Το έδαφος της Σαντάς ήταν πετρώδες και άγονο γι’ αυτό, από τα πρώτα ακόμα χρόνια του συνοικισμού της Σαντάς οι κάτοικοι βρέθηκαν στην ανάγκη να ζητήσουν την τύχη τους στην ξενιτιά. Αυτοί οι πρώτοι οικιστές χρησιμοποιήθηκαν ως μεταλλουργοί στα αργυρούχα μεταλλεία του Βελιγραδίου, οι κατοπινοί χώνευαν μεταλλεύματα (λιθόμπορα) και έβγαζαν σίδερο αρίστης ποιότητας άλλοι δούλευαν στα μεταλλεία της Αργυρούπολης τα οποία εφοδίαζαν με κάρβουνο και άλλοι έκαναν τον κτίστη στο εσωτερικό και στα παράλια.
To φθινόπωρο γύριζαν κατά ομάδες, φορτωμένοι πάλι τις αποσκευές τους, αλλά τώρα με χαρά , γύριζαν στα σπίτια τους με χαρτζιλίκι 2—3 λίρες της παλιάς εκείνης εποχής, και μερικούς πήχεις πανί η μάνουσας, ακόμα δε και με κάποιο μαγειρικό σκεύος.
Οι δε νέοι επέστρεψαν με διπλή χαρά, διότι «θα εσουμαδεύκουσαν ή θα εγυναίκιζαν». Το λέει και το τραγούδι:
Ουλ περιμέν’ την άνοιξην
κ' ή κόρ το μοθοπώρι,
κ' ή κόρ το μοθοπώρι,
τ' άθια άθούν την άνοιξην
κ' ή κόρ τό μοθοπώρι.
κ' ή κόρ τό μοθοπώρι.
Oι πρώτοι εκείνοι απλοί κτίστες σιγά σιγά εξελίχθησαν σε μαστόρους καλούς κι εργοδηγούς (πρωτομάστορες) και πρακτικούς -μηχανικούς. Τα οχυρωματικά έργα του Ερζερούμ τα έχτισε ο Λάμπρος Ξανθόπουλος.
Οι ξενιτιάντ συνήθως έφευγαν μετά το Πάσχα, και επέστρεψαν το φθινόπωρο, όταν κιτρίνιζαν τα φύλλα των δένδρων. Οι Σανταίες λοιπόν που περίμεναν τους ξενιτεμένους τους, διάλεγαν από ένα δένδρο πλατανόφυλλου σφενδάμνου και περίμεναν πότε θα κιτρίνιζαν τα φύλλα του, για να γυρίσουν οι ξενιτεμένοι τους και όταν η Σανταία έλεγε: Τ’ εμόν το σπεντάμ εσαριλάεψεν (κιτρίνισε), εννοούσε πως πλησίασε ο καιρός της επιστροφής του ξενιτέα. Γι αυτό και το δίστιχο:
Σπεντάμ ντ’ εσαριλάευες, ντ' έξξύουσαν τα φύλλα 'σ
απ' έναν έναν διαβαίννε τη μοθοπώρ τα μήνας.
Διάλεγαν δε το σπεντάμ, διότι αυτό κιτρίνιζε νωρίτερα από τ’ άλλα δένδρα.
Οι αποδημίες των ανδρών έφεραν και τούτο το καλό: ότι πολλοί ξενιτεμένοι πήραν μαζί τους τις οικογένειές τους και εγκαταστάθηκαν στην περιφέρεια Σουρμένων, Γεμουράς, Τραπεζούντας και Παϊπέρτης. Έτσι γινόταν αραίωση του πληθυσμού και το δημογραφικό πρόβλημα έχανε την οξύτητα του.
Κατά το 1856 είχε εκδοθεί το χάτι χουμαγιούν. Οι κλωστοί πού ήσαν στη Σαντά και στις αποικίες «εφανερώθαν». Οι φανατικοί όμως μουσουλμάνοι έφεραν αντίδραση. Τις θλιβερές συνέπειες της αντίδρασης δοκίμασε και όλη μεν η Σαντά στον αγώνα της για το παρχάρι Σκορδέν, προπάντων όμως η αποικία Καταβόλ των Σουρμένων.
Σχολείο σον Πιστοφάντων |
Πρώτα κλοπές, ύστερα ληστείες, κατόπιν εμπρησμοί και τελευταία φόνοι φανεροί. Οι καημένοι οι Σανταίοι του Καταβόλ αναγκάσθηκαν να εγκαταλείψουν ακίνητη και κινητή περιουσία και να καταφύγουν στη Σαντά. Ελάχιστοι ευτύχησαν να πουλήσουν την περιουσία τους αντί πινακίου φακής.
Επειδή για το λόγο αυτό η αποδημία δεν ήταν εύκολη, και επειδή μαζεύτηκαν στη Σαντά όλοι οι άποικοι, γι' αυτό η ζωή έγινε δύσκολη και φτώχεια μάστιζε τον τόπο. Από τότε άρχισαν οι αποδημίες στη Ρωσία, που έγιναν πιο εύκολες μετά τον πόλεμο του 1878.
Οι αποδημίες είχαν τούτα τα καλά: αποκτούσαν πλούτο και κλίση προς την ευζωία και τον πολιτισμό και μεγαλύτερη αγάπη προς τα γράμματα έπαψαν οι πεζοπορίες και οι κίνδυνοι του ταξιδιού, γιατί τώρα για μεταφορικό μέσο είχαν το ατμόπλοιο και το σιδηρόδρομο, βρέθηκαν σε κράτος περισσότερο πολιτισμένο και την ζίβραν, το ποτούρ και τα τσσιαρούχχια αντικατέστησαν τα στενά ταλόνια και τα σαπόκια.
Μαζί όμως με τα καλά αυτά εισόρμησαν και τα ποτά και τα χαρτοπαίγνια, που ως τότε σχεδόν ήσαν άγνωστα.
Από την εποχή εκείνη τα σπίτια χτίζονταν πιο όμορφα, πιο ψηλά, με μεγαλύτερα παράθυρα και με περισσότερα διαμερίσματα.
Αποκτώντας χρήματα και βλέποντας πόσο αναγκαία τους ήσαν τα γράμματα, μπόρεσαν να φροντίσουν περισσότερο για τα σχολεία (περισσότερο και καλύτερο προσωπικό) και στις εκκλησίες τους, για ανέγερση Παρθεναγωγείου έθεσε στη διάθεση της εφορείας Πιστοφάντων 200 λίρες ο Αρ. Ροδαφινός, μου είναι δε ανεξήγητο γιατί δεν ανηγέρθη. Εκατοντάδες λίρες ξόδεψαν για την εκκλησία Πινατάντων και την Κεντρική σχολή οι Μαυρόπουλοι, ο Γρ. Μελίδης ξόδεψε για το Παρθεναγωγείο Ισχανάντων και άλλοι των οποίων μου διαφεύγουν τα ονόματα.
Με τον καιρό οι πρώτοι ταχτζζήδες (κτίστες) εξελίχθησαν σε εργοδηγούς, πρακτικούς μηχανικούς και εργολάβους, που έστρωσαν σιδηροδρομικές γραμμές, έκτισαν γέφυρες, άνοιξαν αυτοκινητοδρόμους, έκτισαν οχυρώματα και άλλα μεγάλα έργα (Μαυρόπουλοι, Κοσμάνωφ, Πολίτες, Κούρτογλης, Τσσιλιγκιαράντ, Μάραντος, Λαζαρίδης και άλλοι).
"ΙΣΤΟΡΙΑ & ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ ΤΗΣ ΣΑΝΤΑΣ"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου