Μπροστά στο σπίτι της νύφης
ανταλλάσσονταν χαριτολογίες ανάμεσα σ' εκείνους που βρίσκονταν μέσα σε αυτό και
σ' εκείνους που βρίσκονταν απέξω. Οι πρώτοι πρόβαλλαν εμπόδια προσποιητά στην
είσοδο του γαμπρού και της πομπής, για λίγη ώρα, ώσπου τελικά οι απέξω πίνανε
από ένα ποτήρι ρακή που υπήρχε μπροστά στην πόρτα πάνω σ' ένα δίσκο ή σε
ένα τραπέζι μαζί με κότα βραστή, τσουρέκια, πίτα και ομελέτα, τους ευχόντουσαν
τα καθιερωμένα κι αφού ο χουτζή μπασής χτυπούσε με το ξίφος του το ανώφλι
της πόρτας, τρεις φορές, στο όνομα της αγίας τριάδας, άνοιγε ή πόρτα κι
έμπαιναν μέσα.
Συνήθως απαιτούσαν και ζωντανές κότες,
τις οποίες έσφαζαν επιτόπου και με το αίμα τους άλειβαν τα παπούτσια του
γαμπρού.
Μετά από το καλμάρισμα των
καυγάδων και των λεηλασιών των κοτετσιών, όσοι από τους τυχερούς είχανε
κατορθώσει να αρπάξουν κότες, έμπηγαν στα πλευρά τους κεριά, τα άναβαν, τις
κρατούσανε ψηλά και έδιναν το σύνθημα του ξεκινήματος, οπότε η γαμήλια
πομπή έπαιρνε την κανονική της διάταξη και ξεκινούσε.
Κατά την έξοδο της νύφης η
μουσική έπαιζε το «αχπαστόν» και στη συνέχεια τραγουδούσαν το παρακάτω
τραγούδι:
«τη νεγάμ’ το στουράκ'» (η βέργα του
νεόγαμου) την οποία του την έδινε ο κουμπάρος
στο χέρι. Το χτυπούσε μετά με τόση δύναμη με τη βέργα, ώστε με την πρώτη
έπρεπε να σπάσουν τα λεπτότατα σανιδόφυλλα της στέγης: «τα χαρτώματα της στέγης»
Μετά από το χτύπημα εκείνο πετούσε
«το στουράκ » πάνω από τη στέγη στο πίσω μέρος τού σπιτιού:
«επιδέβαζεν άτο ας σην κουμουλιάδαν
του σπιτί ».
Με την πράξη του εκείνη αποδείκνυε ότι ο γαμπρός ήταν παλικάρι και ότι θα ήταν ικανός να προστατέψει και να κάνει
ευτυχισμένη τη συμβία του. Η τυχόν δε αποτυχία «'ς σο πιδέβασμαν» εθεωρείτο
κακό σημάδι.
Τη βέργα εκείνη την άρπαζαν κατόπιν τα
παιδιά, όποιoς προλάβαινε, την έδιναν στον κουμπάρο και έπαιρναν από εκείνον
«μπαχσίς» (φιλοδώρημα).
Ύστερα κατέβαινε ο γαμπρός από το
άλογο και έμπαινε στο σπίτι ( με το «δεξί» του πόδι. ή δε πεθερά του αφού του έβαζε στο χέρι το «τριγών», το τριγωνικό δηλαδή ψωμάκι, δεμένο με ένα μαντίλι,
τον αγκάλιαζε και τον φιλούσε.
Ο δε «λυρατζής» στην περίπτωση εκείνη,
παίρνοντας φιλοδώρημα τραγουδούσε τούς παρακάτω στίχους:
«Εγώ είμαι ο λυριτζής, θειΐτσα μ'
γουρπάν ‘ς σήν ψύ'ς»
Μαζί με το γαμπρό μπαίνανε μέσα οι
γονείς του, ο κουμπάρος και αρκετοί από τους συνοδούς του, τους οποίους
υποδέχονταν οι συγγενείς της νύφης και τους παραθέτανε τραπέζι με ρακή και
διάφορους μεζέδες αρχίζοντας έτσι, μέσα και έξω απ' το σπίτι, τρικούβερτο
γλέντι.
Το
γαμπρό τον περιποιόταν η πεθερά του σε ξεχωριστό τραπέζι, προσφέροντάς του το
περίφημο «φούστρον» (ομελέτα). Απ' αυτό δε βγήκε και η γνωστή παροιμία
«Γαμπρέ,
φούστρον τρώ 'ς:»
«
Ολιον το τέρτ' τσή πεθεράς-ι-μ’ ο θάνατος ας έτον».
Όταν
τελείωνε το ντύσιμο και ο στολισμός της νύφης, τα οποία γίνονταν εκείνη την ώρα
την οδηγούσαν στην πόρτα του δωματίου, όπου ο κουμπάρος:
«εδούν’νεν
τα σκεπαστιατ'κα»
δηλαδή
το φιλοδώρημα του ντυσίματος, ενώ ο γαμπρός την έβγαζε από το νυφείο. τραβώντας
την με δύναμη από το χέρι και υπερνικώντας την προσποιητή αντίσταση που
πρόβαλλε η ίδια ενισχυμένη και από τις «παρανυφάδες» της, οι οποίες την
κρατούσαν από πίσω, ενισχύοντας έτσι συμβολικά, από αλληλεγγύη, την αντίστασή
της.
Στο
σημείο εκείνο ή λύρα έπαιζε το κλασικό τραγούδι του χωρισμού:
«Αφ
’ σον, κόρη, τη μάνα σου και ποίσον άλλεν μάναν,
Τίμα,
κόρη, την πεθερά σ', να είσαι τιμεμέντσα.
Το
τραγούδι αυτό τα τελευταία χρόνια αντικαταστάθηκε με τ' «αχπαστόν», για το
οποίο έγινε λόγος πιο πάνω. Στο διάστημα δε εκείνο ή μάνα της νύφης με όλους
τους δικούς της κλαίγανε για το χωρισμό τής κόρης της.
Ο
γαμπρός, παλιότερα, πρόσφερε συμβολικά στην πεθερά του ένα ασημένιο νόμισμα, το
λεγόμενο «σίτ παρασίν» για τα «βυζαστιάτ'κα», για την αμοιβή δηλαδή πού δικαιούταν
ή μητέρα της για το γάλα που τη θήλασε.
Σ' άλλα μέρη ο γαμπρός, φέροντας ξίφος, πλησίαζε καβάλα στο άλογο, χτυπούσε
τρεις φορές «τ' απανωθύρ'» (το ανώφλι) και μετά πετούσε ψηλά το ξίφος του στο
πίσω μέρος του σπιτιού. Η πράξη του δε εκείνη εθεωρείτο «κατακτητική», γι'
αυτό και του ανοίγανε εκείνη τη στιγμή τις κλειστές πόρτες και έμπαινε μέσα με
τη συνοδεία του.
(Αρχείο
του Πόντου)
Το κοντογούλ τη νύφες |
Στα Κοτύωρα, όταν η πομπή του γαμπρού
έφτανε στο σπίτι του συμπέθερου, κατέβαιναν, η νύφη με όλους τους
συγγενείς και τους καλεσμένους για να ενωθούν με τους άλλους και να πάνε όλοι
μαζί στην εκκλησία για τη στέψη. Προσφέρανε στον κόσμο μεζέδες
και ποτά και δέχονταν σ' ένα δίσκο χρηματικά φιλοδωρήματα από το γαμπρό
και τον κουμπάρο.
Τη στιγμή όμως που η
νύφη, κλαίγοντας, πλησίαζε για να σμίξει με το γαμπρό,
έμπαιναν στη μέση «οι καλετέν'" και τους εμπόδιζαν να ζυγώσουν
ο ένας τον άλλον αν προηγούμενα δεν έπαιρναν σαν δώρα
κότες ή πάπιες ψημένες, τραγουδώντας μάλιστα την απαίτησή τους
με τους παρακάτω στίχους:
«Την κοσσάραν θέλω κάϊνανα.
Την κοσσάραν φέρ’τε
κάϊνανα»...
Σε πολλές μάλιστα
περιπτώσεις, την ώρα που αρπάζανε τις ζωντανές
ή τις
ψημένες κότες που τους προσφέρανε, στηνότανε ομηρικοί
καυγάδες μεταξύ των «καλετένων» που αποτελούσαν ξεχωριστές
παρέες και προπαντός όταν αυτοί προέρχονταν από διαφορετικές
συνοικίες. Τα παλιότερα χρόνια οι καυγάδες
εκείνοι αποτελούσαν απαραίτητο στοιχείο της όλης γαμήλιας
τελετής, με το οποίο οι νέοι
έδειχναν στις νέες την αντρειά τους και την καπατσοσύνη
τους.
Συνέβαινε ακόμα, όταν ο γάμος
γινόταν τη νύχτα, οι ομάδες εκείνες να πέφτουν σαν τις αλεπούδες στα κοτέτσια και να τα ρημάζουνε!
Μπροστά βαδίζανε οι μουσικοί και οι «καλετέν
». κι ακολουθούσαν ο κουμπάρος, ο γαμπρός και οι φίλοι
τους Μετά από αυτούς «οι μειζετέρ» και όλοι οι άλλοι
καλεσμένοι και από τα δύο μέρη. Πίσω από αυτούς ερχότανε η
νύφη με τις φίλες της και με τη συνοδεία
της, την οποία κρατούσε απ' τ' αριστερό της
μπράτσο ο αδελφός της ή ο ξάδελφος της.
Στα παλιά τα χρόνια οι γονιοί
της νύφης δεν πήγαιναν στα στεφανώματα (Ξ. Ξενίτας).
Όταν δε ο πατέρας παρέδιδε στο γαμπρό την κόρη
του, στο κατώφλι της πόρτας του σπιτιού, στα πόδια της
σφάζανε ένα αρνί ή μια κότα και τραγουδούσαν το τραγούδι:
«Επήραμε την Πέρδικα την χιλιοπλουμισμένην».
«Σήμερον άλλο 'μέρα έν' κι
άλλο ήλιος λάμπει.
σήμερον και το κόρασον δύο
καρδίας βάλλει.
τ ’ έναν αφήνει ’ς σου
κυρού και τ ’ άλλο παίρ' και πάει.
Αφ’σον, κόρη, τη μάνα σου και ποίσον
άλλεν μάναν,
άφ ’ σον, κόρη, τον κύρη σου και
ποίσον άλλον κύρην
κ.λ.π.
Στη Ματσούκα όταν το ' ψίκι (πομπή)
έφτανε στην πόρτα της νύφης, τους υποδέχονταν με ομοβροντίες
πυροβολισμών(ντονανμάδες), μία ομάδα δε νέων παρεμπόδιζε την είσοδο του γαμπρού
και της συνοδείας του στα σπίτι της, μέχρι να υποχρεωθεί ο κουμπάρος να τους
δώσει φιλοδώρημα, το οποίο συνήθως ήταν δύο μπουκάλια ρακή και μια ψημένη κότα
για μεζέ.
Εκεί ο γαμπρός, προτού κατεβεί
από το άλογο, σταύρωνε τρεις φορές στο ανώφλι της πόρτας ή στο «σατσύκ », στο
χαμηλό γείσο δηλαδή της στέγης, με μια βέργα:
Τον γαμπρόν εγώ έγκα, για φέρον το
πακτσίς».
για να δείξει την ιδιαίτερη περιποίηση
και αδυναμία της πεθεράς στο γαμπρό. Παρά το γεγονός ότι υπήρχε και η αντίθετη
κοροϊδευτική παροιμία για την πεθερά:
άφ’σον, κόρη, τον κύρη σου και ποίσον
άλλον κύρην,
άφ'σον, κόρη, τ' αδέλφια σου και
ποίσον άλλ’ αδέλφια.
Τίμα, κόρη, τον πεθερό σ’ να είσ’
αγαπεμέντσα.
Μάθα, κόρη, την αγρυπνΐαν και
την κακοπειρίαν,
αύρι θα πας ’ς σου πεθερού σ',
να είσαι μαθεμέντσα
(Γ. I. Ζερτελίδης, Ε. Χριστοφορίδης,
Αν. Παπαδόπουλος).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου