Ο Ιωάννης Παπαδόπουλος (μουσικός) εξιστορεί τα "κατορθώματα" του Τοπάλ Οσμάν στο Μικρασιατικό μέτωπο.

Τετάρτη 17 Οκτωβρίου 2018

Τον Αύγουστο του 1921 ο Τοπάλ Οσμάν τράβηξε προς το μέτωπο σύμφωνα με την διαταγή του Κεμάλ. Ήταν καιρός να δείξει την αξία του πολεμώντας με τον ελληνικό στρατό κι όχι μονάχα σφάζοντας άοπλο λαό και γυναικόπαιδα. Στις 15 Αυγούστου είχε φτάσει στην κωμόπολη Χαϊμάνα, που απείχε οκτώ ώρες από την Άγκυρα και τέσσερις περίπου απ' τη ζώνη των επιχειρήσεων. Οι μεγάλες μάχες του Σαγγάριου είχαν αρχίσει.

Ο Ιωάν. Παπαδόπουλος-ο μουσικός που μας ιστόρησε τα κατορθώματα του αιμοβόρου κουτσού της Κερασούντας- συνεχίζοντας την αφήγησή του μας λέει: «Όταν ο Τοπάλ Οσμάν ετοιμάσθηκε ν' αναχωρήση απ' τη Χαϊμάνα για το μέτωπο, έδωσε εντολήν εις ημάς τους οργανοπαίκτας να παραμείνωμε εις το σπίτι όπου διέμενε ο ίδιος, μέχρι νεωτέρας διαταγής του, και αφού παρέλαβε το εκστρατευτικόν του σώμα έφυγε δια το Μαγκάλ Τεπέ (Καλέ γκρότο ή Τρία αυγά, όπως τ' ονόμαζαν οι Έλληνες), το οποίον ήτο το τελευταίο έρεισμα των Τούρκων και απείχε οκτώμισυ ώρες απ' την Άγκυρα».
 Σ' εκείνες τις πολυήμερες και πολύνεκρες μάχες πήρε μέρος και ο Τοπάλ Οσμάν, προχωρώντας για τη ζώνη του πυρός στις 16 Αυγούστου. Οι Έλληνες μουσικοί μένοντας στη Χαϊμάνα όπου τους είχε αφήσει ο αγάς, περίμεναν με αγωνία τα νέα, που δεν άργησαν καθόλου. Την άλλη μέρα κιόλας το απόγεμα γύρισε τραυματισμένος ο ιπποκόμος του Τοπάλ Οσμάν, Τεμέλ. Και ιστορεί ο Παπαδόπουλος:
«Επειδή ενύκτωσε ηναγκάσθη να διανυκτερεύση μαζί μας εις το ίδιο σπίτι, οπότε εύρε την ευκαιρίαν να διηγηθή, ενώπιον μας, εις τον αξιωματικόν Ισεΐν - τσαούς, το ιστορικόν της μάχης ως ακολούθως:
«Όταν εφθάσαμεν εις το Μαγκάλ Τεπέ, η μάχη, με τον ελληνικόν στρατόν, εδίδετο από το 95ον ανεξάρτητον σύνταγμα της Σαμσούντος, υπό τας διαταγάς του Χουσεον Αβνί. Ύστερα από ένα σκληρόν αγώνα, οι Έλληνες απεσύρθησαν εις τας θέσεις των. Την επομένην ο Τοπάλ Οσμάν με τας υπολοίπους δυνάμεις του 95ου συντάγματος, όταν κατόπιν αιφνιδιαστικής επιθέσεως, κατέλαβε την κορυφήν του βουνού, που προήσπιζον οι Έλληνες, ενόμισεν ότι ήτο πλέον νικητής και λέγει εις τους τσετέδες του: «Παιδιά, τώρα πια θα πάρωμε τον καφέ μας εις την Σμύρνην», αλλά και ως αφηγήθη ο τραυματίας, δεν πρόλαβε να χαρή την Υποτιθεμένην νίκην, όταν την άλλην ημέραν, μόλις Εχάραξεν η αυγή, ήρχισε το πυροβολικόν των Ελλήνων να σφυροκοπή τα μετόπισθεν και το πεζικόν των να κάμνη μίαν κεραυνοβόλον επίθεσιν εναντίον μας. Τότε τα Εχάσαμεν. Πολλοί από ημάς δεν Επρόλαβαν να ρίξουν ούτε μίαν σφαίραν και σκοτώθηκαν επί τόπου, πολλοί δε άλλοι Ετραυματίσθησαν. Μετά την πανωλεθρίαν αυτήν, ο Οσμάν αγάς Έδωσε το σύνθημα της Οπισθοχωρήσεως, η οποία μετεβλήθη εις άτακτον φυγήν τοιαύτην, ώστε όσοι μπόρεσαν να γλυτώσουν, άλλοι μεν έφυγαν απ' ευθείας εις τα χωριά των, άλλοι δε διεσκορπίσθησαν τήδε κακείσε».
Εις ερώτησιν του αξιωματικού τι γίνεται τώρα ο αγάς μας, ο ιπποκόμος του απήντησε, ότι δεν γνωρίζει, αλλά «μπορώ να σας διαβεβαιώσω ένα πράγμα ότι, όταν κατά τον παγκόσμιον πόλεμον ευρέθην εις το Τσανάκ Καλέ, όπου έπεφτον κατά χιλιάδες αι οβίδες, δεν εφοβήθην τόσον, όσον απ' αυτά που είδαν τα μάτια μου εις την μάχην αυτήν, που εδώσαμεν με τους Έλληνας».
Την επομένην, όταν ανεχώρησε ο τραυματίας, το θέαμα το οποίον παρουσίαζεν η κωμόπολις ήτο απερίγραπτον. Επί τέσσαρας ημέρας μετεκομίζοντο εκατοντάδες τραυματίαι του συντάγματος μας διά να μεταφερθούν εις την Άγκυραν, τα στρατιωτικά κέντρα της κωμοπόλεως άδειασαν, τα καταστήματα και αι οικίαι παρέμειναν κλειστά, η αγορά ήτο έρημος και όταν πήγαμε διά να προμηθευθώμεν τρόφιμα δεν εύρομεν τίποτα.

Κατά τας νυκτερινάς ώρας, ηκούοντο τόσον ευκρινώς αι ομοβροντίαι του ελληνικού πυροβολικού, ώστε, επί στιγμήν, ηλπίσαμεν ότι, εντός ολίγου θα ευρεθώμεν περικυκλωμένοι από τον ελληνικόν στρατόν και θα σωθώμεν».
Παρατηρητήριο της V Μεραρχίας στο Καλέ Γκρότο.
Μάταιες, όμως, αποδείχτηκαν εκείνες οι ελπίδες κι αντίθετα περίμενε τους Έλληνες μουσικούς το πιο τραγικό τέλος. Ένας απεσταλμένος του αγά, Κουτσουρούκ Σαλέχ, ειδοποίησε να ετοιμασθούν αμέσως για την Άγκυρα κι ύστερα από εφτάωρη πεζοπορία φτάσαν σ' ένα μικρό χωριό έξω απ' την πόλη. Από εκεί προχωρήσαν αλλά τρία χιλιόμετρα κι άξαφνα είδαν έναν καβαλλάρη με λάζικη στολή να 'ρχεται γρήγορα προς το μέρος τους:
—Σταματάτε, τους είπε, ο αγάς διέταξε να τον περιμένετε εδώ.
Περίμεναν ανήσυχοι κι όταν έφτασε ο Τοπάλ Οσμάν πήραν πάλι διαταγή να ξεκινήσουν και το βραδάκι έφτασαν στους πρόποδες του Μαγκάλ τεπέ, όπου είχε κατασκηνώσει το μεταγωγικό τάγμα του συντάγματος των τσετέδων: «Από της στιγμής εκείνης προησθάνθημεν πλέον ότι αι ώραι μας είναι μετρημέναι. Ήταν το βράδυ της 19 Αυγούστου. Σιωπηλοί και συντετριμμένοι πήραμε τον ανήφορον υπό την συνοδείαν του αξιωματικού Ισεΐν Τσαούς, μέσα από μίαν χαράδραν. Εντός ολίγου ευρέθημεν αντιμέτωποι 30 τσετέδων, οι οποίοι υπό την απειλήν των όπλων μας περιεκύκλωσαν δια να μη φύγωμεν, ο δε Ισεΐν Τσαούς μετέβη εις την σκηνήν δια να αναγγείλη εις τον αγάν την άφιξίν μας. Μόλις, όμως, επλησιάσαμεν ένα απόσπασμα εκ 5 ανδρών έδεσε πισθάγκωνα τα χέρια όλων μας».
Εξαγριωμένος ήταν ο αγάς —του είχε καταγγελθή ότι οι Έλληνες μουσικοί... συνωμοτούν— κι ύστερα από πολλές διαβεβαιώσεις και παρακάλια φάνηκε να λυγίζη και είπε να τους λύσουν τα χέρια. Αλλά ευθύς αμέσως με την επιμονή του γαμβρού του Ζιά μπέη, αγρίεψε πάλι κι έδωσε διαταγή να τους ξαναδέσουν, όπως και τους έδεσαν πάλι, ανά πέντε: «Μετά από το δέσιμον, ήλθαν 5 τσέτες με εφ' όπλου λόγχην, και παρέλαβον τους πρώτους 5 συναδέλφους μας και υπό το πρόσχημα ότι θα τους αποσπάσουν εις το πρώτον τάγμα, οδήγησαν αυτούς εις μίαν χαράδραν, όπου καθ' ην ώραν ηκούοντο αι γοεραί φωναί και οι οδυρμοί των, κατεκρεουργήθησαν, κατόπιν βασάνων, δια ξιφολόγχης, διά να μη ακούωνται οι πυροβολισμοί και φέρνουν σύγχυσιν εις τον στρατόν.
Ύστερα από ολίγην ώραν, όταν επέστρεψαν και πήραν τους 5 άλλους, ο Νικόλαος Ξανθόπουλος, ενώ περνούσε από κοντά μου και είδε τα δάκρυα εις τα μάτια μου, με ένα τελευταίον αποχαιρετιστήριον φίλημα μου λέγει: «Βρε Γιάννη, κάποτε θα αποθάνωμεν, τι τώρα τι μετά 50 έτη, τι στενοχωρείσαι, και αυτός θα το βρει από τον Θεόν, γεια σου και μετά μισή ώρα θα ανταμωθούμε στον άλλο κόσμο»...
Δεν πέρασαν 30 λεπτά και ηκούσθησαν πάλιν τα κλάματα και οι φωνές των άλλων 5 σφαγιασθέντων συναδέλφων. Εις το διάστημα αυτό, ο Νίκος Τσιτνόγλου, ο οποίος ήτο δεμένος δίπλα μου, έσκυψε το κεφάλι του και με λέγει: «Γιάννη πλησίασε τα χέρια σου στα χέρια μου, για να λασκάρη το σχοινί και να μπορέσω να βγάλω το σουγιαδάκι μου και να το κόψω. Έως ότου να γυρίσουν οπίσω οι τσετέδες, φεύγομε. Θα αναγκασθούν να μας πυροβολήσουν και έτσι θα σκοτωθώμεν μια ώρα προτήτερα, παρά να υποφέρωμεν, επί ολοκλήρους ώρας τα βασανιστήρια και τις μαχαιριές». Επροτίμησα κι εγώ τον τέτοιον θάνατον και όπως με είπε, επλησίασα και μόλις εχαλάρωσε το σχοινί, έβγαλε το σουγιαδάκι και άρχισε να το κόβη...
Έως ότου επιστρέψουν οι Τούρκοι, επρόκαμα, με αγωνίαν ψυχής, να έχω κομμένο ολότελα το σχοινί, μόλις δε ήλθαν και μας πήγαν προς τον κατήφορο, επωφελούμενοι του σκότους και της αναμπαμπούλας, επηδήσαμεν από ανάμεσά των οι δυο μας και φύγαμε προς τον κατήφορο. Οι Τούρκοι αιφνιδιάσθησαν και έως ότου να συνέλθουν, ημείς απεμακρύνθημεν περί τα 50 μέτρα. Δυο απ' αυτούς, έπεσαν κατόπιν μας και άρχισαν να φωνάζουν. «Δυο γκιαούρηδες έφυγαν, πιάστε τους, κόψτε τον δρόμον τους» δια να ειδοποιήσουν τους άνδρας του μεταγωγικού τάγματος, που ευρίσκετο εις τους πρόποδας του βουνού.

Εκεί, που τρέχαμεν εγώ εσκόνταψα σ' ένα χανδάκι και έπεσα κατάμουτρα επάνω σε χώματα. Ο Νίκος εν τω μεταξύ, έως ότου να συνέλθω, προχώρησε αρκετά προς τον κατήφορο και όταν σηκώθηκα, και διέκρινα μέσα στο σκοτάδι την σκιάν του πήρα την κατεύθυνσιν προς αυτήν. Μόλις προχώρησα μερικά βήματα ακούω από το μέρος που εφαίνετο η σκιά, φωνάς. «Σταμάτα γκιαούρη και θα σε φάμε». Κατάλαβα τότε ότι ο κακομοίρης ο Νίκος έπεσε στα χέρια των. Αναστέναξα βαθειά, επόνεσε η ψυχή μου, εις μάτην, τον έφαγαν τα σκυλιά.

Κατόπιν όταν είδα ότι έμεινα ολομόναχος, με το συναίσθημα της αυτοαμύνης, που οδηγεί τον άνθρωπον εις παρατόλμους πράξεις και χαλυβδώνει την ψυχήν του, έστριψα αστραπιαίως αριστερά προς την πλαγιά της χαράδρας, και υπό την προστασίαν του σκότους, συρόμενος πήρα τον ανήφορον δια να πέσω εις την άλλην πλευράν της χαράδρας».
Έτσι μετά πολλές περιπέτειες —κρυβόταν την μέρα και περπατούσε τη νύχτα— έπεσε στις ελληνικές γραμμές όπου και σώθηκε.

Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah