Τσιαμπάρ (το). Άσπρο λεπτό βαμβακερό
ύφασμα τετράγωνο, διπλωνόταν σε σχήμα τριγώνου. Τη μεγαλύτερη πλευρά την
τοποθετούσαν πάνω από το μέτωπο και τις δύο άκρες διασταύρωναν κάτω από σαγόνι και τις
έδεναν πίσω στον αυχένα. Τα μικρά κορίτσια έβαζαν ψιλές χάντρες στο γύρο και
φορούσαν μόνο αυτό στο κεφάλι.
Τσίτ (το). Μεγάλο τετράγωνο λεπτό
μαντήλι βαμβακερό με βάση κοκκινοκίτρινη και κλαδιά κοκκινωπά για τις νέες. Οι
γριές και χήρες φορούσαν καφέ ή μαύρο τσίτ.
Διπλωνόταν
όπως και το τσιαμπάρ, διασταυρωνόταν κάτω από το σαγόνι, και η μία άκρη
περνούσε από το δεξί αυτί, η άλλη από το αριστερό και δένονταν πάνω στην
κορυφή. Ήταν και άσπρα τσίτια με κλαδιά χρωματιστά (γιαζμάδας) που φορούσαν τα
κορίτσια. Περιζήτητα ήσαν τα Πολίτκα τσίτια (Κωνσταντινούπολης)
Πριν να βάλουν το τσιαμπάρ και το τσιτ, χτένιζαν
τα μακριά μαλλιά τους, έκαναν χωρίστραν ας σο κατσίν ως την κοτύλαν
(μέτωπο-αυχένα) και τα έπλεκαν τσάμιας (πλεξούδες) τις οποίες
διασταύρωναν πάνω από τον αυχένα.
Ποχτσιά (η). Σάλι μάλλινο χοντρό
μονόχρωμο, αρκετό για να σκεπάζει το κεφάλι και τούς ώμους ως τη μέση τής
πλάτης- το μεταχειρίζονταν οι ηλικιωμένες στο κρύο ή όταν πήγαιναν στην
εκκλησία ή ταξίδι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου