Ατέλειωτοι δρόμοι της εξορίας των Σανταίων προς την ενδοχώρα.

Τετάρτη 17 Οκτωβρίου 2018

Αφήγηση του Χρυσόστομου Παυλίδη για τα δεινά, τις περιπέτειες και το είδος της ζωής που ζούσαν οι εξόριστοι Σανταίοι στα βάθη της Ανατολής , Χούνους και Ερζερούμ.  
Ο Σανταίος Χρυσοστόμος Παυλίδης, που λείποντας απ' την ιδιαίτερη πατρίδα του, πιάστηκε μέσα στην Τραπεζούντα στις 8 Ιούλη 1921 και μαζί με πλήθος άλλο Τραπεζούντιων και χωρικών της Γεμουράς, πήρε τους ατέλειωτους δρόμους της εξορίας προς την ενδοχώρα.
Άποψη της Τραπεζούντας με το "Μεϊντάν" και το Ελληνικό προξενείο

 Δυο μήνες πριν απ' την καταστροφή της Σαντάς, έγιναν οι παραπάνω συλλήψεις κι όπως μας λέει ο αφηγητής, η αποστολή ύστερα από πολυήμερη εξαντλητική πορεία, έφτασε στο Ερζερούμ. Εκεί οι Τραπεζούντιοι κατάφεραν να δωροδοκήσουν τις τοπικές αρχές — ήσαν σχεδόν όλοι τους καλοστεκούμενοι και το χρήμα, ως γνωστόν, πάντα είχε πέραση στους Τούρκους. Μείναν, λοιπόν, στο Ερζερούμ και ζούσαν απείραχτοι, όπως μείναν κατά συγκατάβαση και μερικοί από τους φτωχούς των άλλων μερών, που δεν μπορούσαν να πληρώσουν. Τους ρέστους τους τράβηξαν ακόμα πιο βαθιά στην ενδοχώρα, στο Χούνους, στο Ερζιγκιάν, και σ' άλλα μέρη άγρια κι αφιλόξενα.
 Το Χούνους ήταν άλλοτε πόλη αρμένικη, που μετά τη σφαγή του πληθυσμού της έμεινε έρημη, κι ύστερα κατοικήθηκε από Κούρδους της περιοχής και Τούρκους. Εκεί σύρθηκε κι ο Χρυσόστομος Παυλίδης, που συνεχίζοντας την ιστόρηση των περιπετειών του, λέει:
 «Όταν φτάσαμε στο Χούνους, μας κατέγραψαν και μας σώριασαν σ' ένα ελεεινό κτίριο της Δημαρχίας. Κοιμόμαστε επάνω στο χώμα, δίχως στρώματα, δίχως σόμπα, δίχως φωτισμό. Το κρύο μας πέθαινε. Τέλος, βρέθηκαν μερικοί υπάλληλοι της Δημαρχίας και μας μετέφεραν σε άλλο κτίριο πιο υποφερτό, όπου μας επέτρεψαν ν' ανάψουμε φωτιά. Είμαστε υποχρεωμένοι κάθε πρωί να δίνουμε το παρών μας στην Αστυνομία. Επί πλέον μας αγγάρεψαν να δουλεύουμε σε γιαπιά της κεντρικής αγοράς σαν κτίστες, ή σε γεφύρια κι άλλα έργα. Τα περισσότερα μαρτύρια υποφέραμε εγώ, ο Χρήστος Τεντέλ και ο Κοσμάς Λιανίδης, που δουλεύαμε επί πολλές μέρες ξυπόλυτοι, θεονήστικοι και ψειριάρηδες. Αλλά κάποτε, μας σπλαχνίστηκε ο Θεός και ήλθαν στο κατάλυμα μας μερικοί Τούρκοι πλούσιοι, που μας τράβηξαν από την αγγαρεία και μας έβαλαν να δουλέψουμε σε μερεμέτια των σπιτιών τους».
 Έτσι περνούσαν βδομάδες και βδομάδες, μέχρι που έγινε ο γενικός εκτοπισμός του πληθυσμού της Σαντάς, οπότε μια μέρα φτάνουν πλήθος γυναικόπαιδα στο Χούνους, τρέχουν οι εξόριστοι να δουν και: «...Θεέ μου τι βλέπω! Ήσαν γυναικόπαιδα της Σαντάς, του χωριού μου, με φορτία στην πλάτη από στρώματα και άλλα, ξυπόλυτα, ρακένδυτα,  κιτρινιασμένα απ' την πείνα και την εξάντληση, γιατί είχαν πεζοπορήσει 300 χιλιόμετρα! Ανάμεσα σε πολλές εκατοντάδες ανδρών και γυναικών αναγνώρισα πολλούς γνωστούς μου, τους Ισαάκ και Ηλία Πελαγίδη, τον Πελαγιδάβα, τον Κοσμά Λιανίδη, την Παρθένα  Τσουμπάν, την μητέρα του Γιάννη Κουφατζή Ελένη με τη νύφη της Κυριακή, τον παπα -Θόδωρο, τον παπα - Αναστάση, τον Ευριπίδη Χειμωνίδη, την Μαρία Καλογέρ με τον άντρα της τον Γιάννη, την Αλχαζίνα, την Ελένη Νυμφοπούλου, τον Γιάννη Πιστοφίδη, τον Αλκιβιάδη Τοπαλίδη, τον Χρήστο και Νικόλαο Πολιτίδη, την Κυριακή Σιονάρα με τη νύφη της Μαρία...».
Πρόσφυγες εγκαταλείπουν την Τραπεζούντα
Έργο Δημήτρη Βλάχου
 Κι αφού αραδιάζει κι άλλα ονόματα Σανταίων, προσθέτει ότι οι τουρκικές αρχές έριξαν όλο αυτό το εξαθλιωμένο πλήθος σε κάτι παγερούς στρατώνες, όπου άντρες και γυναικόπαιδα δερνόντουσαν απ' την πείνα και το αβάσταχτο κρύο, που καμιά φορά έφτανε ακόμα και στους 30 βαθμούς κάτω απ' το μηδέν... Καθένας εκεί αγωνιζόταν να κρατηθεί στη ζωή όπως μπορούσε κι ήταν μια τραγωδία η προσπάθεια αυτή για όλους.
 «Όσο για μένα, συνεχίζει, έπαθα πολλά. Μπήκα πρώτα υπηρέτης στο σπίτι ενός Τούρκου αγά. Του κουβαλούσα το νερό, του έκοβα ξύλα κι έκανα ένα σωρό άλλες δουλειές, χωρίς όμως να μου πληρώνει μια δεκάρα. Με πόνεσε η Αρμένισσα υπηρέτριά του και μούδινε κλέβοντας πολλές φορές ψωμί και καπνό, που κάπως με συνεφέρναν. Μια μέρα αποφάσισα να ζητήσω απ' τον αγά τα μεροκάματά μου και τότε εκείνος οργίστηκε και μου είπε:
 — Βρε γκιαούρη, δεν φτάνει που σε ταΐζω παρά ζητάς και ρέστα; Από δω και πέρα θα κοιμάσαι στο αχούρι μου για τιμωρία! Όλοι σας είσαστε προδότες κι αν νομίζετε ότι θα γυρίσετε στα μέρη σας, κάνετε λάθος. Κι όσο για σένα, σ' αγόρασα απ' το κράτος και θάσαι υπηρέτης μου μέχρι να ψοφήσεις! Ετοίμασε, λοιπόν, το στρώμα σου και τράβα στο αχούρι για να φυλάς τα ζώα μου, γκιαούρ ογλού γκιαούρ!...».
 Ύστερα από πολλές περιπέτειες κατάφερε να γλυτώσει απ' τον αγά με την παρέμβαση ενός Τούρκου υπαλλήλου της Διοίκησης κι έχοντας κρυμμένες 35 παγκανότες, μπόρεσε να συνεταιριστή με δυο άλλους Ρωμιούς και άνοιξαν ένα φούρνο όπου πουλούσε ψωμί αλλά... «Με τις συνθήκες, όμως, που ζούσαμε ξέσπασε ο εξανθηματικός τύφος. Η αρρώστια άρχισε απ' τα γυναικόπαιδα και προχωρούσε αστραπιαία. Το τι έγινε τότε είναι αδύνατο να περιγράψω. Ούτε φάρμακα, ούτε γιατροί, ούτε λεφτά, ούτε τροφή. Η μάνα έκλαιε το παιδί και το παιδί τη μάνα. Τα μέλη μιας οικογένειας βλέπανε το ένα τ' άλλο να ψυχορραγούν και δεν μπορούσαν να προσφέρουν καμιά βοήθεια.
 ...Αρρώστησα κι εγώ και όμως τρεις μέρες στεκόμουν ολόρθος και πουλούσα ψωμί στον φούρνο. Ύστερα οι συνεταίροι μου με αποτράβηξαν από τον πάγκο γιατί άρχισα να παραμιλώ και δεν ήξερα τι έκανα. Έπεσα βαριά κι επί 15 μέρες όλο παραμιλούσα και τότε οι άλλοι βλέποντας ότι ήμουν ετοιμοθάνατος, πήγαν και μου ανοίξανε το λάκκο. Αλλά μετά λίγες μέρες αρρώστησε ο Ισαάκ Πελαγίδης, πέθανε και τον θάψαν στον δικό μου λάκκο. Ύστερα απ' τον Ισαάκ αρρώστησε κι ο Κοσμάς Λιανίδης. Η Αστυνομία έμαθε τις αρρώστιες και τους θανάτους και έτρεξε στο φούρνο. Διέταξε να ξεσηκώσουν εμάς τους αρρώστους από κει και να μας φέρουν στους στρατώνες, με κρύο φοβερό και άφθονα χιόνια. Μεταφερθήκαμε σ' αυτά τα χάλια κι ο φούρνος έκλεισε.
 Μέσα στον στρατώνα μας έριξαν σε μια γωνιά, όπου έκαιγε μια αδύνατη φωτιά. Δίπλα στη φωτιά ήταν πλαγιασμένη η Σιονάρα (η Σανταία αντρογυναίκα που ξεσήκωσε τις άλλες για να σώσει τις κοπέλλες απ' τη νυχτερινή επίθεση των τζανταρμάδων στην Κρώμνη) και ψυχορραγούσε. Γύρω απ' αυτήν ήσαν πεσμένες άρρωστες η Κυριακή Κουφατζή, η Αλχαζίνα, η Ελένη του Ισαάκ Κουφατζή και πολλοί άντρες και γυναίκες. Όλοι εκείνοι είχαν χαμένο το λογικό τους απ' τον υψηλό πυρετό και την εξάντληση. Προσπαθούσαν να τους περιποιηθούν μερικοί που βρισκόντουσαν σ' ανάρρωση και κατάφεραν να γλυτώσουν λιγοστούς από τον θάνατο. Ο Κοσμάς Λιανίδης ήταν πολύ βαριά. Μαύρισαν τα πόδια του, ξύλιασε το κορμί του και περιμέναμε το τέλος του. Το ίδιο κινδύνευα να πάθω κι εγώ, γιατί ένοιωθα κι όλας το κρύο να μπαίνει στο κορμί μου και να μου πριονίζει τα κόκαλα. Για στρώμα μου είχα λίγα χόρτα κι ένα λεπτό μανδύα από πάνω. Τρεμούλιαζα ολόκληρος και παρακάλεσα τις φτωχές γυναικούλες κάτι να βρουν να μου ρίξουν κι εκείνες με πόνεσαν και βρήκαν ένα παπλωματάκι κουρελιασμένο με το οποίο σκέπασαν εμένα και τον ετοιμοθάνατο Κοσμά. Εκείνη τη φοβερή χειμωνιάτικη νύχτα πέθανε δίπλα μας η Σιονάρα κι άρχισαν οι γυναίκες ένα ατέλειωτο μοιρολόι. Ενώ οι γυναίκες μοιρολογούσαν ο Κοσμάς Λιανίδης παραμιλούσε, η Ελένη του Κουφατζή τρελλάθηκε, ύστερα ο Κοσμάς ξεψύχησε, κι εγώ, μη έχοντας καμιά συναίσθηση της θέσης μου, τινάχτηκα επάνω, μισότρελλος όπως ήμουν, και φώναξα:
 -Ποιος μ' έφερε εδώ; Εγώ θα πάω στο φούρνο!
 Οι γυναίκες δεν μπόρεσαν να μ' εμποδίσουν και τράβηξα μέχρι τον φούρνο, όπου με την άδεια της Αστυνομίας έμενε η Πελαγιδάβα με τον μικρό της γιο τον Ηλία, που κι αυτός ήταν άρρωστος βαριά. Σαν χτύπησα την πόρτα κι άνοιξε η γυναίκα, απόρησε πώς τόλμησα να φύγω απ' τους στρατώνες. Ήταν τραγική κι η θέση της Πελαγιδάβας γιατί είχαν πεθάνει κι όλας εκεί στην εξορία δυο παιδιά της επιστήμονες, ο Ισαάκ κι ο Άγγελος, και τώρα το τρίτο της παιδί ήταν πεσμένο. Όντας κι εκείνη σαν τρελή, στην αρχή με αποπήρε, αλλά ύστερα με λυπήθηκε στο χάλι που βρισκόμουν και μου ετοίμασε κάτι για να φάω, λιωμένο πάχος στο τηγάνι με κριθαρίσιο άλευρο...».
Σανταίοι Α' γενιάς
 Όπως φαίνεται κι από άλλες αφηγήσεις, τις τραγικές εκείνες μέρες της εξορίας μπορεί να λείψανε τα πάντα απ' τους εξόριστους αλλά δεν έλειψε η ανθρωπιά, ούτε η αλληλεγγύη, και καθένας όντας ακόμα και στο χείλος του τάφου, προσπαθούσε να βοηθήσει τον πλαϊνό του. Οι Τραπεζούντιοι, μάλιστα, που είχαν εγκατασταθεί στο Ερζερούμ, δεν πρόδωσαν την παράδοση της πόλης τους και δείξανε τα αισθήματά τους με τον καλύτερο τρόπο. Τέσσερις απ' αυτούς —Γεώργιος Γαβριηλίδης, Γαβριήλ Τσαπικίδης, Κωνσταντίνος Κουκάς και Ακριτίδης— πήραν την πρωτοβουλία και ίδρυσαν συσσίτια που λειτούργησαν κανένα μήνα κι έσωσαν τις πρώτες μέρες πολύ πλήθος απ' τον άμεσο κίνδυνο του θανάτου. Όταν σταμάτησαν τα συσσίτια βρήκαν άλλους τρόπους να βοηθούν, κάνοντας εκκλήσεις και ζητώντας την συνδρομή των άλλων συμπατριωτών τους, που κανείς δεν την αρνιόταν, αν και για όλους το μέλλον ήταν άγνωστο κι ούτε κανένας ήξερε για πόσο θα τραβούσε η τραγωδία της εξορίας.
 Οι τέτοιες βοήθειες, ωστόσο, μέσα στα εξαθλιωμένα πλήθη που ήσαν σκορπισμένα ολούθε, καταντούσαν σταγόνα στον ωκεανό κι ο θάνατος θέριζε κατά εκατοντάδες τους δυστυχισμένους άντρες και τα γυναικόπαιδα. Απ' αυτούς ζήτημα είναι αν κατάφερε να επιζήσει το ένα τέταρτο. Όλοι οι άλλοι άφησαν τα κόκαλά τους στις απέραντες εκτάσεις της ενδοχώρας της Ανατολής.


Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah