σην κορφήν
κάθεται ο Χριστόν, η Παναγιά ση ρίζαν,
σ’ άκρας κάθουν οι Άγγελοι, σα φύλλα
οι Προφητάδες,
κι εψάλναν κι επροφήτευαν
και του Χριστού τα Πάθη.
Ψάλλ’ ο Μωυσής, ψάλλ’ ο Δαυΐδ, ψάλλ’ νε κι
οι Προφητάδες.
Ψάλλε κι εσύ Ιάκωβε και αδελφέ Κυρίου,
ψάλλε κι εσύ Παράδεισε μετά των Αρχαγγέλων.
Σήμερον μαύρος ουρανός, σήμερον μαύρ’ ημέρα,
σήμερον έβαλαν «βουλήν» οι άνομοι Εβραίοι,
οι άνομοι και τα βουνά κι οι
τρισκαταραμένοι,
σήμερον επαρέδωκαν τον πάντων Βασιλέαν.
Ενας Υιός Μονογενής κι Ατός εν καρφωμένος,
ένας Υιός Μονογενής κι Ατός εν σταυρωμένος.
Σαν τ’ ακούει η Παναγιά, λιγοθυμά και ρούζει,
αλείφ’ν ’Ατεν ροδόσταγμαν κι έρται ν’ ό λογισμός Ατ’ς.
Ενας Υιός Μονογενής κι Ατός εν
σα τζεζάδας,
εβγάλνε τα ποστάλια Του, γομών’
άτα αχάντια,
λύνε και τα ζωνάριά Του, γομώνε άτα
κουντέας,
φορίζν’ άτα τον Άχραντον, της Παναγιάς το Τέκνον.
Ακούει άτο η Παναγιά, λιγοθυμά
και ρούζει,
αλείφ’ν ’Ατεν ροδόσταγμαν και δέκα αμνών
μούσκον.
Ενας Υιός Μονογενής κι Ατός έν
καρφωμένος,
και το υποκάμισον Άτ σο αίμαν
βουτεμένον.
Σαν τ’ άκουσε η Παναγιά, λιγοθυμά
και ρούζει,
αλείφ’ν ’Ατεν ροδόσταγμαν, έρται ο λογισμός
’Ατ’ς,
τον Υιόν Άτ’ς ελέπ’ Ατέ, τον Σταυρόν
φορτωμένον.
— Μάστορα, αβούτα έκοψες, διαρμένεψον
μας κιόλα,
και πως θε να καρφώνομε τον ψεύτεν
Βασιλέαν.
- Δύο σα χέρια
τ’ Ατουνού και δύο σα ποδάρια Τ’,
-τ0 τρίτον το φαρμακερόν,
να μη ανασπάλετε,
- σήν κάρδιαν Άτ
να βάλετεν, βαριά ν’ αναστενάζει.
Κι εσύ, Κυρά, που λούεσαι και τον Υιόν
Σου πιάσαν
και πολλά
τυριανίζν’ Άτον, με καρφία βουβάλια.
Λουτρού η πόρτα τρόμαξεν κι ενοίεν
άπ’ ατού’ θες,
σον Μονοϋιόκαν
’κ’ εφτασεν κι Άτέν απολιγώνε.
Σταυρέ μ’ γιά κλίστ’ και χαμελά, σταυρέ μου,
κλίσκου κάτω!
Σάν εστεσεν τα χέρια Της
κι εκλίστεν ο Σταυρός της,
—Άϊ-Ίωάννη μ’ Πρόδρομε και Βαπτιστά
του Νίκα,
δείξε με τον Υίόκαν μου κι ας ειν’ Διδάσκαλός σου.
Βουλήν =
θέληση, απόφαση.
ρούζει =
πέφτει, σωριάζεται κάτω.
ροδόσταγμαν = απόσταγμα από ρόδα, ευώδες υγρόν.
τζεζάδας
(τζεζά) = ποινές, τιμωρίες.
ποστάλια = υποδήματα, παπούτσια.
αχάντια =
αγκάθια.
κουντέας =
αιχμηρά κλαδάκια.
αμνός = τμήμα
χωραφιού, φάρδος 1.30 μ. και μήκος ακαθόριστο.
μούσκον =
αρωματική ουσία.
ανασπάλετε =
ξεχνάτε.
βουβάλια =
χοντρά (μεταφορ.).
άπ’ ατού’θες =αάπό μόνη της.
απολιγώνε =
ξελιγοθυμίζουν.
κλίσκου = πέσε κάτω, εξαφανίσου.
Και χωρίς να μεταφραστεί, το περιεχόμενο του ποιήματος
γίνεται κατανοητό σ’ όλους. Δεν κυριαρχούν στο κείμενό του απόλυτοι
ιδιωματισμοί της ποντιακής διαλέκτου. Συνυπάρχουν γλωσσικά στοιχεία σ’ αυτό και
από την λόγια παράδοση.
Στο κείμενο εμφανίζονται χαρακτηριστικά στοιχεία της
δημοτικής ποίησης. Παρ’ όλα αυτά, η βάση του δεν φαίνεται νά είναι καρπός
ποιητικός από τήν ποντιακή δημοτική παράδοση. Δείχνει μάλλον, ότι είναι
δημιούργημα παραγόντων της λόγιας παράδοσης, ίσως θεολογικών κύκλων. Το έντονα
θρησκευτικό του περιεχόμενο συνηγορεί προς τούτο.
Άλλωστε, το φαινόμενο δεν είναι ασυνήθιστο. Συχνά ο
λαός ενστερνίζεται απόλυτα παρόμοια ποιήματα, που προέρχονται από την λόγια
παράδοση. Τα τροποποιεί μερικές φορές, τα προσαρμόζει ιδίως στις ιδιαίτερες
μουσικές του ανάγκες, τα τραγουδά και τα διαιωνίζει.
Η επίδραση της Βίβλου γενικά πάνω στη σκέψη και την
ψυχολογία του ποντιακού λαού είναι έντονη και πολύπλευρη. Οι πόντιοι
βαπτίζονται με όλα σχεδόν τα ονόματα της Παλαιάς Διαθήκης, π.χ., Αβραάμ, Ισαάκ,
Ιακώβ, Μωυσής, Ιωσήφ, Σάρα, Γεθσημανή κ.ά.
Ο χώρος της Μ. ’Ανατολής συνορεύει με τον Πόντο. Έτσι,
δημιουργούνται διάφορες επικοινωνίες και επαφές ανάμεσα στους λαούς της
περιοχής. Οι επιδράσεις, που δέχεται το ελληνικό στοιχείο του Πόντου, είναι
μάλλον θρησκευτικού περιεχομένου.
Ο Χριστιανισμός διαδίδεται στον Πόντο από τον 1ο
κιόλας αιώνα. Πρωτεργάτης του είναι ο Απόστολος Ανδρέας, ο οποίος κηρύττει το
Ιερό Ευαγγέλιο στα παράλια του Εύξεινου Πόντου. Το όνομα του Σωτήρα Ιησού
Χριστού γρήγορα διαδίδεται και στην ενδοχώρα, όπου από τους πρώτους κιόλας
αιώνες αρχίζει η ίδρυση διαφόρων μοναστηριών.
Η ποντιακή ψυχή είναι πάντοτε ευαίσθητος δέκτης των
ωραίων και συγκλονιστικών μηνυμάτων της ζωής. Δονείται με το μήνυμα της Αγάπης,
που διακηρύσσει ο Υιός του Θεού και συγκλονίζεται κατάβαθα με τη Σταύρωσή Του.
Τα Πάθη του Χριστού γίνονται ψυχικό βίωμα του ποντιακού λαού. Ο Άγιος Τάφος του
Χριστού αποτελεί το πιο ιερό προσκύνημα των ποντίων. Τό πιο μεγάλο Τάμα, πού
κάνει ο πόντιος προς τον Θεό, είναι να πάει να προσκυνήσει τον «Άεν Τάφον»,
οδοιπορώντας πεζός επί εβδομάδες, για να γίνει «χατζής». Αυτή η τιμή είναι η
υψηλότερη και φωτεινότερη ανάμεσα στις τιμές και τα αξιώματα της επίγειας ζωής,
κατά τήν ποντιακή λαϊκή αντίληψη.
Ο «Σταυρωμένος Χριστός» είναι το πιο φωτεινό αστέρι
στη ζωή του ποντιου. Φωτίζει συνεχώς τα βήματά του μέσα στην καθημερινή ζωή
αλλά και στα πλαίσια του εθνικοκοινωνικού βίου. Όταν κάποιος αδικεί βαρύτατα
τον συνάνθρωπό του, ακούει από την κοινωνία τον σκληρότατο χαρακτηρισμό γι’
αυτόν, «τον Χριστόν π’ εσταύρωσεν».
Όσον αφορά την Παναγία, που είναι φορέας του πιο
μεγάλου πόνου και της πιο μεγάλης αγάπης, την προσωπικότητά Της την εκφράζει
συμβολικά η πόντια μάνα, με την συμπυκνωμένη φράση «η μάνα εν Παναγία». Σχετική
είναι και η έκφραση: «Τη μάνας τα δάκρυα, Παναγίας δάκρυα ειν’».
Διδάκτορας Νομικής Σχολής ΑΠΘ .
Συγγραφέας- Λαογράφος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου