καθώς πού λές νέ κόρασσιον, άμε απόθεν έρθες,
άς έν ο Γιάννες αδελφό 'μ κι η κάλη άτ ή νύφε 'μ,
είπεν ό δράκος σήν κάλην του Γιάννε.
Πρέπει όμως ο έρωτας να είναι άδολος, ειλικρινής:
Θέλω ασήμιν άδολον, χρυσάφιν άκαμάτιν νά χτίζω τά φτερούγια μου.
Έρωτας άδολος εξακολουθεί και πέρα από το θάνατο:
Σης Αρετής τήν κεφαλήν φυτρών μικρόν πεγάδι
σου Κωσταντή την κεφαλήν φυτρώνει κυπαρέσσι·
συγκλίσσκεται το κυπαρρέσσ και πίν ας σο πεγάδι.
Ο Μονόγιαννες ζητεί μερικά χρόνια από τον κύρη του που θα ζήσει τριακόσια χρόνια, ζητεί από τη μάνα του που θα ζήσει διακόσια χρόνια, δεν του δίνουν όμως ούτε ένα, η κάλη του όμως που θα ζήσει μόνο σαράντα χρόνια του λέγει:
Τ' εμά τα χρόνια τα καλά, εμέν κ' εσέν κανείνταν.
Και σε άλλο δίστιχο:
Η κάλη 'μ κείται άρρωστος κ' εγώ σύρω τα πόνια
Χριστέ 'μ κόψον και δος άτεν τ' έμά τ' ημψά τά χρόνια.
Η κάλη του Μάραντου σάν άλλη Πηνελόπη απαντά στο διαβάτη:
Εφτά χρόνια ενέμν' άτον κι αλλ' εφτά αναμένω
αν έρται έρτ' ο Μάραντον κι αν 'κ εν καλογερεύω.
Η Μάγδα Πενταζή τραγούδησε:
Εφτά χρόνια ενέμνα σ' άρνί μ σουμαδεμέντζα
πέντε χρόνια εγέντονε άς είμαι άντρισμέντζα,
έφτά και πέντε δώδεκα ογώ 'σέν αναμένω
αν 'κι θάρχχεσαι 'πέ άτο ας πάγω 'γώ διαβαίνω
δηλ. να πάω στα πατρικά να ζήσω χήρα.
Μόνο στης Τρίχας το γεφύρι η λύση είναι αφύσικη, γιατί στην πάλη καθήκοντος και οικογενειακού φίλτρου νικά το καθήκον με την αδικαιολόγητη δικαιολογία:
Αν δίγω σε την κάλη μου καλύτερην εύρήκω
Ο έρωτας είναι πιο ακριβός από κάθε τι άλλο:
Βασίλισσα νά είσ' αρνί 'μ 'κι θάεις ατόσον χάρην
την αγάπη 'σ εζύγιασα με το μαργαριτάρι.
Ο έρωτας έχει μεγίστη δύναμη;
Αρνόπο μ σ' αναστέναγιμα μ τα χχιόνια όλια λύουν
τα διάκρια μ στάζνε σό χωνόν και τά τσιλίδια βζύουν.
— Θά ξξύνω διάκρια φλιβερά τά φύλλα νά μαραίνταν
και τα κλαδία τή δεντρού κ' εκείνα νά ξεραίννταν.
Ο έρωτας που μένει ανεκπλήρωτος ή ανανταπόδοτος έχει σκληρές συνέπειες:
Εγάπ ντ' εύτάει το πόνεμαν 'κ εύτάγν άτο σπαθία,
αν θέλτς μαθάντζ απ' εκενούς που κείνταν σα ταφία.
— Ναϊλλοί εκείνον π' αγαπά και 'κ επορεί νά παίρει,
η κάρδια τ τογραεύκεται και καίει άμον πιπέρι.
— Σεβτάν έχω σό καρδόπο μ ποδεδίζω σας φίλοι,
γιά δότε με ύπομονήν αϊθιαλαγκεύ τ' άχούλι μ.
Παραδοσιακή ενδυμασία Σαντάς |
— Ναϊλλοί εκείνον π' έφαεν έγάπης λιθαρέαν,
καίεται το καρδόπον άτ και γίνεται μανέαν.
Ανείπωτη είναι η θλίψη για το χωρισμό του αγαπημένου:
Αχπάσκουμαι σήν ξενιτιάν αμον γαρίψ και ξένος,
καλύτερον άηγάπη μου νά έμ αποθαμένος.
— Άντραν πού έχχ σήν ξενιτιάν άς πάει ρούζ και σκοτούται.
— Γιαπ' εμάς κόσμος και χαρά όλια είν' νιαφιλιάδας,
όλ χχαίρουνντανε μέ τ' αγούρτς κ' έμείς μέ τοί γραιάδας.
Ο έρωτας ταιριάζει στά νειάτα είναι αφύσικος στά γεράματα:
Ό γέρον πάντα γέρος έν, πάντα μυρίζ κοσσέαν (όπως μυρίζει ή κλώσσα)
και «τό φίλεμαν άτ μυξιάριν και σσιαφλιάριν»
ενώ των νέων είναι «μούσκον και μυρωδίαν».
Ο έρωτας όπως όλα τα ισχυρά συναισθήματα αφήνει βαθειά ίχνη και είναι αγιάτρευτη πληγή:
Άς σήν σεβτάν π' ερρώστεσεν καμίαν 'κ έλαρώθεν.
— Η σεβτά κακόν πράγμαν έν άνθρωπον παλαλώνει,
δείκνει άτον στράταν το ποτάμ, τη θάλασσαν αλώνι.
Ο έρωτας είναι τυφλός:
Εγάπ σο κουσσκούρ κρατεί, αλλοί 'κείνον π' έδάρθεν.
Επειδή ο λαός αντιλαμβάνεται τη σοβαρότητα του έρωτα, διότι ή σύναψη ερωτικών σχέσεων με τον τυχόντα χωρίς πολλή σκέψη μπορεί να έχει ολέθριες συνέπειες για το μέλλον του κοριτσιού, συμβουλεύει προσοχή κι επιφυλακτικότητα:
Κόρη, έγάπ 'κι γίνεται μέ τήν τσσεχελοσύνιαν
νιά και με την αμέλειαν και ασαευτοσύνιαν.
Κόρη 'κι ξέρτς εγάπ ντο εν αψιματένεν βρούλαν,
σκούται και σαριλεύεται ση σεβταλή τη γούλαν;
— Έγάπη έν μεϊβιά γλυκύν, πού τρώγν' άτο γλυκιάσκουν,
τρώει άτς κ' εκείνο από πέσ κι αμον κερίν λυγίσκουν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου