«Περί την 4ην μ.μ. διετάχθημεν εν σπουδή και εξερχόμενοι εις την προ της φυλακής πλατείαν παρετασσόμεθα εις στίχους ανά δύο. Τώρα ο αριθμός των ενόπλων φρουρών είχε πολλαπλασιασθή και επλαισιούμεθα έκαστος υπό ιδιαιτέρου αγριωπού ενόπλου στρατιώτου.
Σιγομιλούντες βαδίζομεν προς το δικαστήριον με σφιγμένην την καρδιά. Μετά βραχείαν αναμονήν εν τη γνωστή αιθούση εισβάλλουν ως λυσσώντες κύνες οι δικασταί και ο γραμματεύς αναγινώοκει την απόφασιν, υπό την συγκέντρωσιν της προσοχής των ακροατών.
Το σκεπτικό της απόφασης του στρατοδικείου ήταν: «Επειδή απεδείχθη ότι οι παρόντες και τίνες των απόντων εσκέπτοντο και ενήργουν να ιδρύσουν Δημοκρατίαν του Πόντου, αποσπώντες μέγα τμήμα του οθωμανικού κράτους, από της Τραπεζούντας μέχρι του Ζογκουλδάκ και προς το εσωτερικόν μέχρι Σεβαστείας, καταδικάζονται 69 παρόντες εις τον δι' αγχόνης θάνατον, 15 ερήμην εις θάνατον, 7 εις 15ετή δεσμά, των δε μελών του διοικητικού συμβουλίου του συλλόγου Ορφεύς επικυρούται η υπό του στρατοδικείου επιβληθείσα ποινή, και οι λοιποί εις πρόσκαιρα δεσμά εν Σεβαστεία μέχρι πέρατος του πολέμου. Αναγινώοκει τα ονόματα των εις αγχόνην καταδικασθέντων:
Μητροπολιτικοί: Πρωτοσύγγελος Πλάτων Αϊβατζίδης, Αντώνιος Τζινόγλου, Χαράλαμπος Φιλοθεΐδης, Παναγιώτης Χατζή Αναστασίου.
Ιατροί: Αβραάμ Χρυσαφίδης, Αδαμάντιος Αρζουμανίδης, Πελοπίδας Επιφανίδης, Ηλίας Χαριτίδης, Πάρις Χάμλατζης, Χαράλαμπος Γρηγοριάδης.
Φαρμακοποιοί: Χρήστος Χριστοφορίδης, Θεολόγος Δημητριάδης.
Δικηγόροι: Λαυρέντιος Ταστσόγλου και Γιάγκος Ιορδανίδης.
Έμποροι: Νικόλαος Τεολόγλου, Θεαγένης Ενφιετζόγλου, Θεμιστοκλής Ξυδιάς, Γεώργιος Τζινεκίδης και ο αδελφός αυτού Κωνσταντίνος, Δημήτριος Αλεξιάδης, Σάββας Αντώνογλου, Περικλής Νικολαΐδης, Παντελής Αρζόγλου, Αντώνιος Ανανιάδης, Παύλος Παυλίδης, Σωκράτης Σκεντέρογλου, Γεώργιος Πυρλής, Ιωάννης Ποτούρογλου και Κυριάκος Ποτούρογλου, Κωνσταντίνος Παπάζογλου, Αλέξαντρος Ιχτιάρογλου, Ανέστης Μελίδης, Νικόλαος Νικολαϊδης, Παύλος Παπαδόπουλος .
Διευθυντής Τραπέζης, Κων/νος Κωνσταντινίδης Διευθυντής Ρεζή, Ιωάννης Ανταβαλόγλου και ο υιός αυτού Σοφοκλής, Αλέξανδρος Κάλφογλου, Θρασύβουλος Μουμουλίδης και ο αδελφός αυτού Ηλίας, Αβραάμ Γεδεκτσόγλου, Παύλος Ραφαήλογλου, Αλέξανδρος Ορδουλόγλου, Βασίλειος Οικονομίδης, Σπύρος Δεμιρτζόγλου, Γρηγόριος Γρηγοριάδης, Γεώργιος Αντώνογλου, Θεόδωρος Ιωαννίδης, Ιορδάνης Καδέρογλου, Δημήτριος Παπάζογλου, Ελευθέριος Ελευθεριάδης, Παντελής Σεραφειμίδης, Γεώργιος Γελκεντζόγλου και ο αδελφός αυτού Πλάτων, Αντώνιος Χατζή Αντώνογλου, Μιχαήλ Αντώνογλου, Λάζαρος Αρζόγλου, Μιλτιάδης Χατζησάββας, Αντώνιος Ποδόσογλου, Τ. Καρπόζηλος, Σταύρος Κουγιουμτζόγλου, Χαράλαμπος Κεσίσογλου, Νικόλαος Ιορδανίας Ιωάννης Μαυρίδης, Θεμιστοκλής Ιορδανίδης, Αντώνιος Ποδόσογλου, Περικλής Κουζουτζάκογλου και ο μετακληθείς εξ Αμισού και μετά δύο ημέρας απαγχονισθείς Πάντσος Δημητριάδης.
Μεταξύ των ερήμην καταδικασθέντων και ο Μητροπολίτης Αμασείας Γερμανός Καραβαγγέλης, ο Στυλιανός Παπαδόπουλος, ο Γεώργιος Βεκάρης, ο ιατρός Αθανάσιος Μπράβος και άλλοι.
Εις 15ετή δεσμά ο Γεώργιος Χατζή Αντώνογλου, ο δικηγόρος Συμεών Παυλίδης, ο Γρηγόριος Υφαντίδης, ο Ηλίας Καρνεμίδης, ο αμαξηλάτης Χατζή Βασίλης, ο πεταλωτής Λάζαρος και ο Ευστράτιος Μουμουλίδης.
Εις πρόσκαιρα δεσμά: Ο Αθανάσιος Χατζή Σάββας, ο Κων/νος Λεονταρίδης, ο Πηνιάτογλου και άλλοι.
Εις τους δι' αγχόνης καταδικασθέντας συμπεριελαμβάνετο και ο αποθανών Επίσκοπος Ζήλων Ευθύμιος, όστις, εάν ευρίσκετο εν τη ζωή, ήθελεν υποστή την αυτήν τύχην.
Ευθύμιος Αγριτέλης |
Ο Εμίν, αποχωρών εστράφη όπισθεν και με χαιρέκακον βλέμμα, ως τίγρις λείχουσα το αίμα των θυμάτων της, εφάνη ηδονιζόμενος. Αι επακολουθήσασαι αύται κραυγαί και έντονοι διαμαρτυρίαι των καταδίκων προκάλεσαν την άμεσον επέμβασιν των φυλάκων, οίτινες ορμήσαντες εξώθουν όλους ημάς προς την έξοδον.
Εν τω μεταξύ οι καταδικασθέντες μελλοθάνατοι, εξάγοντες τα χρηματοφυλάκια, ωρολόγια, δακτυλίδια και ό,τι πολύτιμον είχον, παρέδιδον εις ημάς τους μέλλοντας να επιζήσωμεν, οι οποίοι εθρηνούμεν δια την μεγάλην απώλειαν.
Η παρατηρηθείσα όμως ψυχραιμία και ανδρική στάσις των μελλοθανάτων είναι αξιομνημόνευτος, αξία πάσης εξάρσεως και θαυμασμού.
Ουδείς ελιποψύχησε μετά την καταδίκην. Μόνον πικρία και θλίψις εζωγραφίσθη εις τα πρόσωπά των διά την στέρησιν των τέκνων και των άλλων προσφιλών των.
Παραταχθέντες εις δύο στοίχους υπό την αυτήν φρούρησιν οδηγήθημεν εις τας φυλακάς του φρουρίου. Καθ' οδόν εφαίνετο ως να παρακολουθούμεν την πένθιμον εκφοράν 69 επιλέκτων προσώπων.
Αν και αι αποφάσεις του απαίσιου εκείνου δικαστηρίου ήσαν τελεσίδικοι και ανέκκλητοι, εάν εδίδετο καιρός, θα απηυθύνοντο έντονοι διαμαρτυρίαι προς απάσας τας διευθύνσεις και τους ισχυρούς της γης. Δεν παρήλθεν όμως ημίσεια ώρα από τον εγκλεισμού μας εις το φρούριον και εδόθη διαταγή να χωρισθούν οι μελλοθάνατοι, μεταφερόμενοι εις τας πέραν του ποταμού πολιτικός φυλακάς.
Προσελθών ο διευθυντής των φυλακών με κατάλογον ανά χείρας εκφωνεί τα ονόματα, καλών προς την έξοδον. Επειδή εβράδυνον τίνες αποχαιρετώντες, ένοπλοι φρουροί αναρριχηθέντες επί των τειχών, ηπείλουν να πυροβολήσουν.
Οδυρόμενος ο Παύλος Παπαδόπουλος δια τα τέκνα του, παραλαμβάνεται υπό του ηρωικώς αξιοπρεπούς Γεωργίου Γελκεντζόγλου, όστις σταθείς εντός και προ της εξώθυρας και υψών την δεξιάν αποχαιρετά τουρκιστί «Αρκαντασλάρ, Αλλαχά ισμαρλαντήκ»(Φίλοι μου είμαστε παραγγελία του θεού).
Ο γέρων Ιωάννης Ανταβαλόγλου, βλέπων τον υιόν του Σοφοκλή εξελθόντα και μη ακούσας το ιδικόν του όνομα, υπενθυμίζει ότι και αυτός συμπεριλαμβάνεται, μη θέλων να αποχωρισθή του υιού του και αναφωνεί τουρκιστί "μπέντα βάρημ" (και εγώ είμαι). Τον Παντελή Αρζόγλου αντελήφθην πηγαινοερχόμενον και μη. θέλοντα να αποχωρισθή των αποσκευτών του.
Ο δε Πρωτοσύγγελος Πλάτων, αφού απεχαιρέτησε τους άλλους, καλέσας εμέ και τον Κ. Σερέφαν κλαίοντας, παρέδωκε το ωρολόγιον και ολίγα χρήματα και μας επετίμησε με παρομοίαν φράσιν του Αποστόλου Παύλου (Πράξ. 21, 13) "Τι ποιείτε κλαίοντες και συνθρίπτοντές μου την καρδίαν; Αποθνήσκομεν δολοφονούμενοι χάριν της πίστεως και του Έθνους κατά τον χριστιανικόν τούτον διωγμόν του 20ου αιώνος". Ησπάσθημεν την δεξιά του και έφυγε...
Ο δε Πρωτοσύγγελος Πλάτων, αφού απεχαιρέτησε τους άλλους, καλέσας εμέ και τον Κ. Σερέφαν κλαίοντας, παρέδωκε το ωρολόγιον και ολίγα χρήματα και μας επετίμησε με παρομοίαν φράσιν του Αποστόλου Παύλου (Πράξ. 21, 13) "Τι ποιείτε κλαίοντες και συνθρίπτοντές μου την καρδίαν; Αποθνήσκομεν δολοφονούμενοι χάριν της πίστεως και του Έθνους κατά τον χριστιανικόν τούτον διωγμόν του 20ου αιώνος". Ησπάσθημεν την δεξιά του και έφυγε...
Δεν δύνομαι να παραστήσω την ομαδική εκείνην έξοδον
Ν. Καπετανίδης |
Τοιουτοτρόπως απαχθέντες υπό αυστηράν φρούρησιν, έβλεπαν καθ' οδόν να στήνονται και τα ικριώματα, οπόθεν την επιούσαν θα αιωρούντο τα σώματά των... Ενεκλείσθησαν εις τον θάλαμον των μελλοθανάτων!
Και ημείς μεν εμένομεν άγρυπνοι, αγνοούντες την περαιτέρω τύχην μας, προσθέτοντας μάλιστα ότι θα ήτο προτιμότερον να συναποθάνωμεν μετά τοσούτου πλήθους επιλέκτων ομογενών.
Διεκόπτοντο δε αι σκέψεις και συνομιλίαι μας υπό λυγμών, πλημμυρισμένοι δακρύων. Εκείνοι δε ως εμάθομεν παρά φυλάκων, καθ' άλλην την τελευταίαν εκείνη τραγικήν νύκτα δεν έπαυον προσευχόμενοι, ζητωκραυγάζοντες υπέρ του έθνους και τέλος έψαλον και την νεκρώσιμον ακολουθίαν των και ησπάσθησαν αλλήλους δια του τελευταίου ασπασμού.
Αν και η φρούρησις των ήτο αυστηροτάτη, δεν απεκλείετο επίθεσις εκ μέρους των νεωτέρων και απόπειρα αποδράσεώς τίνων, αλλ' η αγάπη και το ενδιαφέρον υπέρ των οικογενειών των, αίτινες θα υφίσταντο αντίποινα, τους απέτρεψε και ως πρόβατα ήχθησαν εις την σφαγήν.
Όρθρος ήτο βαθύς της 8/21 Σεπτεμβρίου 1921 και οδηγούμενοι εις κατόπιν του άλλου ανήρχοντο, φευ, την βαθμίδα του ικριώματος, απαγχονιζόμενοι, το άνθος της αριστοκρατίας, λόγο μορφώσεως, πλούτου, εμπορικού και επιχειρηματικού πνεύματος, οι στύλοι Αμισού, Πάφρας και φαίνεται ότι οι περήφανοι πατριώτες επιχειρηματίες τραπεζίτες, γιατροί, δικηγόροι,νοικοκυραίοι, ιερείς, μητροπολίτες και καθηγητές γυμνασίου, αλλά και μαθητές γυμνασίου, καθώς και απλοί άνθρωποι, οδηγούνται απτόητοι κατά μάζες στα εκτελεστικά αποσπάσματα και τις αγχόνες του τουρκικού σοβινισμού.Κανείς δε λιποψυχεί. Μόνο οι χήρες και τα ορφανά κλαίνε και οδύρονται για το χαμό των δικών τους. Οι διανοούμενοι και οι πρόκριτοι του Πόντου δικάζονται από τα ψευτοδικαστήρια “Ανεξαρτησίας” της Αμάσειας και καταδικάζονται. Με την κατηγορία ότι έγινε προσπάθεια απόσχισης εδαφών από την Τουρκία, εκδόθηκαν εκατοντάδες θανατικές καταδίκες. Περίπου 450 Πόντιοι πεθαίνουν στις κρεμάλες της Αμάσειας. Κι εδώ γεννάται το ερώτημα. Είναι ποτέ δυνατόν με τις υπογραφές στα διεθνή σαλόνια συνθηκών και συμβάσεων, να απεμποληθούν και να λησμονηθούν οι θυσίες του άνθους του ελληνισμού του Πόντου;
Η ιστορία δε λησμονεί και οι θυσίες δεν πάνε χαμένες. Δεν πέρασε ούτε ένας αιώνας από τότε και το οικοδόμημα του τουρκισμού - τουρανισμού κλυδωνίζεται και οι θυσίες αυτές, μαζί με τις θυσίες 400.000 περίπου Ελλήνων του Πόντου, θα βρουν τη δικαίωσή τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου