Όπως μας πληροφορεί ο Αναστασιάδης στο άρθρο του "Οι Βαλαάδες και οι Μικρασιάτες πρόσφυγες του νομού
Γρεβενών" από τους 113 οικισμούς του νομού Γρεβενών στα 1920 οι καθαροί
μουσουλμανικοί οικισμοί ήταν 11 (Αγαλαίοι,
Κέντρο, Νησί, Ποντινή, Πηγαδίτσα, Ανάβρυτα, Κάστρο, Κυρακαλή, Κιβωτός, Βατόλακκος, Μυρσίνα),
οι μικτοί 8 (Γρεβενά, Έλατος, Σύδενδρο, Κληματάκι, Άγιος Γεώργιος, Μηλιά, Κοκκινιά,
Μεγάλο Σειρήνι) και οι καθαρά
χριστιανικοί (ελληνικοί), 94.
Στα 1924 αυξάνονται κατά 8 με τους νεοδημιουργημένους μικρασιάτες πρόσφυγες (Λαγκαδάκια, Μικροκλεισούρα, Παλισκνίδη, Πευκάκι ή Κολοκυθάκι, Αγάπη,
Ελάφι, Καλαμίτσι Προσφύγων,
Ελεύθερο Προσφύγων) και έτσι συνολικά γίνονται 121.
Παλιό σπίτι στη Σαμαρίνα |
Από τους 107 κατοικημένους σήμερα
(1993), 103 παλιοί και 4 νέοι, οι 6 (Σαμαρίνα,
Περιβόλι, Αβδέλλα, Σμίξη, Μεσολούρι, Δοτσικό)
κατοικούνται μόνο το καλοκαίρι, διότι τον άλλο καιρό ζουν μόνιμα κυρίως στους
νομούς Τρικάλων και Λάρισας, και οι 5 (Λαγκαδάκια, Κριθαράκια, Περιβολάκι, Δασάκι, Δεσπότης),
είναι αναιμικοί οικισμοί από 3 ως 13 το ανώτερο άτομα και έτσι αργοσβήνουν μέρα με τη μέρα.
Από τους 107 κατοικημένους σήμερα
οικισμούς οι 6 (Σαμαρίνα, Περιβόλι,
Αβδέλλα, Σμίξη, Κρανιά, Καλλιθέα)
κατοικούνται από Βλάχους. Από τους υπόλοιπους 101, οι 70 κατοικούνται από
αμιγείς ντόπιους, οι 18 είναι μικτοί από ντόπιους και πρόσφυγες και οι 13 μόνο
από πρόσφυγες.
Σήμερα όμως, με τις επιμιξίες που έχουν επέλθει στο μεταξύ, και
με τις μετακινήσεις, που έχουν γίνει ιδιαίτερα ύστερα από το 1950, οι καθαρά
αμιγείς προσφυγικοί οικισμοί του 1924 δεν είναι πλέον καθαρά αμιγείς, όπως
άλλοτε. Πάντως εθνικές μειονότητες στο νομό Γρεβενών δεν υπήρξαν στο παρελθόν,
αλλά ούτε και σήμερα υπάρχουν. Παρ’ όλο που ο τόπος αυτός υπέφερε πάρα πολύ από
τους Τουρκαλβανούς σε όλη τη
διάρκεια της τουρκοκρατίας από το 1390 ως το 1912, όμως πουθενά δεν αναφέρεται
από την προφορική παράδοση αλβανικός ή αλβανόφωνος οικισμός. Επίσης παρ’ όλο
που υπάρχουν πολλά σλαβικά τοπωνύμια στις περιοχές των Γρεβενών, δεν υπήρχαν
εδώ μόνιμες εγκαταστάσεις Σλάβων ή σλαβόφωνων. Μόνο στις τοποθεσίες Τζέρος του Δοτσικού και Χελιμόδι (Χιλιομόδι) της Σαμαρίνας, τις οποίες ο κώδικας της Ζάβορδας τις αναφέρει ως ελληνοχριστιανικούς οικισμούς στις
σελίδες 111 και 110 αντίστοιχα της επαρχίας Βοΐου (Ανασελίτσας), η προφορική παράδοση αναφέρει προσωρινές
εγκαταστάσεις βουλγαροφώνων, κυρίως
τεχνιτών, πριν από 200-250 χρόνια περίπου, αλλά πάντως σήμερα δεν διασώζεται
κανένα ίχνος τους, διότι μεταναστέυσαν αλλού.
Ως το 1925 ζούσαν στο νομό Γρεβενών μουσουλμανικοί
πληθυσμοί, οι λεγόμενοι Βαλαάδες,
από τη συχνή χρήση της τουρκικής λέξης Vallaha (=
μα το Θεό), στους όρκους τους, και Φούτσηδες από
τη συχνή χρήση της λέξης φούτσι μ’
(= αδελφούτσι μου). Αυτοί
κατοικούσαν ανάμεσα στους ελληνικούς πληθυσμούς
σε αμιγείς ή μικτούς οικισμούς της νοτιοδυτικής Μακεδονίας και προπάντων στις
περιοχές Ανασελίτσας (Βοΐου),
Γρεβενών, Καστοριάς και Ελασσόνας.
Αυτοί ήταν γνήσιοι Έλληνες και στη συντριπτική πλειοψηφία τους κρυπτοχριστιανοί, που εξισλαμίστηκαν ήδη από
το 1670 κάτω από τη βαριά καταπίεση των Τούρκων.
Ορισμένοι ξένοι, όπως ο
Γερμανός G. Weigand και οι
Άγγλοι A. Wase - Μ. Tompson, υποστηρίζουν για τους Βαλαάδες ότι δήθεν ήταν Βλάχοι, που
εξισλαμίστηκαν και κατόπιν τάχα ξέχασαν την βλάχικη γλώσσα τους και μιλούσαν
μόνο την ελληνική. Από σχετικές όμως έρευνες Ελλήνων συγγραφέων δεν
αποδεικνύεται κάτι τέτοιο. Σχετικά με τον εξισλαμισμό τους, παλιότερες έρευνες
είχαν προσδιορίσει την αρχή του εξισλαμισμού των Βαλαάδων της δυτικής Μακεδονίας ανάμεσα στα 1692-1797.
Ο Μιχάλης Καλινδέρης όμως, στηριγμένος στην ανάλυση των διάφορων ιστορικών γεγονότων και σε εξονυχιστικό έλεγχο των κωδίκων της μονής της Ζάβορδας, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ο εξισλαμισμός τους άρχισε ύστερα από την κατάργηση του παιδομαζώματος, δηλαδή στα 1670. Βέβαια οι εξισλαμισμοί συνεχίστηκαν και κατόπιν και εντάθηκαν στα 1797-1805,1811-1819,1823-1838 με τους αθρόους τότε εξισλαμισμούς.
G. Weigand πηγή: Βικιπαίδεια |
Ο Μιχάλης Καλινδέρης όμως, στηριγμένος στην ανάλυση των διάφορων ιστορικών γεγονότων και σε εξονυχιστικό έλεγχο των κωδίκων της μονής της Ζάβορδας, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ο εξισλαμισμός τους άρχισε ύστερα από την κατάργηση του παιδομαζώματος, δηλαδή στα 1670. Βέβαια οι εξισλαμισμοί συνεχίστηκαν και κατόπιν και εντάθηκαν στα 1797-1805,1811-1819,1823-1838 με τους αθρόους τότε εξισλαμισμούς.
Οι εξισλαμισμοί των Βαλαάδων (ομαδικοί, ατομικοί), όπως αποδεικνύεται
από τις προαναφερόμενες πηγές, αλλά και από άλλες πληροφορίες, δεν έγιναν
συγχρόνως, αλλά σταδιακά σε διάφορες εποχές.
'Αρχισαν ύστερα από το 1670 ή στα μέσα του 17ου αιώνα,
επί Σουλεϊμάν του Γ', πήραν μεγάλη έκταση ύστερα από το 1700 και κορυφώθηκαν,
ιδιαίτερα στη δυτική Μακεδονία, ύστερα από τον τουρκοαυστριακό πόλεμο του 1737-1739. Προπάντων όμως έγιναν
ύστερα από τα ορλωφικά, στα χρόνια
των σουλτάνων Χαμίτ του Α' (1774-1789) και του διαδόχου του Σελίμ του Γ'
(1789-1807), δηλαδή κυρίως στα χρόνια του Αλή Πασά
(1770-1821), αλλά συνεχίστηκαν και αργότερα. Αμέσως ύστερα από τον τουρκοαυστριακό πόλεμο εξισλαμίστηκαν
εκτός από τους Βαλαάδες της
δυτικής Μακεδονίας και οι Βλαχόφωνοι Καρατζοβαλήδες της κεντρικής Μακεδονίας
και στα 1670 τα 36 χωριά των Καραμουρατάδων της
κοιλάδας του Αώου. Ο Ηπειρώτης Ζώτος Μολοσσός υπολογίζει τους μωαμεθανούς της
νοτιοδυτικής Μακεδονίας και της Ελασσόνας σε
20.000.
Οι εξισλαμισμοί της
επαρχίας του Βοΐου, σύμφωνα με τον κώδικα του Μητροπολίτη Σισανίου Νεοφύτου από
την Αβδέλλα, δεν έγιναν νωρίτερα από το 1797, δηλαδή έγιναν στα χρόνια
του Αλή Πασά. Αλλά και
οι εξισλαμισμοί της επαρχίας
των Γρεβενών θα πρέπει να έγιναν κυρίως στην ίδια χρονική περίοδο και πιθανόν και αργότερα ακόμη. Η
άποψη αυτή ενισχύεται από τις εξής πληροφορίες: Μια ενθύμιση ενός Ευαγγελίου από την εκκλησία
του Αγίου Νικολάου της Μυρσίνας γράφει: “Ετούτο
το Ευαγγέλιον είναι από τον Άγιον Νικόλαον Κουμπλάρι. 1816 Απριλίου 5”. Από αυτό
συμπεραίνουμε ότι τουλάχιστον ως τότε ή το πολύ λίγα χρόνια αργότερα η Μυρσίνα ήταν χριστιανική.
Οι Έλληνες της περιοχής της δυτικής Μακεδονίας, μη
μπορώντας να αντέξουν στις φοβερές καταπιέσεις των Τουρκαρβανιτών με τις επιδρομές, τις
ασυδοσίες, τις ληστείες, τις αρπαγές και τους βιασμούς,
αναγκάστηκαν να αλλαξοπιστήσουν και να δεχτούν τον ισλαμισμό. Οι Τουρκαρβανίτες είχαν γίνει, ιδίως στα
χρόνια του Αλή Πασά, η μάστιγα
της περιοχής μας. Γι’ αυτό και πάρα πολλά χωριά της αναγκάστηκαν να
μετατοπιστούν σε πιο απρόσιτα μέρη ή και να μετοικήσουν αλλού.
Ο Πουκεβίλ
αναφέρει ότι, όταν επισκέφτηκε στα 1806 την πόλη των Γρεβενών, απέμειναν σ’
αυτήν από 2500 οικογένειες μόνο 80, εξαιτίας των εξοντωτικών αγώνων του Αλή Πασά εναντίον του ελληνικού
στοιχείου. Πολλοί Έλληνες τότε, για να αποφύγουν και τις επιδρομές των Τουρκαρβανιτών και για να μη χάσουν τις
περιουσίες τους, διότι ο Αλή Πασάς
μετέτρεπε με τη βία ολόκληρα χωριά σε τσιφλίκια, αναγκάστηκαν να ασπαστούν τον ισλαμισμό, ώστε να
ησυχάσουν μια για πάντα.
Φρανσουά Πουκεβίλ πηγή: Βικιπαίδεια |
Έτσι λοιπόν ολόκληρα χωριά από κεφαλοχώρια με μεγάλη ανάπτυξη και
πλούσια κοινοτική ζωή παραχωρούνταν από τον Αλή Πασά
ως τσιφλίκια σε δικούς του ανθρώπους Τουρκαρβανίτες,
δίνοντάς τους μάλιστα και τον τίτλο του μπέη ή του αγά. Αυτοί διέμεναν
στα τσιφλικοχώρια τους
στις λεγάμενες κούλιες (τουρκ. γουλέη kule =
πύργος), που βρίσκονταν στο ψηλότερο σημείο του χωριού και ήταν μεγάλα διώροφα
οικήματα σαν πύργοι με πολεμίστρες, αποθήκες στο ισόγειο και περιβλημένες με ψηλό τοίχο.
Μια τέτοια σώζεται σε άριστη κατάσταση, στη Λόχμη Γρεβενών και ανήκει στον Καραβιάννη Μιλτιάδη κάτοικο Γρεβενών. Στις κούλιες διέμενε και το μόνιμο βοηθητικό προσωπικό τους για τις διάφορες εργασίες τους, που κι αυτό ήταν μουσουλμανικό. Σχεδόν όλοι οι μπέηδες και οι αγάδες της περιοχής των Γρεβενών ήταν Τουρκαρβανίτες. Ένα όμως είναι βέβαιο: Οι καθαροί Τούρκοι, που ήξεραν και τουρκικά, ήταν ελάχιστοι. Συνήθως αυτοί αποτελούσαν τις αρχές της περιοχής, την αστυνομία και το στρατό.
Μια τέτοια σώζεται σε άριστη κατάσταση, στη Λόχμη Γρεβενών και ανήκει στον Καραβιάννη Μιλτιάδη κάτοικο Γρεβενών. Στις κούλιες διέμενε και το μόνιμο βοηθητικό προσωπικό τους για τις διάφορες εργασίες τους, που κι αυτό ήταν μουσουλμανικό. Σχεδόν όλοι οι μπέηδες και οι αγάδες της περιοχής των Γρεβενών ήταν Τουρκαρβανίτες. Ένα όμως είναι βέβαιο: Οι καθαροί Τούρκοι, που ήξεραν και τουρκικά, ήταν ελάχιστοι. Συνήθως αυτοί αποτελούσαν τις αρχές της περιοχής, την αστυνομία και το στρατό.
Στα 1923 υπήρχαν στο νομό Γρεβενών 11
αμιγή μουσουλμανικά χωριά, όπως Αγαλαίοι με
85 κατοίκους, Κέντρο με 260, Νησί με 200, Ποντινή με
500, Πηγαδίτσα με 418, Κάστρο
με 246, Ανάβρυτα με 212, Κυρακαλή με
215, Κιβωτός με 897, Βατόλακκος με
381, Μυρσίνα με 385, και 8
μικτά (Άγιος Γεώργιος με 400 μουσουλμάνους και 419 Έλληνες, Κληματάκι με 300 και 116 αντίστοιχα,
Μηλιά με 15 και 190, Μεγάλο Σειρήνι με
100 και 344, Γρεβενά με 200 και 2908, Σύδενδρο με
180 και 387, Κοκκινιά με 200 και 259, Έλατος με 225 και 191). Στο νομό Γρεβενών
υπήρχαν 5.419 μουσουλμάνοι, 3.799 στους αμιγείς συνοικισμούς και 1.620 στους
μικτούς.
Συνολικά κατοικούσαν μωαμεθανοί σε 19 οικισμούς στα
Γρεβενά και σε 28 στο Βόϊο.
Στα 1920 ο συνολικός
μουσουλμανικός πληθυσμός του Νομού Γρεβενών ανερχόταν σε 5.632 άτομα, ο
ελληνικός σε 29.511 και ο συνολικός σε 35.143.
Στα 1923 ο μουσουλμανικός σε
5.419 άτομα, ο ελληνικός σε 29.724 και ο συνολικός 35.143, ενώ στα 1912 ο
μουσουλμανικός ήταν 4.702 άτομα, ο ελληνικός 25.530 και ο συνολικός 30.232.
Τα ονόματα των χωριών Τόριστα, Αγαλαίοι, Βέντζι, Νεσινίκος, Πηγαδίτσα, Κουμπλάρι είναι
γραμμένα προ του 1842 στον κώδικα της Ζάβορδας και
στις αρχές του 20ου αιώνα είχαν μόνο Βαλαάδες εκτός
από τους Αγαλαίους, στους οποίους
στα 1903 αναφέρονται και Βαλαάδες.
Προ του 1900 όμως αναφέρονται αφιερωτές στα
χωριά των Βαλαάδων. Έτσι στην Τόριστα συμπεριλαμβάνονται στους αφιερωτές και τρεις ιερείς, στους Αγαλαίους δύο και στο Βέντζι ένας. Μόνο στην Πηγαδίτσα δεν αναφέρονται αφιερωτές ύστερα από το 1692. Επίσης
στο Ντοβράτοβο αναφέρεται μόνο
ένας αφιερωτής (α' γραφής), καθώς και στο Κρύφτσι,
όμως εκεί η αναφορά είναι β' γραφής.
Οι Βαλαάδες παρά
την προσχώρηση τους στον Μουσουλμανισμό,
διατηρούσαν ανόθευτη την ελληνική τους γλώσσα, σέβονταν τις παλιές τους
χριστιανικές εκκλησίες και τα παρεκκλήσια και ήξεραν τα μυστήρια, τις γιορτές
και τις νηστείες των χριστιανών. Από την τουρκική γλώσσα ήξεραν ελάχιστες
λέξεις και στα ονόματά τους έδιναν ελληνικές καταλήξεις. Λ.χ. το Σουλεϊμάν το
μετέτρεψαν σε Σούλιος, το Αχμέτ
σε Μέτκος, το Ιμπραήμ σε Μπράτκος κ.λ.π.
Ακόμη διατηρούσαν για τις διάφορες τοποθεσίες τους
ελληνικά τοπωνύμια, όπως Λογγάς στο
Νησί των Γρεβενών. Μερικοί ήξεραν ότι υπάρχει Κοράνι, αλλά κανένας τους δεν
ήξερε να το διαβάσει. Σχετικά με την άγνοια της τουρκικής αναφέρεται και το
εξής: Κάποτε ένας Τούρκος αγάς, περνώντας από τα Γρεβενά για τα Γιάννενα,
ζήτησε πληροφορίες για τους Τούρκους των Γρεβενών, καθώς και ποια τουρκικά χωριά
θα συναντούσε στο δρόμο του για τα Γιάννενα. Του είπαν ότι μόνο στην Πηγαδίτσα θα συναντούσε Τούρκους, αλλά,
για να μπορέσει να συνεννοηθεί, θα έπρεπε να έχει μαζί του και κάποιο
διερμηνέα. Παραξενεύτηκε ο
αγάς και γι’ αυτό, όταν γύρισε στην Κωνσταντινούπολη, μεσολάβησε να σταλούν
στην περιοχή φανατικοί Τούρκοι από την Ανατολή. Δεν μπόρεσαν όμως να
επιβιώσουν, παρά μόνο δέκα οικογένειες στην Κιβωτό και πέντε στην Πηγαδίτσα.
Οι Βαλαάδες διατηρούσαν
ακόμη και πολλά ελληνοχριστιανικά λατρευτικά έθιμα, όπως το κόψιμο της
βασιλόπιτας την Πρωτοχρονιά. Τιμούσαν ορισμένους αγίους, όπως τον άγιο Γεώργιο,
στη γιορτή του οποίου έψηναν αρνιά στη σούβλα, και την αγία Παρασκευή. Σχεδόν
όλοι τους ήταν κρυπτο-χριστιανοί,
που πήγαιναν κρυφά στις χριστιανικές εκκλησίες και μεταλάβαιναν. Σέβονταν
τις χριστιανικές εκκλησίες και πίστευαν στα θαύματα των αγίων για τη θεραπεία
πολλών ασθενειών. Πάντοτε σε δύσκολες στιγμές κατέφευγαν σ’ αυτές και ζητούσαν
τη βοήθεια του Χριστού, της Παναγίας και των αγίων. Ορκίζονταν στον Χριστό και
στην Παναγία και στα σπίτια τους φύλαγαν κρυφά την εικόνα κάποιου αγίου. Στις
βρισιές τους αλληλοβρίζονταν με την λέξη “αντίχριστε”. Ο Μεμέτ από την Ομαλή (Πλάμουζα) του Βοΐου, όταν οι χριστιανοί χωριανοί του τον ρωτούσαν αν είναι
Τούρκος ή Έλληνας, απαντούσε νευριασμένος:
“Τούρκος είμαι, μα την Παναΐα”.
Ο Έλληνας λοχαγός του μηχανικού Β. Νικολαΐδης, που
περιόδευσε τα χωριά των Βαλαάδων στα
μέσα του περασμένου αιώνα, στο οδοιπορικό του που εκδόθηκε στο Παρίσι το 1859,
καταγράφει μερικούς σκωπτικούς διαλόγους ανάμεσα στους Βαλαάδες και στους χριστιανούς, από τους
οποίους αποκαλύπτεται η χριστιανική τους συνείδηση, και η ανάμιξη από αυτούς
μουσουλμανικών εθίμων με χριστιανικά, όπως λ.χ.: “Θα φας κρέας, Αλή; Κρέας; Όχι! σήμερα είναι Παρασκευή”,
“Τούρκος είσαι, Χασάνη; Ούγι! Τι λες! Ο πάππος μου Βασίλης ήταν
χριστιανός, Μπιλάα”. Στον καιρό του Αλή Πασά τούρκεψε, μα την Παναΐα!”. “Τρως τυρί, Αλή;
Όχι! είναι Παρασκευή, που σταύρωσαν οι Εβραίοι το Χριστό”.
Αχιλλέας Ανθεμίδης
Διδάκτορα Νομικής του Πανεπιστημίου Gottingen
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου