Λέμε
με τόλμη πως η Σάντα κατοικήθηκε μόνιμα από Έλληνες Χριστιανούς κατά
τον δέκατο διωγμό των Χριστιανών στην εποχή του Διοκλητιανού, κι αυτό θα
το αποδείξουμε φαρδιά πλατιά στην παρούσα μελέτη μας.
Το χοτσέτι που βρέθηκε στην ενορία Πιστοφάντων και εκδόθηκε το 937 Εγείρας (1529 μ.χ.) αναφέρει ότι οι Σανταίοι κατά το 1494 πούλησαν το παρχάρι Κοβλακά στον Τούρκο Γιαγλά Πεσόχλου. Επαναλαμβάνουμε ότι η πούληση του παρχαρίου θα ήταν έργο των ιθαγενών κατοίκων της Σάντας, οι οποίοι για να προβούν σε μια τέτοια δικαιοπραξία φαίνεται θα ήσαν κάτοχοι ελληνικών αυτοκρατορικών τίτλων κυριότητος και με τους τίτλους αυτούς θα μπόρεσαν να εξασφαλίσουν την πούληση του παρχαρίου.
Μιλτιάδης Νυμφόπουλος
Χρυσοκέφαλο Νευροκοπίου
19 Ιούλη 1952
ΠΙΣΤΟΦΑΝΤΩΝ |
Εδώ τώρα χρειάζεται να κοσκινίσουμε, να επεξεργασθούμε την «Ιστορία και Στατιστική της Σάντας» του πρώτου ιστοριογράφου μας Φιλ. Χειμωνίδη για ν' ανεύρουμε μερικές ιστορικές αλήθειες που τις σκεπάζει κάποιος μυθικός πέπλος και να ερευνήσουμε πολλές σκοτεινές πηγές της πατρικής μας ιστορίας.
Το περίφημο σημείωμα του Μοναστηριού Χουτουρά όπου βλέπομε πως 80 χρόνια ύστερα από την άλωση της Τραπεζούντας ανέβηκαν απ' το χωριό Δίβρανο μερικοί χριστιανοί στην Σάντα και κατοίκησαν σ' αυτή , έχει μερικές αλήθειες, γιατί στην εποχή εκείνη της τούρκικης κόλασης όλοι οι χριστιανοί των πλησιόχωρων της Τραπεζούντας ζήτησαν να καταφύγουν σε μέρη ορεινά για να σώσουν τη ζωή τους και ν' αναπνεύσουν βαθιά τον αέρα της ελευθερίας..
Μα αν ξεκινήσουμε από τη μικρή δόση αλήθειας που περιέχει το σημείωμα αυτό για να φτάσουμε στο σημείο του να παραδεχθούμε πως οι πρώτοι οικιστές της Σάντας κατάγονται από το Δίβρανο των Πλατάνων ή από άλλα χωριά της Τραπεζούντας πέφτουμε σε πλάνη.
Και να γιατί: Πρώτα πρώτα δεν πρέπει να παραδεχτούμε κανένα σαν πρώτο οικιστή της Σάντας, γιατί η πρώτη εποίκηση της Σάντας χάνεται στα βάθη των αιώνων και των χιλιετηρίδων, όπως και η εποίκηση κάθε άλλης χώρας.
Ο α'. ιστοριογράφος ισχυρίζεται ότι οι πρώτοι οικιστές της Σάντας ήσαν ο Κωνσταντίνος με τους 5 γιους του Ιωάννη, Σίμωνα, Θεόδωρο , Ισχάν και Παναγιώτη και τα δυο του κορίτσια και με 6 άλλες οικογένειες..
Δεν ξέρομε από που πήρε την πληροφορία αυτή. Εμείς έτυχε να δούμε στα χέρια του μακαρίτη Παπά Παντελή Μασμανίδη χειρόγραφο σε τούρκικη γλώσσα με ελληνικούς χαρακτήρας. Εκεί αναφερόταν ως πρώτος οικιστής της Σάντας ο Ισχάν με τους 7 γιους του. Ο Κωνσταντίνος λοιπόν με τα 7 παιδιά του, ο Ισχάν με τους 7 γιους του και οι 7 πρώτες οικογένειες που εγκαταστάθηκαν στη Σάντα ανάγκασαν τους διανοούμενους Σανταίους της εποχής μας να παραδεχθούν ότι αυτά είναι πράγματα που δημιούργησε η ζωηρή φαντασία των προγόνων μας , οι οποίοι ήθελαν να συσχετίσουν τον αριθμό των 7 παιδιών του ενός και του άλλου οικιστή , ως και τον αριθμό των 7 οικογενειών με τον αριθμό των 7 ενοριών της Σάντας. Συσχετισμός δηλ. ακατανόητος και ανόητος.
Ώστε αν είχε η Σάντα 4 ή 5 ενορίες, και ο Ισχάν ή ο Κωνσταντίνος θα είχαν 4 ή 5 παιδιά, κ.ο.κ. Ο Ισχάν αυτός πέρασε τάχα απ' τη Δρόνα και Ούζη, έφτασε στο Κοτύλ και στο Τάσκιοπρι, κατέβηκε ύστερα στο Κοβλακά, και εκεί άμα είδε την πίεση κάποιου Τούρκου τσέλιγκα που τον λέγαν Σεϊτή έστειλε ανθρώπους του να βαδίσουν προς Ανατολάς, να μπουν δηλ. στα σύνορα Σάντας και να ερευνήσουν να βρουν κάποια κατάλληλη και απόκεντρη χώρα για να ζήσουν εκεί μακριά από τo πρόσωπο των Τούρκων.
Οι δικοί του προχώρησαν προς Ανατολάς, διέσχισαν πυκνά δάση και κατέβηκαν στην ενορία Τερζάντων και εκεί άμα είδαν χαλάσματα εκκλησίας το πήραν για καλό οιωνό και αποφάσισαν να ειδοποιήσουν τον Ισχάν. Στον δρόμο που κατέβαιναν έκαναν κοψίδες στα δένδρα για να βρουν τον δρόμο στην επιστροφή τους και όταν γύρισαν βρήκαν τον Ισχάν και τον ειδοποίησαν για το κατάλληλο του μέρους , τότε δε όλη η οικογένεια κατέβηκε στου Τερζάντων.
Τα ίδια περίπου πράγματα λέει και ο α'. ιστοριογράφος για τον Κωνσταντίνο του, μα πολλοί Σανταίοι είναι της γνώμης πως ο Κωνσταντίνος με 7 παιδιά και ο Ισχάν με 7 γιους με την ιδιότητα τους σαν πρώτοι οικιστές της Σάντας δεν μπορούν να συμπληρώσουν το ιστορικό κενό της εποχής.
Οι περιπέτειες αυτές του Ισχάν ή του Κωνσταντίνου κρίνονται κάπως υπερβολικές. Βέβαια όλοι οι φυγάδες της Σάντας και των άλλων χωριών του Πόντου είχαν περιπέτειες και καταδιώξεις ανήκουστες, μα οι περιπέτειες των δύο αυτών φυγάδων δεν συμβιβάζονται με την λογική ούτε με την πραγματικότητα, γιατί τα ιστορικοθρησκευτικά μνημεία της Σάντας, δηλ, τα ασβεστοχτισμένα παρεκκλήσια της με τις τοιχογραφίες τους είναι αλάνθαστοι μάρτυρες της αρχαιότητας της, και σαν κατοικημένη που ήταν η Σάντα θα μπορούσε να δεχθεί νέους φυγάδες χωρίς παρόμοιες περιπέτειες.
Οι περιπέτειες αυτές θα ήσαν πιστευτές αν δεν βρισκόταν στη Σάντα κανένα σημάδι ζωής παλαιών κατοίκων της και κανένα δείγμα πολιτισμού αυτών, δηλ. αν ήταν ακατοίκητη η Σάντα από κτίσεως κόσμου. Άλλωστε ο πολιτισμός της Σάντας που μαρτυρείται από τα θρησκευτικά μνημεία της που είπαμε, αναπτύχθηκε κατά τον Μεσαίωνα και κυρίως κατά την εποχή των Κομνηνών, και πως ήταν δυνατόν αμέσως μόλις έπεσε η Τραπεζούντα να ερημωθεί η Σάντα τέλεια μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα και να μην δείξει κανένα σημάδι της ύπαρξης της;
Και που θα έβρισκαν καλύτερο καταφύγιο οι Σανταίοι; Και που θα κατέφυγαν λες οι Σανταίοι τότε μέσα στην μπόρα εκείνη της Τούρκικης επιδρομής; Μήπως κατέφυγαν επίτηδες στην Τραπεζούντα με σκοπό να παρουσιασθούν στον Μωάμεθ τον πορθητή και να του πουν «Σφάξε με πασά ν' αγιάσω;»
Όλα αυτά γεννούν την απορία πως δημιουργήθηκε ή γραπτή παράδοση για τον Ίσχάν ή τον Κωνσταντίνο με τα χοντροειδή λάθη της. Και αφού εξόκειλαν οι γραπτές μας παραδόσεις, πολύ περισσότερο θα εξοκείλουν οι προφορικές παραδόσεις μας. Και ο Ιστοριογράφος μιας τέτοιας χώρας είναι υποχρεωμένος να φορτωθεί ολόκληρα βουνά, να μελετήσει, να αγρυπνήσει, να βάζει στη ζυγαριά όλες τις ειδήσεις γραπτές και άγραφες, να τις ελέγξει απόλυτα και αντικειμενικά και να καταλήξει σε συμπεράσματα λογικά σύμφωνα με την πραγματικότητα για να μην «συνυφαίνει μυθολογικόν πέπλον» κατά την έκφραση του πρώτου μας ιστοριογράφου.
Κατόπιν από όλα αυτά δεν μπορούμε να παραδεχθούμε πως ο Ισχάν ή ο Κωνσταντίνος είναι οι δημιουργοί της τέως ακατοίκητης Σάντας, πως είναι ο Αδάμ των Σανταίων, αφού υπάρχει η πιθανότητα να ήσαν αυτοί μυθώδη πρόσωπα που σκεπάζουν άλλα πρόσωπα πραγματικά. Έπειτα και ο δρόμος που πήραν ο Κωνσταντίνος ή ο Ισχάν είναι απαράδεκτος.
Οι ελληνικοί πληθυσμοί της Τραπεζούντας και των περιχώρων σ' εκείνη τη φουρτουνιασμένη μετά την άλωση εποχή έφευγαν στα βουνά όπου ήσαν τα τρία μας Μοναστήρια, του Σουμελά του Βαζελώνος και του Περιστερά, κι από κει διοχετεύονταν σε περιοχές χριστιανικές, όπου ήταν ισχυρό το αίσθημα της Χριστιανικής και εθνικής αλληλεγγύης, και όπου λίγο πολύ μπορούσαν να βρουν προσωρινά τα μέσα της συντήρησης και να παρηγορηθούν.
Τέτοιες περιοχές ήσαν από τη μια μεριά η Χαλδία, κι' από την άλλη η Σάντα, η Ματσούκα και η Γαλίανα με όλα τα γύρω τους παρχάρια πού ήσαν τότε καλλιεργημένα και κατοικημένα.
Αντίθετα ο Ισχάν ή ο Κωνσταντίνος βλέπομε πως πήραν τον δρόμο της Δράνας - Ούζης, δρόμο πολύ επικίνδυνο για τους Χριστιανούς λόγω της παρουσίας των Τούρκων στα παράλια, και κατασκήνωσαν στην έρημη Σάντα. Το μόνο που μπορούμε να παραδεχθούμε από την σχετική παράδοση είναι ότι αμέσως μετά την άλωση πύκνωσαν τον πληθυσμό της Σάντας πολλοί νέοι φυγάδες Ισχάνηδες, Κωνσταντίνοι και άλλοι, δεν μπορούμε όμως να πούμε θετικά ποιοι και πόσοι ήσαν, και πότε ακριβώς εγκαταστάθηκαν στην Σάντα.
Πάντως πολλοί υποστηρίζουν την γνώμη ότι, όπως είπαμε, ένα μεγάλο κύμα νέων φυγάδων έφτασε στην Σάντα αμέσως ύστερα από την άλωση, γιατί η τότε κατάσταση δεν τους επέτρεπε να περιμένουν 80 χρόνια, όπως μας λέει η σημείωση Χουτουρά.
Άλλωστε το χοτσέτι που αναφέρομε αμέσως παρακάτω μας δείχνει ότι 33 χρόνια μετά την άλωση πούλησαν οι Σανταίοι το παρχάρι Κοβλακά σε κάποιον Τούρκο, και η πράξη τους αυτή πρώτα καταρρίπτει τον ισχυρισμό του κωδικογράφου για τα 80 χρόνια του και ύστερα μας δείχνει πως αυτοί που ενήργησαν μία τόσο σοβαρή δικαιοπραξία με Τούρκους δεν ήσαν επήλυδες, αλλ' ήσαν αυτόχθονες που μπόρεσαν να επιβάλουν στους Τούρκους σεβασμό προς την ιδιοκτησία τους.
ΙΣΧΑΝΑΝΤΩΝ |
Αποκλείεται κατά την γνώμη μας να προέβησαν οι νέοι φυγάδες της Σάντας, τους οποίους αναγνωρίζει ως μόνους κατοίκους της Σάντας ο πρώτος ιστοριογράφος, σε τέτοια πράξη, γιατί οι Τούρκοι δεν θα ήθελαν ν' αναγνωρίσουν σ' αυτούς δικαιώματα ιδιοκτησίας και θα επιχειρούσαν να καταλάβουν με την βία το παρχάρι Κοβλακά.
Ώστε με μια τέτοια πράξη μπορούσαν ν' ασχοληθούν μόνο οι ιθαγενείς Σανταίοι, των οποίων η συμφωνία με τους Τούρκους θα είχε ανώτερο κύρος, και μια τέτοια πράξη αποδεικνύει πως η Σάντα δεν έπαψε να είναι κατοικημένη μπροστά από την άλωση.
Η περίπτωση αυτή θα ενισχύσειτις αποδείξεις που θα φροντίσουμε να παραθέσουμε στη συνέχεια για την αρχαιότητα της Σάντας, γιατί είναι η πρώτη και η κυριώτερη απόδειξη.
Οι νομάδες του Πόντου Σίνται δεν ήταν δυνατόν να είναι μόνιμοι κάτοικοι της Σάντας. Πάντως πέρασαν κι από την Σάντα αφού όλον τον Πόντο τον πέρασαν στο πόδι, μα η γνώμη πως έδωσαν οι Σίνται το όνομά τους σε μόνη την Σάντα φαίνεται παρακινδυνευμένη, γιατί υπάρχει κάποια ζωντανή παράδοση που αγνοεί όλως διόλου τους Σίντας.
Την παράδοση αυτή δεν την αναφέρει κανένας ξένος ιστορικός, απορεί δε κανείς γιατί δεν την ανάφερε και ο πρώτος ιστοριογράφος της Σάντας, ο οποίος αναμφιβόλως την άκουσε όπως την ακούσαμε κι εμείς. Για την παράδοση αυτή θα μιλήσουμε λίγο παρακάτω, μα εδώ έχομε να πούμε πως εκτός από τους Σίντας έχομε και τους Σάννους, για τους οποίους αφού δεν ήσαν νομάδες μπορεί να πει κανείς ασφαλέστερα πως αυτοί έδωσαν το όνομα τους στη Σάντα.
Για τους Σάννους γράφει ο Δ. Αποστολίδης τα παρακάτω στο σύγγραμμα του «Ιστορία του Ελληνισμού του Πόντου» Κεφάλαιο Β'. «Οι Σάννοι κατοικούσαν στην παραλιακή χώρα του Πόντου από Βατούμ μέχρι Τραπεζούντας και μεσογείως μέχρι Παϊπούρτης, δηλ. στις περιφέρειες Ισπύρ και Τορτόμ . Αυτοί αφομοίωσαν πολλά εθνάρια του Πόντου, τους Βυζήρας, Εκεχειριείς, Βεχείρους και Μακροκεφάλους. Τους Σάννους πριν τους έλεγαν Μάκρωνες, ήσαν δε πολεμικός λαός. Ο Αυτοκράτορας Ιουστινιανός κυρίεψε την χώρα τους με τον στρατηγό Σίττα, διάδωσε σ' αυτούς τον Χριστιανισμό, διάνοιξε δρόμους, έχτισε πολλά φρούρια σε επίκαιρα σημεία και ανάγκασε αυτούς ν' αφήσουν τη ληστρική ζωή και να κατέβουν στα παράλια».
Λοιπόν απ' όσα μας λέγει ο ιστορικός Δ. Αποστολίδης για τους Σάννους καταλαβαίνομε πώς μέσα στη χώρα των Σάννων βρίσκεται και η Σάντα μας. Για τα εθνάρια που αφομοίωσαν οι Σάννοι είχαμε στη Σάντα κάποια αρχαία παράδοση που την άκουσα από τη μητέρα μου και από πολλούς γέρους Ισχανανταίους. Η μητέρα μου μια μέρα εκεί που ανεβήκαμε στον Άγιο Θεόδωρο και αντικρίσαμε κατά την Ανατολή τα χιονισμένα Ποντικά βουνά, μου δείχνει ένα ψηλό βουνό πίσω απ' τον ποταμό Καρά τερε και μου λέει: «Να Μιλτιάδη, πίσω από κείνο το βουνό βρίσκεται η Σκυλοκεφαλία».
Της ρώτησα : «Μητέρα, τι είναι αυτή η Σκυλοκεφαλία;»
«Της λένε έτσι» μου είπε, «γιατί πίσω απ' αυτό το βουνό ζουν οι σκυλοκέφαλοι που έχουν κεφάλι μακρουλό σαν του σκύλου και είναι άγριοι πολύ άγριοι».
Η παράδοση αυτή είναι ζωντανή απόδειξη της ύπαρξης στον Πόντο κατά τον Μεσαίωνα των Μακροκέφαλων που τους αφομοίωσαν οι Σάννοι, για τα άλλα όμως εθνάρια και για την αφομοίωση τους από τους Σάννους δεν έχομε καμία όμοια παράδοση. Η αξία της παράδοσης αυτής έγκειται στο ότι η μητέρα μου και όλοι οι άλλοι γέροι του χωριού μας πίστευαν πως Μακροκέφαλοι ή Σκυλοκέφαλοι ήσαν ναι και καλά οι σημερινοί κάτοικοι της ορεινής εκείνης περιφέρειας Καρά τερε των Σουρμένων.
Και τώρα ας έρθουμε στο ζήτημα της ονομασίας της Σάντας. Η αλήθεια είναι πως στο ζήτημα αυτό οι Σάννοι νίκησαν τους Σίντας - από το Σάννοι Σάντα και όχι από το Σίνται Σάντα - και θα 'παιρναν χωρίς αμφιβολία το κλαδί της ελιάς αν δεν παράβγαινε μ' αυτούς στο Στάδιο κάποιος πρωταθλητής, κάποια δηλ. ζωντανή και αληθοφανής παράδοση πού αγνοεί όλως διόλου Σίντας και Σάννους .
Παραβρέθηκα πολλές φορές σε πολλές συζητήσεις των διανοουμένων της Σάντας, οι οποίοι σε κάθε συζήτηση γύρευαν να εξιχνιάσουν το μυστήριο της εποίκησης της Σάντας και της ονομασίας της. Σ' όλες αυτές τις συζητήσεις η γνώμη του γηραιού δασκάλου Σπύρου Μαντίδη ακουγόταν με μεγάλη προσοχή και ήταν σεβαστή. Για την χρονολογία της εποίκησης της Σάντας και για την ονομασία της όλοι ήσαν σύμφωνοι, παραδέχονταν δηλ. όλοι τους για αλάνθαστη την παρακάτω ζωντανή παράδοση:
Στον σκληρό διωγμό των Χριστιανών του Πόντου πού έγινε στην εποχή του Διοκλητιανού, όταν μαρτύρησαν ο Επίσκοπος Τραπεζούντας Ευγένιος, ή Αγία Βαρβάρα κ. ά. πολλοί Χριστιανοί του Πόντου ζητούσαν καταφύγια ασφαλή, καταφύγια με βράχους και γκρεμούς, καταφύγια απρόσιτα στους διώκτες τους. Έτσι οι Χριστιανοί σκόρπισαν παντού στα βουνά του Πόντου. Στην εποχή του δέκατου διωγμού εξασφαλίσθηκε η ζωή πολλών Χριστιανών που κατέφυγαν στην πατρίδα μας Σάντα, και οι φυγάδες αυτοί έδωσαν στην πατρίδα μας που τους έσωσε το όνομα Σάντα (άγια χώρα) από το λατινικό SANCTA του αρσενικού SANCTUS.
Η λατινική ονομασία Σάντα δόθηκε στην πατρίδα μας από λατινομαθείς φυγάδες. Και οι λατινομαθείς φυγάδες της εποχής του Διοκλητιανού δεν μπορούσαν να προέρχονται από τους εκ βαρβάρων χριστιανούς, αλλά μόνο από τους εκ των Ελλήνων αποίκων της Τραπεζούντας χριστιανούς, οι οποίοι ήσαν επιδεκτικοί κάθε μάθησης. Άλλωστε τους λατινομαθείς αυτούς φυγάδες δεν μπορούμε να τους βρούμε και ανάμεσα στους Έλληνες των τελευταίων ημερών της Αυτοκρατορίας των Κομνηνών, γιατί οι Έλληνες του Πόντου και όλος ο τότε ελληνισμός μισούσαν κάθε τι το λατινικό, το φράγκικο, ούτε μπορούμε να τους βρούμε και στην εποχή της τουρκοκρατίας.
Άρα τους λατινομαθείς αυτούς όπως λέμε μπορούμε να τους βρούμε κάλλιστα ανάμεσα στους Χριστιανούς της εποχής των διωγμών, και μάλιστα στους Έλληνες άποικους της Τραπεζούντας που ασπάσθηκαν τον Χριστιανισμό. Τότε που οι Ρωμαίοι εξουσίαζαν τον Πόντο και ολόκληρο τον γνωστό κόσμο, η λατινική ήταν διαδεδομένη προ παντός μεταξύ των προοδευτικών Ελλήνων αποίκων Τραπεζούντας, και τότε οι λατινομαθείς αυτοί φυγάδες Χριστιανοί αφού εγκαταστάθηκαν στην απόμερη και ορεινή πατρίδα μας μακριά απ' τα βέβηλα μάτια των ειδωλολατρών διωκτών τους, παράσυραν σε λίγο και πολλούς άλλους νέους φυγάδες. Η ονομασία της Σάντας αποδίδεται στους πρώτους φυγάδες, οι οποίοι εκεί ποτ θεωρούσαν τον εαυτό τους χαμένο βρήκαν σωτηρία στην δοξασμένη πατρίδα μας. Το όνομα Σίντα που αναγράφεται στη σημείωση του Μοναστηρίου Χουτουρά μας υποχρεώνει να υποθέσουμε πως οι προ των διωγμών μη μόνιμοι κάτοικοι της Σάντας θα ήσαν οι περίφημοι νομάδες Σίνται.
Εδώ ένα πράγμα βάζει σε υποψία τους ερευνητές της ιστορίας της Σάντας, αν δηλ. η Σάντα ήταν κατοικημένη συνεχώς ή όχι από την εποχή των διωγμών των Χριστιανών ως σήμερα. Και η υποψία αυτή είναι κάπως δικαιολογημένη γιατί η Σάντα είναι ορεινή και άγονη. Πέντε πράγματα όμως μας βεβαιώνουν ότι η Σάντα ήταν κατοικημένη συνεχώς επί 16 αιώνες, κι αυτά είναι τα εξής :
1)Οι Σανταίοι αν και ανακαλύφθηκαν μεσ' τη Σάντα και σφάχτηκαν πολλοί απ' αυτούς από τους Πέρσες, δεν ήταν δυνατόν να εγκαταλείψουν την Σάντα, γιατί που αλλού μπορούσαν να βρουν ασφαλέστερο καταφύγιο;
2) Ο υπέροχος πατριωτισμός των Σανταίων τους κάρφωσε στους βράχους της σαν τον Προμηθέα για μιάμιση χιλιετηρίδα.
3) Βρίσκονταν στις μικρές κοιλάδες της Σάντας και στις πλαγιές των βουνών της μεγάλες εκτάσεις κατάλληλες για κτηνοτροφία και για καλλιέργεια πρώιμων δημητριακών.
4) Ο συνδυασμός της καλλιέργειας της γης μαζί με την κτηνοτροφία και με το επικουρικό επάγγελμα του μεταλλουργού έδινε στους Σανταίους την δυνατότητα να ζήσουν μεσ' στη Σάντα έστω και λιτά μερικές εκατοντάδες οικογένειες.
5) Εφ' όσον τα θρησκευτικά μνημεία της Σάντας αποδείχνουν πως η Σάντα δημιούργησε κάποιον πολιτισμό σε ειρηνικές περιόδους, και εφ' όσον είναι γνωστό πως σε πολεμική περίοδο ή και σε κάθε άλλη κινδυνώδη εποχή κατέφευγαν στη Σάντα χιλιάδες φυγάδες, συμπεραίνουμε ότι η Σάντα ουδέποτε ερημώθηκε τέλεια σε καμιά εποχή, παρά αραίωνε ο πληθυσμός της σε κάθε ειρηνική περίοδο, και πύκνωνε σε κάθε πολεμική τέτοια. Η ύπαρξη άλλωστε ερειπίων μικρών εκκλησιών και όχι μεγάλων στη Σάντα αποδεικνύει ότι κατά τον Μεσαίωνα δεν ήταν πυκνά κατοικημένη η Σάντα, γιατί τότε επικρατούσε σχετική ησυχία στον Πόντο.
Αυτό που μας λέει η παράδοση ότι οι πρώτοι οικιστές διέσχισαν τα πυκνά δάση της ερημικής δήθεν Σάντας ώσπου να φτάσουν στο Τερζάντων και ότι σημάδεψαν τα δένδρα για να μην χάσουν τον δρόμο, αυτό είναι σωστό, μα αυτό δεν μπορεί να αποδείξει πως η Σάντα ήταν ακατοίκητη, γιατί όλα τα βουνά της Σάντας από την πρώτη μέρα της εποίκησης της μέχρι του 1800, δηλ. επί 1500 χρόνια ήσαν σκεπασμένα από πυκνά και αδιαπέραστα δάση.
Λοιπόν σε οποιαδήποτε εποχή οποιοσδήποτε ξένος αν ερχόταν στη Σάντα θα έχανε τον δρόμο του μες' τα πυκνά δάση της Σάντας. Γεννάται όμως το ερώτημα : Πως καλλιεργούσαν τα βουνά μας με σιτηρά οι προγονοί μας, αφού τα βουνά αυτά όπως λέμε ήσαν σκεπασμένα από αδιαπέραστα δάση; Η απάντηση είναι: Οι προγονοί μας καλλιεργούσαν τους μικρούς ή μεγάλους κάμπους των οροπεδίων και τις γύρω των ενοριών πλαγιές των βουνών και όχι τις απότομες πλαγιές των μακρινών βουνών, εμείς δε αργότερα καλλιεργούσαμε μόνο τις γύρω των ενοριών πλαγιές των βουνών.
ΑΓΙΑ ΚΥΡΙΑΚΗ - ΙΣΧΑΝΑΝΤΩΝ |
Αυτές οι καλλιεργήσιμες εκτάσεις συγκρινόμενοι με τις απότομες πλαγιές των βουνών μας μόλις φθάνουν στο 5% της δικής τους έκτασης. Ώστε το περισσότερο μέρος του εδάφους της Σάντας σε όλο τον Μεσαίωνα ήταν δασωμένο. Το 5% ανάλογα με τον συνολικό αριθμό των 200 τετραγωνικών χιλιομέτρων του εδάφους της Σάντας αποδίδει 10.000 στρέμματα καλλιεργήσιμης γης, μέσα στην οποία συμπεριλαμβάνονται και τα χορτολίβαδα. Όλη η Σάντα καλλιεργούσε ανέκαθεν αυτά τα 10.000 δεκαδικά στρέμματα, είχε όμως μεγάλες βοσκήσιμες εκτάσεις και δάση απέραντα..
Είπαμε ότι μόλις άρχισε ο δέκατος διωγμός των Χριστιανών,πλημμύρισαν τα βουνά της Σάντας από φυγάδες Χριστιανούς, και ότι πριν από τον διωγμό ήταν πάλι κατοικημένη ή Σάντα, μα κατοικούσαν σ' αυτή ειδωλολάτρες ή χριστιανοί νομάδες, προ παντός οι Σίνται που δεν άφησαν καμιά γωνία του Πόντου άθικτη.
Αυτοί κάθε χειμώνα για ν' αποφύγουν το φοβερό κρύο της Σάντας και για να συντηρήσουν με λίγα έξοδα τα ζώα τους κατασκήνωναν στα θερμά παράλια της Γεμουράς και των Σουρμένων και τo καλοκαίρι επανέρχονταν στη Σάντα. Παρόμοιες συνθήκες διέπουν και σήμερα την ζωή της Σάντας μας.
Σήμερα οι περίοικοι Τούρκοι κάθε χρόνο ξεκαλοκαιριάζουν στα βουνά της Σάντας με τα κοπάδια τους και τον χειμώνα κατεβαίνουν στα χαμηλοχώρια τους. Σχετικά γράψει ο σημερινός Τούρκος Μουχτάρης της Σάντας στον φίλο δικηγόρο κ. Θεόδωρο Λαζαρίδη τα εξής :
... Εις την ενορία Πινατάντων κατοικούν τα παιδιά του Μουεζίν από το χωρίον Σίμωνα. Εις το χωρίον Ισχανάντων κατοικούν 63 οικογένειες από την Γιάχωραν των Σουρμένων.... Εις την ενορία Τσακαλάντων κατοικούν 12 οικογένειες από το χωρίον Καράκιοϊ της Γέμουρας. Εις την ενορία Πιστοφάντων 35 οικογένειες από το χωρίον Σιντζάν Μεσοχώρι. Εις την ενορία Ζουρνατσάντων κατοικούν 25 οικογένειες από την Ασα. Εις το Κοζλαράντων κατοικούν 5 οικογένειες από την Χάρουξαν. Από αυτάς τας ενορίας μόνον εις το Κοζλαράντων παραμένουν καθ' όλον το έτος. Αι υπόλοιποι ενορίαι είναι έρημοι. Εγώ παραμένω καθ' όλον το έτος εις την Σάντα.
Ο Μουχτάρης Αχμέτ Πολάτ
Ώστε οι Χριστιανοί ήσαν που στάθηκαν οι μόνιμοι κάτοικοι της Σάντας, οι οποίοι με την επίδραση της θρησκείας και αργότερα με την εργασία των τριών Μοναστηριών του Πόντου και με την επιβολή της Ελληνικής αυτοκρατορίας των Κομνηνών έγιναν οι πλέον φανατικοί Έλληνες και φύλαξαν τον εθνισμό τους και τη θρησκεία τους εκεί μεσ' τα θεόρατα βουνά επί 16 αιώνες. Στη Σάντα λοιπόν επειδή ανέκαθεν ζούσαν ζωή σκληρή δεν ήταν δυνατόν να παραμείνουν όλοι μετά το πέρασμα της μπόρας, και μόλις καθησύχαζαν τα πράγματα πολλοί φυγάδες ξαναγύριζαν στα χωριά τους.
Εννοείται οι περισσότεροι φυγάδες κατά τον Μεσαίωνα θα ήσαν από τα χωριά Αγρίδ, Σίμωνα, Γουλιτσάντων, Ισχάν, Μεσοχώρ, Φώσια κλπ. της κοιλάδας του ποταμού Γιάμπολης - Σάντας. Οι κάτοικοι των χωριών αυτών σε κάθε ειρηνική περίοδο επικοινωνούσαν κάθε καλοκαίρι στα παρχάρια με τους ιθαγενείς της Σάντας και ήσαν κι αυτοί Σανταίοι, μόλις δε εμφανιζόταν κάποιος κίνδυνος άφηναν τα χωριά τους και κατασκήνωναν στα βουνά της Σάντας.
Αυτό θα επαναλήφθηκε κάμποσες φορές ως τον καιρό που η τούρκικη μπόρα σάρωσε και τον Πόντο μας απ' άκρη σ' άκρη, και αναγκάστηκαν τότε να τουρκέψουν αρκετοί Έλληνες χριστιανοί των χωριών της κοιλάδας του ποταμού μας, οι δε υπόλοιποι αναγκάστηκαν να καταφύγουν στη Σάντα και να συζούν με τους ιθαγενείς κατοίκους της.
Για να ονομαστεί λοιπόν σε όλο τον Πόντο μόνη η πατρίδα μας Σάντα αγία, αυτό σημαίνει πως μόνη αυτή πρόσφερε τόσες υπηρεσίες στον Ελληνισμό και Χριστιανισμό του Πόντου όσες πρόσφεραν τα λοιπά ορεινά τμήματα της περιφέρειας Τραπεζούντας μαζί ενωμένα. Επάνω σ' αυτή την παράδοση συχνά γινόταν συζήτηση μεταξύ των διανοούμενων της Σάντας, κι ο μεν πατέρας μου με τον Σπύρο Μαντίδη, τον Χ. Τσαντεκίδη, τον Δαμ. Πιστοφίδη και πολλούς άλλους εννοούσαν ν' αποδώσουν τα γεγονότα αυτά στους πρώτους αιώνες του Χριστιανισμού με επιχειρήματα όμοια με τα δικά μας, μόνο δε ένας, του οποίου το όνομα μας διαφεύγει, εννοούσε ν' αρνηθεί την αρχαιότητα της Σάντας και τα απέδιδε στους χρόνους της Τουρκοκρατίας, γινόταν δε μάλιστα και πιστευτός απ' τον απλοϊκό πληθυσμό της Σάντας.
Εδώ είναι καιρός να ρίξουμε μια ματιά στις παρακάτω σημειώσεις του Μοναστηρίου Χουτουρά:
α'. Ογδοήκοντα έτη μετά την άλωσιν της Τραπεζούντος ευγενείς τίνες και ορθόδοξοι χριστιανοί το γένος εκ Πλατάνων και από το χωρίον Δίβρανον υπάρχοντες, ορμήν Τούρκων φυγόντες ήλθον και κατώκησαν εις Σίνταν, την έως τότε έρημον κατοίκων. Αλλά και το μέρος τούτο ήτο παλαιόθεν κατωκημένον, τους δε ανθρώπους ηφάνισεν ο Περσικός πόλεμος".
β'. "Οι Σίνται τους ημετέρους έμαθον την μεταλλουργικήν".
Εδώ ο κωδικογράφος του Χουτουρά ονομάζει την πατρίδα μας Σίνταν και τους Σίντας από νομάδες τους κάνει μεταλλουργούς. Δεν διευκρινίζει ο κωδικογράφος το σημείο αυτό της ιστορίας Σάντας, δεν μας λέγει δηλ. πως οι πρώτοι μόνιμοι κάτοικοι της Σάντας , και όχι οι Σίνται αυτοί καθ' εαυτούς, υστέρα από τον Διοκλητιανό άρχισαν να επιδίδονται στην μεταλλουργία και πως ύστερα από πολλούς αιώνες έμαθαν και σε άλλους την μεταλλουργική, αλλά μόνο μας λέγει πως οι Σίνται έμαθαν στους δικούς τους την μεταλλουργική. Η ύπαρξη των νομάδων Σιντών στον Πόντο συσκότισε το σημείο αυτό της ιστορίας μας, και έτσι πολλοί, δικοί μας και ξένοι, σχημάτισαν την πεποίθηση πως από το Σίντα προέκυψε υστέρα το Σάντα.
Κι ο ευλογημένος αυτός καλόγερος αναγράφει με τόση απάθεια τις λέξεις Σίντα και Σίνται, ώστε σε υποχρεώνει να αεροβατείς σαν κι αυτόν. Τι να του πεις; Άφησε το σωστό όνομα και έπιασε, το Σίντα. Η γνώμη του θα είχε κάποια σημασία αν μας έλεγε καθαρά πως οι σημερινοί Σανταίοι και Σάντα είναι οι αρχαίοι Σίνται και Σίντα.
Μα ο κωδικογράφος μας δεν μας λέγει ούτε αυτό, και τι κάνει; Περιφρονεί την αλήθεια και προστρέχει στην ιστορία για να κάνει μόνο και μόνο επίδειξη των ιστορικών του γνώσεων. Γι αυτόν τον λόγο η πληροφορία του αυτή για την ονομασία της Σάντας χάνει το κύρος της.
Κατά το σύστημα του καλόγερου αυτού πρέπει να ονομάσουμε και την Αθήνα Κεκροπία, γιατί μια φορά και έναν καιρό πέρασε ο Κέκροπας από κει και την Τραπεζούντα Ανδρεούπολις γιατί πέρασε ο Απόστολος Ανδρέας απ' αυτήν δυο φορές. Έπρεπε ο καλόγερος αυτός να σκεφτεί το εξής ότι, τα ονόματα Σίντα και Σίνται έλειψαν τέλεια από τον Πόντο γιατί οι Σίνται σαν νομάδες και απολίτιστοι που ήσαν δεν μπόρεσαν ν' αφήσουν κανένα μνημείο της διάβασης τους από τον Πόντο και ότι εφ' όσον καμιά γωνία του Πόντου δεν φέρει το όνομα των Σιντών δεν είναι υποχρεωμένη και η Σάντα να επωμίζεται τους Σίντας.
Το περίεργο είναι ότι ο ιστορικός καλόγερος προσπέρασε και την Ιστορία και ενώ η Ιστορία αναφέρει για τους Σίντας και όχι για την πατρίδα τους Σίντα -γιατί αυτοί σαν νομάδες που ήσαν δεν είχαν ποτέ τους πατρίδα- αυτός τους δημιούργησε πατρίδα την Σάντα που την ονομάζει Σίντα γιά το ομόηχο της και έτσι χάρισε στους νομάδες Σίντες παρά την επιθυμία τους την Σάντα μας.
Αυτή ή σύγχυση που μας έγινε με το ομόηχο των Σιντών, μας έγινε και με το ζήτημα των Αρμενίων του ποταμού Σάντας. Και η σύγχυση είναι τρομακτική, γιατί καμία γραπτή η άγραφη παράδοση μας δεν αναφέρει το όνομα Σίντα. Σάντα λοιπόν ήταν το όνομα της πατρίδας μας απ' τα παλιά τα χρόνια. Αν στο 1644, την χρονιά δηλ. που έγραφε ο καλόγερος αυτά τα αλλόκοτα, είχε ή πατρίδα μας το όνομα Σίντα, αυτό θα το ήξεραν σήμερα κι οι γάτες μας. Μπορεί μέσα στο διάστημα τριών αιώνων να λησμονηθεί τέλεια η ονομασία μιας τόσο ηρωικής χώρας; Λυπούμαστε πως ο α'. ιστοριογράφος μας δεν βασάνισε αυτήν την ιστορική είδηση.
Εδώ παραθέτομε και την γνώμη του φίλου δικηγόρου κ. Τηλεμάχου Πελαγίδη γιά την ονομασία της Σάντας. Μας λέει τα εξής :
" H ονομασία της Σάντας έχει κάποια σχέση με το τοπικό γλωσσικό ιδίωμα του Πόντου. Όπως είναι γνωστό, το τοπικό μας γλωσσικό ιδίωμα περιέσωσε άφθονα στοιχεία της αρχαίας Αττικής διαλέκτου και της Ομηρικής επίσης. Ο Όμηρος λέει στην Ιλιάδα Ψ. «"Αναντα, κάταντα, πάραντα τ' ήλθον» = ανεβοκατέβηκαν βουνά και λαγκάδια.
Η ομηρική λέξη άναντα σημαίνουσα τον ανήφορο έπαιξε φαίνεται σπουδαίο ρόλο στην ονομασία της πατρίδας μας Σάντας. Όπως οι Πόντιοι Έλληνες προέταξαν ανέκαθεν το σου ή σα αντί της προθέσεως είς σε πολλές τοποθεσίες του Πόντου λ. χ, σου Μελά (είς το όρος Μελά), σα λιβάδια (εις τα Λιβάδια), έτσι προέταξαν και το σα στη λέξη άναντα και σχημάτισαν την λέξη σα άναντα, και με την έκθλιψη του α σ' άναντα. Αν ρωτούσε κάποιος τον Σανταίο του παλαιού καιρού που θα πάει, θα του απαντούσε : Πάγω σ' άναντα = πηγαίνω στον ανήφορο, στο βουνό. Μία σύντμηση της λέξης σ' άναντα σχημάτισε την λέξη Σάντα".
Χρυσοκέφαλο Νευροκοπίου
19 Ιούλη 1952
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου