Η επιστροφή των "Αργοναυτών" Μέρος 1ο

Κυριακή 21 Οκτωβρίου 2018

* Με το πλοίο "ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ" ήλθαν στην Ελλάδα οι πρώτοι Σανταίοι!!!
Βατούμ- Batumi

Το σπίτι του θείου Αλέκου ήταν κοντά στο "πουχτ" ( λιμάνι), όπου φαινόταν αγκυροβολημένο το ελληνικό φορτηγό πλοίο "ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ" έτοιμο να φορτώσει τους Έλληνες που θά ’φευγαν για την Ελλάδα. Η γαλανόλευκη - τη βλέπαμε - κυμάτιζε στην πρύμνη του.
Η εντολή της Επιτροπής Αποστολής των Ελλήνων έλεγε πως αύριο όλη μέρα το καράβι θα φορτώσει τα τέγκια και την άλλη μέρα από το πρωί θα επιβιβαστούν οι άνθρωποι. Όλοι λοιπόν ήμασταν σε συναγερμό ετοιμότητος.
Τέλειωσαν τα ψέματα, φεύγομε για την Ελλάδα.
Πραγματικά την επομένη από το πρωί άρχισαν να ουρλιάζουν τα βιντζ του πλοίου και τα τέγκια να αιωρούνται στην αρχή στον αέρα κι ύστερα να κατεβαίνουν και να χωνεύονται στα δυο αμπάρια του καραβιού το ένα πίσω στ’ άλλο.
Θέαμα πρωτόγνωρο ήταν οι αγελάδες, που οι Καρσλήδες επέμεναν να τις πάρουν μαζί τους στην Ελλάδα και τελικά δέχτηκε να τις φορτώσει ο πλοίαρχος, αφού βέβαια επεδόθη στο, πρωτόγνωρο για μας, ελληνικό υβρεολόγιο των πάντων και πασών.
Τις έδεναν στις κοιλιές με καταζώστες, όπως στο ιππικό, και τις ανέβαζαν με τα βιντζ ψηλά κι ύστερα τις κατέβαζαν στο κατάστρωμα όπου τις τακτοποιούσαν. Ανέβασαν και φόρτωσαν βέβαια και μερικά "αραπάδας" (κάρα) που μετέφεραν κι αυτά οι Καρσλήδες.
Κόσμος, φωνές, εικόνες, παρατράγουδα στο λιμάνι εκείνη τη μέρα. Την άλλη μέρα πρωί άρχισε η επιβίβαση των ανθρώπων. Τότε ήταν το πανδαιμόνιο.
Γέροντες, γριές, νέοι άντρες, γυναίκες, κοπέλες, μωρά, παπάδες, δάσκαλοι, ένα πλήθος παρδαλό, ένα πλήθος ποικιλώνυμο και ποικιλόχρωμο, ζωντανό, αεικίνητο, αείφωνο σ’ όλα τα ιδιώματα της Ποντιακής διαλέκτου,   βούιζε, έβριζε, έσπρωχνε, διαπληκτίζονταν.
Εδώ κλαίγαν τα μωρά, εκεί μάλωναν για το χώρο που προσπαθούσε να κρατήσει κάθε οικογένεια, στην επιφάνεια των δεμάτων (τέγκια) που οι ναύτες φορτώνοντας φρόντισαν να δώσουν στο φορτίο επίπεδη επιφάνεια για να χρησιμοποιηθεί για την εγκατάσταση των ανθρώπων, αλλού χασκογελούσαν στην απελπισία τους, αλλού σε κάποια γωνιά κάποιος μοναχικός λυράρης έλεγε το τραγούδι του.
Πανδαιμόνιο, χάβρα, βαβυλωνία και πάνω απ’ όλα οι φωνάρες των ναυτών κι οι αξιοθαύμαστες στο περιεχόμενο και στην ποικιλία τους βρισιές του πλοιάρχου.
Κι απ’ την σκάλα όλο κι ανέβαιναν νέοι επιβάτες και στο κεφαλόσκαλο τα μέλη της Επιτροπής Αποστολής των Ελλήνων μετρούσαν κι όλο μετρούσαν τα κεφάλια που ανέβαιναν να ξέρουν πόσους φόρτωσε το καράβι και πόσο κοντά είναι στον αριθμό ασφαλείας των επιβατών.
Κι ανέβαιναν κι ανέβαιναν ώσπου νύχτωσε κι ανέβασαν τη σκάλα του καραβιού οι ναύτες και όλα τέλειωσαν. Το πλοίο φόρτωσε όσο επιτρεπόταν.
Όσοι έμειναν ας περιμένουν. Θά ’ρθει κι άλλο καράβι. Τι πειράζει αν θα τους δέρνει στο ύπαιθρο τ’ αγιάζι του βροχερού Βατούμ και το χιονόνερο του Μάρτη του 1921. Πρόσφυγες είναι αυτοί. Κι αν παγώσουν μερικοί, τι πειράζει;
                                                                             
ΚΙ Η ΝΥΧΤΑ ήρθε. Και το πλοίο ξεκίνησε.
Πρώτη νύχτα αποχωρισμού από την φιλόξενη γη της Γεωργίας κι όλης της Ρωσίας, όπου κυνηγημένοι και αποδεκατισμένοι οι Έλληνες του Πόντου κατέφευγαν, όσες φορές ο φόβος της σφαγής, όπως προ ολίγων ετών, αλώνιζε απαίσιος στη χώρα τους.
Κι απόψε άρχιζε ελπιδοφόρα πορεία και λυτρωτικός τώρα πλους για την Ελλαδική πατρίδα, όπου πίστευαν πως θα σωθούν επιτέλους και, ελεύθεροι πια αυτοί και τα παιδιά τους, θα ζήσουν χωρίς το φόβο της σφαγής, τον φόβο των διωγμών, την ανήλεη απελπισία της εξορίας, κάτω από τις φτερούγες της Πατρίδος.
Καταλάβαιναν και πίστεψαν πως στο μέλλον η επιστροφή στον Πόντο, που ονειρεύονταν, ήταν όνειρο πια. Ο Λύκος δεν εξημερώνεται δυστυχώς.
Και το πλοίο ξεκίνησε.
Όλο εκείνο το δυστυχισμένο ανθρώπινο φορτίο, το ξεθεωμένο από την αγωνία τόσων χρόνων, από την πορεία τόσων δρόμων, από τον συναισθηματιτκό συναγερμό, κουρνιασμένο στα σκοτεινά αμπάρια του πλοίου, που μύριζαν μούχλα και υγρασία, ένα μωσαϊκό οικογενειών, ανθρώπων και ψυχών, ποικίλο και ποικιλώνυμο, όμως Ελληνικό, σφηνώνεται μαζί με το καράβι στη μαύρη σκοτίδα της νύχτας, και το καράβι καταπίνει τα μίλια της ήρεμης, ευτυχώς, θάλασσας του Ευξείνου.
Κάτω, μονότονος ο κρότος των μηχανών, πάνω στην κουβέρτα οι φιγούρες των ναυτών, που κάνουν την βάρδια τους, ενώ τα φανάρια πλεύσης δίνουν το νυσταλέο τους "παρών" στο πλωριό και στο πρυμνιό κατάρτι.
Στ’ αμπάρια, μέσ’ στο μισοσκόταδο, που δίνουν το αμφίβολο φως τους τα κρεμασμένα στο ταβάνι γκαζοφάναρα, οι γέροντες ξάγρυπνοι μέσα σ’ ένα στροβιλλισμό σκέψεων, αμφιβολιών, ελπίδων για τη νέα ζωή, που ανοίγεται μπροστά τους, ελπίζουν, αμφιβάλλουν, πιστεύουν, ξαγρυπνούν για όσα άφησαν και αφήνουν τώρα πίσω τους, για το άγνωστο που τους περιμένει, μα και κρυφοχαίρονται για τη χαρά της νέας ζωής, κυρίως των παιδιών τους, στη χώρα της προγονικής γης.
Εκεί κάτω και τα νιάτα, νιοι και νιες, με την προσδοκία μιας ελεύθερης ζωής, εύθυμα κι ανέμελα, όπως παντού και πάντα είναι τα νιάτα, από εσωτερική βιολογική παρόρμηση, κοιμούνται.
Τα παιδάκια κοιμούνται κι αυτά στην αγκαλιά των μανάδων τους αγγελικά ωραία και γαληνεμένα, γιατί έχουν ακόμα χρονικό τράτο να ωριμάσουν μέχρι να τα τυλίξουν οι έγνοιες της ζωής.
Και το καράβι πλέει μέσα στη νύχτα κι οι στοιβαγμένες στ’ αμπάρια ψυχές ταλαντεύονται ανάμεσα στου ύπνου τη γλυκιά έλευση ή του λογισμού την τυραννική εγρήγορση.
Και οι ώρες περνούν και τα κύματα σκίζονται απαλά και το πλοίο προχωρεί στην υγρή της Ευξείνου Μαύρης θάλασσας λεωφόρο και το ανθρώπινο κοπάδι πορεύεται το ταξίδι της επιστροφής στη γη της Ελλάδος, απ’ τις ακτές και τη χώρα της Κολχίδας όπως και του Πόντου αργότερα, όπου οδήγησε τους προγόνους τους η "Αργώ" και
ύστερα από αιώνες ζωής προγόνων και επιγόνων - επιστρέφουν τώρα οι επίγονοι στην πατρίδα γη. Είναι ώρες ιστορικές. Το νιώθεις. Το βλέπεις. Είναι η Επιστροφή των Αργοναυτών.
Και το καράβι πλέει κι η νύχτα προχωρεί.
                                                                           
ΚΑΙ ΣΑΝ χαράξει η Ανατολή, εκεί στο βάθος του ορίζοντα να! Εκεί, θολά στην αρχή, πιο καθαρά ύστερα, τα βουνά του Πόντου.
Βουνά κατάφυτα, παραλίες όμορφες, μέσα στην πλούσια βλάστηση της χώρας.
Είναι η γη του Πόντου η πανέμορφη, η αγαπημένη γη.
Εκεί τώρα μένουν πολιτείες ιστορικές, χωριά καμένα, σπίτια έρημα, τάφοι προγόνων, βουνά ελατόσπαρτα, κάμποι καρπίσιοι, λιμάνια γαληνά, ακρογιαλιές όμορφες, χωρίς τους ανθρώπους τους όμως, χωρίς της λύρας τον κελαϊδισμό, χωρίς τραγούδι, νοτισμένα ακόμα από το δάκρυ ενός λαού ολάκερου, που ξεριζώνεται.
Εκεί είναι η πατρίδα που χάνεται, όμως που δεν θα ξεχαστεί.
Τα πρωινοξυπνημένα γερατειά, γέροι και γριές, με δάκρυα στα μάτια, συναγμένοι στο κατάστρωμα, κοιτάζουν, κοιτάζουν και δεν μιλούν, δεν χορταίνουν.
Στο καλοξημέρωμα, σαν μυρμήγκια ξεχύνεται στο κατάστρωμα παντού, όλο εκείνο το προσφυγομάνι, γέροντες, γριές, μεσοκαιρίτες και μεσοκαιρίτισσες αγόρια, κορίτσια, παιδιά και κοιτάζουν αχόρταγα τη γη της πατρίδας.
Πράσινες, χλοερές ακτές της Τ ραπεζούντας, της Κερασούντας, της Τρίπολης, της Οινόης.
Και το καράβι προχωρεί κι η νύχτα υποχωρεί.
Μόνο σ’ ένα λιμάνι, σταματά. Θα πάρει μερικές οικογένειες.
Τι έγκλημα! Ντροπή γι’ αυτούς που ρυθμίζουν την ζωή των μικρών λαών. Ντροπή τότε, ντροπή και σήμερα, που τα ίδια γίνονται σε βάρος των μικρών. Η ηθική συμβαδίζει με το πλήθος των κανονιών. Τα συνέδρια και οι λόγοι δεν είναι τίποτε άλλο παρά η αχλύς κάλυψης των βουλιμιών.
Ως πότε όμως λαοί; Ντροπή και σε σας και σε μας που έτσι παθητικά δεχόμαστε κάθε φορά τούτο το δράμα. Ντροπή...
Το καράβι σταματά και δένει στο ενδιάμεσο λιμάνι.
Ένα πλήθος ορμά έξαλλο, ωθούμενο και βιαστικό, να μπει στο πλοίο, να ακουμπήσει την σωτηρία.
Τουρκόπουλα μεταξύ των έτοιμων να επιβιβαστούν, σπρώχνουν, διαλαλούν, προτρέπουν, διαφημίζουν το εμπόρευμά τους, που ήρθαν να πουλήσουν στους ταξιδευτάδες που αναχωρούν. Φουντούκια καβουρντισμένα, μήλα, αχλάδια.
Και παραπίσω, στο βάθος, πλήθος Τούρκοι, βουλιμιώντες για αρπαγή και βία, και τζανταρμάδες που κάνουν πως τους συγκρατούν. Η υποκρισία της νομιμότητας κάποτε θεραπεύει τις καταστάσεις.
Μα ποιος κοιτάει τα προσφερόμενα των μικροεμπόρων; Ο αγώνας είναι πώς να μπουν στο πλοίο οι Έλληνες, οι δικοί μας, να σωθούν, να γλιτώσουν από τον φόβο της αρπαγής κοριτσιών ή της διαρπαγής των υπαρχόντων τους.
Σε λίγες ώρες ευτυχώς όλο εκείνο το ανθρωπομάνι, που συνωστίζεται στην σκάλα, το καταπίνει το καράβι στ’ αμπάρια του. Θέμα αδιαχώρητου δεν συζητείται. Και απ’ το φουγάρο του πλοίου ξεπετάγεται ένα κατάμαυρο σύννεφο καπνού, όπου γυμνόστηθοι οι θερμαστές φτυαρίζουν με δύναμη το κάρβουνο στα λεβέτια της μηχανής. Οι τριγμοί της αλυσίδας της άγκυρας ακούγονται και οι πρώτοι παφλασμοί της προπέλας ταράζουν την θάλασσα. Σαλπάρουμε.
Δεν θα πιάσει το καράβι μας σ’ άλλο λιμάνι μαυροθαλασσίτικο, λένε οι ναύτες. Αμήν. Μακριά από Τούρκους και Τουρκαλία.


Σίμος Λιανίδης

Φιλόλογος










Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah