Στ'
ανέκδοτα απομνημονεύματά του, ο παλιός οπλαρχηγός Παντελής Αναστασιάδης ή
καπετάν Παντέλ αγάς, μαζί με τον υπολοχαγό Χρυσόστομο Καραΐσκο, θα μας πουν πώς
ξαναοργανώθηκε το αντάρτικο στην δεύτερη τούτη περίοδο, απ' την ανακωχή και
πέρα.
Συνεχίζοντας την ιστόρησή του ο πρώτος, μας λέει
ότι την εποχή εκείνη πήρε μια δεύτερη πρόσκληση να κατέβει στην Αμισό κι όταν
έφτασε στην πόλη, συναντήθηκε με τον Ανέστη Χαραλαμπίδη, γιο του άλλοτε
οπλαρχηγού του Δημήτρη Χαραλαμπίδη, που του είπε ότι είχαν να κάνουν μια
σπουδαία συνάντηση.
Ο Καραΐσκος ήταν έφεδρος υπολοχαγός του ελληνικού
στρατού —Πόντιος απ' την Οινόη— κι όταν απολύθηκε πολέμησε με τους αντάρτες κι
ύστερα έφυγε για την Αθήνα, ελπίζοντας να πάρει μέρος σε μια πιθανή εκστρατεία
στον Πόντο. Η κυβέρνηση, όμως, δεν αποφάσιζε να φτάσει σε μια τέτοια ενέργεια,
τα τάγματα των Ποντίων που είχαν ετοιμαστεί στην Αθήνα και την Θεσσαλονίκη
αδρανούσαν και τότε πήρε την συγκατάθεση και την εντολή της Επιτροπής Ποντίων
της Αθήνας να ξαναπάει στον Πόντο για ν' αναλάβει την οργάνωση των ανταρτών,
τις ομάδες των οποίων συντηρούσαν κατά ένα μέρος οι ιδιωτικές επιτροπές των
πατριωτών της Κωνσταντινούπολης και της Αθήνας.
Υπάρχει μια έκθεση του ίδιου, πολύ διαφωτιστική
για την κατάσταση που βρισκόντουσαν την εποχή εκείνη οι αντάρτες
«εγκαταλειμμένοι εις τας ιδίας των δυνάμεις, άνευ χρημάτων και όπλων, άνευ
εφοδίων, υποκείμενοι εις εμφυλίους έριδας, ένεκα της ελλείψεως ενιαίας διοικήσεως
παρ' ανωτάτης τινός αρχής».
Ύστερα' απ' αυτά, ο Καραΐσκος πήρε και μια
επιστολή απ' τον μητροπολίτη Ζήλωνα κι άρχισε την δουλειά του: «Συνηντήθην μετά
του επικρατεστέρου εκ των αρχηγών Στέλιου Κοσμίδη (πρόκειται για τον φημισμένο
Ιστύλ αγά), μετά του οποίου από κοινού ηρχίσαμεν το έργον της οργανώσεως.
Διέθεσεν ο οπλαρχηγός ούτος 7 εκ των οπλοφόρων του περί εμέ, όπως χρησιμεύσουν ως
διαγγελείς. Κέντρον των εργασιών μας ωρίσθη το χωρίον Χατζή Ισμαήλ, απέχον
ημίσειαν ώραν της Αμισού. Ο εν λόγω οπλαρχηγός είχε αρκετόν κύρος παρά τοις
ενόπλοις ως και μεταξύ των οπλαρχηγών των. Ήτο ευφυής και εγνώριζε κάλλιστα το
έδαφος, είχε δε το πλεονέκτημα να νομίζεται τουρκόφιλος. Την εποχήν εκείνην αι
διχόνοιαι μεταξύ των πολεμιστών είχον φθάσει εις το ανώτατον όριον. Κεμαλικοί
τσέται επωφελούμενοι της τοιαύτης καταστάσεως εδολοφόνουν ατιμωρητί ομογενείς.
Απεφάσισα, λοιπόν, να θέσω τέρμα εις όλα ταύτα, μεταβαίνων προσωπικώς εις
συνάντησιν των οπλαρχηγών, όπως βολιδοσκοπήσω τας διαθέσεις εκάστου και θέσω
τον θεμέλιον λίθον του οργανισμού τον οποίον είχον υπ' όψιν».
Έγινε βέβαια μια εργασία καλή όλον εκείνο τον
καιρό, τακτοποιήθηκαν πολλά, πάψαν οι εμφύλιοι καυγάδες, αλλά τα πράματα
χειροτέρευαν καθώς το κίνημα του Κεμάλ κέρδιζε έδαφος μέρα με τη μέρα: «Επιβλέπομεν
αγρύπνως πάσας τας ενεργείας των Κεμαλικών, μεταφοράς όπλων και πολεμεφοδίων
και τας στρατιωτικάς αυτών κινήσεις και καθιστώμεν ταύτα γνωστά εις τον εν
Αμισώ Άγγλον Αρμοστήν, ο οποίος προέβαινε αμέσως εις την κατάσχεσιν τούτων.
Όταν όμως, βραδύτερον, κατά τας αρχάς Μαΐου 1920, εκεμαλοποιήθη η Αμισός,
αναχωρήσαντος εις Κωνσταντινούπολη του αντικεμαλικού διοικητού δια της
φυλακίδος του Αρμοστού, τότε η κατάστασις ήρχισεν ολονέν εξελισσομένη εις βάρος
μας. Τα πέριξ της Αμισού περιεχαρακώθησαν και ετοποθετήθησαν τηλεβόλα παρά τα
Καβάκια, όπερ και εγκαίρως εγνωρίσαμεν εις την στρατιωτικήν Αποστολήν
Κωνσταντινουπόλεως. Το στρατιωτικόν σώμα της Αμισού είχε το στρατόπεδόν του εις
το 20 λεπτά απέχον της Αμισού χωρίον Ελέλκιοϊ, εις απόστασιν από του ημετέρου
κέντρου μόνον ημισείας ώρας. Ελιποτάκτουν σωρηδόν οι Τούρκοι στρατιώται και
περιπλανώμενοι πολλοί εκ τούτων συνελαμβάνοντο παρά των ημετέρων και αφωπλίζοντο.
Η κατάστασις συν τω χρόνω ήρχισε να αποβαίνη
απειλητική δια τους Έλληνας της Αμισού. Ήδη ήρχισαν οι Τούρκοι συμβούλια και
διαβούλια περί του καλυτέρου τρόπου της εξοντώσεως των Χριστιανών. Οι Έλληνες
αντάρται εντείνοντες τας προσπαθείας των προς προμήθειαν όπλων κατήρχοντο εις
Αμισόν, εκ της Αμισού δε και των λοιπών πόλεων οι πληθυσμοί ήρχισαν να φεύγουν
προς τα χωρία, πλησίον των ενόπλων, πληροφορούμενοι τας προθέσεις των Τούρκων».
Αμισός (Σαμψούντα) |
Ύστερα τον οδήγησε σε μια συνοικία της Αμισού-Ρεζή μαχαλά-
ζύγωσαν σ' ένα σπίτι τρίπατο, ανέβηκαν και σε λίγο βρέθηκαν σ' ένα δωμάτιο
σκοτεινό: «Όταν άναψε το φως, παρουσιάστηκε μπροστά μας ο παλιός μας σύντροφος
Χρυσόστομος Καραΐσκος, που είχε φύγει από καιρό λαθραία για την
Κωνσταντινούπολη. Χαιρετηθήκαμε, καθήσαμε και μετά απ' τα προκαταρκτικά μας
μίλησε για τον σκοπό της μυστικής εκείνης συνάντησης.
Ήταν απεσταλμένος, όπως
μας εξήγησε, απ' την Επιτροπή Ποντίων της Αθήνας, που βλέποντας ότι δεν υπήρχε
άλλος τρόπος να γλυτώσει ο Ελληνισμός του Πόντου απ' το μαχαίρι των βαρβάρων,
έκρινε ότι οι Πόντιοι θα έπρεπε να συνεχίσουν τον ένοπλο αγώνα, έστω και μόνο
με τις ίδιες τις δυνάμεις τους και γι' αυτό θα έπρεπε να οργανωθούν για ν'
αναλάβουν το βαρύ τούτο έργο μέχρι που να πεισθεί να βοηθήσει κι η ελληνική
κυβέρνηση. Ύστερα απ' την ομιλία του μας έδωσε και το έγγραφο που επιβεβαίωνε
την ειδική εκείνη αποστολή του και συνιστούσε να συμμορφωθούμε όλοι οι
οπλαρχηγοί με τις υποδείξεις του για την καλύτερη οργάνωσή μας. Η συζήτηση
κράτησε πάνω από δυο ώρες κι ύστερα αποχωριστήκαμε με πλήρη και αμοιβαία
κατανόηση».
Έτσι, φτάνοντας στην Πόλη,
συνεννοήθηκε και με την εκεί Επιτροπή Ποντίων, ταξίδεψε με ξένο διαβατήριο και
με την ιδιότητα του αντιπροσώπου του Ερυθρού Σταυρού, αποβιβάστηκε στην Αμισό,
χωρίς κανένας να μάθει τον σκοπό της μυστικής αποστολής του.
Η πρώτη συνάντηση που είχε ήταν με τον μητροπολίτη
της Αμισού Ζήλωνα και τον πρόεδρο της εφοροδημογεροντίας γιατρό Μακρή. Αλλά ας
ακούσουμε τον ίδιο: «Κατόπιν συνεντεύξεων τινών ... μοι επροτάθη όπως αναλάβω
εγώ την γενικήν αρχηγίαν και διαχείρισιν του αγώνος εν τινι συνεδρία, καθ' ην
παρέστησαν περί τα επτά πρόσωπα εκ των εγκριτοτέρων και πλουσιωτέρων ομογενών
της πόλεως, οπότε ο κ. Ν. Μακρής κατέστησε εις αυτούς γνωστήν την αληθή
ιδιότητά μου και ότι ηρχόμην δια τον ως άνω σκοπόν εκ μέρους της εν Αθήναις
Επιτροπής Ποντίων. Εγώ εξεδήλωσα επιφυλάξεις τινάς όσον αφορά τας συνεπείας αι
οποίαι ηδύναντο να προκύψουν δια τους ελληνικούς πληθυσμούς εν περιπτώσει καθ'
ην, παρ' όλην την εχεμύθειαν, θα καθίστατο γνωστή η ιδιότης μου εις τους
Τούρκους. Οι προύχοντες όμως εκείνοι μου απήντησαν ότι ο κίνδυνός των
υφίσταται, εν πάση περιπτώσει, είτε ενοχοποιούντο οι Χριστιανοί είτε όχι».
Ο Ιστύλ Αγάς με τα παλικάρια του |
Έτσι όπως διαμορφώθηκε η κατάσταση ήταν απόλυτη
και κατεπείγουσα ανάγκη να βοηθηθούνε οι αντάρτες. Γι' αυτό έφυγε πάλι ο
Καραΐσκος για την Κωνσταντινούπολη, με τον σκοπό να δει τον Έλληνα Αρμοστή και
να του μεταφέρη την έκκληση των Αμισηνών να στείλει όπλα. Αλλά παρά την
περιγραφή των δεινών που απειλούσαν τον ελληνισμό, δεν έφερε κανένα αποτέλεσμα.
Ο Πόντος έμενε στο έλεος των Κεμαλικών και οι αντάρτες αβοήθητοι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου