«Και τώρα, στη δύση του βίου μου, τώρα που λιγόστεψε η όρασή μου και οι δυνάμεις μου και δεν μπορώ πλέον εύκολα ούτε να γράψω ούτε να διαβάσω, καθισμένος απέναντι στο μαγνητόφωνο και κλείνοντας τα μάτια κάνω μαζί σας ένα σεργιάνι.
Προσπαθώ με τα μάτια της ψυχής πλέον να αναπολήσω τις ομορφιές και τις χάρες της αγαπημένης πατρίδος, της γαλανόλευκης Σμύρνης, της πεντακάθαρης Σμύρνης, της Σμύρνης της χαράς και της εργασίας, της Σμύρνης της προκοπής, της Σμύρνης που όταν έβγαινες το βραδάκι και χωρίς να είσαι υποχρεωμένος να ξοδέψεις, παρακολουθώντας το σωστό κομπολόι από ορχήστρες που υπήρχαν απ' τη μια άκρη της προκυμαίας, απ ' του «Κράμερ», ως την άλλη όπου ήτο το «Καφέ Κόρσο», άκουγες μουσικές και τραγούδια, ανέπνεες τη χαρά που υπήρχε».
Η Σμύρνη του Γ. Θ. Κατραμόπουλου δεν είναι μια πόλη‐φάντασμα, ένα επετειακό μνημείο, αλλά η ζωντανή πολιτεία των παιδικών και νεανικών χρόνων του συγγραφέα, με την οικογενειακή θαλπωρή, τις εικόνες της αστικής ζωής, σελίδες μνήμης αστραφτερής με ονόματα , επαγγέλματα, δρόμους, συνοικίες, συνήθειες και μουσικές που μας φέρνει ο μπάτης...
Προσπαθώ με τα μάτια της ψυχής πλέον να αναπολήσω τις ομορφιές και τις χάρες της αγαπημένης πατρίδος, της γαλανόλευκης Σμύρνης, της πεντακάθαρης Σμύρνης, της Σμύρνης της χαράς και της εργασίας, της Σμύρνης της προκοπής, της Σμύρνης που όταν έβγαινες το βραδάκι και χωρίς να είσαι υποχρεωμένος να ξοδέψεις, παρακολουθώντας το σωστό κομπολόι από ορχήστρες που υπήρχαν απ' τη μια άκρη της προκυμαίας, απ ' του «Κράμερ», ως την άλλη όπου ήτο το «Καφέ Κόρσο», άκουγες μουσικές και τραγούδια, ανέπνεες τη χαρά που υπήρχε».
Η Σμύρνη του Γ. Θ. Κατραμόπουλου δεν είναι μια πόλη‐φάντασμα, ένα επετειακό μνημείο, αλλά η ζωντανή πολιτεία των παιδικών και νεανικών χρόνων του συγγραφέα, με την οικογενειακή θαλπωρή, τις εικόνες της αστικής ζωής, σελίδες μνήμης αστραφτερής με ονόματα , επαγγέλματα, δρόμους, συνοικίες, συνήθειες και μουσικές που μας φέρνει ο μπάτης...
Ο Γιώργος Θεοφάνους Κατραμόπουλος γεννήθηκε στη Σμύρνη το 1904, ο μικρότερος γιος μιας εξαμελούς οικογένειας χρυσοχόων. Η Καταστροφή τον βρήκε στα δεκαεφτά του χρόνια . Συμμαθητής του Αριστοτέλη Ωνάση στη Σχολή Αρώνη και μετά άριστος μαθητής στην Ευαγγελική Σχολή και στο Αρμοστειακό Γυμνάσιο Σμύρνης, μπήκε στο πλοίο της σωτηρίας, με όσα χαρτιά και φωτογραφίες χώρεσαν στις τσέπες του, την ταυτότητά του για τη νέα πατρίδα.
Το οδοιπορικό του ξεκινά από την καιόμενη Σμύρνη ως τη νέα του πατρίδα, την Ελλάδα, στην άλλη πλευρά του Αιγαίου (Πως να σε ξεχάσω, Σμύρνη αγαπημένη). Έγινε και αυτός χρυσοχόος στην Αθήνα, στην Περικλέους 40, και πήρε σύνταξη σε ηλικία 96 ετών , για να μην επιβαρύνει την πατρίδα που τον δέχτηκε πρόσφυγα.
Παντρεύτηκε με έρωτα τη Σμυρναία Ελισάβετ Σπανούδη του Ιωάννου και της Καλλιόπης, και ξεκίνησαν το 1928 τη δική τους οικογένεια , μέσα από πολλές δυσκολίες (Ένας αιώνας δυο πατρίδες).
Και σήμερα, το 2002, στα 98 του χρόνια, με την όρασή του σβησμένη, με τα μάτια της ψυχής ανοιχτά πάντα στις ομορφιές της γενέτειράς του Σμύρνης, μας σεργιανά μέσα από την αφήγησή του στους δρόμους που σφύζουν από ζωή στη Σμύρνη της εργασίας και της προκοπής, λίγο πριν την κυκλώσουν οι φλόγες της Καταστροφής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου