Ρήματα
λέγονται οι λέξεις που φανερώνουν πως ένα πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ενεργεί ή
παθαίνει ή βρίσκεται σε μια κατάσταση.
ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
|
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ
|
Είμαι (είμαι)
|
Έμνε (ήμουν)
|
Είσαι (είσαι)
|
Έσνε
(ήσουν)
|
Εν (είναι)
|
Έτον (ήταν)
|
Είμες (είμαστε)
|
Έμνες (ήμαστε)
|
Είστουν
(είστε)
|
Έστουνε (ήμαστε)
|
Είναι
(είναι)
|
Έταν ή
έσαν (ήταν)
|
Περιφραστικός χρόνος Μέλλοντας: θα είμαι κλπ
Το βοηθητικό ρήμα έχω (έχω).
ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
|
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ
|
Έχω
(έχω)
|
Είχα
(είχα)
|
Έεις
(έχεις)
|
Είσες
(είχες)
|
Έσ (έχει)
|
Είσεν
(είχε)
|
Έχομε
(έχουμε)
|
Είχαμε
(είχαμε)
|
Έσετε
(έχετε)
|
Είσετε
(είχατε)
|
Έχνε
(έχουν)
|
Είχαν
(είχαν)
|
Περιφραστικός
χρόνος, Μέλλοντας: θα έχω κλπ
Ρήματα που τονίζονται στην παραλήγουσα.
Ενεργητική φωνή. Οριστική
ΕΝΕΣΤΩΣ
|
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ
|
ΑΟΡΙΣΤΟΣ
|
Σκώνω
(σηκώνω)
|
Έσκωνα
(σήκωνα)
|
Έσκωσα
(σήκωσα) |
Σκωντς
(σηκώνεις)
|
Έσκωνες
(σήκωνες)
|
Έσκωσες
(σήκωσες) |
Σκων
(σηκώνει)
|
Έσκωνεν
(σήκωνε)
|
Έσκωσεν
(σήκωσε) |
Σκώνομε
(σηκώνουμε)
|
Έσκωναμε(σηκώναμε)
|
Έσκωσαμε
(σηκώσαμε) |
Σκώνετε
(σηκώνετε)
|
Έσκωνετε(σηκώνατε)
|
Έσκωσετε
(σηκώσατε) |
Σκώνε(σηκώνουν)
|
Έσκωναν(σήκωναν)
|
Έσκωσαν
(σήκωσαν) |
Παθητική φωνή. Οριστική
ΕΝΕΣΤΩΣ
|
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ
|
ΑΟΡΙΣΤΟΣ
|
Σκούμαι(σηκώνομαι)
|
Εσκούμνε
(σηκωνόμουν) |
Εσκώθα
(σηκώθηκα) |
Σκούσαι(σηκώνεσαι)
|
Εσκούσνε
(σηκωνόσουν) |
Εσκώθες
(σηκώθηκες) |
Σκούται(σηκώνεται)
|
Εσκούτουν
(σηκωνόταν) |
Εσκώθεν
(σηκώθηκε) |
Σκούμες(σηκωνόμαστε)
|
Εσκούμνες
(σηκωνόμαστε) |
Εσκώθαμε
(σηκωθήκαμε) |
Σκούστε(σηκώνεστε)
|
Εσκούστουν
(σηκωνόμαστε) |
Εσκώθετε
(σηκωθήκατε |
Σκούνταν(σηκώνονται)
|
Εσκούνταν
(σηκώνονταν) |
Εσκώθαν
(σηκώθηκαν) |
Ενεργητική φωνή. Οριστική του ρήματος αχταρέβω(σκάβω).
ΕΝΕΣΤΩΣ
|
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ
|
ΑΟΡΙΣΤΟΣ
|
Αχταρέβω(σκάβω)
|
Εχτάρεθα(έσκαβα)
|
Εχτάρεψα
(έσκαψα) |
Αχταρέβς(σκάβεις)
|
Εχτάρεβες(έσκαβες)
|
Εχτάρεψες
(έσκαψες) |
Αχταρέβ(σκάβει)
|
Εχτάρεβεν(έσκαβε)
|
Εχτάρεψεν
(έσκαψε) |
Αχταρέβομε(σκάβομε)
|
Εχτάρεβαμε(σκάβαμε)
|
Εχτάρεψαμε
(σκάψαμε) |
Αχταρέβετε(σκάβετε)
|
Εχτάρεβετε(σκάβατε)
|
Εχτάρεψε
(σκάψατε) |
Αχταρέβνε(σκάβουν)
|
Εχτάρεβαν(έσκαβαν)
|
Εχτάρεψαν
(έσκαψαν) |
Φροντιστήριο Τραπεζούντας Ενεργητική φωνή. Ρήματα που τονίζονται στη λήγουσα |
ΕΝΕΣΤΩΣ
|
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ
|
ΑΟΡΙΣΤΟΣ
|
Αγαπώ(αγαπώ)
|
Εγάπανα(αγαπούσα)
|
Εγάπεσα
(αγάπησα) |
Αγαπάς(αγαπάς)
|
Εγάπανες(αγαπούσες)
|
Εγάπεσες
(αγάπησες) |
Αγαπά(αγαπά)
|
Εγάπανεν(αγαπούσε)
|
Εγάπεσεν
(αγάπησε) |
Αγαπούμε(αγαπούμε)
|
Εγάπαναμε(αγαπούσαμε)
|
Εγάπεσαμε
(αγαπήσαμε) |
Αγαπάτε(αγαπάτε)
|
Εγάπανατε(αγαπούσατε)
|
Εγάπεσετε
(αγαπήσατε) |
Αγαπούν(αγαπούν)
|
Εγάπαναν(αγαπούσαν)
|
Εγάπεσαν
(αγάπησαν) |
Παθητική
φωνή. Αγαπιέμαι
ΕΝΕΣΤΩΣ
|
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ
|
ΑΟΡΙΣΤΟΣ
|
Αγαπίουμαι(αγαπιέμαι)
|
Εγαπίουμαι
(αγαπιόμουν) |
Εγαπέθα
(αγαπήθηκα) |
Αγαπίεσαι(αγαπιέσαι)
|
Εγαπίουσουν
(αγαπιόσουν) |
Εγαπέθες
(αγαπήθηκες) |
Αγαπίεται(αγαπιέται)
|
Εγαπίουτουν
(αγαπιόταν |
Εγαπέθεν
(αγαπήθηκε) |
Αγαπίουμες(αγαπιόμαστε)
|
Εγαπίουμες
(αγαπιόμαστε |
Εγαπέθαμε
(αγαπηθήκαμε) |
Αγαπίεστε(αγαπιέστε)
|
Εγαπίουστουν
(αγαπιόσαστε) |
Εγαπέθετε
(αγαπηθήκατε) |
Αγαπίουνταν(αγαπιούνται)
|
Εγαπίουνταν
(αγαπιόνταν) |
Εγαπέθαν
(αγαπήθηκαν) |
Ανώμαλα
ρήματα
ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
|
ΑΟΡΙΣΤΟΣ
|
Εβρίσκω(βρίσκω)
|
Έβρα
ή ήβρα, εβρέθα (βρήκα, βρέθηκα)
|
Ίνουμαι(γίνομαι)
|
Ένουμναι(έγινα)
|
Κρούγω(δέρνω)
|
Εντόκα(έδειρα)
|
Έρχουμαι(έρχομαι)
|
Έρθα(ήρθα)
|
Κάθουμαι(κάθομαι)
|
Εκάτσα(κάθισα)
|
Εφτάω(κάνω)
|
Επήκα(
έκανα)
|
Εγροικώ(καταλαβαίνω)
|
Εγροίξα(κατάλαβα)
|
Μεθώ(μεθώ)
|
Έμέτσα(μέθυσα)
|
Εμπαίνω(μπαίνω)
|
Εσέβα(μπήκα)
|
Επορώ(μπορώ)
|
Επόρεσα(μπόρεσα)
|
Ανασπάλω(ξεχνώ)
|
Ενέσπαλα(ξέχασα),
ενεσπάλθα(ξεχάστηκα)
|
Παίρω(παίρνω)
|
Επήρα(πήρα),
επάρθα(πάρθηκα)
|
Ρούζω(πέφτω)
|
Ερούξα
ή έρουξα(έπεσα)
|
Πίνω(πίνω)
|
Έπα(ήπια)
|
Σύρω(τραβώ)
|
Έσυρα(τράβηξα),
εσύρθα(τραβήχτηκα)
|
Φάζω(τρέφω,
ταΐζω
|
Εφάζνα(τάιζα,
έθρεβα)
|
Φέβω(φεύγω)
|
Έφυγα(έφυγα),
οφύγον(φεύγα)
|
Φογούμαι(φοβάμαι)
|
Εφοβέθα(φοβήθηκα)
|
Σαίρουμαι(χαίρομαι)
|
Εχάρα(χάρηκα)
|
Αραεύω(ψάχνω)
|
Εράεθα(έψαχνα)
|
Αχπαράγουμαι(τρομάζω)
|
Εχπαράγα(τρόμαξα)
|
Αχπάσκουμαι(ξεκινώ)
|
Εχπάστα(ξεκίνησα)
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου