Πρόσφυγες,
άγνωστη λέξη μέχρι το 1922 για τον Ελληνισμό της Μικράς Ασίας, αλλά και
σκληρή πραγματικότητα.
Μετά
τη συμφωνία της ανταλλαγής των πληθυσμών μεταξύ των μουσουλμάνων της Ελλάδας
και των χριστιανών της Μικράς Ασίας, έμελλε οι πρόσφυγες Έλληνες να δοκιμάσουν
νέες ταλαιπωρίες και κακουχίες, ιδιαίτερα οι Έλληνες του μακρινού Πόντου.
Τα βρώμικα καράβια, που μετέφεραν τους Έλληνες του Πόντου, καθώς και από έλλειψη
κανονικής σίτισης, έγιναν πλωτά φέρετρά τους.
Μετά
από μερικές μέρες εφιαλτικού ταξιδιού προς την Ελλάδα, τους θέριζαν οι
αρρώστιες, όπως εξανθηματικός τύφος και η ευλογιά, όσοι είχαν την τύχη να
φτάσουν στην πληγωμένη μάνα Ελλάδα τους πήγαιναν κατευθείαν στις ήδη
δημιουργημένες καραντίνες της Μακρονήσου, Αγίου Γεωργίου του Πειραιά, στο
Καραμπουρνού της Θεσσαλονίκης, στην Πάτρα, στην Κόρινθο, Πρέβεζα, Χαλκίδα.
Μέσα
στις τόσες κακουχίες που δημιουργούσαν οι απάνθρωπες συνθήκες διαβίωσης στις
καραντίνες που έφταναν ακόμη και μέχρι τον θάνατο, άκουγε κανείς και χαρούμενες
φωνές από αυτούς που έβρισκαν τους δικούς τους, όσοι φυσικά είχαν απομείνει,
που μέσα στη λαίλαπα του πολέμου, των εξοριών και της προσφυγιάς, έχασαν κάθε
επαφή μεταξύ τους. Όμως, όλες αυτές οι αντίξοες συνθήκες δεν μπόρεσαν να
κάμψουν την πεισματάρικη νοοτροπία των Ποντίων, για νέο στήσιμο του
σπιτικού τους.
Οι
περισσότεροι πρόσφυγες από τον Πόντο εγκαταστάθηκαν στη Μακεδονία και άρχισαν
τις εργασίες ανάπλασης της υπαίθρου, που παρουσίαζε εικόνα ερήμωσης μετά την
αποχώρηση των Τούρκων που ζούσαν εκεί μέχρι τότε.
Η
Μακεδονία είχε πολλά έλη και οι νέοι κάτοικοί της έμελλε να γνωρίσουν τους
πυρετούς και την ελονοσία, αλλά με το πείσμα και την εργατικότητά τους
αποξηράνθηκε και έγινε υγιεινή. Δημιουργήθηκαν χωράφια, νέοι οικισμοί
ξεφύτρωσαν,αμπέλια και οπωρώνες.
Οι
πρόσφυγες δεν κατάφεραν μόνον να πραγματοποιήσουν το οικονομικό και πολιτιστικό
θαύμα, αλλά και στη μετέπειτα ζωή τους σήκωσαν τη σημαία του αγώνα κατά των
κατακτητών στον καιρό της Κατοχής, δίνοντας πάλι το παρών για την ανεξαρτησία
της πατρίδας.
Η
εγκατάσταση των Ποντίων στην Ελλάδα δεν τους ξέκοψε από τα ήθη και τα έθιμά
τους. Αντίθετα, μέσα από τους συλλόγους που ίδρυσαν έβαλαν τους στόχους της
συνέχισης της παράδοσης (δηλαδή τη συνέχεια των ηθών και των εθίμων των
αλησμόνητων πατρίδων των προγόνων τους) στην πληγωμένη μάνα Ελλάδα, δεχόμενοι
την πραγματικότητα σαν φυσιολογική εξέλιξη της μοίρας τους, και
πραγματοποιώντας το όραμα της «Μεγάλης Ιδέας», αυτή τη φορά, όμως, στον χώρο
της μητροπολιτικής Ελλάδας, αναγεννώντας την με τον ερχομό τους, που αυτή η
αναγέννηση έρχεται να δικαιώσει έμμεσα το δημοτικό τραγούδι που μιλούσε για
θρήνο και παράλληλα για νέα δημιουργία..
Μπορεί
το τραγούδι αυτό με τα λόγια του να θρηνούσε και συγχρόνως να έδινε ελπίδες για
ένα καλύτερο μέλλον της Ρωμιοσύνης στις τότε εποχές, αλλά έμελλε στον Ελληνισμό
της Μικράς Ασίας να παρομοιάσει τις τότε εποχές με τις σύγχρονες, που με τον
ερχομό του στη μητροπολιτική Ελλάδα έβαλε τις βάσεις για νέους ελεύθερους
καιρούς.
Ένα απόσπασμα από το δημοτικό τραγούδι δικαιώνει, έμμεσα, όμως, τα παραπάνω λόγια που αναφέρονται στον θρήνο του Ποντιακού Ελληνισμού για την Άλωση της Πόλης
Ένα απόσπασμα από το δημοτικό τραγούδι δικαιώνει, έμμεσα, όμως, τα παραπάνω λόγια που αναφέρονται στον θρήνο του Ποντιακού Ελληνισμού για την Άλωση της Πόλης
«.. Ν’ αϊλί εμάς και βάι εμάς, οι Τούρκ’ την
Πόλ’ επέραν.
Επέραν
το βασιλοσκάμν’, ελάεν η αφεντία.
Μη
κλαις, μη κλαις, Αι Γιάννε μου και μη δερνοσκοπισκάσαι.
Η
Ρωμανία αν πέρασε, ανθεί και φέρει κι άλλο...».
Με
λίγα λόγια, το τραγούδι λέει ότι ο Ελληνισμός, τι κι αν χάθηκαν όλα, μπορεί
αμέσως να δημιουργήσει άλλες νέες καταστάσεις, άλλα μεγαλεία, άλλα μεγάλα έργα.
Η
φράση αυτή διαφέρει κάπως ως προς το μήνυμα από το πανελλήνιο τραγούδι, που
καταλήγει με την μεγαλοϊδεάτικη ιδέα: «Πάλι με χρόνια με καιρούς, πάλι δικά μας
θα ’ναι».
Αναστάσιος Ν. Τροχόπουλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου