Βροχάλα
εκείνε
τρώει την τρίφυλλην κι εγώ πίνω το γάλαν.
Εκφράζει
η τσοπάνισσα τη χαρά της, που βοσκίζει την Βροχάλα (όνομα αγελάδας με μπόλικο
γάλα, σαν βροχή). Η αγελάδα τρώει το τριφύλλι, ενώ η τσοπάνισσα πίνει το
νόστιμο γάλα της.
Ο Θεριάνον έλεεν, το
καλύβι μ’ χαλάστεν,
κωδωνίστε τα πρόγατα
μ’, άρ εμπροστά μ’ δεβάστεν.
Ο τσοπάνος (Θεριάς ή Θεριάνον, δηλαδή
δυνατός σαν το θεριό), εγκαταλείποντας τα ψηλά, εκφράζει το βαθύ πόνο του,
που αποχωρίζεται την όμορφη φύση.
Το
χειλιάβριν
Τσοπάνε μ’ το χειλιάβρι σου γλυκήν
εβγάλ’ λαλίαν
κι αποθαμένον ανασταίν’ τ’ εσόν η
τραγωδία.
χειλιάβριν= χειλίαυλος, σουραύλι, αυλός.
Τη
βουκόλ’ η δουλεία
Με το γέλως και τη χαράν τη
βουκόλ’ η δουλεία,
ατό, συρίζ’ και τραγωδεί απαγκές
σα ραχία.
Λιόρα μ’
Λιόρα μ’, παρακάλ’ τον Θεόν κι εγώ
την Παναγίαν,
να κλώσκεται ο άντρας ίμ’ ασήν Καραμανίαν,
εμέν να φέρ’ χρυσόν
σταυρόν κι εσέν ασήμ’ κωδώνι
Λιόρα = προβατίνα ή αγελάδα πρωτόγεννη,
Καραμανία = πόλη και έδρα ομώνυμης περιοχής του Ικονίου Τουρκίας.
Ο
ειδυλλιακός χαρακτήρας των ποντιακών βουκολικών τραγουδιών είναι έντονος. Αντανακλά
στοιχεία από την ειδυλλιακή ποίηση του Θεόκριτου.
Είναι
το «ειδύλλιο» μικρό ποιητικό είδος. Στην κυριολεξία, δεν είναι εντελώς ξεχωριστό
ποιητικό είδος. Αποτελεί μείγμα πολλών ποιητικών ειδών. Η βουκολική ποίηση
αποτελεί την αυθεντική έκφρασή του. Παρουσιάζει στοιχεία λυρικά, ελεγειακά κλπ.
Η φύση είναι ο φυσικός χώρος του ειδυλλίου. Ο ποιητής μιλάει με τη φύση, συγκινείται
από την ομορφιά της και εμπνέεται από αυτήν.
Στα
ειδύλλια του Θεόκριτου, οι ποιμένες και αγρότες επικαλούνται συχνά τη βοήθεια των
Θεών για την ευόδωση των έργων τους.
«Δήμητρα, συ χιλιόκαρπη, τούτο
μου το χωράφι,
κάνε το καλοδούλευτο και
πολυκαρποφόρο».
Ένα
τσοπανόπουλο του Πόντου απευθύνει ανάλογη παράκληση.
Εγώ μικρόν παιδίν’ έμνε κι
ορίαζα τ’ αρνία,
επάτεσεν κα η βρεχή, τσούξο
με Παναγία.
Για
τη νοικοκυρεμένη δουλειά, το ειδύλλιο του Θεόκριτου λέει:
«Σφίγγετε τα δεμάτια σας,
να μην τα δουν διαβάτες
Η
ποντιακή μούσα σημαδεύει την αξιοσύνη της ποντιοπούλας θερίστριας, που κρατάει
με σκέρτσο το δρεπάνι σκύβοντας πάνω στο μόχτο.
Σον Αι-Ηλίαν αφκακές
θερίζ’ τ’ εμόν τ’ αρνόπον
και ντ’ έμορφα και νόστιμα
κρατεί το καγανόπον.
Η
πόντια τσοπάνισσα έχει τον άντρα της στην ξενιτειά. Βρίσκεται μέσα στην
μυστηριακή ατμόσφαιρα τής φύσης και αισθάνεται έτσι πιο κοντά στον αόρατο
δημιουργό. Τον παρακαλεί να φέρει γρήγορα τον άντρα της από την Καραμανία.
Αισθάνεται ακόμη την ανάγκη, να προστεθεί στη δική της παράκληση και η παράκληση της προβατίνας της και την προτρέπει προς τούτο. Είναι το στοιχείο
της απλοϊκής αφέλειας, που παρατηρείται στην ειδυλλιακή ποίηση. Εσύ παρακάλ’ τον
Θεόν κι εγώ την Παναγίαν.
Η
φύση συμμετέχει στον πόνο αλλά και στη χαρά του τσοπάνη. Τα στοιχεία της φύσης
είναι οι όμορφες συντροφιές του. Τούτο εκφράζεται καθαρά στο τραγούδι για το
γάμο του τσοπανόπουλου, όπου καλούνται να παραβρεθούν κρύες βρυσούλες,
βοσκότοποι κλπ. Λαλεί, λαλεί το Κρεπεγάδ’, τα Δώδεκα Παρχάρια.
Στο
δίστιχο της Βροχάλας, η τσοπάνισσα περιποιείται την αγελάδα της βοσκίζοντάς την
καλά. Της δίνει να φάει τριφύλλι κλπ.
Την
ίδια περίπου νοοτροπία έχουν και οι στίχοι του Θεόκριτου.
«Κι εσείς καλά μου
πρόβατα, χλόη απαλή χορτάστε·
μη τη φιλαργυρεύεστε, θε να φυτρώσει πάλι.
Εμπρός!
Βόσκετε, βόσκετε, γεμίστε τα μαστάρια,
τ’ αρνάκια να χορτάσουνε κι εγώ τυρί να
πήξω».
Και ο μεγαλύτερος βουκολικός ποιητής της αρχαιότητας διακηρύσσει, πως η δουλειά έχει
αξία, μονάχα όταν γίνεται με τραγούδι. Για να υπάρξει όμως αγάπη προς τη
δουλειά, πρέπει ο μόχτος του εργαζόμενου να δικαιώνεται.
«...Και
τραγουδώντας δούλευε-τότ’ η δουλειά γλυκιά
’νε».
Έτσι
μοχτεί και το τσοπανόπουλο του Πόντου.
Με
το γέλως και τη χαράν τη βουκόλ’ η δουλεία.
Στο
στίχο του συρακούσιου ποιητή υμνείται το τραγούδι του βουκόλου.
«Είναι
γλυκό το στόμα σου, γλυκιά ή φωνή σου Δάφνη,
κάλλιο ν’ ακούω τραγούδι σου παρά
να γλείφω μέλι».
Τον
ολόγλυκο ήχο του αυλού και την θαυματουργική δύναμη του βουκολικού τραγουδιού
εγκωμιάζει ή ποντιακή μούσα.
Τσοπάνε μ’ το χειλιάβρι
σου γλυκήν εβγάλ’ λαλίαν
κι αποθαμένον ανασταίν’ τ’
εσόν η τραγωδία.
Είναι
παραστατική η ποιητική εικόνα του Θεόκριτου για τον αποχωρισμό του βουκόλου από
την όμορφη φύση.
«... Ο Δάφνις ο βουκόλος
σας δε θα ναι πια σε λόγγους,
δε θα ναι σε λαγκάδια πια,
δε θα ναι πια σε δάση».
Ίδιος
και ο καημός του Θεριάνου. Υπενθυμίζουμε τους στίχους, όπου η ποιητική έκφραση
είναι πιο δραματική.
Ο Θεριάνον έλεεν, σό
καλύβι μ’ χαλάστεν,
κωδωνίστε τα πρόγατα μ’,
άρ εμπροστά μ’ δεβάστεν.
Σημειώνουμε
ότι τα πιο χαρακτηριστικά ποντιακά βουκολικά τραγούδια είναι εκείνα της Ματσούκας.
Τραγουδιούνται ιδίως πάνω στον μακρόσυρτο σκοπό της περιοχής. Η μελωδία είναι
γνωστή ως «το Ματσουκάτ’κον η καϊτέ» ή «τ’ ομάλια η τραγωδία», που μόνο οι Ματσουκαίοι την αποδίδουν με πληρότητα από κάθε άποψη.
Σύμφωνα με την παράδοση τραγουδώντας αυτόν τον σκοπό η πανέμορφη Λιβερίτισσα
Μαρία, γνωστή ως «Γκιούλ μπαχάρ’» (Άνθος της άνοιξης), κατασυγκίνησε τον
Σουλτάνο Σελίμ Β', που περνούσε τυχαία από την περιοχή, με αποτέλεσμα να την ερωτευτεί
και να την παντρευτεί. Η Μαρία, από τη θέση της Σουλτάνας, βοήθησε τον ελληνισμό με πολλούς και
διαφόρους τρόπους.
Στάθης Ι. Ευσταθιάδης
Δικηγόρος -Συγγραφέας
(Τον Δεκέμβρη του 1966 αναγορεύεται διδάκτορας της Νομικής σχολής του ΑΠΘ.)
Σημ. Η μετάφραση των παραπάνω στίχων του Θεόκριτου είναι του Ι. Πολέμη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου