Τα ασημένια και επιχρυσωμένα εξώφυλλα και η ράχη του Ευαγγελίου της Αγίας Κυριακής |
Λέγεται ότι στα μέσα της δεκαετίας του 1890 το εκόμισε
στην Εκκλησιαστική Επιτροπή της Αγίας Κυριακής ο Παντελής Λαμπριανίδης,
Σανταίος κτηματίας που κατοικοδιέμενε στην Τραπεζούντα. Ίσως να το εδώρισε και
ο ίδιος στο Ναό.
Η Επτάκωμος Σάντα στον Πόντο ήταν ορεινή και απρόσιτη
περιοχή και απείχε 50 χιλ. περίπου Ν.Α. από την Τραπεζούντα και 15 χιλ. Β. από
το μοναστήρι της Παναγίας Σουμελά. Είχε επτά οικισμούς (επτά κώμες - ενορίες,
θρησκευτικές κοινότητες) με αμιγή ελληνικό πληθυσμό, που εκκλησιαστικά ανήκαν
στην Εξαρχία της Παναγίας Σουμελά και αργότερα, μετά από την κατάργησή της,
στην Ιερά Μητρόπολη Ροδοπόλεως με έδρα τη Λιβερά.
Το θρησκευτικό συναίσθημα των Σανταίων ήταν έντονο και
γι’ αυτό η αγάπη και ο σεβασμός τους προς την Παναγία Σουμελά υπέρμετρος. Ο
Επαμεινώνδας Κυριακίδης στην «Ιστορία της Μονής Σουμελά» και στη σελ. 72
γράφει: «Οι Σανταίοι, αγαπώσι δε καθ’ υπερβολήν και σέβονται την Ιεράν
Μονήν του Σουμελά, υπέρ ης πάντοτε είναι πρόθυμοι να χύσωσι και το αίμα των,
ως πλειστάκις απέδειξαν καθ’ όλας τας γενομένας απόπειρας προς κατάργησιν της
Εξαρχίας της Μονής»
Η Σάντα, το Σεπτέμβριο του 1921, καταστράφηκε από τον
τακτικό Τουρκικό στρατό και τα γυναικόπαιδά της εξορίσθηκαν στο Ερζερούμ και
το Χουνούζ. Μία ή δύο ημέρες πριν από τη δήωση και πυρπόλησή της από
τους τσέτες, στις 11 ή 12 Σεπτεμβρίου, το Ιερό Ευαγγέλιο διασώθηκε από τους
ηρωικούς αντάρτες της. Μία ομάδα με αρχηγό της το Χαράλαμπο Λαζαρίδη, το
«Χορόζ’» (1886-1958) εισέδυσε νύχτα στον I. Ναό και το πήρε. Σε όλη τη
διάρκεια του μετέπειτα ένοπλου αγώνα τους εναντίον των Τούρκων στα Βουνά της
Σάντας, από το Σεπτέμβριο του 1921 μέχρι το Μάρτιο του 1924 οι Σανταίοι
αντάρτες το διαφύλαξαν «ως κόρη οφθαλμού» και το προστάτευσαν με ευλάβεια και
σεβασμό, αποκρύπτοντάς το, άλλοτε σε ασφαλή σπήλαια και σχισμές βράχων και
άλλοτε παίρνοντάς το μαζί τους ανάλογα με τις εκάστοτε περιστάσεις.
Από το Ιανουάριο του 1923, και μετά από τη Σύμβαση της
Λοζάννης για την υποxρεωτική ανταλλαγή των πληθυσμών
μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας, οι Έλληνες του Πόντου υποχρεωτικά εγκατέλειψαν
το γενέθλιο τόπο τους και μετανάστευσαν, ως ανταλλάξιμοι (!), με πλοία από
τα λιμάνια της Μαύρης Θάλασσας για την Ελλάδα. Το καλοκαίρι του 1923 η ανταλλαγή
ήταν στην κορύφωσή της και ο ελληνισμός στον Πόντο έπνεε τα λοίσθια !
Αγία Κυριακή Ισχανάντων |
Ο Πόντος κάθε μέρα όλο και περισσότερο άδειαζε από το
ελληνικό στοιχείο και οι αντάρτες της ηρωικής Σάντας επικηρυγμένοι ήδη
από την τουρκική Κυβέρνηση «ως εγκληματίες» μόνοι και αβοήθητοι ψηλά στα
λημέρια τους, ήταν αδύνατο να ανταλλαγούν με τους όρους και τις προϋποθέσεις
που προέβλεπαν οι σχετικές συμφωνίες.
Στις δύσκολες και επικίνδυνες για τη ζωή τους εκείνες
στιγμές αποφάσισαν μετά από διαβουλεύσεις, να περισώσουν τουλάχιστον το I.
Ευαγγέλιο.
Ο Νικόλαος (Νικολάκης) Τοπαλίδης (1890-1987) από
την ενορία Κοσλαράντων, στις αρχές Οκτωβρίου του 1923, ανηφόρησε από την
Τραπεζούντα προς την ερειπωμένη Σάντα, για να δει για τελευταία φορά το
πατρικό του σπίτι και να αποχαιρετήσει το γενέθλιο τόπο του. Εκεί, σε κάποιο
λημέρι, συνάντησε τους αντάρτες με τον πρωτοκαπετάνιο τους Καπετάν Ευκλείδη
Κουρτίδη (1887-1937) και έμεινε μαζί τους δύο ημέρες. Οι επικηρυγμένοι και μη
ανταλλάξιμοι αντάρτες, του εμπιστεύτηκαν το Ευαγγέλιο και τον παρακάλεσαν
να το παραδώσει, όταν και όποτε φθάσει με το καλό στην Ελλάδα, σε εκείνη την
Κοινότητα ή τον οικισμό, όπου θα εγκαθίσταντο οι περισσότεροι Ισχανανταίοι
πρόσφυγες.
Ο Νικολάκης Τοπαλίδης, άνθρωπος ηθικός, έντιμος και
απολύτου εμπιστοσύνης, ανέλαβε ευχαρίστως την υποχρέωση να φέρει σε πέρας τη
θεάρεστη αυτή πράξη. Την επομένη και μετά από 12 ώρες πορεία με το Ιερό
Ευαγγέλιο στις χειραποσκευές του, έφθασε στην Τραπεζούντα.
Στην Τραπεζούντα, τις θλιβερές εκείνες ημέρες του
τελευταίου Οκτωβρίου των Ελλήνων στον Πόντο, είχαν συρρεύσει και περίμεναν για
να επιβιβασθούν στο ατμόπλοιο «Ωκεανός» όλα τα πλήθη των ανταλλαξίμων, τα
τελευταία που απέμειναν στην περιοχή, τα περισσότερα από το εσωτερικό του
Πόντου. Από το Ερζερούμ και το Χουνούζ, όπου είχαν εξοριστεί τα γυναικόπαιδα
της Σάντας έφθασαν και αυτά μετά από πολυήμερες πορείες και ταλαιπωρίες και,
μαζί με όλους τους άλλους, περίμεναν στην παραλία της Δαφνούντας, την ώρα της
Μεγάλης Εξόδου. Μαζί τους και ο Νικολάκης Τοπαλίδης.
Ανάμεσα στο πλήθος αυτό ήταν και η 26χρονη μητέρα μου
Ουρανία Σοφιανού με την 5χρονη κόρη της Δωροθέα, (χωρίς το σύζυγό της που
υπηρετούσε στα αμελέ ταμπουρού) και την 29χρονη αδελφή της Κυριακή με τον άνδρα
της Κωνσταντίνο Γραμματικόπουλο (Γιαζιντζή) και την 5χρονη κόρη τους Ολυμπία,
που όλοι μαζί έφτασαν στην Τραπεζούντα μετά από πορεία δέκα ημερών.
Τα όσα θα παραθέσω για το ιερό ευαγγέλιο των
Ισχανάντων και για το πως και πότε έφτασε και βρέθηκε στον Ιερό ναό
Κοιμήσεως της Θεοτόκου Δασωτού Κάτω Νευροκοπίου, είναι από την δική της
αφήγηση και από ιστόρηση στο γράφοντα του Ιωάννη Κουρτίδη (Κυρτογλη) στο σπίτι
του οποίου διέμενα (νοίκιαζα) όταν φοιτούσα στο Γυμνάσιο Αρρένων Δράμας , το
1948.
Φάρος στο λιμάνι της Τραπεζούντας |
Ο I. Κουρτίδης (1882-1969), πρωτοξάδελφος του
οπλαρχηγού της Σάντας Καπετάν Ευκλείδη Κουρτίδη και επικηρυγμένος αντάρτης,
επιβιβάστηκε στο ατμόπλοιο «Ωκεανός» κρυφά, με ένα απλό και επικίνδυνο τόλμημα
που λίγο έλειψε να αποβεί μοιραίο. Έφθασε στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκε μόνιμα
στη Δράμα, στο συνοικισμό Νέα Κρώμνη.
«Για πολλές ημέρες το μεγάλο καράβι φόρτωνε
ασταμάτητα τους ανταλλάξιμους από την αποβάθρα όπου γινότανε η καταμέτρηση και
ο τελικός έλεγχος. Εννέα χιλιάδες (9.000) ξεριζωμένες ψυχές ανεβήκαμε στο
«Ωκεανός» και φθάσαμε στη Θεσσαλονίκη (Καλαμαριά) στις 23 Οκτωβρίου 1923, μετά
από έξι ημέρες.
Στο λιμάνι της Τραπεζούντας ζήσαμε δύσκολες στιγμές
μέχρι να ανεβούμε στο πλοίο. Οι Τούρκοι τσανταρμάδες, οι ναυτικοί υπάλληλοι
και οι τελωνιακοί με άγριο βλέμμα και βλοσυρό πρόσωπο μας παρακολουθούσαν
συνεχώς και μας οδηγούσαν στα σημεία ελέγχου, πάντοτε όμως (και ευτυχώς) κάτω
από τη συνεχή επίβλεψη και παρουσία της Διεθνούς Επιτροπής Ανταλλαγής των
Προσφύγων, για τη σωστή εφαρμογή και την τήρηση των όρων της «υποχρεωτικής
ανταλλαγής».
Εμείς οι Σανταίοι, από την παραλία της Δαφνούντας,
όπου μέναμε, σχηματίσαμε μικρές οικογενειακές και συγγενικές ομάδες, με τις
αποσκευές στα χέρια και την πλάτη μας και προχωρούσαμε αργά-αργά, σαν
αργοκίνητο φίδι, προς την αποβάθρα για την καταμέτρηση, τον τελικό έλεγχο και
την επιβίβασή μας στα ψαροκάικα που θα μας μετέφεραν στο «Ωκεανός» που,
αγκυροβολημένο στα ανοιχτά, μας περίμενε».
Από σεβασμό προς τη μνήμη της μητέρας μου, η οποία
πάντοτε μου μιλούσε στην ποντιακή διάλεκτο (αν και τα νεοελληνικά της ήταν
θαυμάσια), αλλά και προς τη μνήμη όλων των Ποντίων της 1ης γενιάς, μερικά, από
όσα στη συνέχεια θα παραθέσω, θα τα γράψω στην ποντιακή διάλεκτο, έτσι όπως
παραστατικά μου τα αφηγήθηκε η ίδια, με την εκφραστική ομορφιά της ποντιακής
διαλέκτου, με την ομορφιά της ψυχής της.
"Με την αδελφή μ’ την Κερέκην, τον άντραν ατ’ς
τον Κώστην τον Γιαζιντζήν (Γραμματικόπουλο) και τα δύο κορτσόπα 'μουν, εσέβαμε
'ς ση σειράν και φορτωμέν' τα πράμματα 'μουν πορπατούμε και στέρια σουμώνουμε
'ς σο καΐκ ντο θα παίρ' μας και πάει σ' σο τρανόν το παπόρ".
(Με την αδελφή μου την Κυριακή, τον άντρα της τον
Κώστα Γιαζιτζή (Γραμματικόπουλο) και τα δύο κοριτσάκια μας, μπήκαμε στη
γραμμή και, φορτωμένοι στις πλάτες μας τις αποσκευές μας, περπατούμε σιγά-σιγά
και πλησιάζουμε στο καΐκι που θα μας μεταφέρει στο μεγάλο βαπόρ').
«Από τα δεξιά και τα αριστερά του παραλιακού δρόμου
και σε μήκος πάνω από 500 μέτρα, περίεργοι Τούρκοι πολίτες και λιμενεργάτες,
αλλά και τελωνειακοί υπάλληλοι και τσανταρμάδες μας έβλεπαν σιωπηλά και
χαιρέκακα. Οι τσανταρμάδες μας έριχναν άγριες ερευνητικές ματιές και ο φόβος
μας, όσο πλησιάζαμε προς την αποβάθρα μεγάλωνε.
Εγώ η μάρ’σα μαναχέσα, με τη Δωρίτσα μ’ ς’ σο
γιάν’-ιμ’ (ο άντρας -ιμ’ έξ’ (6) χρόνια σ’ εργατικά τάγματα, σ’ εξορίεας και ς’
ση χαμονήν, νιά γράμμαν, νιά χαπάρ’ ντο ε’έντον, ζει
’κι ζει, κανείς ’κι εξέρ’...), κρατώ ατεν ας σο χερόπον ατ’ς και φορτωμέντσα
έναν πάω και έναν στέκω. Η αδελφή μ’ με το κορτσόπον’ ατ’ς και με τον άντραν
ατ’ς φορτωμέν’ πορπατούν έμπρια μ’. Κι άλλ’ έμπρια ’τουν ο Νικολάκης ο
Τοπαλίδης φορτωμένος, με τοι Κοσλαρέτας εντάμαν.
Σίτια εστάθα έναν ξάι ν’ αλλάζω το φορτίο μ’ ας σ’
έναν τ’ ωμίν σ’ άλλο , ’μώ τη μάννας! Τη δουλείαν ντο θ’ επαθάνα. Καν δέκα (10)
μέτρα ως να σουμώνω με το μωρό μ’ ς’ ση καϊκί το γιάν’ και ά θα έβγαινα
απάν’, είνας άγουρος, ψηλός, τελικανλής, εσούμωσέ ’με, έσυρεν αλήγορα και
αναχάπαρα τη Δωρίτσα μ’ ας σα χέρια μ’, έσκωσεν κι εθέκεν ατεν απάν’ σ’ ωμία
τ’, τ’ έναν το ποδαρόπον ατ’ς σα δεξιά και τ’ άλλο σ’ αριστερά, και με το
φυστανόπον ατ’ς αμάν ετσίλιαξεν το κατσίν ατ’, να μη φαίνεται και εγνωρίεται.
Εστάθεν σο γιάν’-ιμ’ και άγρια είπε ’με: «Ξάι μη
καλατσεύ’ς, πορπάτ’ σο γιάν-ιμ’». Εχπαρά’α όντας εγροίξα ποίος έτον’!
Γάννεεε!... είπα κι εκόπεν η λαλία μ’. Έτον ο
Κύρτογλης ο Γιάννες! Ο επικηρυγμένον αντάρτες τη Σαντάς, ο
πρωτοξάδελφον τη Καπετάν Ευκλείδη Κουρτίδη! Ναϊλοί εμέν’, είπα απέσ’-ιμ’,
ντό θα ’ίνουμαι αν νοΐζ’ν’ ατον οι Τουρκάντ’, θα σπάζ’νε το μωρό μ’. Παναία!
Είπα, κι άλλο λαλίαν ας σο φόβο μ’ κι εξέγκα.
«Πορπάτ’ σο γιάν-ιμ’» είπεν μίαν κι άλλο. Σ’ σο
γιαν’ ατ’ επορπάτεσα και ως να έβγαιναμε απάν’ ς’ σό παπόρ’, εθαρρώ η ψή μ’ δέκα
φοράς εξέβεν»
[Εγώ η καημένη μόνη μου, με τη Δωρίτσα στο πλάι μου
(ο άντρας μου έξι χρόνια στα εργατικά τάγματα, στις εξορίες και στο άγνωστο,
ούτε γράμμα, ούτε είδηση για το που είναι, ζει, δεν ζει, κανείς δεν ξέρει...)
την κρατώ από το χέρι και φορτωμένη, μια προχωρώ και μια σταματώ. Η αδελφή μου
με την κόρη και τον άντρα της , φορτωμένοι περπατούν και προχωρούν μπροστά μου.
Και πιο μπροστά τους ο Νιολάκης Τοπαλίδης φορτωωμένος , μαζί με τους
Κοσλαρέτες.
Καθώς στάθηκα λίγο για να αλλάξω το φορτίο μου από τον
ένα ώμο μου στον άλλο, μάννα μου!!!...τι ζημιά που θα πάθαινα!!!
Δέκα περίπου μέτρα πριν πλησιάσω στο καΐκι στο οποίο
θα ανέβαινα με το παιδί μου, ένας άντρας ψηλός, δυνατός, με πλησίασε ξαφνικά
και γρήγορα, πήρε τη Δωρίτσα από τα χέρια μου, τη σήκωσε ψηλά και την έβαλε
στους ώμους του με το ένα ποδαράκι να κρέμεται στα δεξιά και το άλλο στα
αριστερά και με το φουστανάκι της κάλυψε αμέσως το μέτωπο και το πρόσωπό του
για να μη φαίνεται και γίνει αντιληπτός (από τους Τούρκους).
Στάθηκε στο πλάι μου και άγρια μου είπε: «Μη μιλάς
καθόλου, βάδισε στο πλάι μου». Τρόμαξα όταν κατάλαβα ποιος ήταν! Γιάννη ! είπα
και κόπηκε η λαλιά μου. Ήταν ο Κουρτίδης ο Γιάννης ! Ο επικηρυγμένος αντάρτης
της Σάντας, ο πρώτος εξάδελφος του καπετάν Ευκλείδη Κουρτίδη! Αλίμονο μου
είπα από μέσα μου, τι θα γίνω αν τον αντιληφθούν οι Τούρκοι, θα σφάξουν το
παιδί μου! Παναγία ! είπα και λαλιά άλλη από το φόβο μου δεν έβγαλα. «Βάδισε
δίπλα μου» μου είπε ακόμη μία φορά. Στο πλάι του περπάτησα και μέχρι να
επιβιβασθούμε στο πλοίο νομίζω πως η ψυχή μου βγήκε δέκα φορές.]
«Οι Τούρκοι ευτυχώς δεν κατάλαβαν τίποτε. Νόμισαν πως
ήταν ο άνδρας μου».
Όταν επιβιβασθήκαμε στο «Ωκεανός» και ηρέμησα λίγο,
του είπα: «Γιάννε ατό πώς εποίκες στο, θα έσπαζανε μας οι Τουρκάντ’!» (Γιάννη,
αυτό πως το έκανες, θα μας έσφαζαν οι Τούρκοι!)
Το Λεοντόκαστρο και ο μητροπολιτικός ναός του Αγίου Γρηγορίου στην Τραπεζούντα. |
Οι δύο καϊκτσήδες (πατέρας και γιος) ήσαν Έλληνες
(κλωστοί) μουσουλμάνοι, φίλοι από παλιά με το Γιάννη Κουρτίδη (ίσως να ήσαν και
προσυννενοημένοι). Με τον καϊκτσή (πατέρα) ο Γιάννης Κουρτίδης το 1907
μετανάστευσε στην Αμερική και φαίνεται πως η φιλία των δύο ανδρών στάθηκε
σωτήρια για τον δεύτερο.
Ο Γιάννης Κουρτίδης (Ισχανανταίος) έχαιρε μεγάλης
εκτίμησης και αποδοχής στη Σάντα για τη σωφροσύνη και νοικοκυροσύνη του. Ήταν
τολμηρός, λιγομίλητος και αποφασιστικός.
Επάνω στο «Ωκεανός» όταν τον είδαν και τον αναγνώρισαν
οι συμπατριώτες του Σανταίοι, έμειναν έκπληκτοι, δεν μπορούσαν να πιστέψουν
πως αυτός ο επικηρυγμένος αντάρτης της Σάντας, ο καταζητούμενος από την
Τουρκική κυβέρνηση Κύρτογλης κατόρθωσε να διαφύγει της προσοχής των τούρκων και
να επιβιβαστεί ασφαλής στο τελευταίο πλοίο με τους τελευταίους ανταλλάξιμους
Έλληνες από το λιμάνι της Τραπεζούντας !
Το «Ωκεανός» επί ημέρες πολλές φόρτωνε ασταμάτητα
τους πρόσφυγες, που με τη ράχη διπλωμένη στα δύο μετέφεραν ότι πολυτιμότερο
είχανε και ότι τους ήταν δυνατό να πάρουν μαζί τους. Κυρίως όμως φόρτωσαν και
πήραν μέσα στην ψυχή τους την τρισχιλιόχρονη ζώσα ιοτορία των Ελλήνων του
Πόντου, τη μυθολογία του Φρίξου και της Έλλης, του Ιάσονα και των
Αργοναυτών, του Προμηθέα και των Αμαζόνων, του Ορέστη και του
Ηρακλή, αλλά και όλων των άλλων ηρώων και ημίθεων του Ελληνισμού.
Το πλοίο με τις 9.000 ψυχές των τελευταίων Ελλήνων
του Πόντου, κιβωτός πολιτισμού 3.000 χρόνων, θα ακολουθήσει πορεία
αντίθετη από την «Αργώ» του Ιάσονα και θα κλείσει τον ιστορικό κύκλο της
Αργοναυτικής εκστρατείας με τα μαύρα πανιά στα ιστία του και την οδύνη
ζωγραφισμένη στα πρόσωπα όλων! Θα αποπλεύσει στις 17 Οκτωβρίου του 1923 και
θα καταπλεύσει στη Θεσσαλονίκη, στη θάλασσα της Καλαμαριάς, στις 23 του ίδιου
μήνα.
Τη 2η ημέρα του απόπλου και στα ανοιχτά της Μαύρης
Θάλασσας επάνω στο κατάστρωμα του πλοίου, οι Σανταίοι από την ενορία Ισχανάντων
με ομηρικούς καυγάδες ζητούσαν και αξίωναν από το Νικολάκη Τοπαλίδη να τους
δώσει το Ευαγγέλιο της ενορίας τους. Ο Τοπαλίδης δεν το έδινε. Ήθελε να
τηρήσει την υπόσχεση που έδωσε στους αντάρτες επάνω στα βουνά της Σάντας και
αρνιόταν πεισματικά.
Ήταν όρκος γι αυτόν η υπόσχεση !
Η φιλονικία θα έπαιρνε απρόβλεπτες διαστάσεις και θα
κατέληγε σίγουρα σε συμπλοκή αν δεν παρέμβαινε έγκαιρα και αποτελεσματικά ο
Ιωάννης Κουρτίδης ο οποίος με τη σωφροσύνη που τον διέκρινε και την αποδοχή που
είχε, αφού τους ηρέμησε, πρότεινε και συμφώνησαν όλοι να το δώσουν στον
Ισχανανταίο Κωνσταντίνο Γραμματικόπουλο (Γιαζιντζή) με την εντολή «αυτός
να το παραδώσει σε κοινότητα ή οικισμό Ισχανανταίων στην Ελλάδα».
Ο Κωνσταντίνος Γραμματικόπουλος (1882-1949), με τη
γυναίκα του Κυριακή (1894-1980), την κόρη του Ολυμπία (1918- 1938) και τη
γυναικαδελφή του και μητέρα μου Ουρανία (1897-1975) με την κόρη της Δωροθέα
(1918, ζει και διαμένει στη Θεσσαλονίκη), αποβιβάστηκαν στην Καλαμαριά στις 23
Οκτωβρίου του 1923 όπου, μετά από χωρισμό 5 και πλέον χρόνων, συνάντησαν τον
πατέρα μου Θεόφιλο Σοφιανό (1894-1963), που από την Βηρυτό της Συρίας (τότε)
κατόρθωσε, με γαλλικό καράβι και μέσω Πειραιά, να έρθει στη Θεσσαλονίκη τον
Ιούλιο του ίδιου έτους αναζητώντας τη γυναίκα του και το παιδί του.
Οι δύο σύγαμβροι με τις οικογένειές τους
εγκαταστάθηκαν μόνιμα στο Οχυρό Κάτω Νευροκοπίου, επειδή στο Επαρχείο Ζυρνόβου
(τότε) υπηρετούσε ως Έπαρχος ο Δαμιανός Σωτηρόπουλος, Σανταίος και θείος της
μητέρας μου. Στο Οχυρό οι Ισχανανταίοι πρόσφυγες δεν ξεπερνούσαν τις 4-5
οικογένειες.
Το 1925-1926 ο μικρός οικισμός Δασωτού,
σε απόσταση 7 χλμ. ΒΔ από το Οχυρό, εποικίστηκε κατά 80% από Σανταίους
(Ισχανανταίους), που μετεγκαταστάθηκαν εκεί (λόγω του ορεινού και υγιεινού
κλίματος και της ευφορίας της γης) από τα Κύργια Δράμας.
Στις 15 Αυγούστου 1927 οι δύο Ισχανανταίοι
σύγαμβροι από το Οχυρό, με τις οικογένειές τους και το Ιερό Ευαγγέλιο, πήγαν
στο Δασωτό (Κουμανίτς τότε) για τη θρησκευτική εορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου
και, αφού συγκάλεσαν μία άτυπη μικρή γενική συνέλευση, στην οποία, αφού
αφηγήθηκαν τα σχετικά με τη διάσωση και διαφύλαξη του από τους αντάρτες στα
βουνά της Σάντας, την παράδοση του στον Νικολάκη Τοπαλίδη και την έντονη φιλονικία
των Ισχανανταίων μαζί του επάνω στο καράβι, το παρέδωσαν χωρίς πρωτόκολλο και
άλλες τυπικές διαδικασίες στους συμπατριώτες τους:
1. Λιανίδη Μιχαήλ του Χριστοφόρου
2. Μελίδη Ιωάννη του Κωνσταντίνου
3. Σοφιανίδη Ιωάννη του Αντωνίου
4. Σπυριδόπουλο Στέφανο του Ιωάννη
Από τότε και μέχρι σήμερα (Μάιος 2005) το
Ιερόν και Θείον Ευαγγέλιον της Αγίας Κυριακής Ισχανάντων Σάντας του Πόντου φυλάσσεται,
ως ιερό κειμήλιο (δεν πολυχρησιμοποιείται ως λειτουργικό βιβλίο στη Θεία
Λειτουργία) στον ιερό ναό Κοιμήσεως της Θεοτόκου στο Δασωτό Κάτω Νευροκοπίου
Δράμας.
Οι Ισχανανταίοι της 2ης γενιάς στο Δασωτό
το προσέχουν και το διαφυλάσσουν με ευλάβεια και πατριωτικό ενδιαφέρον, αλλά
μέχρι πότε! Με το πέρασμα των ετών, σίγουρα θα αμβλυνθεί το ενδιαφέρον, ίσως
και η ευαισθησία των επομένων γενεών, με κίνδυνο κάποτε να απολεσθεί!
Οι
επιτήδειοι ιερόσυλοι, δυστυχώς πάντοτε υπάρχουν και πάντοτε καραδοκούν!....
Θεσσαλονίκη 29 Μαΐου 2005
Για τους Ισχανανταίους
Παντελής Θ. Σοφιανός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου