Γάμος σην Σαντά

Παρασκευή 23 Νοεμβρίου 2018

Στις αρχές και στα μέσα του 19ου αιώνα την παραμονή του γάμου από το βράδυ, έλουζαν τον γαμπρό μέσα στον στάβλο ενώ έξω από τον στάβλο έπαιζε το ταούλ και ο ζουρνάς, Παιδιά  κρατούσαν στα χέρια τα τριγώνια με φρούτα στις γωνιές τους. Το ίδιο γινόταν και για τη νύφη. Μετά το λούσιμο έβγαιναν στη αυλή για να ξυριστεί ο γαμπρός από τον κουμπάρο. Ενώ γινόταν το ξύρισμα, γυναίκες κατά τους πρώτους χρόνους και γυναίκες με άντρες κατά τους υστερνούς χρόνους χόρευαν γύρω από τον γαμπρό κρατώντας πετσέτες στα χέρια τους. Μετά το ξύρισμα τον χάριζαν.
Το χάρισμα της  νύφης

Την ημέρα του γάμου, προτού γίνει η στέψη κάποιος προσκαλούσε όλο το χωριό χωριστά τον καθένα και μια γυναίκα προσκαλούσε μόνο τους παράνυμφους. Αφού μαζεύονταν αρκετοί, πήγαιναν με όργανα, ταούλ και ζουρνάν χορεύοντας να προσκαλέσουν τον κέλαρον (σιτιστή του γάμου) και κατόπιν τον κουμπάρο. Στο κάλεσμα του κουμπάρου ένα παιδί κρατούσε δίσκο με φρούτα, ψωμί και ρακί (λέξη τούρκικη) και σκεπασμένο με μαύρο ή κίτρινο τσίτι (λέξη αγγλική). Ο κουμπάρος έπαιρνε το ρακί και το τσίτι και έβαζε άλλο πιοτό και άσπρο τσίτι. Μόλις φθάναν στο σπίτι του γαμπρού, ετομάζονταν για το νυφέπαρμαν. Μπροστά πήγαιναν οι τονανματζήδες, δηλ. αυτοί που πυροβολούσαν στον αέρα, και ακολουθούσαν οι άντρες, μετά ο κουμπάρος, ο γαμπρός και οι παρανυφάδες. Στα πρώτα χρόνια όλοι καβάλα επάνω στ’ άλογα, τελευταία όμως πεζοί.
Μπροστά στην πόρτα του σπιτιού της νύφης, στεκόταν κάποιος κρατώντας στο κεφάλι τραπέζι, που είχε το μελοβούτορον, δηλ. ψωμί με βούτυρο και μέλι. Ο κουμπάρος πρόσφερε για δώρο συνήθως μια ζώνη και 10-20 γρόσια, έπαιρνε το μελοβούτορον και έτσι άνοιγε ο δρόμος. Τότε παρουσιαζόταν η σπιτονοικοκυρά, η οποία φιλούσε το γαμπρό προσφέροντας αβγά και φρούτα. Ο γαμπρός φιλούσε το χέρι της και έδινε και αυτός φρούτα. Εμπαιναν στο σπίτι ο γαμπρός με τον κουμπάρο, όπου ο γαμπρός έπαιρνε τη νύφη από το χέρι και έβγαιναν έξω. Οι γονείς και οι κοντινοί συγγενείς της νύφης δεν ακολουθούσαν τότε.
Εσωτερικό Αγίας Κυριακής Ισχανάντων
Στην εκκλησία κατά το «Ησαΐα χόρευε» όλοι οι συγγενείς έπαιρναν μέρος στο χορό και χάριζαν μικρό ποσό στον ιερέα. Μόλις έβγαιναν από την εκκλησία οι τονανματζήδες πρώτοι, ύστερα και οι οργανοπαίκτες εγαρσιλάεβαν το γαμπρό δηλ. ζητούσαν να τους χαρίσει κάτι μέχρι να φτάσουν στο σπίτι του γαμπρού. Μπροστά από την πόρτα του σπιτιού ή στην σάλα τοποθετούσαν τραπέζι, στην οποία οι καλεσμένοι τοποθετούσαν τα δώρα τους σε ρουχισμό και μετρητά. Έμπαιναν μέσα αφού χάριζε την μαέρτσαν (μαγείρισσα) ο κουμπάρος, η νύφη έμπαινε στο σπίτι του γαμπρού και οι προσκαλεσμένοι καθόταν να φάνε.
Μετά το φαγητό άρχιζε ο χορός. Μετά τα μεσάνυχτα χόρευαν το θυμιατό χορό. Αυτόν το χορό χόρευαν μόνο όσοι είχαν τις γυναίκες τους μαζί τους, οι δε υπόλοιποι, αν ήθελαν να χορέψουν, έπρεπε να πάρουν κάποιον άλλον ή κάποιαν άλλη για ταίρι. Τα ζευγάρια έπρεπε να 7 ή 9 κτλ. δηλαδή μονά. Στο χορό αυτό κάθε ζευγάρι κρατούσε και δυο κεριά ή λαμπάδες αναμμένες, μπροστά από τους νεόνυμφους ένα παιδάκι κρατούσε λαμπάδα. Μετά από εφτά στροφές άλλαζαν το χορό, έμπαιναν στο χορό και άλλοι. Καθένας από τους συγγενείς της νύφης χόρευε με το γαμπρό και αντιστρόφως, οι δε οργανοπαίκτες εγαρσιλάεβαν όλους τους άντρες.
Με το θύμιγμαν ο παπάς, αφού έβαζε ξανά τα στεφάνια στα κεφάλια των νεονύμφων, επεκαμάρωνεν, δηλαδή αφαιρούσε το πέπλο από το κεφάλι της νύφης. Αργότερα παραιτήθηκαν να βάζουν ξανά τα στεφάνια, και επεκαμάρωνεν ο κουμπάρος, μετά το θύμιγμα.
Μετά το στεφάνωμα, αφού έτρωγαν άρχιζε ο χορός, μετά ερχόταν οι συγγενείς της νύφης με τους γονείς της, ο χορός σταματούσε και αφού έτρωγαν άρχιζε πάλι ο χορός' προτού έρθουν αυτοί κανένας δεν είχε το δικαίωμα να βάλει τη νύφη να χορέψει. Προς τα ξημερώματα χάριζαν τη νύφη, αυτή δε φιλούσε τα χέρια τους, έπαιρναν ως δώρα από τον γαμπρό κότες ή κοκόρια και φεύγανε.

Λαλέματα σ’ εφτά.
Ύστερα από εφτά μέρες, συνήθως όμως την άλλη μέρα από το γάμο, πολλές φορές και μετά ένα χρόνο, οι γονείς της νύφης προσκαλούσαν το γαμπρό. Γινόταν τραπέζι στο γαμπρό, το τηγάν, όλο από αυγά και κότα ψημένη (τα οποία ο γαμπρός μοίραζε σε όλους). Τότε η πεθερά χάριζε στο γαμπρό ένα τσαντάι, εκείνος δε ένα μετζίτι, ακολουθούσε ο χορός. Ο Παράνυμφος προσκαλούσε την Πέμπτη και ο κουμπάρος όποτε ήθελε.

Κρύψιμον και στύμνωμαν.
Η αρραβωνιασμένη ως την μέρα του γάμου ξέφευγε από τα μάτια του αρραβωνιαστικού της και τους γονείς του. Ούτε βέβαια τους μιλούσε. Αλλά και μετά το γάμο εστίμνωνεν, δηλαδή δεν μιλούσε στον πεθερό, στην πεθερά και μερικούς άλλους συγγενείς του γαμπρού για ένα και πολλές φορές για δέκα χρόνια (που τώρα οι νύφες ακονίζουν τη γλώσσα τους για καλά πρωτού παντρευτούν). Πάντοτε στεκόταν στο πόδι και μακρυά από τζάκι, (δηλ. σαν τσολιάς της προεδρικής φρουράς) ποτέ μπροστά στα πεθερικά της. 'Οτι ήθελε να πει το έλεγε στον διερμηνέα, τον άντρα της, και αυτός το μετέφερε στους γονείς του.


Το πάρσιμον τη νύφες

Χαρ και ποδαροπλύσιμον
 Μετά μια ή δυο μέρες από τη μέρα του γάμου, μια γυναίκα μετέφερε από το πατρικό σπίτι της νύφης στο σπίτι του άντρα της το σαντούχ, δηλαδή σεντούκι που είχε μέσα την προίκα της νύφης. Η γυναίκα αυτή έπαιρνε ως δώρο ένα μετζίτι. Τότε η νύφη το απόγευμα πλένοντας τα πόδια καθενός από το σπίτι του πεθερού δώριζε, πουκάμισα, κάλτσες κτλ. και κείνοι της χάριζαν από ένα ρούβλι ως ένα μετζίτι.

Ποτά στο γάμο.
 Έπιναν πολύ ποτό κυρίως ρακί και ρούμι, δέκα οκάδες πολλές φορές βαρέλια ολόκληρα ξοδεύονταν. Τα ποτά τα πουλούσε ο επίτροπος της εκκλησίας ή άλλος που ήταν υποχρεωμένος να δώσει ορισμένο αριθμό οκάδων, π.χ. για βάπτιση μέχρι τρεις και σπάνια έξι οκάδες, για γάμο μέχρι δώδεκα και σπάνια δεκαπέντε.

Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah