Πρώτα χρόνια της παιδικής ηλικίας
Ο Αργύρης Σφουντούρης γεννιέται το 1940 στο Δίστομο/Ελλάδα. Οι τρεις αδελφές του είχαν ήδη γεννηθεί, και τώρα οι γονείς χαίρονται για την γέννηση του πρώτου τους γιού. Και μαζί τους χαίρεται και ο παππούς, που θα έχει έναν εγγονό, που σύμφωνα με την παράδοση θα πάρει το όνομά του: Αργύρης.
Τον Απρίλιο του 1941 εισβάλλει η Βέρμαχτ στην Ελλάδα. Ως συνέπεια της κατοχής ο πληθυσμός των πόλεων σύντομα αρχίζει να υποφέρει αφάνταστα από τον λοιμό. Αντίθετα από τις πόλεις, η καθημερινότητα του χωριού στην κατοχή, μακριά από τις πόλεις, αντέχεται. Όμως, στις 10 Ιουνίου του 1944 χτυπάει το χωριό μια απρόσμενη συμφορά. Αφού στρατιώτες μιας γερμανικής ειδικής μεραρχίας των Ες-Ες κλείνουν τους δρόμους προς το χωριό, αρχίζει αυτό, που οι Γερμανοί τότε το ονόμασαν «μέτρα εξιλέωσης»: Ως εκδίκηση για το θάνατο μερικών συμπατριωτών τους σε μία μάχη με Έλληνες αντάρτες κοντά στο διπλανό χωριό, οι Γερμανοί στρατιώτες σκοτώνουν πρώτα 12 αγρότες και μετά σφάζουν ολόκληρο τον πληθυσμό του χωριού. Σκοτώνουν πάνω από 200 κατοίκους, βρέφη, παιδιά, εγκύους γυναίκες, ακόμη και τους ηλικιωμένους του χωριού. Ο Αργύρης χάνει τους γονείς του και άλλους 30 συγγενείς. Η σφαγή, που γίνεται μόλις τέσσερις μέρες μετά την εισβολή των συμμάχων στη Νορμανδία (6 Ιουνίου του 1944), θεωρείται μία από τις μεγαλύτερες θηριωδίες του είδους της.
Στο ορφανοτροφείο
Το αγόρι, που δεν έχει κλείσει ακόμη τα τέσσερα, το πηγαίνουν σ' ένα ορφανοτροφείο στον Πειραιά, όπου έχουν εισηχθεί πολύ περισσότερα από χίλια ορφανά του πολέμου. Επειδή είναι σκελετωμένος από την πείνα, τον πηγαίνουν σ' ένα πιο μικρό ορφανοτροφείο στην άλλη άκρη της Αθήνας. Εδώ μπορεί να γίνει μία καλύτερη, πιο ατομική περίθαλψη, αλλά κι εκεί, μία και έχει προβλήματα με το στομάχι, δυσκολεύεται να αφομοιώσει την τροφή.
Πέρα από αυτό δεν έχει καταλαγιάσει και ο εξωτερικός κίνδυνος: ενώ ο Παγκόσμιος Πόλεμος κοντεύει να τελειώσει, αρχίζει στην Ελλάδα ένας πικρός, μακρόχρονιος εμφύλιος πόλεμος ανάμεσα στους αντάρτες της αριστεράς και στα παρακρατικά σώματα της δεξιάς, τους κυβερνόφρονες, τα οποία υπόστηρίζουν πρώτα οι Άγγλοι και αργότερα οι Αμερικανοί — γιατί κατά τη γνώμη τους δεν επιτρέπεται οι αριστεροί σε καμία περίπτωση να πάρουν τα ηνία της χώρας στο χέρι. Οι πρώτοι οιωνοί του Ψυχρού Πολέμου.
΄Ομως τότε, ο Αργύρης είναι στο μεταξύ οχτώμισι χρονών, εμφανίζεται μια αποστολή του Ερυθρού Σταυρού στο ορφανοτροφείο και διαλέγει μερικά παιδιά, που προορίζονται να σταλούν σε ταξίδι σε μία μακρινή χώρα: ένα ταξίδι στην Ελβετία, στο παιδικό χωριό Πεσταλότσι του Τρόγκεν. Σ'ένα σπίτι με Έλληνες «κατ΄ οίκον γονείς» και με ελληνόπουλα ορφανά πολέμου, σ'ένα χωριό με παιδιά απ' όλη την Ευρώπη, σε μία «άθικτη» χώρα, σ' ένα καινούριο μέλλον.
Μακριά από την πατρίδα — καινούρια πατρίδα
Για την μεταπολεμική Ελβετία το παιδικό χωριό Πεσταλότσι θεωρείται η προσωποποίηση ενός καθ΄ εαυτού ελβετικού ιδεώδους: Σκοπός είναι εδώ να γίνεται πραγματικότητα η ανθρωπιστική δέσμευση, να προσφέρεται βοήθεια, να επουλωθούν οι πληγές του πολέμου, να γίνεται δυνατή η συμβίωση και η συμφιλίωση διαφορετικών εθνικών ομάδων στην καρδιά της Ευρώπης. Μετά από μία αρχικά πεισματώδη αντίσταση ιδρύεται σύντομα δίπλα στο πολωνικό, ουγγρικό, ελληνικό, ιταλικό, αγγλικό και γαλλικό σπίτι και ένα γερμανικό σπίτι, που όμως την αρχική περίοδο διευθύνεται από τον Ελβετό Διευθυντή Άρθουρ Μπιλ (Arthur Bill) — ανέχονται μεν τα γερμανικά παιδιά, Γερμανούς ενήλικες ωστόσο μόνο χρόνια μετά τους δέχονται στο χωριό.
Σιγά-σιγά ο Αργύρης ξαναβρίσκει τις δυνάμεις του και κερδίζει την προσοχή (των δασκάλων του), και μπορεί στη συνέχεια να επισκεφτεί το λύκειο στο Τρόγκεν. Μετά το απολυτήριο πηγαίνει στη Ζυρίχη, όπου σπουδάζει στο Πολυτεχνείο (ΕΤΗ) μαθηματικά, πυρηνική φυσική και αστροφυσική.
Ο Αργύρης, μικρός ακόμα και καθηγητής της φυσικής, αρχίζει να γράφει ποιήματα και δοκίμια. Εδώ και πολύ καιρό σκέφτεται, μιλάει και γράφει στα γερμανικά — πράγμα για το οποίο τον κατηγορούν στις επισκέψεις του στο πατρικό του χωριό, αν και όχι στα ανοιχτά, ότι τάχα είναι προδότης … Επίσης αρχίζει να μεταφράζει τους ποιητές και συγγραφείς της πατρίδας του (Καζαντζάκη, Καβάφη, Σεφέρη, Ρίτσο και πολλούς άλλους) στη γερμανική γλώσσα. Οι μεταφράσεις του, οι βιβλιοκρισίες και νεκρολογίες δημοσιεύονται πολύ τακτικά στην εφημερίδα «Neue Zürcher Zeitung», στο περιοδικό «du», στην εφημερίδα «Tages Anzeiger» και σε άλλα περιοδικά.
Η Χούντα
Τότε, το 1967, γίνεται το πραξικόπημα των στρατιωτικών στην Ελλάδα. Μία βίαια δικτατορία κυβερνά την Ελλάδα. Πάνω από 100.000 συμπατριώτες — πολιτικά αλλόφρονες, διανοούμενοι, συγγραφείς, μουσικοί όπως π.χ. ο Μίκης Θεοδωράκης, αριστεροί … καταδιώκονται τα επόμενα εφτά χρόνια, ...μπαρκάρουν για ερημονήσια, συλλαμβάνονται, βασανίζονται. Μαζί με φοιτητές από τη Ζυρίχη και πολιτικούς διοργανώνει ο Αργύρης μόλις ένα μήνα μετά την ανάληψη της εξουσίας μία διαδήλωση «Ενάντια στη Χούντα στην Ελλάδα», όπου μιλούν και ο Max Frisch και ο August E. Hohler. Στη Ζυρίχη εκδίδει το πολιτιστικό περιοδικό «Προπύλαια», στο οποίο δημοσιεύει νέα ποιήματα και άλλα έργα, τα οποία απαγορεύονται στην Ελλάδα.
Πιστεύει ότι έτσι μπορεί ο ίδιος να αγωνιστεί , έτσι ώστε να επανεγκατασταθεί η δημοκρατία στην πατρίδα του• το 1970 τιμάται για αυτό με ένα τιμητικό βραβείο από το συμβούλιο της Κυβέρνησης της Ζυρίχης. Ένας ξαδελφός του τον προειδοποιεί τηλεφωνικά και έτσι ακυρώνει τελευταία στιγμή ένα ταξίδι που είχε προγραμματίσει για την Ελλάδα, — και αυτός θα είχε πέσει θύμα των εκκαθαριστικών δράσεων του Στρατού.
Γιατί στην Ελλάδα τον έχουν γραμμένο εδώ και καιρό στη μαύρη λίστα. Για αυτό και δεν του ανανεώνουν το διαβατήριό του στο Ελληνικό Προξενείο της Ζυρίχης. Και δεν κατέχει ελβετικό διαβατήριο, γιατί οι απόφοιτοι του παιδικού χωριού προβλέπεται να επιστρέψουν στην πατρίδα τους. Από αυτήν την στιγμή δεν του επιτρέπουν πλέον να ταξιδέψει• η Ελβετία που τον φιλοξενεί, του γίνεται εξορία. Και έτσι υποβάλλει αίτηση πολιτογράφησης, που διαρκεί 52 μήνες για να γίνει δεκτή — και εδώ στην Ελβετία οι υπηρεσίες διαθέτουν ήδη έναν φάκελο για τον νεαρό …
Ο κοσμοπολίτης
40 χρονών ακολουθεί μία ριζοσπαστική ρήξη: ο Αργύρης αποφασίζει να ασχοληθεί με την αναπτυξιακή βοήθεια, κάνει μεταπτυχιακές σπουδές στην Ανάπτυξη και Συνεργασία (NADEL) στο Πολυτεχνείο της Ζυρίχης (ΕΤΗ), και στη συνέχεια περνάει μερικά χρόνια στη Σομαλία, στο Νεπάλ και στην Ινδονησία, όπου συνεργάζεται σε ένα πρόγραμμα για την ίδρυση Ανώτατων Τεχνικών Σχολών. Αργότερα θα χαρακτηρίσει αυτή την εποχή ως την ωραιότερη της ζωής του: «σαν να έσβηνε εκεί κατά κάποιον τρόπο το παρελθόν μου και όλα τα τραγικά, που είχα ζήσει, χωρίς να το έχω απωθήσει και χωρίς να είναι πλέον ένα θέμα που απαγορεύεται να το θίξει κανείς, σαν ταμπού. Ανήκει και αυτό στη ζωή, χωρίς να πονάει.»
Επανένωση — Αποζημίωση
Στο μεταξύ το 1990, πίσω στην Ευρώπη, έχει πέσει το τείχος του Βερολίνου. Με αυτή την επανένωση της Γερμανίας παρουσιάζεται μία καινούρια, εξαιρετικά ενδιαφέρουσα νομική κατάσταση. Γιατί για πρώτη φορά, σχεδόν 50 χρόνια μετά τη λήξη του πολέμου, θα μπορούσε να είναι εφικτό, να ζητήσει κανείς αποζημίωση για τα φρικτά που έχει υποστεί ο κόσμος στον πόλεμο (βλέπε και Παράρτημα B — Νομικό υπόβαθρο για τις ελληνικές απαιτήσεις πολεμικής αποζημίωσης).
«Συνέδριο για την Ειρήνη»
Με αφορμή την 50ή επέτειο της σφαγής του Διστόμου ο Αργύρης διοργανώνει το 1994 σε συνεργασία με την κοινότητα του Διστόμου στο Ευρωπαϊκό κέντρο πολιτισμού στους Δελφούς ένα «Συνέδριο για την Ειρήνη». Σκοπός είναι οι συμμετέχοντες του συνεδρίου να εξετάσουν τα θέματα «Μνήμη — Θρήνος — Ελπίδα» για τις προσπάθειες στην Γερμανία, στην Ελλάδα και αλλού για την αποζημίωση, την υπερνίκηση του μίσους και την συμφιλίωση.
Καταφτάνουν συνολικά 19 εισηγήτριες και εισηγητές, ιστορικοί, δημοσιογράφοι, ερευνήτριες του εγκεφάλου, κοινωνιολόγοι, ψυχαναλυτές, αντιστασιακοί, κοινωνικοί λειτουργοί ανηλίκων, νομομαθείς από την Αθήνα, την Ζυρίχη, το Βερολίνο και άλλες πόλεις.
Γίνεται μία ανταλλαγή των αποτελεσμάτων της έρευνας, συζητούνται προϋποθέσεις για την ειρηνική συμβίωση και τη συμφιλίωση των λαών, ψυχολογικά αίτια, που καθιστούν δυνατές τέτοιες απάνθρωπες πράξεις. Μόνο μια ομάδα δεν αντιπροσωπεύεται: παρ' όλες τις εντατικές προσπάθειες και τα αιτήματα δεν δέχτηκε κανένας Γερμανός πολιτικός, ούτε και ο Γερμανός Πρέσβης της Αθήνας, να συμμετέχει στο συνέδριο.
Για τον Αργύρη μία μεγάλη απογοήτευση.
Επειδή γνωρίζει την μεγάλη σημασία του γερμανικού συμβολαίου της επανένωσης, επισκέπτεται τη γερμανική πρεσβεία στην Αθήνα. Ρωτάει λοιπόν τώρα πώς θα μπορούσε να εγείρει μία αξίωση για αποζημίωση για τις ζημιές των συνεπειών του πολέμου. Τον Ιανουάριο του 1995 λαμβάνει ως απάντηση μία επιστολή της πρεσβείας, η οποία αναφέρει αυτολεξεί ότι η σφαγή πρέπει να θεωρηθεί ως «μέτρο στα πλαίσια της διεξαγωγής του πολέμου», και ότι για το λόγο αυτό δεν υφίσταται δικαίωμα αποζημίωσης. Το γεγονός ότι η βαρύτητα της σφαγής ακόμα και 50 χρόνια μετά δεν αναγνωρίζεται πλήρως, αλλά αντιθέτως υποβιβάζεται, τον πληγώνει βαθιά.
Η Αγωγή
Πολύ γρήγορα- χωρίς να χάσει χρόνο- καταθέτει ο Αργύρης μαζί με τις τρεις του αδελφές στη Γερμανία αγωγή. Παράλληλα με αυτό καταθέτουν αγωγή στην Ελλάδα 290 ζημιωθέντες, συγγενείς και επίγονοι από το Δίστομο .
Για την Γερμανία το θέμα αυτό εξελίσσεται σε ένα πολύ λεπτό θέμα. Εάν η αγωγή του Αργύρη ή η ομαδική αγωγή από το Δίστομο έχει τελικά επιτυχία, θα είχε αυτό ως αποτέλεσμα μία πλημμύρα αξιώσεων αποζημίωσης με συνέπεια η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας να αναγκαστεί να αντιμετωπίσει τεράστιες διεθνείς αξιώσεις, τις οποίες μπόρεσε για δεκαετίες μέχρι σήμερα να τις αποκρούσει και να τις αναβάλει.
Στα επόμενα χρόνια απορρίπτουν την αγωγή και το Πρωτοδικείο της Βόννης και το Εφετείο της Κολωνίας αλλά και το Γερμανικό Ακυρωτικό Δικαστήριο της Καρλσρούης, παραδόξως και με εν μέρει αντιφατικές αιτιολογήσεις: ιδιώτες δεν μπορούν να προβάλλουν αξιώσεις, και σίγουρα όχι αξιώσεις, τις οποίες μπορούν οι ίδιοι να προβάλλουν έναντι του Γερμανικού Κράτους.
— Κι όμως, ιδιώτες θα μπορούσαν μεν να προβάλουν αξιώσεις στην περίπτωση των εγκλημάτων του πολέμου, όμως στη συγκεκριμένη περίπτωση ισχύει ο νόμος του 1944, και εκεί δεν προβλέπεται μία τέτοια αγωγή… Μία συνταγματική προσφυγή υποβάλλεται το 2003 στο Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο της Καρλσρούης. Τον Μάρτιο του 2006 βγαίνει η απόφαση: είναι αρνητική. Τον Ιούνιο του 2006 υποβάλλεται, ως τελευταίο νομικό μέσο, μία προσφυγή στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στο Στρασβούργο. Η απάντηση από το Στρασβούργο αναμένεται ακόμη.
Και μετά;
Ο Αργύρης δοκιμάζει ένα κουραστικό στρόβιλο με τις αγωγές, τις δικάσιμες, τις δραστηριότητες, τις εισηγήσεις σε εκδηλώσεις και αντεκδηλώσεις. Ένα καταθλιπτικό συναίσθημα το να αισθάνεται ανήμπορο θύμα για άλλη μία φορά. Αμφιβολίες, εάν όλα αυτά άξιζαν τον κόπο. Μπορεί τάχα η απώλεια των γονέων, η έλλειψη των παιδικών χρόνων, να αναιρεθεί με χρήμα; — Το κενό επιστρέφει.
Και μετά;
Κι όμως στις στιγμές της αμφιβολίας αναδύεται για παράδειγμα επίσης η ανάμνηση του «γονατισμού» του Βίλι Μπράντ στη Βαρσοβία. Τι ασυνήθιστη πράξη! Αυτή η στάση, αυτή η βουβή χειρονομία του Γερμανού Καγκελάριου, μία βουβή τελετουργία, που παραμέλησε τον συνήθη πολιτικό κώδικα.
Και μετά τα λόγια του: «ντρέπομαι», τα οποία μετέτρεψαν αυτό το προσωπικό, αυτό το πολύ ιδιωτικό συναίσθημα σε πολιτικό μανιφέστο, και που είχαν παγκόσμια φοβερή επήρρεια.
Έναν στόχο του πάντως πέτυχε ο Αργύρης με το παραπάνω: Η σφαγή του Διστόμου είχε μία δημοσιότητα και μία μετέπειτα απήχηση, που δεν την περίμενε ποτέ. Ακόμη και το Γερμανικό Ακυρωτικό Δικαστήριο της Καρλσρούης διαπίστωσε ότι η σφαγή του Διστόμου υπήρξε ένα από τα πιο αποτρόπαια εγκλήματα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Και με τα χρόνια δημιουργήθηκαν άπειρες προσωπικές φιλίες, όπως η σχέση με την ομάδα εργασίας του Διστόμου από το Αμβούργο, στην οποία ο Αργύρης βρήκε τον Γερμανό δικηγόρο του Martin Klingner, ο οποίος τον υπερασπίζεται ενώπιον του δικαστηρίου.
Ο Αργύρης αφοσιώνεται στα δικά του σχέδια. Θέλει να επεξεργαστεί ένα δικό του θεατρικό κομμάτι: «Η υιοθέτηση της ανθρωπιάς» («Die Adoption der Menschlichkeit»). Δουλεύει σε ένα σχέδιο για μία καινούρια έκδοση της Σύμβασης της Γενεύης. Υπό τον όρο «Πρωτοβουλία για την τιμή του στρατιώτη» επιδιώκει να θεμελιώσει στη Σύμβαση της Γενεύης να δημιουργηθούν παγκόσμιοι κανόνες για την εκπαίδευση των στρατιωτών. Σκοπός είναι να ανήκει στα καθήκοντα του στρατιώτη, το να αρνείται να εκτελέσει απάνθρωπες διαταγές και να αντιστέκεται σε προτροπές για εγκληματικές πράξεις.
Ο Αργύρης σκέφτεται να πουλήσει το πατρικό του σπίτι στο Δίστομο. Είναι αμφίβολο όμως, εάν ποτέ κάποιος θελήσει να αγοράσει το σπίτι, σε ένα χωριό, το οποίο δεν συνήλθε ποτέ πραγματικά από εκείνη τη σφαγή, σε ένα μέρος, όπου η ζωή κυλάει με αργό ρυθμό, όπου συνεχίζεται η αστυφιλία. Κι όμως: με αυτό συνδέεται η επιθυμία, που μια έρχεται και μια φεύγει, δηλαδή η επιθυμία του να αποβάλλει το παρελθόν, ελεύθερος, χωρίς το βάρος της μνήμης, βαδίζοντας προς την ελευθερία …
Προς το παρόν ο Αργύρης συνεχίζει να ταξιδεύει ανάμεσα σε Ζυρίχη, Δίστομο και Αθήνα, πέρα-δώθε.
Νομικό υπόβαθρο για τις ελληνικές απαιτήσεις πολεμικής αποζημίωσης.
Στη Σύμβαση για τις πολεμικές αποζημιώσεις του Παρισιού του 1946 τα πολεμικά χρέη απέναντι στην Ελλάδα είχαν υπολογιστεί ότι ανέρχονταν σε 7,1 δισεκατομμύρια αμερικάνικα δολάρια. Μερικά χρόνια αργότερα όμως, στα πλαίσια του ανερχόμενου Ψυχρού Πολέμου, οι δυτικοί σύμμαχοι χρειάζονται τη Γερμανία ως σύμμαχο κατά του κομμουνισμού.
Γι' αυτό συμφωνείται με τη Συνθήκη του Λονδίνου του 1953 ότι η ξεπληρωμή των αναγνωρισμένων πολεμικών χρεών της Γερμανίας θα αναβληθεί — ώσπου να υπάρξει μία τελική συμφωνία μέσα στα πλαίσια μίας μετέπειτα συνθήκης για την ειρήνη. Η Ελλάδα — που δεν συγκαταλέγεται στις νικήτριες δυνάμεις — δεν μπορεί να εκφωνήσει γνώμη πάνω στο θέμα αυτό.
Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας συνάπτει μεν στη δεκαετία του ΄60 με τις δυτικές χώρες τις λεγόμενες ομαδικές συμφωνίες, σύμφωνα με τις οποίες η Γερμανία αποδέχεται την υποχρέωση αποζημίωσης. Με την Ελλάδα συνάπτεται μία τέτοια σύμβαση για 115 εκατομμύρια μάρκα, δηλαδή ένα πολύ μικρό ποσοστό του πραγματικού χρέους.
Αλλά τα θύματα των εγκλημάτων της Βέρμαχτ, αυτοί που δούλεψαν σε καταναγκαστικά έργα και οι αντιστασιακοί εξαιρούνται καθαρά από αυτές τις πληρωμές, και έτσι εξαιρούνται από τη σύμβαση αυτή οι αξιώσεις από ιδιώτες. Η ελληνική κυβέρνηση πάντα τόνιζε ότι με αυτή τη ομαδική συμφωνία δεν πάρθηκε καμία τελική απόφαση — και ακόμα και υπάλληλοι του Γερμανικού Ομοσπονδιακού Υπουργείου Οικονομικών παραδέχτηκαν γραπτώς ότι οι ελληνικές απαιτήσεις πολεμικής αποζημίωσης δεν έχουν ικανοποιηθεί με αυτή τη ομαδική συμφωνία.
Μετά από την επανένωση της Γερμανίας μπορεί να ήρθε η ώρα να γίνει μία τελική «σύμβαση ειρήνης» — όπως αναφέρθηκε στη συνθήκη του Λονδίνου του 1953. Αλλά αυτό αποφεύγεται συνειδητά και αντ' αυτού καταρτίζεται μία «Σύμβαση 2+4», που ναι μεν κανονίζει την παραίτηση από απαιτήσεις πολεμικών αποζημιώσεων — αλλά μόνο με τις τέσσερις «Μεγάλες δυνάμεις», δηλαδή ανάμεσα στους τότε συμμάχους. Η Ελλάδα και πολλές άλλες χώρες δεν καλούνται στην αναίρεση της σύμβασης. ΄Έτσι λοιπόν δεν μπορούν να προβάλουν αξιώσεις — ούτε όμως και να παραιτηθούν από ενδεχόμενες αξιώσεις.
Σχεδόν όλοι οι νομικοί που είναι ειδικευμένοι σε αυτό το θέμα, συμφωνούν στο ότι με αυτή τη «Σύμβαση 2+4» έχει αναιρεθεί η Συνθήκη του Λονδίνου. Έτσι υπάρχει η δυνατότητα για χώρες και ίσως και για ιδιώτες, να διεκδικήσουν τις παλιές τους απαιτήσεις — αυτές τις απαιτήσεις, για τις οποίες η Γερμανία είχε πάρει παράταση πληρωμής το 1953 λόγω της Σύμβασης του Λονδίνου. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα και για την Ελλάδα και για Έλληνες πολίτες.
Αμβούργο, 7η Ιουνίου 2006
Δήλωση τύπου
Τα θύματα του Διστόμου ασκούν προσφυγή στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στο Στρασβούργο
- Αποζημίωση για τα θύματα πράξεων βίας των Ναζί στην Ελλάδα -
Την σημερινή ημέρα άσκησε προσφυγή στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στο Στρασβούργο ο δικηγόρος τεσσάρων Ελλήνων θυμάτων της σφαγής, την οποία διέπραξαν μέλη των ενόπλων δυνάμεων των Ες- Ες την 10η Ιουνίου του 1944 στο ελληνικό χωριό Δίστομο,. Η ατομική προσφυγή για την παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων στρέφεται κατά των μέχρι σήμερα αποφάσεων της Ομοσπονδιακής Κυβέρνησης καθώς και των Γερμανικών Δικαστηρίων, οι οποίες αποστερούν από τις ενάγουσες και τους ενάγοντες την ατομική έννομη αξίωση αποζημίωσης ή αποκατάστασης έναντι της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας. Τελικά το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο δεν δέχτηκε καν την συνταγματική προσφυγή προς κρίση.
Τα τέσσερα αδέλφια Σφουντούρη επιθυμούν την αναγνώριση του ότι η Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση και τα Γερμανικά Δικαστήρια προσκρούουν με τις απορριπτικές αποφάσεις τους στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ). Και πέραν τούτου απαιτούν τον προσδιορισμό του ποσού αποζημίωσης μέσω του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Οι γονείς των αδελφών Σφουντούρη δολοφονήθηκαν το 1944 κατά την διάρκεια της σφαγής, το πατρικό σπίτι με όλα τα υπάρχοντα έγινε στάχτη. Η σφαγή στο Δίστομο υπήρξε ένα από τα πιο φρικτά εγκλήματα, που έπραξαν γερμανικά στρατεύματα κατά την περίοδο της Κατοχής στην Ελλάδα, στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. 218 άνθρωποι δολοφονήθηκαν τότε, μεταξύ των οποίων βρέφη και γέροι.
Από το 1995 αγωνίζονται τα αδέλφια Σφουντούρη ενώπιον των Γερμανικών Δικαστηρίων για αποζημίωση για την δυστυχία που υπέστησαν. Η Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση δεν ήταν και δεν είναι εκούσια πρόθυμη, να αποζημιώσει τους ενάγοντες όπως και άλλα θύματα που επέζησαν εκείνη την σφαγή. Οι ενάγοντες δικαιούνται ασυζητητί αποζημίωση. Η σφαγή του Διστόμου υπήρξε ένα έγκλημα πολέμου, μια παραβίαση του δημοσίου διεθνούς δικαίου, η οποία σύμφωνα με την Σύμβαση της Χάγης του 1907 συνεπάγεται αναγκαστικά υποχρέωση αποζημίωσης εκ μέρους του Γερμανικού Τρίτου Ράιχ και επομένως της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας ως δικαιοδόχου του.
Το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο αδίκως έκρινε κατά την απόφασή του, πως μια τέτοια αποζημίωση δεν δικαιούνται τα θύματα ενός τέτοιου εγκλήματος αλλά το πολύ- πολύ η πατρίδα αυτών των θυμάτων. Σκανδαλώδης υπήρξε η αιτιολόγηση του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου, όταν αυτό χαρακήρισε την σφαγή του Διστόμου ως ανεπίτρεπτη «ακρότητα» επιτρεπτών στην ουσία αντιποίνων. Σύμφωνα με το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο οι δολοφονηθέντες υπάγονται στο εν γένει μοιραίο ενός πολέμου. Με αυτήν την επιχειρηματολογία διαψεύδονται και υποβαθμίζονται τα ιστορικά γεγονότα. Η μαζική σφαγή πολιτών δεν ήταν πολεμικό γεγονός αλλά έκφραση της εθνικοσοσιαλιστικής εξοντωτικής βούλησης. Εν όψει των εγκλημάτων των Γερμανών κατακτητών στην Ελλάδα, τα οποία έγιναν με βάση μια «διαταγή καταπολέμησης συμμοριών»του Χίτλερ και κατά τα οποία σκοτώθηκαν 30.000 πολίτες στα πλαίσια των ονομαζομένων μέτρων εξιλέωσης, ειδικά αυτή η αιτιολόγηση υπήρξε για όλα τα θύματα της Ελλάδας μια βαριά προσβολή.
Οι τέσσερις ενάγουσες κι ενάγοντες ελπίζουν να φροντίσει επιτέλους για δικαιοσύνη το Δικαστήριο του Στρασβούργου, μετά την πάροδο 62 χρόνων μετά το έγκλημα.
Ο Αργύρης Σφουντούρης γεννιέται το 1940 στο Δίστομο/Ελλάδα. Οι τρεις αδελφές του είχαν ήδη γεννηθεί, και τώρα οι γονείς χαίρονται για την γέννηση του πρώτου τους γιού. Και μαζί τους χαίρεται και ο παππούς, που θα έχει έναν εγγονό, που σύμφωνα με την παράδοση θα πάρει το όνομά του: Αργύρης.
Τον Απρίλιο του 1941 εισβάλλει η Βέρμαχτ στην Ελλάδα. Ως συνέπεια της κατοχής ο πληθυσμός των πόλεων σύντομα αρχίζει να υποφέρει αφάνταστα από τον λοιμό. Αντίθετα από τις πόλεις, η καθημερινότητα του χωριού στην κατοχή, μακριά από τις πόλεις, αντέχεται. Όμως, στις 10 Ιουνίου του 1944 χτυπάει το χωριό μια απρόσμενη συμφορά. Αφού στρατιώτες μιας γερμανικής ειδικής μεραρχίας των Ες-Ες κλείνουν τους δρόμους προς το χωριό, αρχίζει αυτό, που οι Γερμανοί τότε το ονόμασαν «μέτρα εξιλέωσης»: Ως εκδίκηση για το θάνατο μερικών συμπατριωτών τους σε μία μάχη με Έλληνες αντάρτες κοντά στο διπλανό χωριό, οι Γερμανοί στρατιώτες σκοτώνουν πρώτα 12 αγρότες και μετά σφάζουν ολόκληρο τον πληθυσμό του χωριού. Σκοτώνουν πάνω από 200 κατοίκους, βρέφη, παιδιά, εγκύους γυναίκες, ακόμη και τους ηλικιωμένους του χωριού. Ο Αργύρης χάνει τους γονείς του και άλλους 30 συγγενείς. Η σφαγή, που γίνεται μόλις τέσσερις μέρες μετά την εισβολή των συμμάχων στη Νορμανδία (6 Ιουνίου του 1944), θεωρείται μία από τις μεγαλύτερες θηριωδίες του είδους της.
Στο ορφανοτροφείο
Το αγόρι, που δεν έχει κλείσει ακόμη τα τέσσερα, το πηγαίνουν σ' ένα ορφανοτροφείο στον Πειραιά, όπου έχουν εισηχθεί πολύ περισσότερα από χίλια ορφανά του πολέμου. Επειδή είναι σκελετωμένος από την πείνα, τον πηγαίνουν σ' ένα πιο μικρό ορφανοτροφείο στην άλλη άκρη της Αθήνας. Εδώ μπορεί να γίνει μία καλύτερη, πιο ατομική περίθαλψη, αλλά κι εκεί, μία και έχει προβλήματα με το στομάχι, δυσκολεύεται να αφομοιώσει την τροφή.
Πέρα από αυτό δεν έχει καταλαγιάσει και ο εξωτερικός κίνδυνος: ενώ ο Παγκόσμιος Πόλεμος κοντεύει να τελειώσει, αρχίζει στην Ελλάδα ένας πικρός, μακρόχρονιος εμφύλιος πόλεμος ανάμεσα στους αντάρτες της αριστεράς και στα παρακρατικά σώματα της δεξιάς, τους κυβερνόφρονες, τα οποία υπόστηρίζουν πρώτα οι Άγγλοι και αργότερα οι Αμερικανοί — γιατί κατά τη γνώμη τους δεν επιτρέπεται οι αριστεροί σε καμία περίπτωση να πάρουν τα ηνία της χώρας στο χέρι. Οι πρώτοι οιωνοί του Ψυχρού Πολέμου.
΄Ομως τότε, ο Αργύρης είναι στο μεταξύ οχτώμισι χρονών, εμφανίζεται μια αποστολή του Ερυθρού Σταυρού στο ορφανοτροφείο και διαλέγει μερικά παιδιά, που προορίζονται να σταλούν σε ταξίδι σε μία μακρινή χώρα: ένα ταξίδι στην Ελβετία, στο παιδικό χωριό Πεσταλότσι του Τρόγκεν. Σ'ένα σπίτι με Έλληνες «κατ΄ οίκον γονείς» και με ελληνόπουλα ορφανά πολέμου, σ'ένα χωριό με παιδιά απ' όλη την Ευρώπη, σε μία «άθικτη» χώρα, σ' ένα καινούριο μέλλον.
Μακριά από την πατρίδα — καινούρια πατρίδα
Για την μεταπολεμική Ελβετία το παιδικό χωριό Πεσταλότσι θεωρείται η προσωποποίηση ενός καθ΄ εαυτού ελβετικού ιδεώδους: Σκοπός είναι εδώ να γίνεται πραγματικότητα η ανθρωπιστική δέσμευση, να προσφέρεται βοήθεια, να επουλωθούν οι πληγές του πολέμου, να γίνεται δυνατή η συμβίωση και η συμφιλίωση διαφορετικών εθνικών ομάδων στην καρδιά της Ευρώπης. Μετά από μία αρχικά πεισματώδη αντίσταση ιδρύεται σύντομα δίπλα στο πολωνικό, ουγγρικό, ελληνικό, ιταλικό, αγγλικό και γαλλικό σπίτι και ένα γερμανικό σπίτι, που όμως την αρχική περίοδο διευθύνεται από τον Ελβετό Διευθυντή Άρθουρ Μπιλ (Arthur Bill) — ανέχονται μεν τα γερμανικά παιδιά, Γερμανούς ενήλικες ωστόσο μόνο χρόνια μετά τους δέχονται στο χωριό.
Σιγά-σιγά ο Αργύρης ξαναβρίσκει τις δυνάμεις του και κερδίζει την προσοχή (των δασκάλων του), και μπορεί στη συνέχεια να επισκεφτεί το λύκειο στο Τρόγκεν. Μετά το απολυτήριο πηγαίνει στη Ζυρίχη, όπου σπουδάζει στο Πολυτεχνείο (ΕΤΗ) μαθηματικά, πυρηνική φυσική και αστροφυσική.
Ο Αργύρης, μικρός ακόμα και καθηγητής της φυσικής, αρχίζει να γράφει ποιήματα και δοκίμια. Εδώ και πολύ καιρό σκέφτεται, μιλάει και γράφει στα γερμανικά — πράγμα για το οποίο τον κατηγορούν στις επισκέψεις του στο πατρικό του χωριό, αν και όχι στα ανοιχτά, ότι τάχα είναι προδότης … Επίσης αρχίζει να μεταφράζει τους ποιητές και συγγραφείς της πατρίδας του (Καζαντζάκη, Καβάφη, Σεφέρη, Ρίτσο και πολλούς άλλους) στη γερμανική γλώσσα. Οι μεταφράσεις του, οι βιβλιοκρισίες και νεκρολογίες δημοσιεύονται πολύ τακτικά στην εφημερίδα «Neue Zürcher Zeitung», στο περιοδικό «du», στην εφημερίδα «Tages Anzeiger» και σε άλλα περιοδικά.
Η Χούντα
Τότε, το 1967, γίνεται το πραξικόπημα των στρατιωτικών στην Ελλάδα. Μία βίαια δικτατορία κυβερνά την Ελλάδα. Πάνω από 100.000 συμπατριώτες — πολιτικά αλλόφρονες, διανοούμενοι, συγγραφείς, μουσικοί όπως π.χ. ο Μίκης Θεοδωράκης, αριστεροί … καταδιώκονται τα επόμενα εφτά χρόνια, ...μπαρκάρουν για ερημονήσια, συλλαμβάνονται, βασανίζονται. Μαζί με φοιτητές από τη Ζυρίχη και πολιτικούς διοργανώνει ο Αργύρης μόλις ένα μήνα μετά την ανάληψη της εξουσίας μία διαδήλωση «Ενάντια στη Χούντα στην Ελλάδα», όπου μιλούν και ο Max Frisch και ο August E. Hohler. Στη Ζυρίχη εκδίδει το πολιτιστικό περιοδικό «Προπύλαια», στο οποίο δημοσιεύει νέα ποιήματα και άλλα έργα, τα οποία απαγορεύονται στην Ελλάδα.
Πιστεύει ότι έτσι μπορεί ο ίδιος να αγωνιστεί , έτσι ώστε να επανεγκατασταθεί η δημοκρατία στην πατρίδα του• το 1970 τιμάται για αυτό με ένα τιμητικό βραβείο από το συμβούλιο της Κυβέρνησης της Ζυρίχης. Ένας ξαδελφός του τον προειδοποιεί τηλεφωνικά και έτσι ακυρώνει τελευταία στιγμή ένα ταξίδι που είχε προγραμματίσει για την Ελλάδα, — και αυτός θα είχε πέσει θύμα των εκκαθαριστικών δράσεων του Στρατού.
Γιατί στην Ελλάδα τον έχουν γραμμένο εδώ και καιρό στη μαύρη λίστα. Για αυτό και δεν του ανανεώνουν το διαβατήριό του στο Ελληνικό Προξενείο της Ζυρίχης. Και δεν κατέχει ελβετικό διαβατήριο, γιατί οι απόφοιτοι του παιδικού χωριού προβλέπεται να επιστρέψουν στην πατρίδα τους. Από αυτήν την στιγμή δεν του επιτρέπουν πλέον να ταξιδέψει• η Ελβετία που τον φιλοξενεί, του γίνεται εξορία. Και έτσι υποβάλλει αίτηση πολιτογράφησης, που διαρκεί 52 μήνες για να γίνει δεκτή — και εδώ στην Ελβετία οι υπηρεσίες διαθέτουν ήδη έναν φάκελο για τον νεαρό …
Ο κοσμοπολίτης
40 χρονών ακολουθεί μία ριζοσπαστική ρήξη: ο Αργύρης αποφασίζει να ασχοληθεί με την αναπτυξιακή βοήθεια, κάνει μεταπτυχιακές σπουδές στην Ανάπτυξη και Συνεργασία (NADEL) στο Πολυτεχνείο της Ζυρίχης (ΕΤΗ), και στη συνέχεια περνάει μερικά χρόνια στη Σομαλία, στο Νεπάλ και στην Ινδονησία, όπου συνεργάζεται σε ένα πρόγραμμα για την ίδρυση Ανώτατων Τεχνικών Σχολών. Αργότερα θα χαρακτηρίσει αυτή την εποχή ως την ωραιότερη της ζωής του: «σαν να έσβηνε εκεί κατά κάποιον τρόπο το παρελθόν μου και όλα τα τραγικά, που είχα ζήσει, χωρίς να το έχω απωθήσει και χωρίς να είναι πλέον ένα θέμα που απαγορεύεται να το θίξει κανείς, σαν ταμπού. Ανήκει και αυτό στη ζωή, χωρίς να πονάει.»
Επανένωση — Αποζημίωση
Στο μεταξύ το 1990, πίσω στην Ευρώπη, έχει πέσει το τείχος του Βερολίνου. Με αυτή την επανένωση της Γερμανίας παρουσιάζεται μία καινούρια, εξαιρετικά ενδιαφέρουσα νομική κατάσταση. Γιατί για πρώτη φορά, σχεδόν 50 χρόνια μετά τη λήξη του πολέμου, θα μπορούσε να είναι εφικτό, να ζητήσει κανείς αποζημίωση για τα φρικτά που έχει υποστεί ο κόσμος στον πόλεμο (βλέπε και Παράρτημα B — Νομικό υπόβαθρο για τις ελληνικές απαιτήσεις πολεμικής αποζημίωσης).
«Συνέδριο για την Ειρήνη»
Με αφορμή την 50ή επέτειο της σφαγής του Διστόμου ο Αργύρης διοργανώνει το 1994 σε συνεργασία με την κοινότητα του Διστόμου στο Ευρωπαϊκό κέντρο πολιτισμού στους Δελφούς ένα «Συνέδριο για την Ειρήνη». Σκοπός είναι οι συμμετέχοντες του συνεδρίου να εξετάσουν τα θέματα «Μνήμη — Θρήνος — Ελπίδα» για τις προσπάθειες στην Γερμανία, στην Ελλάδα και αλλού για την αποζημίωση, την υπερνίκηση του μίσους και την συμφιλίωση.
Καταφτάνουν συνολικά 19 εισηγήτριες και εισηγητές, ιστορικοί, δημοσιογράφοι, ερευνήτριες του εγκεφάλου, κοινωνιολόγοι, ψυχαναλυτές, αντιστασιακοί, κοινωνικοί λειτουργοί ανηλίκων, νομομαθείς από την Αθήνα, την Ζυρίχη, το Βερολίνο και άλλες πόλεις.
Γίνεται μία ανταλλαγή των αποτελεσμάτων της έρευνας, συζητούνται προϋποθέσεις για την ειρηνική συμβίωση και τη συμφιλίωση των λαών, ψυχολογικά αίτια, που καθιστούν δυνατές τέτοιες απάνθρωπες πράξεις. Μόνο μια ομάδα δεν αντιπροσωπεύεται: παρ' όλες τις εντατικές προσπάθειες και τα αιτήματα δεν δέχτηκε κανένας Γερμανός πολιτικός, ούτε και ο Γερμανός Πρέσβης της Αθήνας, να συμμετέχει στο συνέδριο.
Για τον Αργύρη μία μεγάλη απογοήτευση.
Επειδή γνωρίζει την μεγάλη σημασία του γερμανικού συμβολαίου της επανένωσης, επισκέπτεται τη γερμανική πρεσβεία στην Αθήνα. Ρωτάει λοιπόν τώρα πώς θα μπορούσε να εγείρει μία αξίωση για αποζημίωση για τις ζημιές των συνεπειών του πολέμου. Τον Ιανουάριο του 1995 λαμβάνει ως απάντηση μία επιστολή της πρεσβείας, η οποία αναφέρει αυτολεξεί ότι η σφαγή πρέπει να θεωρηθεί ως «μέτρο στα πλαίσια της διεξαγωγής του πολέμου», και ότι για το λόγο αυτό δεν υφίσταται δικαίωμα αποζημίωσης. Το γεγονός ότι η βαρύτητα της σφαγής ακόμα και 50 χρόνια μετά δεν αναγνωρίζεται πλήρως, αλλά αντιθέτως υποβιβάζεται, τον πληγώνει βαθιά.
Η Αγωγή
Πολύ γρήγορα- χωρίς να χάσει χρόνο- καταθέτει ο Αργύρης μαζί με τις τρεις του αδελφές στη Γερμανία αγωγή. Παράλληλα με αυτό καταθέτουν αγωγή στην Ελλάδα 290 ζημιωθέντες, συγγενείς και επίγονοι από το Δίστομο .
Για την Γερμανία το θέμα αυτό εξελίσσεται σε ένα πολύ λεπτό θέμα. Εάν η αγωγή του Αργύρη ή η ομαδική αγωγή από το Δίστομο έχει τελικά επιτυχία, θα είχε αυτό ως αποτέλεσμα μία πλημμύρα αξιώσεων αποζημίωσης με συνέπεια η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας να αναγκαστεί να αντιμετωπίσει τεράστιες διεθνείς αξιώσεις, τις οποίες μπόρεσε για δεκαετίες μέχρι σήμερα να τις αποκρούσει και να τις αναβάλει.
Στα επόμενα χρόνια απορρίπτουν την αγωγή και το Πρωτοδικείο της Βόννης και το Εφετείο της Κολωνίας αλλά και το Γερμανικό Ακυρωτικό Δικαστήριο της Καρλσρούης, παραδόξως και με εν μέρει αντιφατικές αιτιολογήσεις: ιδιώτες δεν μπορούν να προβάλλουν αξιώσεις, και σίγουρα όχι αξιώσεις, τις οποίες μπορούν οι ίδιοι να προβάλλουν έναντι του Γερμανικού Κράτους.
— Κι όμως, ιδιώτες θα μπορούσαν μεν να προβάλουν αξιώσεις στην περίπτωση των εγκλημάτων του πολέμου, όμως στη συγκεκριμένη περίπτωση ισχύει ο νόμος του 1944, και εκεί δεν προβλέπεται μία τέτοια αγωγή… Μία συνταγματική προσφυγή υποβάλλεται το 2003 στο Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο της Καρλσρούης. Τον Μάρτιο του 2006 βγαίνει η απόφαση: είναι αρνητική. Τον Ιούνιο του 2006 υποβάλλεται, ως τελευταίο νομικό μέσο, μία προσφυγή στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στο Στρασβούργο. Η απάντηση από το Στρασβούργο αναμένεται ακόμη.
Και μετά;
Ο Αργύρης δοκιμάζει ένα κουραστικό στρόβιλο με τις αγωγές, τις δικάσιμες, τις δραστηριότητες, τις εισηγήσεις σε εκδηλώσεις και αντεκδηλώσεις. Ένα καταθλιπτικό συναίσθημα το να αισθάνεται ανήμπορο θύμα για άλλη μία φορά. Αμφιβολίες, εάν όλα αυτά άξιζαν τον κόπο. Μπορεί τάχα η απώλεια των γονέων, η έλλειψη των παιδικών χρόνων, να αναιρεθεί με χρήμα; — Το κενό επιστρέφει.
Και μετά;
Κι όμως στις στιγμές της αμφιβολίας αναδύεται για παράδειγμα επίσης η ανάμνηση του «γονατισμού» του Βίλι Μπράντ στη Βαρσοβία. Τι ασυνήθιστη πράξη! Αυτή η στάση, αυτή η βουβή χειρονομία του Γερμανού Καγκελάριου, μία βουβή τελετουργία, που παραμέλησε τον συνήθη πολιτικό κώδικα.
Και μετά τα λόγια του: «ντρέπομαι», τα οποία μετέτρεψαν αυτό το προσωπικό, αυτό το πολύ ιδιωτικό συναίσθημα σε πολιτικό μανιφέστο, και που είχαν παγκόσμια φοβερή επήρρεια.
Έναν στόχο του πάντως πέτυχε ο Αργύρης με το παραπάνω: Η σφαγή του Διστόμου είχε μία δημοσιότητα και μία μετέπειτα απήχηση, που δεν την περίμενε ποτέ. Ακόμη και το Γερμανικό Ακυρωτικό Δικαστήριο της Καρλσρούης διαπίστωσε ότι η σφαγή του Διστόμου υπήρξε ένα από τα πιο αποτρόπαια εγκλήματα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Και με τα χρόνια δημιουργήθηκαν άπειρες προσωπικές φιλίες, όπως η σχέση με την ομάδα εργασίας του Διστόμου από το Αμβούργο, στην οποία ο Αργύρης βρήκε τον Γερμανό δικηγόρο του Martin Klingner, ο οποίος τον υπερασπίζεται ενώπιον του δικαστηρίου.
Ο Αργύρης αφοσιώνεται στα δικά του σχέδια. Θέλει να επεξεργαστεί ένα δικό του θεατρικό κομμάτι: «Η υιοθέτηση της ανθρωπιάς» («Die Adoption der Menschlichkeit»). Δουλεύει σε ένα σχέδιο για μία καινούρια έκδοση της Σύμβασης της Γενεύης. Υπό τον όρο «Πρωτοβουλία για την τιμή του στρατιώτη» επιδιώκει να θεμελιώσει στη Σύμβαση της Γενεύης να δημιουργηθούν παγκόσμιοι κανόνες για την εκπαίδευση των στρατιωτών. Σκοπός είναι να ανήκει στα καθήκοντα του στρατιώτη, το να αρνείται να εκτελέσει απάνθρωπες διαταγές και να αντιστέκεται σε προτροπές για εγκληματικές πράξεις.
Ο Αργύρης σκέφτεται να πουλήσει το πατρικό του σπίτι στο Δίστομο. Είναι αμφίβολο όμως, εάν ποτέ κάποιος θελήσει να αγοράσει το σπίτι, σε ένα χωριό, το οποίο δεν συνήλθε ποτέ πραγματικά από εκείνη τη σφαγή, σε ένα μέρος, όπου η ζωή κυλάει με αργό ρυθμό, όπου συνεχίζεται η αστυφιλία. Κι όμως: με αυτό συνδέεται η επιθυμία, που μια έρχεται και μια φεύγει, δηλαδή η επιθυμία του να αποβάλλει το παρελθόν, ελεύθερος, χωρίς το βάρος της μνήμης, βαδίζοντας προς την ελευθερία …
Προς το παρόν ο Αργύρης συνεχίζει να ταξιδεύει ανάμεσα σε Ζυρίχη, Δίστομο και Αθήνα, πέρα-δώθε.
Νομικό υπόβαθρο για τις ελληνικές απαιτήσεις πολεμικής αποζημίωσης.
Στη Σύμβαση για τις πολεμικές αποζημιώσεις του Παρισιού του 1946 τα πολεμικά χρέη απέναντι στην Ελλάδα είχαν υπολογιστεί ότι ανέρχονταν σε 7,1 δισεκατομμύρια αμερικάνικα δολάρια. Μερικά χρόνια αργότερα όμως, στα πλαίσια του ανερχόμενου Ψυχρού Πολέμου, οι δυτικοί σύμμαχοι χρειάζονται τη Γερμανία ως σύμμαχο κατά του κομμουνισμού.
Γι' αυτό συμφωνείται με τη Συνθήκη του Λονδίνου του 1953 ότι η ξεπληρωμή των αναγνωρισμένων πολεμικών χρεών της Γερμανίας θα αναβληθεί — ώσπου να υπάρξει μία τελική συμφωνία μέσα στα πλαίσια μίας μετέπειτα συνθήκης για την ειρήνη. Η Ελλάδα — που δεν συγκαταλέγεται στις νικήτριες δυνάμεις — δεν μπορεί να εκφωνήσει γνώμη πάνω στο θέμα αυτό.
Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας συνάπτει μεν στη δεκαετία του ΄60 με τις δυτικές χώρες τις λεγόμενες ομαδικές συμφωνίες, σύμφωνα με τις οποίες η Γερμανία αποδέχεται την υποχρέωση αποζημίωσης. Με την Ελλάδα συνάπτεται μία τέτοια σύμβαση για 115 εκατομμύρια μάρκα, δηλαδή ένα πολύ μικρό ποσοστό του πραγματικού χρέους.
Αλλά τα θύματα των εγκλημάτων της Βέρμαχτ, αυτοί που δούλεψαν σε καταναγκαστικά έργα και οι αντιστασιακοί εξαιρούνται καθαρά από αυτές τις πληρωμές, και έτσι εξαιρούνται από τη σύμβαση αυτή οι αξιώσεις από ιδιώτες. Η ελληνική κυβέρνηση πάντα τόνιζε ότι με αυτή τη ομαδική συμφωνία δεν πάρθηκε καμία τελική απόφαση — και ακόμα και υπάλληλοι του Γερμανικού Ομοσπονδιακού Υπουργείου Οικονομικών παραδέχτηκαν γραπτώς ότι οι ελληνικές απαιτήσεις πολεμικής αποζημίωσης δεν έχουν ικανοποιηθεί με αυτή τη ομαδική συμφωνία.
Μετά από την επανένωση της Γερμανίας μπορεί να ήρθε η ώρα να γίνει μία τελική «σύμβαση ειρήνης» — όπως αναφέρθηκε στη συνθήκη του Λονδίνου του 1953. Αλλά αυτό αποφεύγεται συνειδητά και αντ' αυτού καταρτίζεται μία «Σύμβαση 2+4», που ναι μεν κανονίζει την παραίτηση από απαιτήσεις πολεμικών αποζημιώσεων — αλλά μόνο με τις τέσσερις «Μεγάλες δυνάμεις», δηλαδή ανάμεσα στους τότε συμμάχους. Η Ελλάδα και πολλές άλλες χώρες δεν καλούνται στην αναίρεση της σύμβασης. ΄Έτσι λοιπόν δεν μπορούν να προβάλουν αξιώσεις — ούτε όμως και να παραιτηθούν από ενδεχόμενες αξιώσεις.
Σχεδόν όλοι οι νομικοί που είναι ειδικευμένοι σε αυτό το θέμα, συμφωνούν στο ότι με αυτή τη «Σύμβαση 2+4» έχει αναιρεθεί η Συνθήκη του Λονδίνου. Έτσι υπάρχει η δυνατότητα για χώρες και ίσως και για ιδιώτες, να διεκδικήσουν τις παλιές τους απαιτήσεις — αυτές τις απαιτήσεις, για τις οποίες η Γερμανία είχε πάρει παράταση πληρωμής το 1953 λόγω της Σύμβασης του Λονδίνου. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα και για την Ελλάδα και για Έλληνες πολίτες.
Αμβούργο, 7η Ιουνίου 2006
Δήλωση τύπου
Τα θύματα του Διστόμου ασκούν προσφυγή στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στο Στρασβούργο
- Αποζημίωση για τα θύματα πράξεων βίας των Ναζί στην Ελλάδα -
Την σημερινή ημέρα άσκησε προσφυγή στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στο Στρασβούργο ο δικηγόρος τεσσάρων Ελλήνων θυμάτων της σφαγής, την οποία διέπραξαν μέλη των ενόπλων δυνάμεων των Ες- Ες την 10η Ιουνίου του 1944 στο ελληνικό χωριό Δίστομο,. Η ατομική προσφυγή για την παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων στρέφεται κατά των μέχρι σήμερα αποφάσεων της Ομοσπονδιακής Κυβέρνησης καθώς και των Γερμανικών Δικαστηρίων, οι οποίες αποστερούν από τις ενάγουσες και τους ενάγοντες την ατομική έννομη αξίωση αποζημίωσης ή αποκατάστασης έναντι της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας. Τελικά το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο δεν δέχτηκε καν την συνταγματική προσφυγή προς κρίση.
Τα τέσσερα αδέλφια Σφουντούρη επιθυμούν την αναγνώριση του ότι η Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση και τα Γερμανικά Δικαστήρια προσκρούουν με τις απορριπτικές αποφάσεις τους στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ). Και πέραν τούτου απαιτούν τον προσδιορισμό του ποσού αποζημίωσης μέσω του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Οι γονείς των αδελφών Σφουντούρη δολοφονήθηκαν το 1944 κατά την διάρκεια της σφαγής, το πατρικό σπίτι με όλα τα υπάρχοντα έγινε στάχτη. Η σφαγή στο Δίστομο υπήρξε ένα από τα πιο φρικτά εγκλήματα, που έπραξαν γερμανικά στρατεύματα κατά την περίοδο της Κατοχής στην Ελλάδα, στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. 218 άνθρωποι δολοφονήθηκαν τότε, μεταξύ των οποίων βρέφη και γέροι.
Από το 1995 αγωνίζονται τα αδέλφια Σφουντούρη ενώπιον των Γερμανικών Δικαστηρίων για αποζημίωση για την δυστυχία που υπέστησαν. Η Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση δεν ήταν και δεν είναι εκούσια πρόθυμη, να αποζημιώσει τους ενάγοντες όπως και άλλα θύματα που επέζησαν εκείνη την σφαγή. Οι ενάγοντες δικαιούνται ασυζητητί αποζημίωση. Η σφαγή του Διστόμου υπήρξε ένα έγκλημα πολέμου, μια παραβίαση του δημοσίου διεθνούς δικαίου, η οποία σύμφωνα με την Σύμβαση της Χάγης του 1907 συνεπάγεται αναγκαστικά υποχρέωση αποζημίωσης εκ μέρους του Γερμανικού Τρίτου Ράιχ και επομένως της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας ως δικαιοδόχου του.
Το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο αδίκως έκρινε κατά την απόφασή του, πως μια τέτοια αποζημίωση δεν δικαιούνται τα θύματα ενός τέτοιου εγκλήματος αλλά το πολύ- πολύ η πατρίδα αυτών των θυμάτων. Σκανδαλώδης υπήρξε η αιτιολόγηση του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου, όταν αυτό χαρακήρισε την σφαγή του Διστόμου ως ανεπίτρεπτη «ακρότητα» επιτρεπτών στην ουσία αντιποίνων. Σύμφωνα με το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο οι δολοφονηθέντες υπάγονται στο εν γένει μοιραίο ενός πολέμου. Με αυτήν την επιχειρηματολογία διαψεύδονται και υποβαθμίζονται τα ιστορικά γεγονότα. Η μαζική σφαγή πολιτών δεν ήταν πολεμικό γεγονός αλλά έκφραση της εθνικοσοσιαλιστικής εξοντωτικής βούλησης. Εν όψει των εγκλημάτων των Γερμανών κατακτητών στην Ελλάδα, τα οποία έγιναν με βάση μια «διαταγή καταπολέμησης συμμοριών»του Χίτλερ και κατά τα οποία σκοτώθηκαν 30.000 πολίτες στα πλαίσια των ονομαζομένων μέτρων εξιλέωσης, ειδικά αυτή η αιτιολόγηση υπήρξε για όλα τα θύματα της Ελλάδας μια βαριά προσβολή.
Οι τέσσερις ενάγουσες κι ενάγοντες ελπίζουν να φροντίσει επιτέλους για δικαιοσύνη το Δικαστήριο του Στρασβούργου, μετά την πάροδο 62 χρόνων μετά το έγκλημα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου