ΟΙ ΜΑΤΣΟΥΚΑΤΕΣ.

Δευτέρα 1 Οκτωβρίου 2018

Όταν ο σουλτάνος πήρε την Τραπεζούντα, πολλοί από τους χριστιανούς κατέφυγαν στα βουνά. Ύστερα από λίγο έκαμαν την απόφαση να κατεβούν με τους άλλους βουνίσιους, να πάρουν πάλι την πόλη. Άρματα δεν είχαν, παρά μόνο ματσούκες κι αξίνες. Το σχέδιό τους ήταν να μπουν στην πόλη και να χτυπήσουν τους Τούρκους την Παρασκευή το μεσημέρι, την ώρα που όλοι τους θα ήσαν μαζεμένοι στα τζαμιά.
Όπως αποφάσισαν έκαμαν, και το σχέδιό τους επέτυχε. Αλλ’ ήρθαν έπειτα μεγάλο πλήθος Τούρκοι καλά αρματωμένοι και τους ενίκησαν. Άλλοι από τους χριστιανούς σκοτώθηκαν στον πόλεμο, και τους άλλους τους έπιασαν ζωντανούς. Όλους αυτούς τους πήραν και τους έσφαξαν έξω από τα τείχη, σ’ ένα μέρος που το λεν από τότε Κιαούρ Μεϊντάνι, δηλαδή Πλατεία των Απίστων. Και το μέρος αυτό οι Τούρκοι το εθεωρούσαν καταραμένο και το είχαν αφημένο έρημο, ενώ γύρω ήσαν όλα τα μέρη χτισμένα  και δεν πάνε πολλά χρόνια που άρχισαν να χτίζουν κι εκεί, και έχτισαν πρώτα εργαστήρια, ύστερα λουτρό, ύστερα τελωνείο και άλλα χτίρια.
Από τότε είχαν συνήθεια οι Τούρκοι, κάθε Παρασκευή μεσημέρι, να σφαλούν τις πόρτες του κάστρου, και μόνο τώρα, στα ύστερα, έπαψαν να τις σφαλούν. Και την πόρτα εκείνη που μπήκαν οι χριστιανοί, την έχτισαν και είναι ακόμη ως τα σήμερα χτισμένη.
Από τις ματσούκες που είχαν οι βουνίσιοι, ονομάσθη και η χώρα των Ματσούκα*.


Νικολάου Γ. Πολίτη
Μελέται, περί του βίου και της γλώσσης του ελληνικού λαού Παραδόσεις






*ραβδί από χοντρό ξύλο, σαν μαγκούρα, για να στηρίζεται κάποιος αλλά και για να χτυπάει.
 Κάτι μακρύ και δυνητικά επικίνδυνο, πάντως άκομψο και άχρηστο και αναλογικά, μεγάλο.

Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah