Μάιος
ή και Μάης, το όνομα του οποίου κατά τον Πλούταρχο προήλθε από το όνομα της μητέρας
τον θεού Ερμή Μαίας, είναι ο πέμπτος μήνας του Γρηγοριανού
Ημερολογίου, που ισχύει από το 1924. Οι Αθηναίοι τον είχαν δώσει το
όνομα Θαργηλιών, που ήταν γιορτή προς τιμήν των γενεθλίων τον Απόλλωνα και της
Άρτεμης.
Οι Πόντιοι τον λένε
Καλομηνά.
Η
βροχή της Πρωτομαγιάς στον Πόντο ήταν περιζήτητη. Αν έβρεχε την Πρωτομαγιά, τα
κορίτσια πήγαιναν και στέκονταν με ξέπλεκα τα μαλλιά κάτω από τη βροχή,
για να φουντώσουν και να μεγαλώσουν από το βροχόνερο και να κάνουν καλύτερη
επιδερμίδα!
Από
την αντίληψη αυτή προήλθε και η παροιμιώδης μέχρι σήμερα φράση: «Έρθεν
κι ο Καλομηνάς, γάλαν φα όνταν πεινάς».
Όπως
παντού στον ελληνισμό ήταν έθιμο και στον Πόντο το κρέμασμα πάνω από την
εξώθυρα κάθε σπιτιού στεφανιού, καμωμένου με βέργες αγριοτριανταφυλλιάς. Η
χρησιμοποίηση στα στεφάνια της αγριοτριανταφυλλιάς για σκελετό είχε συμβολικό
νόημα ιδιαίτερα για τους ερωτευμένους, αλλά και τους νιόπαντρους,
προειδοποιώντας τους να μην υφίστανται ολοκληρωτικά τη γοητεία και την ομορφιά
της «Μάγισσάς» τους με τα αγκάθια της που ματώνουν...
Ο
γλυκός και μεθυστικός Μάης - Καλομηνάς έκανε τις νύμφες, τις μάισσες, να
βγαίνουν από τις πηγές και τα δάση και να μαγεύουν όσους τις συναντούσαν.
Μόλις
ξημέρωνε, νέες και νέοι έβγαιναν στις πλαγιές των λόφων, για να «πιάσουν τον
Μάη». Οργιαστικό το τοπίο του Πόντου κατά τον μήνα Μάιο, είναι γεμάτο με την
έντονη μυρωδιά του φυτού αζαλέα. Ο ερωτευμένος νεαρός Πόντιος, με τα μάτια της
φαντασίας του βλέπει την αγαπημένη του- την κάλη του - να μαζεύει
λουλούδια και της τραγουδάει: «Άσπρα φορείς, άσπρα ν’ αλλάεις,
άσπρον η φορεσία σ’, άσπρα τσιτσέκια κχύουνταν ας σην πορπατησία σ’ ...».
Στους
Πόντιους, με τον Μάη, τον Καλομηνάν, είναι συνδεμένες και πολλές παροιμιώδεις
φράσεις, που λέγονται ακόμη και σήμερα. Έτσι, όταν παίνευαν υπερβολικά κάποιον
για την καλοσύνη και τα χαρίσματά του, έλεγαν: «Καλός έν’». Μερικοί από αυτούς
που άκουγαν τον έπαινο και είχαν αντίθετη άποψη, απαντούσαν: «Ο Καλομηνάς
εδέβεν και 'κ' είδεν ατον».
Για
τους περήφανους και τους υπέρμετρα αλαζονικούς λεγόταν και το εξής
χαρακτηριστικό: «Άμον Καλομηνά κόπρον, απάν’ σ’ ιφτάρ’ ’κι στέκ’».
Για
τον άνθρωπο εκείνον που και τις ευτυχισμένες και τις δυστυχισμένες μέρες
είναι το ίδιο κακομοιριασμένος, λέγεται: «Καλομηνά πα είδα σε και το
μυτί σ’ ξαν ύλιζεν».
Έλεγαν,
επίσης:
Καλομηνά
πάντα ανθούν τη γης τα εμορφάδας.
Ο
Καλομηνάς επέρασεν ας σο κιφάλ’ν ατ’ απ’ έξ’.
Έρθεν
ο Καλομηνάς, φογούμαι συ πως θα πεινάς.
Ο
Καλομηνάς επιδέβεν ατον.
Τα
δάκρα τ’ εκατήβαιναν Καλομηνά χαλάζιν.
Σον
καταραμένον τόπον πάντα Μάη μήνα βρεχ’.
Έρθεν
ο Καλομηνάς, βόστ’ τσιτσέκα αν πεινάς.
Καλομηνά
μουσκάριν.
Μέσασμα
Καλομηνά, ο κόσμον χαρά Θεού μηνά.
Τ’
άθα αθούν την άνοιξην κι η κόρ’ το μοθοπώριν.
Τη
Καλομηνά το τάν’ κι άλλο άσπρον έν’.
Άνοιξην
εσκάλωσεν την δουλείαν και μοθοπωρί’ ετέλεψεν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου