«Η ΙΣΠΑΝΙΑ ΩΣ ΚΡΙΚΟΣ ΜΕΤΑΞΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΙΣΛΑΜ»

Τρίτη 4 Σεπτεμβρίου 2018

Η νότια και η βόρεια Ισπανία κατά τον Μεσαίωνα
Η εξάπλωση του Ισλάμ επηρέασε ολόκληρο το νότιο τόξο του ρωμαϊκού κόσμου: τη Μέση Ανατολή, τη βόρεια Αφρική και μεγάλο μέρος της Ιβηρικής Χερσονήσου. Οι νότιες και ανατολικές περιοχές της Ιβηρικής Χερσονήσου, που κατά την αρχαιότητα είχαν αφομοιωθεί πλήρως από τον πολιτισμό και τον τρόπο ζωής της Ρώμης, παρέμειναν στην ουσία αποκομμένες από τον ρωμαϊκό κόσμο, ενώ το βόρειο τμήμα της, το λιγότερο επηρεασμένο από την Ρώμη, προσπάθησε να διατηρήσει αφ' εαυτού, μετά την αραβική εισβολή, τον ρωμαϊκό του χαρακτήρα.
Ελ Σιντ
Τα διαδοχικά ισλαμικά κύματα του 8ου αιώνα (Βέρβεροι, Άραβες, Σύριοι) ήταν σχεδόν αποκλειστικά στρατιωτικά και καθόλου συγκρίσιμα τόσο σε συχνότητα όσο και σε ένταση προς εκείνα των ασιατικών λαών (Άβαροι, Ούννοι, Πρωτοβούλγαροι, Μαγυάροι) στον βυζαντινό κόσμο. Έτσι, οι μουσουλμάνοι του Χαλιφάτου της Κόρδοβας ήταν στη μεγάλη τους πλειοψηφία είτε εξισλαμισθέντες Ισπανοί είτε απόγονοι Αφρικανού ή ανατολίτη πατέρα και μητέρας σκλάβας από την Ιβηρική Χερσόνησο. 
Αυτό εξηγεί γιατί ο Ελ Σιντ (ισπ. ο Θιδ) ήταν ανεκτικός απέναντι στον ισπανικό ισλαμισμό αλλά αδιάλλακτος απέναντι στον αυστηρό φονταμενταλιστικό "εξαφρικανισμό" που επιχειρούσαν να επιβάλλουν οι Αλμοράβιδες, των οποίων οι επιδρομές στην Ισπανία είναι σύγχρονες με εκείνες των Σελτζούκων στη βυζαντινή Μικρασία. Αυτό το διττό συναίσθημα συνύπαρξης και απώθησης, το οποίο αντανακλάται τόσο παραστατικά στο ποίημα του Μιο Θιδ, έμελλε να συνεχιστεί σε όλη την διάρκεια της ιστορίας μας.
Οι μουσουλμάνοι άρχισαν να συγκεντρώνονται στις νότιες περιοχές της Χερσονήσου καθώς προχωρούσε η Επανάκτηση (Reconnquista), αλλά η μακροχρόνια παρουσία των μουσουλμάνων στην Ισπανία δημιούργησε ένα ειδικό πληθυσμιακό μοντέλο, αυτό των ισπανομουσουλμάνων, που διέφερε κατά πολύ από τον ισλαμικό πληθυσμό της άλλης πλευράς του Στενού του Γιβραλτάρ, και έκανε τους ταξιδιώτες των τελών του 14ου αιώνα -όπως φερ' ειπείν ο Ιμπν Χαλντούν  να παρατηρούν ότι σε πολιτικό επίπεδο επικρατέστερο ήταν το αφρικανικό και ανατολικό στοιχείο στην περιοχή. 
Αυτός ο πυρήνας εξισπανίσθηκε μόνο κατά ένα μικρό μέρος και στην πλειοψηφία του κατέληξε στην εξορία, ενώ η ισπανομουσουλμανική μάζα, που είχε ασπασθεί τον χριστιανισμό στο τέλος της Επανάκτησης, δεν είχε καλύτερη τύχη, εφόσον εξορίστηκε επίσης στις αρχές του 17 ου αιώνα.
Αντίθετα, η βόρεια Ισπανία έμεινε εντελώς εκτός τροχιάς του Ισλάμ από τις αρχές του 11ου αιώνα, και τα ιβηρικά βασίλεια ξεκίνησαν την αναδιάρθρωση των δομών τους σύμφωνα με την πρακτική της υπόλοιπης Ευρωπαϊκής Δύσης. Πρόκειται για τη χρονική στιγμή, την εποχή του Θιδ, κατά την οποία ο κλήρος, οι μοναχοί, οι θεσμοί, ο πολιτισμός και τα ήθη αρχίζουν να εξομοιώνονται με τα αντίστοιχα μοντέλα που διέπουν τον δυτικό Μεσαίωνα. Επιπλέον, από την άλλη πλευρά των Πυρηναίων υπάρχει μια διαρκής ροή ιπποτών, κληρικών, αστών και εποίκων που ενισχύουν την εποίκηση, την οποία οι Καστελιάνοι και οι Λεονέζοι προωθούν προς τον Νότο. 
Κατ' αυτόν τον τρόπο, η Μεσαιωνική Ισπανία προσλαμβάνει τα χαρακτηριστικά, αν και με ελαφρές διαφοροποιήσεις, που παρατηρεί κανείς στη Γαλλία, τη Γαλλία και τη Γερμανία την ίδια περίοδο. Η ουσιαστική διαφορά βρίσκεται στη μόνιμη επαφή με τον ισλαμικό κόσμο, δηλαδή στην ύπαρξη συνόρων που χαρακτηρίζονται από διαρκείς μεταβολές και έντονη κινητικότητα. Η ταυτόχρονη παρουσία δύο Ισπανιών, της χριστιανικής και της μουσουλμανικής, επί περίπου 800 χρόνια, παρήγαγε εξ ορισμού φαινόμενα συμβίωσης και αλληλεπίδρασης μοναδικά στην Ευρώπη.
Ελ Σιντ
Σε αυτό το περιβάλλον γεννιέται η επική και ιστορική φιγούρα του Θιδ, ενός ήρωα που, αντίθετα προς εκείνους του γαλλικού ή του γερμανικού έπους, έχει την δική του ιδιαιτερότητα. Δεν γνωρίζουμε με βεβαιότητα τίποτα για τον Ρολντάν εκτός από το ότι ήταν κόμης της Βρετάνης, ούτε και για τον Ζίγκφριντ ή τον βασιλιά Γκύνθερ, εκτός από το ότι αντιστοιχούν στα ταυτώνυμα πρόσωπα. 
Αντίθετα, η επική φιγούρα του Θιδ, που προβάλλει από όλα τα κείμενα του ποιητικού κύκλου του, συμφωνεί αρκούντως με τα ιστορικά δεδομένα. Από όλα τα χαρακτηριστικά του Θιδ ως επικού ήρωα και ως σύνεση, αυτό που καλύτερα τον προσδιορίζει είναι το αίσθημα της δικαιοσύνης. Όλες οι ιστορικές πηγές (αραβικές, λατινικές, καστελιάνικες) καθώς και η πρωτογενής ποίηση καταδεικνύουν ότι οι πράξεις του Θιδ πηγάζουν από την εξέταση και ανάπτυξη νομικών προβλημάτων. 
Παραδείγματος χάριν, η διαμάχη μεταξύ του Θιδ και του βασιλιά του, του Αλφόνσο ΣΤ', η οποία οδηγεί στην εξορία του πρώτου, δεν θεμελιώνεται σε μια επιθυμία ισχυροποίησης ενός προσωπικού δικαιώματος ή προνομίου, όπως επέβαλλαν τόσοι και τόσοι ευγενείς του Μεσαίωνα στους βασιλείς τους, αλλά βασίζεται στην αντίθεση του Θιδ προς την αυθαίρετη κατάκτηση του θρόνου, και στην επιθυμία του να γίνουν σεβαστοί οι νόμοι της διαδοχής. Από την άλλη πλευρά, στο Ποίημα του Μιο Θιδ, υπάρχει μια σκηνή, μέσα στην αυλή του Τολέδο, όπου ο ήρωας απαιτεί να ξεπλυθεί η προσβολή που έγινε από τους ινφάντες του Καρριόν, αντί να ζητήσει εκδίκηση (τυπικό μοτίβο της επικής ποίησης), αξιώνει μια νόμιμη αποκατάσταση που θα αποφασιστεί ενώπιον του βασιλιά. Αυτή η αξία της δικαιοσύνης, ως οδηγός συμπεριφοράς γίνεται ιδιαίτερα ευδιάκριτη στη σχέση του με τους Άραβες (ουσιαστικά τους Μαυριτανούς). Ο Θιδ θέλει να συμβιώσει με τους ισπανομουσουλμάνους σύμφωνα με το νόμο. Προσπαθεί με κάθε τρόπο να σεβαστεί την θρησκεία τους, την ιδιοκτησία, τους νόμους, τα ήθη και τα έθιμά τους. Ο Θιδ, γνώστης του μουσουλμανικού και του χριστιανικού δικαίου, κρίνει ως κυβερνήτης της πρόσφατα ανακτημένης πόλης Βαλένθια, τις διαφορές των ηττημένων. Είναι άφθονες οι αραβικές μαρτυρίες για την ευθυκρισία του. Αλλά όταν ένα ισπανομουσουλμανικό τμήμα έρχεται σε συμφωνία με τους Αλμοράβιδες του εμίρη Γιούσουφ μπεν Ταξουφίν, ο Θιδ είναι αμείλικτος στον πόλεμο ενάντια στους Αφρικανούς εισβολείς. Όταν αυτοί εκδιώκονται, ο Θιδ παρουσιάζεται πρόθυμος να προσφέρει ξανά στους Βαλενθιάνους μια τίμια συμβίωση αλλά και υπερβολικά σκληρός απέναντι σε πιθανές νέες μηχανορραφίες.
Οι επιπτώσεις της διπλής κατάκτησης της Βαλένθιας και η δημιουργία ενός χριστιανικού πριγκιπάτου με πληθυσμό κυρίως ισπανομουσουλμανικό στα ανατολικά της Ιβηρικής Χερσονήσου υπήρξε, παρά την εφήμερη διάρκειά της, κομβικής σημασίας για την προοπτική της Επανάκτησης (Reconquista). Ας θυμηθούμε ξανά ότι εκείνη την εποχή (τελευταίο τέταρτο του 11 ου αιώνα), το Ισλάμ ξανακέρδιζε σταθερά έδαφος στα δύο άκρα της Μεσογείου. Οι Σελτζούκοι Τούρκοι νικούσαν και αιχμαλώτιζαν τον βυζαντινό αυτοκράτο ρα Ρωμανό Δ', και στην Ισπανία η εισβολή των Αλμοραβίδων παραμέριζε τα χριστιανικά βασίλεια. Οι σταυροφορίες στην Ανατολή και ο Θιδ στην Ισπανία σηματοδοτούν δύο δράσεις με τον ίδιο σκοπό. Οι σταυροφόροι, καταφερόμενοι εναντίον εμιράτων μικρότερης σημασίας από τα δικά μας βασίλεια των λεγομένων "ταϊφά" (=φατρία), δηλαδή τα μικρά βασίλεια στα οποία διαιρέθηκε ο ισπανομουσουλμανικός κόσμος μετά την κατάρρευση του Χαλιφάτου της Κόρδοβας, κατόρθωσαν να εγκαθιδρύσουν βασίλεια στην Ιερουσαλήμ, στην Αντιόχεια, στην Έδεσσα και στην Τρίπολη, αλλά δεν επέζησαν της ισχυρής και συμπαγούς εξουσίας του Σαλαδίνου.
 Αντίθετα, το πριγκιπάτο που εγκαθίδρυσε ο Θιδ στη Βαλένθια, αντιστάθηκε στην απειλή της τεράστιας αλμοραβιδικής αυτοκρατορίας του Γιούσουφ, που έφτανε από το Αλχεθίρας μέχρι το Σουδάν, και έκανε πραγματικότητα έπειτα από 125 χρόνια τη μεγάλη ιβηρική χριστιανική συμμαχία του 1212 στη μάχη των Νάβας ντε Τολόσα και τη μεταγενέστερη κατάκτηση της Σεβίλλης.

Η σημασία του μεσαιωνικού Ισλάμ
Δεν μπορούμε να κατανοήσουμε τον Μεσαίωνα χωρίς την επέλαση του Ισλάμ σε όλη την λεκάνη της Μεσογείου και σε τέτοια έκταση, μια επέλαση που επηρέασε καταρχήν το βυζαντινό κόσμο και κατόπιν το δυτικό άκρο της Ευρώπης, την Ιβηρική Χερσόνησο. Η επικρατούσα τάση ήταν να θεωρείται ο ευρωπαϊκός Μεσαίωνας ως ένα λατινογερμανικό ιστορικό και πολιτισμικό φαινόμενο.
 Αυτή η "ευρωκεντρική" προκατάληψη περιόρισε και, κατά μεγάλο βαθμό, διαστρέβλωσε μέχρι σήμερα την ίδια την αντίληψη για την Ευρώπη. Η θεώρηση του Μεσαίωνα κυρίως μεταξύ του 8ου και του 12ου αιώνα πρέπει να είναι αυτή μιας εποχής βασικά ελληνοαραβικής και λατινοαραβικής. Τα μεγέθη της Χριστιανοσύνης και του Ισλάμ, στρατιωτικά αντιμέτωπα κατά μήκος όλης της Μεσογείου, δεν έζησαν τόσο απομακρυσμένα μεταξύ τους όπως γενικά πιστεύεται. Ακόμα λιγότερο ισχύει το ότι η αναμέτρηση -που άλλοι χαρακτηρίζουν σύγκρουση- των δύο θρησκειών και πολιτισμών υπήρξε η καθημερινή πραγματικότητα και η μοίρα αμφότερων. Με τον ίδιο τρόπο, κατά τον οποίο η σκέψη του Μωάμεθ δεν θα μπορούσε να δημιουργηθεί χωρίς μια άμεση επαφή με τον Χριστιανισμό της Ανατολής ή ο πολιτισμός των Αμπασίδων δεν θα μπορούσε να ανθίσει χωρίς να εμποτιστεί με αυτό του Βυζαντίου, κατά τον ίδιο τρόπο δεν είναι δυνατόν να ερμηνευθεί η ζωή στο άλλο άκρο της Ευρώπης χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το Ισλάμ. 
Ιουστινιανός
Κατ' αρχήν, γιατί η ίδια η σύσταση της Δύσης, ως μιας ιστορικής οντότητας εμφανώς διαφορετικής από το Βυζάντιο, οφείλει πολλά στην κατάσταση που δημιούργησε στη Μεσόγειο η αραβική εξάπλωση. Ας θυμηθούμε ότι η επανάκτηση του Ιουστινιανού επιφέρει ξανά την μεσογειακή ενότητα και κατ' αυτόν τον τρόπο επιτυγχάνεται η ισορροπία στην Αυτοκρατορία (αν και όχι μακροπρόθεσμα) .
Η κατάσταση αυτή μεταβάλλεται απόλυτα μεταξύ του 7ου και 8ου αιώνα, με την αραβική εξάπλωση στην Αίγυπτο, την Συρία και την Παλαιστίνη, τη Βόρεια Αφρική και την Ιβηρική Χερσόνησο με μη αναστρέψιμες πολιτικές συνέπειες. 
Όσον αφορά στον πολιτισμό, αν η ανατολική Χριστιανοσύνη, δηλαδή το Βυζάντιο, έδωσε ενδεχομένως στο Ισλάμ περισσότερα από όσα πήρε, αντίθετα η δυτική Χριστιανοσύνη δέχθηκε μάλλον περισσότερες επιρροές από όσες έδωσε. Η ταχεία αποσύνδεση της pars Occidentis από την pars Orientis, κατά την υστερορωμαϊκή περίοδο, σηματοδότησε την διακοπή της πολιτισμικής ροής μεταξύ των τροχιών της Ρώμης και της Κωνσταντινούπολης: η Δύση δεν γνωρίζει πια τα ελληνικά και τα λατινικά χάνονται στην Ανατολή. Αυτό το πολιτισμικό κενό που είχε αρχίσει να βαθαίνει από τον 5ο και 6ο αιώνα, αρχίζει να αναπληρώνεται προοδευτικά από την Ισπανία λόγω της επαφής και της ώσμωσης που προκαλείται με το αυξανόμενο ενδιαφέρον για την πολιτισμική παραγωγή των Αράβων, μια παραγωγή που υπήρξε φορέας της ελληνικής κληρονομιάς και κατά έναν τρόπο εκφραστής της. 
Η μουσουλμανική επιρροή στη φιλοσοφία, ιατρική, βοτανική, ποίηση, μυθιστορία, μουσική, αρχιτεκτονική θα διεισδύσει στη Δύση μέσω της Ιβηρικής Χερσονήσου. Ωστόσο, με έκπληξη διαπιστώνουμε μέχρι ποιου σημείου εξακολουθεί να εκτιμάται ελάχιστα και λανθασμένα η σπουδαιότητα αυτής της πολιτισμικής αλληλεπίδρασης. Το γεγονός ότι ο μουσουλμανικός και ο ευρωπαϊκός πολιτισμός διαμορφώνουν δύο κόσμους συχνά εχθρικούς μεταξύ τους δεν σημαίνει ότι ήταν απολύτως ξένοι ο ένας προς τον άλλον γιατί η αμοιβαία επίδραση ήταν αναπόφευκτη, είτε λόγω του ενδιαφέροντος που προκαλούσαν κάποιοι χρήσιμοι και ανεπτυγμένοι τομείς τους είτε λόγω αντίδρασης στους μη αποδεκτούς τομείς τους. Ένα παράδειγμα είναι η περίπτωση του Θιδ ο οποίος, ενώ ζει μέσα σε μια μαυριτανική αυλή και είναι άριστος γνώστης της αραβικής ιστορίας και πολιτισμού, απορρίπτει κατηγορηματικά πολλά από τα ήθη των Ανδαλουσιανών εμίρηδων. 
Επίσης, η περίπτωση του Πετράρχη ο οποίος, αν και γνωρίζει την αραβική ποίηση, την υποτιμά πλήρως. Η ακτινοβολία του λατινικού και η ακτινοβολία του αραβικού πολιτισμού δεν παύουν να διασταυρώνονται, μερικές φορές επικαλύπτοντας ή εξουδετερώνοντας η μια την άλλη, αλλά πάντα και αναπόφευκτα ασκώντας αμοιβαία επιρροή.


Το Τολέδο και η Σικελία
Αυτό το συναπάντημα ήταν πιο έντονο στις περιοχές, όπου είχαν συνυπάρξει δύο ιστορικοί κόσμοι. Η Ισπανία και η Σικελία αποτέλεσαν τον χώρο όπου αυτά τα φαινόμενα ήταν περισσότερο ευδιάκριτα, και σε ένα μεγάλο βαθμό τέτοιος χώρος υπήρξε και το Βυζάντιο. Αντίθετα, η Συρία των Σταυροφοριών, στην οποία αποδίδεται συμβατικά η μεγαλύτερη σημασία, επηρέασε πολύ λίγο τον δυτικό πολιτισμό.
 Αντίθετα, στην Ισπανία και στη Σικελία έχουμε την περίπτωση του ηττημένου μουσουλμάνου που ασκεί έλξη στον νικητή. Πρόκειται για το ίδιο φαινόμενο της έλξης που η Ελλάδα άσκησε στη Ρώμη (Graecia capta ferum vicrorem cepit et artis intulit agresti Latio, Hor. Ep. 2.1.156) ή αυτή της Περσίας στον αραβικό κόσμο. Έτσι ο Θιδ αφού κατακτά τη Βαλένθια, «εξαραβίζεται» και μείνει εκεί, γιατί θα ήταν ένας βάρβαρος αν δεν αποδεχόταν την επίδραση του πολιτισμού των ηττημένων. Αντίστοιχα, οι δύο κυριότερες κατακτήσεις του 11ου αι., δηλαδή η Σικελία από τους Νορμανδούς και το Τολέδο από τους βασιλείς της Καστίλης αποτέλεσαν εδάφη δεκτικά στον μουσουλμανικό πολιτισμό.
Στα μέσα του 12ου αι., η Σικελία και το Τολέδο αποτελούν σημαντικά δείγματα αυτής της διασύνδεσης. Στο Παλέρμο, ο Ρογήρος Β' ζει όπως ένας ανατολίτης εμίρης, τόσο στα ιδιαίτερα διαμερίσματα του ανακτόρου του, που είχε μετατρέψει σε χαρέμι, όσο και στις δημόσιες εμφανίσεις του, προστατευμένος από ένα εντυπωσιακό αλεξήλιο, όπως οι χαλίφηδες Φατιμίδες της Αιγύπτου, ή όταν προεδρεύει μια ακαδημαϊκή συνεδρία Χριστιανών και Μουσουλμάνων σοφών μεταξύ των οποίων βρίσκονταν, για παράδειγμα, ο Αμπού Σαλτ της Ντένια και ο Αλ Ιδρισί, απόγονος ενός Μαυριτανού βασιλέα της Μάλαγα. Στο Τολέδο, ο αρχιεπίσκοπος Ραϊμόνδος, σύγχρονος του Ρογήρου, «εξανατολίζεται» επίσης, αν και με διαφορετικό τρόπο, εισάγοντας ποικίλες μεταφράσεις αραβικών κειμένων με ελληνική πολυμάθεια. Για την πραγματοποίηση αυτών των μεταφράσεων συνεργαζόταν επίσης ένας μεγάλος αριθμός ξένων που είχαν συγκεντρωθεί στο Τολέδο για να τελειοποιήσουν την ανεπαρκή «δυτικότητά» τους. Η σπουδαιότητα αυτής της αυλής των μελετητών -της Σχολής Μεταφραστών του Τολέδο- στη διεύρυνση της γνώσης διαιρεί την επιστημονική και φιλοσοφική ιστορία του Μεσαίωνα σε δύο εποχές, μία πριν και μία μετά από αυτήν.
Η δραστηριότητα της μεταφραστικής σχολής του Τολέδο εξακολούθησε να είναι καθοριστική για μεγάλο διάστημα. Ο Miguel Escoto, με τις μεταφράσεις που έβγαλε από το Τολέδο, (όπου λειτουργούσε η έδρα της Σχολής Μεταφραστών) έτυχε θερμής υποδοχής από τον Μανφρέντο, τον βασιλέα των Δύο Σικελιών, τον "σουλτάνο της Λουκέρης (Lucera)" ο οποίος, σ' αυτόν τον θύλακα των Σαρακηνών στην Απουλία, ακολούθησε τα ήθη του πατέρα του, του αυτοκράτορα Φρειδερίκο.
Έτσι το Τολέδο έγινε η πολιτιστική μεσημβρία της Δύσης, με τον ίδιο τρόπο που έγινε και από γεωγραφική άποψη, όταν ο Αλφόνσο Ι' ο Σοφός έδωσε εντολή να γίνουν οι υπολογισμοί των περίφημων αστρονομικών του πινάκων, σύμφωνα με το μήκος της πόλης του Ταγού. Ο Αλφόνσο Ι', θέτοντας υπό την προστασία του και προωθώντας αυτό το έργο «μετάγγισης» γνώσεων, κατόρθωσε να εμποτίσει την πνευματική εστία της Σχολής του Τολέδο από το πνεύμα του μεγαλύτερου μεσαιωνικού πολιτισμού.
 Ήταν η εποχή που ο Ρογήρος Βάκων διακήρυσσε την άμεση αναγκαιότητα της μελέτης της αραβικής επιστήμης, που υπερείχε κατά πολύ εκείνης των Λατίνων -εξ ου και η εμμονή του Βάκωνα να μελετηθούν και άλλες γλώσσες εκτός από τα λατινικά, όπως τα αραβικά, τα εβραϊκά και τα ελληνικά. Ο δυτικός μεσαιωνικός πολιτισμός, παραδομένος στον σχολαστικισμό, δεν μπορεί να γίνει κατανοητός χωρίς να ληφθεί υπ' όψη η προσπάθεια που πραγματοποιήθηκε στο Τολέδο να αφομοιωθεί η μουσουλμανική επιστήμη. Η ιστορική εγκυκλοπαίδεια του Αλφόνσο του Σοφού, η General Estoria (η Γενική Ιστορική), λόγω της χρησιμοποίησης των λατινικών, αραβικών και εβραϊκών πηγών, αποτελεί την πιο ολοκληρωμένη απόδειξη για τα όρια στα οποία θα μπορούσε να φτάσει η παγκόσμια μεσαιωνική γνώση στο δυτικό κόσμο, και είναι ένα έργο πολύ πιο βαθύ και πλήρες από το Speculum historiale του Vincent de Beauvais.
Βλέπουμε, λοιπόν, ότι σε μια αποφασιστική στιγμή (εν μέσω του 13ου αι.), το Τολέδο και η Σικελία μεταμορφώνουν τη δυτική σκέψη συμπληρώνοντάς την. Υπάρχει όμως μια διαφορά: η σικελική αυλή του Ρογήρου, του Φρειδερίκου ή του Μανφρέδο, ήταν πολύ περισσότερο επηρεασμένη από τον ισλαμικό πολιτισμό -με το επακόλουθο σκάνδαλο για την υπόλοιπη Χριστιανοσύνη- από αυτή του Αλφόνσο Ι' του Σοφού, η οποία είχε στραφεί πνευματικά στη μουσουλμανική επιστήμη. Αυτό αντιστοιχεί με μια συμπεριφορά την οποία βρίσκουμε ήδη στον Θιδ, που γνώριζε άριστα τη μουσουλμανική ζωή στη Βαλένθια την οποία είχε ο ίδιος κατακτήσει, και ήταν αναγνώστης αραβικών βιβλίων, αλλά απέρριπτε το γοητευτικό στυλ -a la maure -sque- κάποιων χριστιανικών αυλών. απέρριπτε, δηλαδή, τον «εξαραβισμό», με τον τρόπο που ο τελευταίος είχε πραγματοποιηθεί στη Σικελία. Ο Θιδ εμπιστευόταν περισσότερο τη «δυτικότητά» του, ήταν, κοντολογίς, πιο ευπειθής στην εκκλησιαστική μεσαιωνική κυριαρχία από ένα Νορμανδό βασιλέα ή από τον αυτοκράτορα Ho hestaufen.

Θρησκευτικότητα και μισαλλοδοξία

Έχει υποστηριχθεί ότι η μεσαιωνική ισπανική θρησκευτικότητα οξύνθηκε λόγω του αγώνα της εναντίον του Ισλάμ. Όμως, αυτό δεν ισχύει για τη μεσαιωνική Ισπανία, ακόμα λιγότερο δεν ισχύει η φυλετική μισαλλοδοξία. Βλέπουμε τον Θιδ να δέχεται τις ευλογίες των ισπανομουσουλμάνων Μαυριτανών (moros) τους οποίους νίκησε και οι οποίοι προτιμούσαν να είναι υποτελείς στο χριστιανό βασιλιά παρά να επιστρέψουν στην ωμότητα των βορειοαφρικανών Αλμοραβίδων εισβολέων.
 Ο Αλφόνσο ΣΤ' αποκαλείται «αυτοκράτορας των δύο θρησκειών». Ο Αλφόνσο Η' προτιμά μια Επανάκτηση συμβίωσης και αντιτίθεται στην εξόντωση που επιχειρούν οι συμμαχικοί Ευρωπαίοι σταυροφόροι (το 1212). Ο Φερδινάνδος Γ', κατακτητής της Σεβίλλης, θα γίνει ο «βασιλέας των τριών θρησκειών». Η ισπανική μισαλλοδοξία προς τους Άραβες και τους Εβραίους δεν αποτελεί κατάλοιπο από την εποχή της Επανάκτησης αλλά ένα πολιτικό μέσο των Καθολικών Βασιλέων και της Εκκλησίας μετά την εξαφάνιση της επιρροής του Ισλάμ στην Ιβηρική Χερσόνησο, ένα φαινόμενο που συμπίπτει χρονικά με τις συνέπειες που είχε για όλη την ευρωπαϊκή ήπειρο η άλωση της Κωνσταντινούπολης και η νέα ισλαμική ηγεμονία στη Μεσόγειο, τη φορά αυτή υπό την οθωμανική αιγίδα.

Pedro Badenas de la Pena

Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah