Ξεριζωμός των Ποντίων του Καρς (μαρτυρία Σίμου Λιανίδη) Μέρος 2ο

Κυριακή 21 Οκτωβρίου 2018

Κι από τότε, μέχρι να φύγουν εκείνοι οι Καρσλήδες για το Βατούμ, η οικογένεια μας απέκτησε κι άλλη κόρη, τη Ραχήλη, κι ο πατέρας μου συντηρούσε κι άλλη οικογένεια, του Παύλου Τσαλικίδη, κι η μητέρα μου εξασκούσε το Χριστιανισμό της τον ιδιότυπο, βοηθώντας, όσο μπορούσε, τους δυστυχισμένους του δυστυχισμένου εκείνου κοπαδιού των αδελφών μας, που πήραν το δρόμο της προσφυγιάς.
ΑΠΟ ΤΗΝ άλλη μέρα η οικογένειά μας απόκτησε κι άλλο μέλος κι εγώ κι άλλη αδελφή.
Η μητέρα μου την πήγε στην αγορά και της πήρε παπούτσια, κάλτσες, κορδέλες και αγόρασε ωραία υφάσματα για να της ράψει φουστανάκια. Εκείνη έδινε εντύπωση ευχαριστημένης, όμως παρόλα αυτά, τις πρώτες μέρες, κάπου-κάπου έβλεπες κόκκινα τα ματάκια της, δείγμα πως έκλαιγε κρυφά τη νύχτα στο κρεβατάκι της. Θυμόταν ασφαλώς τους δικούς της.
Όμως σιγά-σιγά γαλήνεψε.
Σιγά-σιγά και πιο πολύ μας συνήθιζε και μας αγαπούσε.
Αποκαλούσε πια τη γιαγιά μας τη Ζωή "Καλομάνα Ζώη", τη μητέρα μου "Μάνα Ευρύκλη", τον αδελφό μου το Θεόφιλο "Πάσια Θεοφίλ" ( αδελφέ Θεόφιλε), τις αδελφές μου "πάτση Μάρια" ( αδελφή Μαρία), "πάτση Ουράνια" ( αδελφή Ουρανία) κι εμένα δεν ξέρω πως της ήρθε και μ’ αποκαλούσε 'Τούμπαρε Συμίων" (  κουμπάρε Σίμο).
Γούμπαρε από δω, γούμπαρε από ’κει, κινδύνευε να μου κολλήσει το γούμπαρε αυτό σαν παρατσούκλι ανάμεσα στα γειτονόπουλα.
Με τις αδελφές μου και τα κοριτσάκια της γειτονιάς έπαιζε το παιχνίδι "κορνακότ’ς" ή "λίντσια" ( κουτσό ή πεντόβολα) και με μένα πηγαίναμε στα θελήματα, που μας έστελνε η μητέρα μου, κρατώντας χεράκι-χεράκι και χοροπηδώντας σαν σπουργιτάκια.
Πόσο χαιρόμουν τότε! Την αγαπούσα αληθινά τη Ραχήλη.
Έμαθε σύντομα και έστρωνε το βράδυ το κρεβατάκι της, το τακτοποιούσε το πρωί, και έκανε όμορφα και μετρημένα κάθε δουλειά.
Να λελεύ’σε η "Καλομάνα η Ζωή", έλεγε η γιαγιά μου, κορίτσι-μ νοικούρ’κον και χιλεπρόκοφτον.
Εκεί όμως που χαιρόσουν τη Ραχήλη ήταν όταν η μητέρα μου έβαζε μπουγάδα.
Έπαιρνε κι αυτή, σε μια γωνιά της αυλής, "έναν μικρόν σκαφιδόπον" ( μια μικρούλα σκάφη) και έπλενε τα ρουχαλάκια της. Ύστερα κρατώντας στο στόμα της ένα-ένα μανταλάκι, τεντωνόταν να φτάσει το σκοινί, κι εκεί κρεμούσε τα πλυμένα της σαν πολύπειρη νοικοκυρούλα. Η μητέρα μου τέτοιες στιγμές χαιρόταν το παιδευμένο ποντιόπουλο και διαπίστωνε έμμεσα τη νοικοκυροσύνη και της μάνας της Ραχήλης.
Μερικές φορές πήγαινε με τη γιαγιά μου τη Ζωή προς τη Φέρμα, για την οποία μιλήσαμε στα προηγούμενα, να βοσκήσουν την αγελάδα της γιαγιάς. Όταν γυρνούσε, η Ραχήλη προπορευόταν, ενώ κρατούσε το σκοινί της αγελάδας με το δεξί, κι η γιαγιά ακολουθούσε με μπλεγμένα πίσω στη μέση τα χέρια και σκυφτή και προχωρούσε κι αυτή. Στο άλλο χέρι, στ’ αριστερό της, πάντα βέβαια η Ραχήλη κρατούσε κι ένα μάτσο αγριολούλουδα που μάζευε δώρο για τη "Μάνα Ευρύκλη" της. Τι όμορφο αγροτικό σύμπλεγμα! Ήταν εικόνα χάρμα. Κι έλεγε η Ραχήλη στη μητέρα μου, σαν της έδινε τα αγριολούλουδα, όταν φτάνανε στο σπίτι.
Κουταΐς
Μάνα Ευρύκλη, έγκα σε τσιτσιάκια. Τσατίνια ετοπλάεψα’τα. Αδακές τα ραχία μουν τσιτσιάκια κι έχ’νε. Να έλεπες σ’ εμέτερον το χωρίον σο Γαρς. Τα ραχία μουν τσιτσιακοκεντημένα έσον.
Νάξερες και πόσον ερωθύμεσα το χωρίον έμουν!
Ο ταήμ ο Αβράμ’ς ο α’λφόν τη κυρού μ’, λέει.
Α ιεύ’νε τα καιρούς και ξαν α κλώσκουμες οπίσ’ σα μέρια ’μουν. Έσυ, Μάνα Ευρύκλη, ίνανεύ’ς α.
Ντ’ έξερω, γιάβρι μ’.
Ο κύρη μου κι ινανεύει,α. Σην Ελλάδαν λέει, και στέκ’.
Μοναχόν σην Ελλάδαν θα ευρίκουμ’ την ζωήν έμουν. Όσον πόσον θα ζούμε με τον φόβον τη Τούρκονος;
Άμαν εγώ ντ’ έχασα με τ’ αοίκα; Ατά ειν’ τρανοιδίων δουλείας. Λέγω το τογρίν;
Ναι, γιαβρόπο μ’. Καλά λες. Ατά είναι τοι τρανοιδίων και τοι  Βασιλιαντίων  δουλείας. Εσύ, πουλόπο μ’, χαρ’, παίξον και χόρεψον. Ασ’ τα νουνίγματα.
Κι έτσι, πραγματικά, χαιρόταν, έπαιζε και χοροπηδούσε όλη μέρα, σαν ζαρκαδάκι, η Ραχήλη μαζί μας και μας διασκέδαζε και με τις λέξεις που χρησιμοποιούσε στην ομιλία της. Ήταν οι ιδιωματισμοί του Καρσλήδικου ιδιώματος που μιλούσε.
Νέτση Μάρια, έλεγε στην αδελφή μου τη Μαρίκα, νέτση Ουράνια, στην Ουρανία. Εγρωνίζω, οτουρβαδύ, σάχποσον, το κομέλ, η κομεchία και άλλες ήταν λέξεις της που μας έκαναν να γελάμε.
Νέτση εσήμαινε "καλέ", οτουρβαδύ = το βράδυ, σάχποσον = δώστου χαστούκι, το κομέλ = το βουβάλι, η κομεchία = η βουβάλα, εγρωνίζω = το γνωρίζω με αναγραμματισμό, έσον = ήσαν, του ουδάρ’ = η ουρά κλπ. κλπ.
Κι όταν τάλεγε αυτά κι εμείς γελούσαμε, η γιαγιά η Ζωή, πιστή θεματοφύλακας της γλωσσικής παράδοσης, επενέβαινε.
Ντο γελάτεν το χάταλον, κουτάβια; Την γλώσσαν αθε καλατσεύ. Χόσ εμέν πα περιπαίζετεν ντο λέω "Εις Εβραίος" Εις, ατό εν’ το σωστόν.
Και πράγματι γελούσαμε πολλές φορές όταν η γιαγιά μας η Ζωή, γριά τότε, καθαρόαιμη Σαντέτσα, έλεγε κανένα ασυνήθιστο μεν ορθότατο παραδοσιακό δε.
Οι νέες γενιές πάντα ειρωνεύονται τις παλιές βέβαια. Όμως εδώ γελούσαμε και με τα καρσλήδικα της Ραχήλης κι ας ήταν και συνομήλική μας. Μια μέρα πάλι, σαν γυρίσανε με τη γιαγιά από τη βοσκή της αγελάδας της γιαγιάς, η Ραχήλη πήρε το σκεύος να αρμέξει αυτή .
Γιοκ, γουρπάντς Ραχήλη, της είπε η γιαγιά. Ακομάν μικρέσσα είσαι. Κι επορείς.
Γιοκ, Καλομάνα Ζώη. Σο χωρίον εγώ έλμεγα την κομεchίαν έμουν. Η μάνα μ’ κι επρόφτανεν σ’ όλια τα δουλείας.
Το βράδυ, σαν γύριζε απ’ το φούρνο ο πατέρας μου, η Ραχήλη έτρεχε, του έφερνε τις παντόφλες του, έσκυβε, του φιλούσε το χέρι και του έλεγε σεμνά και όμορφα.
Καλησπέρα, τάη. Ορίστε τα παντόφλια σ’.
Καλησπέρα, το κορίτσιμ, της απαντούσε ο πατέρας. Ντ’ έφτας, πούλι-μ;
Κι η Ραχήλη ντρεπόταν να μιλήσει παραπάνω. Έβαζε κάτω το κεφάλι και στεκόταν εκεί κοντά σεμνή κι αμίλητη, όπως όριζαν τα συνήθεια τα τοτινά.
Κάπου-κάπου η μητέρα μου έντυνε με τα καλά της τη Ραχήλη, έπαιρνε γεμάτη την απαραίτητη καρζίγκα, κι οι τρεις μας, αυτές κι εγώ, πηγαίναμε στην Κάζαρμα να δει η Ραχήλη τη μάνα και τ’ αδελφάκια της. Εφοδίαζε βέβαια η μητέρα μου τη Ραχήλη και με δωράκια για τ’ αδελφάκια της, κουλουράκια, χουρμάδες, κισμίσια κλπ. Στο μεταξύ βέβαια ο πατέρας μου φρόντισε να εφοδιάσει τον Τσιαλίκ, τον πατέρα της Ραχήλης μ’ ένα κασέλι, βούρτσες, μπογιές και κατηφέδες και τον εγκατέστησε σε μια γωνιά της πλατείας της πόλεως να κάνει "τσίστι" ( λούστρο). Έτσι τα οικονομικά της φαμέλιας βελτιώθηκαν αρκετά. Έτσι περνούσαν οι μέρες κι η Ραχήλη έφτασε να γίνει πια αναπόσπαστο μέλος της οικογένειάς μας, αγαπητό και απαραίτητο.
Αν καμιά φορά, όταν πήγαινε να επισκεφτεί τη μάνα, τον πατέρα και τ’ αδελφάκια της στην Κάζαρμα, έμενε και κοιμόταν εκεί, το σπίτι μας λες και άδειαζε. Όλοι αισθανόμασταν την απουσία της.
Μερικοί, ίσως θα νομίσατε από την πρώτη στιγμή, πως η μητέρα μου πήρε στο σπίτι τη Ραχήλη για υπηρέτρια.
Ήδη όμως θα το καταλάβατε πως όχι.
Καλόκαρδη, πονόψυχη, ελεημονετικιά και χαροκαμένη καθώς ήταν η μητέρα μου, δεν μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο. Απλούστατα πήρε το καημένο εκείνο κοριτσάκι να το γλιτώσει από την πείνα και τα βάσανα των μαύρων εκείνων ημερών αλλά και για ψυχικό για την ψυχή του σκοτωμένου παιδιού της. Ο πόνος της μάνας έβρισκε παρηγοριά σ’ ό,τι έργο αγάπης και βοήθειας σε δυστυχισμένα πλάσματα.
Γι’ αυτό και ποτέ δεν έβαζε τη Ραχήλη να κάνει οποιαδήποτε δουλειά. Η Ραχήλη ήταν λεύτερο πουλί να πετάει και να χαίρεται. Κανείς δεν τολμούσε να της κάνει την παραμικρή παρατήρηση, σύσταση ή έλεγχο. Ήταν αρχόντισσα η Ραχήλη, ήταν η αγάπη κι η φροντίδα της οικογένειας. Άλλωστε το άξιζε, όπως το είδαμε στα παραπάνω.
Μα κι εκείνη το καταλάβαινε και, μέρα με τη μέρα, μας αγαπούσε πιο πολύ και κάθε μέρα γινόταν περισσότερο μέλος της οικογένειας. Θάφτανε λες στιγμή που να μη θέλει πια να γυρίσει στους δικούς της; Να μείνει πια για πάντα κοντά μας μέλος και αγάπη μας; Μπορεί.
Δημιουργήθηκε δεσμός αγάπης απ’ τη μια και ευγνωμοσύνης από την άλλη, που τέτοιος δεσμός γίνεται άρρηκτος όταν δημιουργείται σε ώρες δυστυχίας. Κι οι μέρες κι ώρες ήταν τέτοιες.
Μερικές φορές, το καλό μας το κορίτσι η Ραχήλη, καθόταν κατάχαμα στα στρωσίδια της κάμαρης, κούρνιαζε με το κεφάλι στα γόνατα της γιαγιάς της Ζωής και το βλέμμα έμενε απλανές και ονειροπαρμένο. Ποιος ξέρει πού πλανιόταν με τη φαντασία της;
Λες σε κανένα λιβάδι του χωριού της, όπου με άλλα παιδιά, αγόρια και κορίτσια του χωριού, βόσκανε τα βουβάλια και τις βουβάλες τους;
Ποιος ξέρει;
Η φαντασία είναι το πιο αδέσμευτο πράμα και κανείς δεν μπορεί ούτε να την δεσμεύσει ούτε να συλλάβει τα οράματά της πάντοτε, και πιο πολύ μάλιστα όταν είναι οράματα νοσταλγίας. ·
Κι η μικρή Ραχήλη, το ξενοπέταχτο τούτο πουλάκι, έπλεε φαίνεται στον ονειρεμένο κόσμο της παιδικής νοσταλγίας. Και τον ζούσε.
Καημένη Ραχήλη, όταν τα λουλουδάκια ξεριζώνονται και μεταφυτεύονται αλλού, πάντα νοσταλγούν το χρυσό ήλιο και τη γλυκιά δροσούλα της πρωτινής τους γης! Έτσι κι εσύ ασφαλώς.
Έτσι περνούσαν οι μέρες, έτσι πέρασαν οι μήνες κι ήρθε και το τέλος της όμορφης τούτης παρένθεσης της οικογενειακής μας ζωής. Πάντα τα όμορφα τελειώνουν γλήγορα.
Βατούμ
Ένα βράδυ ήρθε ο πατέρας απ’ το φούρνο του και μας είπε το μαντάτο.
Αύριο θάρθει ο Τσιαλίκ’ς να πάρει τη Ραχήλη. Μεθαύριο πρωί οι Καρσλήδες της Κάζαρμας φεύγουν για το Βατούμ. Έφτασε στο λιμάνι καράβι ειδικά γι’ αυτούς, με το οποίο φεύγουν για την Ελλάδα. Ετοιμάστε το παιδί.
Μελαγχολία και λύπη βασίλευε στο σπίτι. Χάνομε τη Ραχήλη μας! Το πουλάκι της χαράς και της αγάπης μας μας αφήνει. Τι κρίμα! Οι αδελφές μου δάκρυσαν. Η γιαγιά η Ζωή, η μητέρα μου, στεναχωρέθηκαν. Η Ραχήλη έκλαιε. Εγώ κρατούσα το χέρι της και δεν ήθελα να τ’ αφήσω. Με πονούσε ο χωρισμός. Ο χωρισμός κι ο πόνος μιας παιδικής συμπάθειας και αγάπης.
Την επομένη ετοιμάσανε τη Ραχήλη, τα ρουχαλάκια της, κι ότι άλλο θα της έδινε η μητέρα. Κάναν κάθε άλλη συμπληρωματική προετοιμασία και, την μεθεπομένη, πρωί-πρωί, κινήσαμε όλοι μας η μητέρα μου, οι αδελφές μου, η Ραχήλη κι εγώ για την Κάζαρμα. Την κρατήσαμε μέχρι την τελευταία μέρα. Η γιαγιά η Ζωή πάνω στην εξώπορτα έσκυψε και φίλησε τη Ραχήλη. Εκείνη έσκυψε και της φίλησε το χέρι.
Ατίο, Καλομάνα Ζωή, είπε το κοριτσάκι, η Ραχήλη μας.
Ατίο. Σο καλόν, πούλι-μ, μουρμούρισε κι η γιαγιά. Χαιρέτα με τον κύρη σ’ και τη μάνα σ’. Άιτς πούλι-μ σο καλόν.
Είπε και φύγαμε.
Στην Κάζαρμα, που φτάσαμε, ήταν τα πάντα ανάστατα. Κάρα φορτωμένα με λογής-λογής στρωματικά, σκεύη, φτωχοέπιπλα. Ζεμένα βόδια, βουβάλια, άλογα. Άνδρες, γυναίκες με μπόγους στα χέρια, γριές φορτωμένες δέματα στις πλάτες. Ζώα, γαϊδούρια, άλογα που χριμίτιζαν, σκυλιά, πρόβατα, αγελάδες, όλο το βιός και τα υπάρχοντα των δύστυχων Καρσλήδων που ξεκινούσαν.
Οι γονείς της Ραχήλης μας περίμεναν. Ήταν έτοιμοι κι αυτοί σαν όλους και μας πήραν τη Ραχήλη. Μπήκε κι αυτή στο κοπάδι της πορείας. Ευχαρίστησαν τη μητέρα μου κι εμάς για ότι κάναμε για τη Ραχήλη. Και τότε ακούστηκαν νταούλια και ζουρνάδες κι ένας άντρας, ανεβασμένος πάνω σ’ ένα κάρο, βροντοφώναξε.
Ε πατριώτ’! Έτοιμοι. Αχπαστέστεν. Ο Θεός βοηθός. Άιτε αχπαστέστεν. Θα πάμε σο Πάτομ κι επεκεί σην Ελλάδαν την πατρίδα εμουν. Λαλέστεν. Λαλέστεν τ’ αραπάδας.
Στην κεφαλή της ετοιμοκίνητης φάλαγγας ένας κάτασπρος γέρος παπάς έκανε το σημείο του σταυρού στον αέρα με το σταυρό που κρατούσε.
Ο Θεός βοηθός, είπε, και έδωσε την εκκίνηση. Κι όλο εκείνο το πολύχρωμο και πολύψυχο ασκέρι κίνησε. Κι εμείς εκεί παράστρατα ακίνητοι και σιωπηλοί περιμέναμε. Και πέρασε κι η οικογένεια του Τσαλίκ’ και πέρασε κι η Ραχήλη και σε λίγο χάθηκαν στο βάθος του δρόμου, μέσα σε μια πυκνή σκόνη, που έκρυβε σιγά-σιγά τη φάλαγγα των δυστυχισμένων οδοιπόρων. Η Ραχήλη έφυγε, πάει!
Και θα πίστευε κανείς πως έτσι τελειώνει η ιστορία της Ραχήλης. Κι όμως για δες πως έχει η μοίρα γυρίσματα και πως τα φέρνουν οι καιροί!

 Λοιπόν βρισκόμαστε στο 1941, στον καιρό της μεγάλης κατοχικής πείνας. Σ’ ένα χωριό της Νιγρίτας της Μακεδονίας, Μαυροθάλασσα νομίζω το λένε, ζουν πρόσφυγες Καρσλήδες που κόνεψαν εδώ στα 1922.
Είναι αγρότες εργατικοί και φιλοπρόοδοι, που δημιούργησαν τα νοικοκυριά τους, τα σπίτια, τα χωράφια, τα ζευγάρια, τους σταύλους, τους αχερώνες τους.
Τα χωράφια τους είναι εύφορα κι η παραγωγή τους, είτε σε καπνό είτε σε σιτηρά, καλή.
Τ ’ αμπάρια τους πάντα γεμάτα καρπό, τ’ αράνια ( ειδικά κτίρια καπνοσυλλογής) τους πλούσια στο χρυσό φύλλο, στους σταύλους πολλά τα ζα, τα σπίτια τους καλοχτισμένα καθαρά και όμορφα.
Είπαμε πως είμαστε στα 1941 στον καιρό της κατοχικής μεγάλης πείνας. Είναι αρχές χειμώνα κι ο χειμώνας, φαίνεται, θάναι βαρύς.
Στο χωριό, στη Μαυροθάλασσα, κάθε μέρα φτάνουν - όπως σ’ όλα τα χωριά της Μακεδονίας - διάφοροι άνθρωποι από τις πολιτείες φορτωμένοι με κάτι, που φέρνουν να δώσουν στους αγρότες και να πάρουν λίγο σιτάρι ή καλαμπόκι ή ότι άλλο για να χορτάσουν, αν ήταν δυνατόν, για λίγο την πείνα της φαμίλιας τους, να σώσουν τα μωρά τους απ’ το θάνατο.
Ημέρες τραγωδίας.
Έτσι ένα απόγευμα ένας ψιλόλιγνος γέρος, με μια τραγιάσκα στο κεφάλι κι ένα τριμμένο παλτό στο κορμί κι ένα δέμα στην πλάτη, φτάνει στο χωριό Μαυροθάλασσα.
Έχει μέσα στο δέμα λίγο αλάτι, σαπούνια, μερικά κουτιά σπίρτα, λίγα κουτιά παστές σαρδέλες.
Μπαίνει στο καφενείο του χωριού, κάθεται σε μια γωνιά και κοιτάζει γύρω του τους θαμώνες λυπημένα, κουρασμένα, παραπονεμένα.
Έχω λίγες παστές σαρδέλες, σπίρτα, αλάτι, σαπούνι. Μήπως θέλει κανείς πατριώτης να πάρει κάτι απ’ αυτά με στάρι ή καλαμπόκι για πληρωμή να πάω στην οικογένειά μου που πεινάει; λέει στους θαμώνες αγρότες.
Ευχαριστούμε πατριώτη, λέει κάποιος χωρικός. Είναι τόσοι πολλοί αυτοί που φέρνουν του κόσμου τα πράγματα στο χωριό. Τι να πρωτοπάρουμε; Άλλωστε με το δώσε-δώσε κοντεύουν ν’ αδειάσουν τ’ αμπάρια μας και σύντομα κι εμείς θα πεινάσουμε.
Καλά. Τι να κάνουμε; Έχετε κι εσείς δίκαιο. Μα τι να κάνουμε κι εμείς; Πεινάμε.
Και δεν μου λες, πατριώτη, λέει ένας γέρος αγρότης, κοντεύει να νυχτώσει. Πού θα κοιμηθείς απόψε; Θέλεις νάρθεις στο σπίτι μου;
Ξέρω κι εγώ; Θα ξημερωθώ εδώ, πάνω στις καρέκλες, αν μ’ αφήσει ο καφετζής. Σ’ ευχαριστώ για το σπίτι σου.
Άκου, πατριώτη, ξεπετάχτηκε ένας εικοσιπεντάρης αγρότης, ένα μελαχροινό λεβεντόπαιδο. Πόντιοι πρόσφυγες είμαστε. Ξέρομε από βάσανα και πείνα. Τα ’ζήσαν οι γονείς μας και τα ζήσαμε κι εμείς με τις διηγήσεις τους. Δεν σ’ αφήνω σε κανέναν. Μαζί μου θάρθεις και στο σπίτι μας θα φιλοξενηθείς. Τόχει μεράκι η μάνα μου να φιλοξενεί τους ξένους που δυστυχούν. Σήκω. Έλα, καλέ μου. Απόψε είσαι δικός μου φιλοξενούμενος. Μπρος πάμε.
Είπε και ξεκίνησαν:
Έφτασαν σ’ ένα ευκατάστατο - φαινόταν - χωριάτικο διώροφο σπίτι, με τη μάντρα, τον αχερώνα, τον σταύλο του. Στην αυλή ένα τετράχρονο κάρο. Παραπέρα το κοτέτσι και δίπλα μία στοίβα χοντρά κομμένα ξύλα, έτοιμα για τη σόμπα.
Ε μάνα, φώναξε ο εικοσιπεντάρης αγρότης. Άνοιξε. Απόψε έχομε έναν καινούριο φιλοξενούμενο.
Ελάτεν, ρίζα μ’, ακούστηκε μια γυναικεία φωνή κι άνοιξε η πόρτα.
Μπήκαν μέσα. Ήταν μια νοικοκυρά με το σεμνό μαύρο φουστάνι της, την φοτάν ( ποδιά), το λετσέκ’ (κεφαλόδεσμο) δεμένο καρσλήδικα στο κεφάλι, έτσι που να σκεπάζει το στόμα και το υπόλοιπο πρόσωπο εκτός από τα μάτια.
Καλώς ώρισετεν.
Ο ψιλόλιγνος γέρος κάθησε σε μια γωνιά αμίλητος. Η ζεστασιά της αναμμένης σόμπας ήταν' γλυκιά κι ο γέρος μας κρύωνε.
Από πού είσαι, πατριώτη; ρώτησε η γυναίκα.
Πόντιος απ’ τη Θεσσαλονίκη, απ’ την Καλαμαριά.
Απ’ την Καλαμαρία; ρώτησε με ζωηρό ενδιαφέρον η γυναίκα.
Ναι.
Απ’ την Καλαμαριά, το λιμάνι της προσφυγιάς. Και ποιος δεν πέρασε από ’κει;
Ναι, κυρά μου.
Καλαμαριά 1950
Ε και τι να πω; και πώς να το πω και τι να ρωτήσω; Κουράστηκα χρόνια τώρα να ρωτώ.
Μήπως έχεις κανέναν χαμένον μέσ’ στη θύελλα της προσφυγιάς και ψάχνεις να βρεις κάτι γι’ αυτόν; Μήπως τους γονείς σου, μήπως αδελφό, μήπως συγγενή;
Τι να πω και τι μπορεί να ξέρεις.
Ε ό,τι ξέρω θα σου πω: Ρώτα με.
Να σου πω και να σ’ ερωτήσω κάτι. Ακόμη καλά-καλά ούτε καλώς ώρισες δεν σου είπα και βάλθηκα να σ’ ερωτώ, όμως πες μου, σε παρακαλώ, μήπως, μήπως εκεί, στην Καλαμαριά, γνώρισες ή άκουσες κάτι για κάποιον Φωκίων Λιανίδη, Σαντέτεν, που είχε φούρνο στο Κουταΐς της Γρούζιας; Μπορεί βέβαια και να πέθανε κι αυτός κι η οικογένειά του στα μαύρα χρόνια της προσφυγιάς, του τύφου και της Κ'αραντίνας στα τσιατήρια (στις σκηνές) της Καλαμαριάς. Μπορεί ακόμη και να μην ήρθε στην Ελλάδα και να έμεινε εκεί, στο Κουταΐς, στη Γρούζια. Τι να πω; Πάντως εγώ προσπαθώ να μάθω κάτι και γι’ αυτόν και για τα μέλη της οικογένειάς του.
Ο ψιλόλιγνος γέρος ταράχτηκε και παρατηρούσε επίμονα και συνεχώς τη γυναίκα μέσ’ στα μάτια, προσπαθούσε από τις χειρονομίες της, τη φωνή της, να αναγνωρίσει κάποια που υποπτεύτηκε. Ξαφνικά βεβαιώθηκε φαίνεται και ρώτησε.
Και πού τον ξέρεις, κοδέσπαινα, εσύ τον Φωκίων αυτόν;
Ε θείο, έχω ιστορίαν εγώ με τον Φωκίων και την οικογένειά του.
Ο γέρος την κοίταξε πάλι ερευνητικά και μέσα σε κείνα τα μάτια γνώρισε πως η γυναίκα ήταν αυτή που υποψιαζόταν και είπε συγκινημένος.
Εγώ είμαι κορίτσι-μ Ραχήλη, ο Φωκίων.
Τάη, τάη να ποδεδίζω σε, είπε η Ραχήλη κι έπεσε στην αγκαλιά του.
Ο νεαρός μελαχροινός εικοσιπεντάχρονος αγρότης, γιος της Ραχήλης, έμεινε κατάπληκτος και συγκινημένος. Τους κοίταζε και δάκρυσε.
Αυτά είναι της μοίρας τα γυρίσματα! Τέτοια είναι η ζωή!
"Βουνό με βουνό δε σμίγει", λέει ο σοφός λαός.
Έστρωσε ύστερα η Ραχήλη πλούσιο τραπέζι, έφαγαν κι έμειναν ως αργά, πέρα από τα μεσάνυχτα, να διηγούνται τις περιπέτειές τους στα χρόνια της προσφυγιάς, την εγκατάστασή τους στο νέο τόπο τους, την ιστορία των μελών των οικογενειών τους και συγκινημένοι έπεσαν να κοιμηθούν, αν μπόρεσαν να κοιμηθούν.
Την άλλη μέρα η Ραχήλη κι ο γιος της ετοίμασαν ένα φορτίο του κόσμου τα καλά, στάρι, καλαμπόκι, τραχανά, φασόλια, τυριά, κοτόπουλα κι ό,τι άλλο είχε και δεν είχε το πλούσιο κελάρι του σπιτιού.
Ο γιος τα φόρτωσε στο άλογο και κίνησαν για την Καλαμαριά για το σπίτι του ψιλόλιγνου γέρου που είχε κάποτε φούρνο στο Κουταΐς, στη Γρούζια.
Σαν έφτασαν κι έμαθε τα θαυμαστά μαντάτα η κυρά-Ευρύκλη, έκλαψε η καημένη κι αυτή από συγκίνηση, σταυροκοπήθηκε, θυμήθηκε το χαριτωμένο κοριτσάκι του Γαρς, τη Ραχήλη την ομορφούλα και είπε επιγραμματικά.
Καλά λέει ο λόγος πως "Κανενός το ψωμίν ση χώρας την κοιλίαν ’κι απομέν’". Πως: κανενός το ψωμί δε μένει στην κοιλία του ξένου κόσμου. Έρχεται ώρα που η χάρη ανταποδίδεται, δηλαδή.
Φιλοξένησαν κι αυτοί, ο Φωκίων κι η Ευρύκλη, το γιο της Ραχήλης με χαρά και την άλλη μέρα ο εικοσιπεντάχρονος αγρότης, ο μελαχροινός γιος της Ραχήλης μας, κίνησε για το χωριό του. Καημένη Ραχήλη, τι κάνεις; Ζεις ακόμη στη Μαυροθάλασσα της Νιγρίτας; Αν ζεις, να ξέρεις πως "ο γούμπαρος ο Συμιών'τς" δεν σε ξεχνά, ούτε εσένα, ούτε το Κουταΐς της Γρούζιας.

Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah