Στα χωριά της Σαντάς, όπου οι χαρές και οι λύπες ήταν κοινές για όλους, μικρούς και μεγάλους, πλούσιους και φτωχούς, ο κάθε θάνατος ήταν σαν λαϊκό πένθος που πλήγωνε όλους, σαν μια οικογένεια.
Η κάθε γυναίκα γινόταν μοιρολογίστρα για τον νεκρό συγγενή της, φίλο ή γείτονα.
Μοιρολογίστρες από επάγγελμα δεν υπήρχαν στη Σαντά, ούτε και στερεότυπα μοιρολόγια υπήρχαν.
Το μοιρολόγι ήταν αυθόρμητο και αυτοσχέδιο. Τα λόγια ήσαν συνήθως θρηνητικά ή επαινετικά για τον νεκρό και ανάλογα με την ηλικία και την κατάσταση που δημιουργούσε ο χαμός του νεκρού.
Το συνόδευαν ρυθμικές κινήσεις των χεριών και του σώματος. Συνήθως κρατούσαν ένα μαντήλι, ή τις δύο άκρες απ’ το λυμένο μαύρο τσεμπέρι τους και μοιρολογούσαν με την λυπητερή φωνή τους, λέγοντας λόγια θρηνητικά που προκαλούσαν άφθονα δάκρυα και πολλές φορές και λιποθυμίες των συγγενών του νεκρού.
Μερικές φορές οι εκδηλώσεις λύπης έφταναν στην υπερβολή: Τραβούσαν και ξερίζωναν τα μαλλιά τους, γρατζούνιζαν τα μάγουλά τους, χτυπούσαν δυνατά το στήθος με τα χέρια τους και άλλοτε πάλι κυλιόταν καταγής.
Πολλές φορές οι μάνες που έχαναν παιδιά, έκαναν πολλούς μήνες, ακόμη και χρόνο, για να λουστούν, "κι εκιφαλοπλύσκουσαν", κοιμότανε σε σκληρό στρώμα, δεν έτρωγαν κρέας κι όλα αυτά για να συμμετέχουν στην συμφορά των παιδιών τους.
Αν τύχαινε να πεθάνει κάποιος ξένος στο χωριό, τον κήδευαν με όλους τους κανόνες και οι γυναίκες τον μοιρολογούσαν, που πέθανε μόνος και έρημος σε ξένο τόπο.
Ο γνωστός Σανταίος συγγραφέας Σίμος Λιανίδης στη μελέτη του "Νεκρικά και ταφικά έθιμα στη Σαντά του Πόντου", στο "Αρχείο του Πόντου", μας πληροφορεί ότι οι πιο ξακουστές μοιρολογίστρες στη Σαντά ήσαν η Τσατάβα και η νύφη της η Χάρη τη Τεσέρ.
Επίσης και ο ιστορικός της Σαντάς Μιλτιάδης Νυμφόπουλος, στη μελέτη του "Λαογραφικά Σαντάς", στο "Αρχείο του Πόντου", αναφέρει μοιρολόγια όπως τα θυμόταν από την πατρίδα.
Παραθέτω ένα τμήμα απ’ αυτά.
Μοιρολογάει η μάνα του νεκρού:
"Ν' αϊλλοί εμέν την άχαρον, ν’ αϊλλοί εμέν την μάρσαν,
υιέ μ’, υιέ μ’ παντέμορφε μ’, αιμάτωσες την κάρδαμ’!
Π’ εφέκες τη μάννα σ’ και πας, π’ εφέκες τη γαρή σ’,
π’ εφέκες και τα χάταλα σ’, τσιπλάχ’κα πεινασμένα;
Γιατί ’κι τσούεις τα χάταλα σ’, γιατί ’κι τσούεις την κάλη σ’;
Γιατί ’κί τσούεις την μάννα σου, την άκλερον την μάννα σ’;".
(Αλί σ’ εμέ την άχαρη, αλί σ’ εμέ τη μαύρη,
Γιε μου, γιε μου πεντάμορφε, ματώνεις την καρδιά μου.
Πού άφησες τη μάνα σου, πού αφήνεις την καλή σου,
που αφήνεις τα παιδάκια σου, γυμνά και πεινασμένα;
Δεν λυπάσαι τα παιδάκια σου, ούτε και την καλή σου;
Δεν λυπάσαι την μάνα σου, την άκληρη την μάνα;)
Οι γυναίκες της Σαντάς μας άφησαν το μοιρολόγι για τον ξεριζωμό και για τα βάσανα που πέρασαν τα γυναικόπαιδα στην εξορία.
"Άς’ σή Σαντά εσ’κώθαμε και με τα δάκρα πάμε
ολ’ πεινασμέν’ και διψασμέν’, ’λοί εμάς ντο θα φτάμε;
O λαός εμουρδούλιζεν ’ς ση Κρώμη τα ραχία
κ’ επεχωρίεν εκαικά’, μάννα ας’ σα παιδία.
’Σ σο Χουνούζ’ άλλ’ επέθαναν και άλλ’ ψυχομαχούνε
και ας’ σ’ έρημον την Σαντάν, νερόπον ψαλαφούνε.
Οι μανάδες επέθαναν κ’ εκρέμ’σαν τα μωρόπα
και το γιαζίν τη Χουνουζί’ εγόμωσαν ταφόπα".
(Φύγαμε από τη Σαντά και με τα δάκρυα πάμε
όλοι πεινασμένοι και διψασμένοι, αλί μας τι θα κάνουμε;
Ο λαός όλος θρήνησε πάνω στης Κρώμνης τα βουνά
κι αποχωρίστηκαν εκεί η μάνα απ’ τα παιδιά.
Στο Χουνούζ άλλοι πέθαναν και άλλοι ψυχορραγούνε
και από την έρημη Σαντά νεράκι αποζητούνε.
Πολλές μανάδες πέθαναν κι άφησαν τα μωρά τους
και την πεδιάδα του Χουνούζ την γέμισαν με τάφους).
Το μοιρολόγι, επειδή ήταν αυθόρμητο και αυτοσχέδιο, πολλές φορές τύχαινε να είναι κάπως αδέξιο, και προκαλούσε την θυμηδία των παρευρισκομένων.
Παράδειγμα:
Μια κόρη έκλαιγε τον πατέρα της και ανάμεσα στ’ άλλα είπε μοιρολογώντας:
"Αχ, πατέρα! "Αχ, πατέρα! Εσασίρεψες την μάνναν απ’ άν’θεν και από-κάθεν".
(-Χάλασες τη δουλειά της μάνας από πάνω και από κάτω!)
Ήταν φυσικό να προκαλέσει γέλιο. Αυτή όμως εννοούσε το πάνω- άν’θεν - σπίτι της Σάντας και κάτω - κάθεν - της Γεμουράς γιατί είχανε σπίτι στο χωριό και στην πόλη.
Μια άλλη νύφη θεώρησε υποχρέωσή της να μοιρολογήσει τον πεθερό της και άρχισε με... τέχνη περισσή να λέει:
"Άφέντα μ’, σκύλλε μ’, γάιδαρε μ’ καί πλουμιστόν γαρκόπο μ’".
-Αφέντη μου, σκύλε μου, γάιδαρέ μου και πλουμιστό μοσχάρι μου.
Έτσι όπως τα είπε στη σειρά, το σκύλε, γάιδαρε και μοσχάρι, φάνηκαν σαν επιθετικοί προσδιορισμοί στον πεθερό. Στην πραγματικότητα η νύφη έκλαιγε τον πεθερό της αλλά και τον σκύλο, τον γάιδαρο και το μοσχαράκι, που τα είχε φάει ο λύκος εκείνη την ίδια χρονιά.
Μια άλλη νύφη πάλι, όταν πέθανε η πεθερά της, μοιρολόγησε, και ανάμεσα στ’ άλλα είπε:
"Για σ’ κού κυρά, για σ’κού κυρά, κι ας βάλλω αβούτο άφ’κάτ'-ι-σ’".
- Σήκω κυρά, σήκω κυρά, να στο βάλω από κάτω!
Κρατούσε στα χέρια ένα μαξιλάρι που συνήθιζε - όταν πονούσε η μέση της πεθεράς της να το τοποθετεί κάτω από τη μέση της. Σκέφθηκε λοιπόν πως ήταν φρόνιμο να της βάλει το μαξιλάρι, για να μην πονάει εκεί που θα πήγαινε! Το είπε όμως άκομψα και... έγινε ανέκδοτο.
Μια άλλη νύφη που ήταν πολύ φοβισμένη από την πεθερά της, γιατί φαίνεται η... συγχωρημένη θα ήταν ζόρικια, μοιρολόγησε λέγοντας:
"Βαθέα βάλ’τεν την κυρά μ’, ατέν τ’ εμόν τη Μάνναν, κι ατά τ’ ομμάτα ντ’ ελέπω θα ’βγαίν’ν κι έρχουν..., γαμούν’ν εμέ!"
- Βαθιά βάλτε την την κυρά, την δική μου μάνα, αυτά τα μάτια που βλέπω θα... βγουν και θα με... γα..., δηλαδή πάλι θα με τυραννήσουν.
Και πεθαμένη ακόμη την φοβόταν η άμοιρη νύφη.
Το μοιρολόγι, επειδή ήταν αυθόρμητο και αυτοσχέδιο, πολλές φορές τύχαινε να είναι κάπως αδέξιο, και προκαλούσε την θυμηδία των παρευρισκομένων.
Παράδειγμα:
Μια κόρη έκλαιγε τον πατέρα της και ανάμεσα στ’ άλλα είπε μοιρολογώντας:
"Αχ, πατέρα! "Αχ, πατέρα! Εσασίρεψες την μάνναν απ’ άν’θεν και από-κάθεν".
(-Χάλασες τη δουλειά της μάνας από πάνω και από κάτω!)
Ήταν φυσικό να προκαλέσει γέλιο. Αυτή όμως εννοούσε το πάνω- άν’θεν - σπίτι της Σάντας και κάτω - κάθεν - της Γεμουράς γιατί είχανε σπίτι στο χωριό και στην πόλη.
Μια άλλη νύφη θεώρησε υποχρέωσή της να μοιρολογήσει τον πεθερό της και άρχισε με... τέχνη περισσή να λέει:
"Άφέντα μ’, σκύλλε μ’, γάιδαρε μ’ καί πλουμιστόν γαρκόπο μ’".
-Αφέντη μου, σκύλε μου, γάιδαρέ μου και πλουμιστό μοσχάρι μου.
Έτσι όπως τα είπε στη σειρά, το σκύλε, γάιδαρε και μοσχάρι, φάνηκαν σαν επιθετικοί προσδιορισμοί στον πεθερό. Στην πραγματικότητα η νύφη έκλαιγε τον πεθερό της αλλά και τον σκύλο, τον γάιδαρο και το μοσχαράκι, που τα είχε φάει ο λύκος εκείνη την ίδια χρονιά.
Μια άλλη νύφη πάλι, όταν πέθανε η πεθερά της, μοιρολόγησε, και ανάμεσα στ’ άλλα είπε:
"Για σ’ κού κυρά, για σ’κού κυρά, κι ας βάλλω αβούτο άφ’κάτ'-ι-σ’".
- Σήκω κυρά, σήκω κυρά, να στο βάλω από κάτω!
Κρατούσε στα χέρια ένα μαξιλάρι που συνήθιζε - όταν πονούσε η μέση της πεθεράς της να το τοποθετεί κάτω από τη μέση της. Σκέφθηκε λοιπόν πως ήταν φρόνιμο να της βάλει το μαξιλάρι, για να μην πονάει εκεί που θα πήγαινε! Το είπε όμως άκομψα και... έγινε ανέκδοτο.
Μια άλλη νύφη που ήταν πολύ φοβισμένη από την πεθερά της, γιατί φαίνεται η... συγχωρημένη θα ήταν ζόρικια, μοιρολόγησε λέγοντας:
"Βαθέα βάλ’τεν την κυρά μ’, ατέν τ’ εμόν τη Μάνναν, κι ατά τ’ ομμάτα ντ’ ελέπω θα ’βγαίν’ν κι έρχουν..., γαμούν’ν εμέ!"
- Βαθιά βάλτε την την κυρά, την δική μου μάνα, αυτά τα μάτια που βλέπω θα... βγουν και θα με... γα..., δηλαδή πάλι θα με τυραννήσουν.
Και πεθαμένη ακόμη την φοβόταν η άμοιρη νύφη.
Πόπη Τσακμακίδου - Κωτίδου
Φιλόλογος- Συγγραφέας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου